Η μαντζουράνα είναι ένα όμορφο φυτό που καλό είναι να υπάρχει σε μια γλάστρα στην βεράντα ή την αυλή. Τον παλιό καιρό θυμάμαι πως τις φύτευαν σε τενεκέδες από λάδι και δεν υπήρχε αυλή που να μην έχει τον τενεκέ με τη ματζουράνα της. Είναι ένα φυτό με χρήσεις στη μαγειρική, σε πολλά ροφήματα, στην αρωματοποιΐα και βέβαια έχει και πολλές θεραπευτικές ιδιότητες. Θεραπεύει νευρικό βήχα, κόρυζα, βοηθάει να βγουν τα φλέμματα, βοηθάει την πέψη των τροφών, τον οργανισμό να διώξει τις τοξίνες, είναι αγγειοδιασταλτικό των αρτηριών, καταπραϋντικό, αντισηπτικό, αντιεμετικό κτλ.
Στο βίντεο, εκτός από τις χρήσεις θα δείτε και λίγα για την ιστορία αυτού του βοτάνου που κάποτε υπήρχε σε κάθε αυλή και σε κάθε βεράντα. Θα δείτε επίσης και μια νόστιμη αλλά πανεύκολη συνταγή, για να φτιάξετε τυρί φέτα στο φούρνο με μαντζουράνα
📖 Κεφάλαια - ενότητες
⬇︎⬇︎⬇︎⬇︎⬇︎⬇︎
0:00 intro
0:24 Μαντζουράνα - ένα όμορφο θεραπευτικό βότανο
0:33 Περιγραφή
0:58 Καλλιέργεια, Συλλογή, Αποθήκευση
1:32 Χρήσιμα μέρη
1:39 Δραστικές ουσίες
2:09 Συμβολισμοί
2:23 Δείτε στη συνέχεια
2:36 Ιδιότητες - ενδείξεις
3:27 Εφαρμογές & χρήση
6:58 Παρενέργειες
7:14 Γεύσεις
8:17 Νόστιμη συνταγή
8:52 Ιστορία
Έλληνας γιατρός και λόγιος. Υπήρξε πνευματικός αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, εισηγητής και κύριος εκφραστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Ο Χιώτης γιατρός και λόγιος Αδαμάντιος Κοραής είναι μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του νεότερου ελληνισμού. Πνευματικός αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, ισάξιος του Ρήγα Φεραίου και του Διονυσίου Σολωμού, είναι ο μεγάλος δάσκαλος του γένους, εισηγητής και κύριος εκφραστής του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο.
Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1748 στη Σμύρνη από οικογένεια λογίων και εμπόρων. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χιώτη Ιωάννη Κοραή, εμπόρου και προεστού της Σμύρνης και της Σμυρνιάς Θωμαϊδας Ρυσίου, κόρης του λογίου εμπόρου και δάσκαλου Διαμαντή Ρυσίου. Εντρυφώντας από μικρός στην πλούσια βιβλιοθήκη του παππού του είχε μεγάλη επιθυμία για μόρφωση.
Καλάς, οι Έλληνες των Ιμαλαΐων - Οι απόγονοι των Στρατιωτών του Μεγάλου μας Αλεξάνδρου 2.300 χρόνια μετά! Απόσπασμα από εκπομπή της ΕΤ3 αφιερωμένη στις αποστολές και συγκινητικές αποκαλύψεις του ΜΑΚΕΔΝΟΥ και του Προέδρου του, Συγγραφέα Δημήτρη Αλεξάνδρου.
Πόσες φορές έπιασα στιγμές που τα ψέματα ξεχάστηκαν και αυτοί που τα είπαν, προδόθηκαν την ίδια μέρα! Όταν χρησιμοποιείς ένα ψέμα, θυμάσαι, μα όταν συσσωρεύονται εκεί, υπάρχει θέμα. Πού να θυμάσαι πόσα φούμαρα έχεις πουλήσει για μεταξωτές κορδέλες; Τα έχεις μπερδέψει τόσο στο μυαλό σου, που μόνος σου πέφτεις στην δική σου παγίδα. Την ειλικρίνεια την θεωρούσα ελάττωμα όταν ήμουν μικρή και σε πιο νεαρή ηλικία, όταν με ρωτούσαν ποιο είναι το ελάττωμά μου, έλεγα η ειλικρίνεια. Γιατί αν είσαι ειλικρινής σε εκμεταλλεύονται, σε πατάνε και σε θεωρούν ανόητο και χαζό. Δεν είναι έτσι, η ειλικρίνεια σε κάνει να έχεις καθαρή την συνείδηση, να κοιμάσαι ήσυχος και έχεις ηρεμία στο μυαλό σου. Δεν χρειάζεται να θυμάσαι τι είπες και σε ποιον.
