Γιάννης Καρατζόγλου, Τα φτερά της ωμοπλάτης

Η συλλογή «Εγγραφές κλεισίματος» του Γιάννη Καρατζόγλου είναι ολοκαίνουρια, για την ακρίβεια μυρίζει ακόμη τυπογραφείο μιας και εκδόθηκε μόλις πριν 15 μέρες από θεσσαλονικιώτικο εκδοτικό οίκο Ρώμη.
Πέρασαν κιόλας 8 χρόνια από το τελευταίο βιβλίο του ποιητή που ήταν η σύνοψη μιας ποιητικής διαδρομής 45 ετών (1964-2009) και είχε κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2009 από τις εκδόσεις Ίκαρος με τον τίτλο «Πηγαίος κώδικας».
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι σπουδές και η επαγγελματική σταδιοδρομία του οικονομολόγου Γιάννη Καρατζόγλου δίνουν το έναυσμα για έναν τίτλο συλλογής βασισμένο σε χρηματοοικονομικούς όρους. Έχουν προηγηθεί οι συλλογές «Αποσβέσεις» (1987) και «Αποτελέσματα χρήσεως» (2006). Ακόμη και σε ενότητες των βιβλίων του χρησιμοποιεί παρεμφερείς όρους, όπως και συχνά σ’ αυτά καθαυτά τα γραπτά του. Όπως είχε πει κάποτε ο φιλόλογος καθηγητής του ΑΠΘ Πάνος Πίστας (ποιητής Π. Σωτηρίου), η χρήση αυτής της τεχνοκρατικής ορολογίας συμβάλλει στην εξισορρόπηση του συναισθήματος με την πραγματικότητα ώστε όταν περισσεύει το συναίσθημα οι στίχοι να μη γίνονται μελό και παράλληλα βοηθά τον ποιητή να ξεπεράσει την αμηχανία του όταν περιγράφει δύσκολες στιγμές για τον ίδιο ή για όλους μας προσγειώνοντας μας στην απτή πραγματικότητα των αριθμών.
Πέρασαν, λοιπόν, 8 χρόνια από το προηγούμενο βιβλίο του Γιάννη όσα και τα δύσκολα χρόνια για τον τόπο μας. Στο διάστημα αυτό ο ποιητής μεγάλωσε όπως όλοι μας, ζορίστηκε από κάθε άποψη όπως όλοι μας, μαύρισε και μαυρίζει η ψυχή του καθημερινά όπως όλων μας με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας και στην εγγύς Ανατολή και όλα αυτά τα αποτυπώνει στα νέα του ποιήματα.
Δεν είναι καθόλου χαρωπά και ανέμελα τα γραπτά αυτής της συλλογής. Θα έλεγα ότι αποτυπώνουν αρκετά γλαφυρά και ενίοτε αιχμηρά τον ζόφο και το χάος της εποχής μας όσον αφορά την κοινωνική διάσταση των πραγμάτων αφενός και αφετέρου τη νοσταλγία για τα νιάτα και το παράπονο για τη ζωή που κυλάει και φεύγει τόσο γρήγορα, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, και τη θλίψη για τα γηρατειά που όλους μας σοκάρουν και μας τρομάζουν και δεν ξέρουμε πώς να τα διαχειριστούμε.
Βρίσκω τα κοινωνικά ποιήματα της συλλογής (περί προσφύγων και οικονομικής κρίσης) εξαιρετικά. Και χαίρομαι που ο Γιάννης Καρατζόγλου καταπιάστηκε με τα θέματα αυτά και τα αποτύπωσε ως έχουν για να ξέρουν οι επόμενες γενιές τι συνέβαινε στην Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα (πράγμα που περιέργως αποφεύγουν να κάνουν οι περισσότεροι ποιητές στις μέρες μας και μου δίνουν την αίσθηση πως ζουν σε άλλη χώρα κι άλλον πλανήτη).
Βρίσκω τα προσωπικά ποιήματα της συλλογής ενδιαφέροντα και ορισμένα πολύ ευρηματικά (όπως το πρώτο ποίημα της συλλογής που παραθέτω παρακάτω). Έχω όμως ορισμένες ενστάσεις όσον αφορά την πολλή μαυρίλα ενόψει της τρίτης ηλικίας γιατί, όπως είπα στον ίδιο τον ποιητή, δεν είναι δα υπεραιωνόβιος ήδη. Ας συγκρατηθεί, επομένως, κι ας γράψει για τα ίδια θέματα ξανά μετά από μια δεκαετία και βάλε.
Δεν θα πω περισσότερα γιατί πάντα προτιμώ να αφήνω τους ποιητές να μιλάνε μέσω των γραπτών τους. Οπότε τις επόμενες μέρες σε πρώτο πλάνο θα περάσουν τα νέα ποιήματα του Γιάννη Καρατζόγλου.
Θα κλείσω αυτόν τον πρόλογο λέγοντας μονάχα ότι η ποίηση του Καρατζόγλου είναι για μένα σαν το παλιό καλό κρασί. Ο τρόπος γραφής του με κάνει από παλιά να νιώθω ότι πλέω σε ασφαλή νερά όπου η γλώσσα και ο ρυθμός ρέουν αβίαστα και όπου ο ποιητής είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που μου μιλάει με αμεσότητα και σαφήνεια για ό,τι έζησα, ζω ή θα ζήσω κι εγώ. Κάπως σαν να παίζουμε τάβλι μαζί και πίνουμε τον καφέ μας και λέμε ο ένας στον άλλο τον καημό μας. Αυτός ο τρόπος γραφής έχει γνήσιο άρωμα Θεσσαλονίκης (π.χ. Αναγνωστάκη και Διαγωνίου) και πάντα μου άρεσε όχι μόνο λόγω της