Πόσα όμορφα πράγματα χάνεις με τα ψέματα, με τις δολοπλοκίες! Χρόνος χαμένος από την δική σου ζωή που θεωρείς δεδομένη. Η μνήμη δεν θέλει να την ζορίζεις, θέλει να την γεμίζεις με στιγμές χαράς και ευτυχίας. Μόνο έτσι μεταδίδεται η χαρά σε όλο το σώμα. Της ειλικρίνειας δεν της έδωσαν όση αξία της ταιριάζει, πολλοί στο όνομά της πρόδωσαν ψυχές, ψυχές που αιμορραγούν για χρόνια. Δεν μπορείς να αποκαλείς τον εαυτό σου ειλικρινή και μόλις γυρίσεις την πλάτη να χώνεις το μαχαίρι στην ψυχή με ψέματα, μέχρι που κι εσύ ο ίδιος δεν θα θυμάσαι ποιος είσαι πραγματικά!
Σήμερα επιστρέφουμε στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918). Τον μεγάλο πόλεμο που "θα τελείωνε όλους τους πολέμους".
Σε αυτό το βίντεο, θα δούμε σύντομα τις εξελίξεις στα διάφορα μέτωπα του πολέμου.
Σημείωση: Η Γερμανία κατείχε την Αλσατία πριν από τον πόλεμο (1871) άρα το συννεφάκι πάει στη Γαλλία.
Η μητέρα του Σκύλου του Παύλου Μάτεση από τις εκδόσεις Καστανιώτη είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα κατά την ταραχώδη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδας.
Το βιβλίο είναι μια αναδρομή στη ζωή της Ρουμπίνης Μέσκαρη η οποία σε προχωρημένη πια ηλικία αφηγείται αποσπασματικά, με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, την πολύπαθη ζωή της. Η Ρουμπίνη – που αργότερα έγινε Ραραού – γεννήθηκε σε μια επαρχιακή πόλη που την ονομάζει Επάλξεις. Η οικογένεια, που είχε και δύο μεγαλύτερα αγόρια, ζούσε μέσα στη φτώχεια σ’ ένα σπίτι με ‘χωματένιο πάτωμα’. Ο πατέρας της, ο Μέσκαρης Διομήδης, έφυγε για το μέτωπο και μετά από λίγο καιρό θεωρήθηκε αγνοούμενος. Η μητέρα της, η Ασημίνα, δούλευε όπου έβρισκε δουλειά και προσπαθούσε να συντηρήσει τα παιδιά της αλλά τον δεύτερο χρόνο του πολέμου η Ραραού θυμάται ότι έμειναν είκοσι έξι μέρες νηστικοί. Η πείνα της κατοχής και ο κίνδυνος για τα παιδιά της ήταν που οδήγησε τη μητέρα της να γίνει ερωμένη δύο Ιταλών αξιωματικών με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα για να συντηρηθούν. Αυτή η απόφαση απελπισίας της Ασημίνας, η μόνη λύση που είχε για να σώσει τα παιδιά της από την πείνα καθόρισε τη ζωή όχι μόνο τη δική της αλλά και της κόρης της.
Η μαύρη περίοδος της κατοχής περιγράφεται από τη Ραραού μέσα από διάφορα περιστατικά από τα οποία γνωρίζουμε και τους περιφερειακούς χαρακτήρες του βιβλίου. Ανάμεσά τους η Κανέλλω με τα πολλά παιδιά και τον σύζυγο που δεν έβγαινε από το σπίτι. Η Κανέλλω που ήταν στην αντίσταση και κουβαλούσε χειροβομβίδες στους αντάρτες, αυστηρή, δραστήρια, ανοιχτόμυαλη. Μια γυναίκα που δεν σταματούσε μπροστά σε κανένα κίνδυνο και συμπαραστάθηκε στην Ασημίνα και την οικογένειά της. ‘Η κυρία Κανέλλω με βρήκε μια μέρα στον δρόμο και μου λέει, παιδί μου, να σέβεσαι τη μάνα σου πιο πολύ τώρα, άσε τη γειτονιά να λέει.’
Η οικογένεια Τιριτόμπα, μια οικογένεια θεατρίνων που έγιναν αφορμή να αγαπήσει η Ραραού το θέατρο αλλά της χάλασε τα σχέδια ο πόλεμος, όπως λέει. ‘Είκοσι έξι κάνουμε πρεμιέρα, σημειώνω εγώ θρίαμβο ως κόρη ορφανής, είκοσι οκτώ ξεσπάει ο πόλεμος, λες και μου έκαναν σαμποτάζ. […] Βρήκαμε την ώρα, ως έθνος, να πούμε το σκασμένο το όχι, για να μου κόψουνε την τύχη εμένα. Τέλος πάντων, προηγείται η πατρίς, αν και αόρατη.’ Σ’ αυτή την οικογένεια ανήκει και η Σαλώμη που τους χάρισε μια κότα για να ξεγελάσουν την πείνα τους κι εκείνοι την αγάπησαν και δεν την έσφαξαν, μέχρι που η κότα, η αγαπημένη πουλακίδα της Ραραούς, πέθανε από ασιτία. Ο παπα-Ντίνος που έστελνε ‘λειτουργιές’ στην πόρνη της πόλης αλλά αρνήθηκε να ανοίξει την εκκλησία τη μέρα της διαπόμπευσης, ‘Μη σκας Ασημίνα, της είχε πει ο μουρλόπαπας, άλλον τρόπο να κρατήσεις ζωντανά τα παιδιά σου δεν είχες.’ Η Αφροδίτη που λίγο πριν πεθάνει από φυματίωση ζήτησε να δει τη θάλασσα και η μητέρα της, η κυρία Φανή, που συνέχισε να πλέκει προίκες μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Ο Θανασάκης που χοροπηδούσε πάνω στις νάρκες και ο συμπονετικός δάσκαλος, ο πατέρα του. Ο επιτήδειος βουλευτής Μανώλαρος που κρατούσε τα εκλογικά βιβλιάρια και των πεθαμένων αλλά και η συμπονετική γυναίκα του που συμπαραστάθηκε στη Ραραού την ημέρα της διαπόμπευσης αλλά και αργότερα.
Ο πόλεμος τελειώνει και έρχεται η Απελευθέρωση στην οποία η Ραραού αναφέρεται ειρωνικά· ‘λεγόμενη’ Απελευθέρωση την αναφέρει. Είναι τότε που οι εξαντλημένοι πολίτες ξέσπασαν την καταπίεση και τον θυμό τους για όσα πέρασαν. Μεταμφίεσαν τον πόνο, τις στερήσεις και τις ταπεινώσεις της κατοχής σε ηθική αγανάκτηση και μετατράπηκαν σε τιμωρούς για όσους μπόρεσαν να επιβιώσουν. Σε μια σκηνή που χαράζεται έντονα στο μυαλό του αναγνώστη, ο όχλος είχε ανεβάσει σε ένα φορτηγό τις γυναίκες που είχαν σχέσεις με τον εχθρό, και τις περιέφεραν στην πόλη, κουρεμένες. Τις έβριζαν, τις περιγελούσαν και τις ξεφτίλιζαν μπροστά στα μάτια των παιδιών τους, κατηγορώντας τες ως δωσίλογες. Σε ένα κλίμα φορτισμένο από τις ιστορικές συνθήκες και τον ηρωισμό της εθνικής αντίστασης, το πλήθος είχε παρασυρθεί σε συμπεριφορές που προσέκρουαν σε κάθε ηθικό κώδικα. Ο Μάτεσις έχει πιθανά επισημάνει ότι τα ντροπιαστικά αυτά περιστατικά με τις πρακτικές του κουρέματος, της ατιμωτικής περιφοράς κ.λ.π. δεν εντοπίζονται λεπτομερώς σε ιστορικά κείμενα της εποχής και αποφασίζει να τα καταδείξει μέσω της λογοτεχνίας με την Ασημίνα, να στέκεται όρθια στο φορτηγό, κοιτώντας στα μάτια τον κόσμο που τη χλευάζει ενώ η Ραραού ακολουθεί με μια κανάτα με νερό για να ξεδιψάσει τη μητέρα της.
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτού του εξευτελισμού τόσο στην Ασημίνα όσο και στη Ραραού ήταν αναπόφευκτες. Η μεν Ραραού ‘παθαίνει μια ελευθερία’ και άρχισε να φωνάζει ‘Ζήτω η Μητέρα μου η Ασημίνα’ ενώ στη συνέχεια έβγαλε έναν ήχο που έμοιαζε με γάβγισμα, η δε Ασημίνα ξέσπασε φωνάζοντας τη φράση από την οποία προέρχεται και ο τίτλος του βιβλίου‘Διώχτε το, Διώχτε το Σκυλί, πάρτε αποδώ αυτό το Σκυλί που με πήρε από κοντά, διώχτε – τι γυρεύει ο Σκύλος, δεν είμαι η Μητέρα του’ και στη συνέχεια βουβάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Ραραού κόβει τους δεσμούς με τη γενέθλια πόλη, παίρνει τη μητέρα της και μετακομίζει στην Αθήνα. Χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, έρχονται σε μια Αθήνα που ακόμη γλείφει τις πληγές που της έχει αφήσει ο πόλεμος. Βρίσκουν καταφύγιο σ’ένα πολυβολείο στο οποίο ήδη μένει ένας ανάπηρος ζητιάνος και μαζί του στρέφονται στην επαιτεία μέχρι να βγει η σύνταξη ‘ως κόρη ήρωος θανόντος εν Αλβανία’ και να διαπρέψει η Ραραού στο θέατρο. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Πόσα από όλα όσα αφηγείται η Ραραού είναι τελικά αλήθεια; Ένας άλλος αφηγητής (ίσως ο ίδιος ο συγγραφέας) παρεμβαίνει στην αφήγηση και μαζί με τη διάγνωση του ψυχίατρου δίνει άλλη διάσταση στην ιστορία.
Συμπεραίνει λοιπόν ο αναγνώστης ότι το τραύμα από τη διαπόμπευση της μητέρας της την επηρέασε τόσο βαθιά που κατέφυγε στις ψευδαισθήσεις της, έχασε την εμπιστοσύνη της στον κόσμο και άρχισε να υιοθετεί ρόλους, να λέει ψέματα για να προστατέψει την εικόνα της. Λέει ότι είναι όμορφη ενώ ο ζητιάνος την περιγράφει καχεκτική και ραχητική. Ισχυρίζεται ότι έγινε μεγάλη ηθοποιός, ενώ ήταν πάντα κομπάρσα. Καμαρώνει για τους εραστές της ενώ όπως φαίνεται ‘δεν την κυρίεψε επιθυμία να αγγίξει σώμα ανδρός.’ Αυτός είναι ο τρόπος της να ξεφύγει από την ντροπή και τη φρίκη. Να φαντάζεται την κάθε δυσκολία σαν ρόλο. Υπάρχει μια συγκλονιστική σκηνή στην οποία εξαντλημένη πρέπει να τραβήξει το καρότσι του ανάπηρου ζητιάνου σε μια μεγάλη ανηφόρα. Η Ραραού δεν έχει άλλη επιλογή, πρέπει να τα καταφέρει και δίνει στον ανάπηρο μια βέργα ζητώντας του να την κτυπήσει ‘Όπου ζοριστώ και δεν προχωράω, του λέει, βόηθα. Αν δεις ότι σταματάω, βάρα με συ. Με τη βίτσα. […] Ο ανάπηρος τη δέρνει, η Ραραού ξεχνάει να κοιτάξει πλάι για τη μαμά της, ο ανάπηρος τη βαράει, η Ραραού ανεβαίνει πιο σβέλτα τώρα, σκέφτεται τώρα να μ’ έβλεπε το κοινό μου! Και θριαμβεύει. Ο ανάπηρος φωνάζει, τη βαράει λιγότερο, και αρχίζει να της πετάει χούφτες τον χαρτοπόλεμο από τη σακκούλα, η Ραραού θέλει πολύ να υποκλιθεί και να πει σας ευχαριστώ, τα κονφετί κολλάνε στα μαλλιά της, η μαμά της πλησιάζει να της τα τινάξει, όμως η Ραραού σπρώχνει πέρα τη μαμά της, είναι πρωταγωνίστρια, τώρα δεν σταματάει πλέον, ανέρχεται, ο σακάτης πίσω της τραγουδάει, την τραγουδάει, την εγκαρδιώνει με καμτσικιές, τη ραίνει με χαρτοπόλεμο—‘.
Το περιστατικό της διαπόμπευσης έχει γίνει στο μυαλό της κάτι αόριστο, κάτι για το οποίο μιλάει ελαφρά αναφέροντάς το κι αυτό σαν σκηνή από παράσταση. Η Ραραού δραπετεύει από την αλήθεια για να αντέξει, όπως δραπετεύει και από όσα τη συνδέουν μ’ αυτή. Θυσιάζει τη Ρουμπίνη για να σώσει τη Ραραού. Με απλουστεύσεις, ωραιοποιήσεις και υπερβολές, αναδεικνύει την αστεία πλευρά ενός ζητήματος για να καλύψει την τραγικότητά του.
Στο βιβλίο ‘Η Μητέρα του Σκύλου’ ο Παύλος Μάτεσις εξετάζει την Ελλάδα της κατοχής και των μεταπολεμικών χρόνων στρέφοντας το ενδιαφέρον του στους ταπεινούς, στους αδύναμους της ζωής, αμφισβητώντας με μοναδικό τρόπο θεσμούς και κοινωνικά πρότυπα. Η ψυχική νόσος, η έννοια της πατρίδας, η εκκλησία, ο Θεός, η οικογένεια, η αναπηρία χαμηλώνουν για να χωρέσουν στον κόσμο των ηρώων του. Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα βασισμένη στην προφορικότητα, παρωδεί τις συμβατικές εκφράσεις αφαιρώντας το βαρύ φορτίο τους και περνά τα μηνύματά του μέσω του πικρού χιούμορ και των συνειρμών της κεντρικής του ηρωίδας.
Οι ειδικοί πιστεύουν εδώ και χρόνια ότι ορισμένοι τύποι προσωπικότητας συνδέονται πιο στενά με την ικανοποίηση που λαμβάνουν από τη ζωή και τους άλλους.
Πρόσφατη μελέτη διερευνά για πρώτη φορά εάν αυτές οι συσχετίσεις ισχύουν για συγκεκριμένες φάσεις της ζωής ή σε όλες τις ηλικίες.
Η μελέτη βασίζεται στο μοντέλο Big Five που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να περιγράψουν κάποιες ανθρώπινες συμπεριφορές.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ικανοποίηση από την εργασία είναι στενά συνδεδεμένη με την ευσυνειδησία, ενώ η κοινωνική ικανοποίηση συνδέεται στενά με την εξωστρέφεια και την ευχαρίστηση.
Η μελέτη αναλύει δεδομένα που συλλέχθηκαν για την έρευνα Longitudinal Internet Studies for the Social Sciences από το 2008 έως το 2019.
Οι 9.110 συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν ένα εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα ανθρώπων που κατοικούσαν στην Ολλανδία, ηλικίας 16 έως 95 ετών.
Το μοντέλο των 5 Μεγάλων Παραγόντων της Προσωπικότητας (Big Five Personality Model), σχεδιάστηκε για να συμπεριλάβει εκείνα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τα οποία οι άνθρωποι θεωρούν ως τα πιο σημαντικά για τη ζωή τους.
Αναφέρεται στους όρους νευρωτικότητα, εξωστρέφεια, πνευματική διαθεσιμότητα, καλή προαίρεση και ευσυνειδησία.
Πολλά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας συνδέονται ιδιαίτερα με το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή.
Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που σχετίζονται με το να αισθάνεται κάποιος ικανοποιημένος ισχύουν εξίσου σε όλες τις φάσεις της ζωής και ισχυροποιούνται όσο περνούν τα χρόνια.
Οι άνθρωποι που είναι συναισθηματικά σταθεροί και μη νευρωτικοί είναι εκείνοι που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να αντλούν ικανοποίηση από τη ζωή.
«Είναι η πρώτη μελέτη που μας δείχνει ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας συνδέονται περισσότερο με την ικανοποίηση σε όλη τη διάρκεια της ζωής», δήλωσε η κλινική ψυχολόγος Δρ. Alisa Ruby Bash, η οποία συμμετείχε στη μελέτη.
«Παρότι και άλλες μελέτες έχουν διερευνήσει τη σύνδεση μεταξύ των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και της ικανοποίησης από τη ζωή, αυτή την εξετάζει σε βάθος χρόνου» πρόσθεσε.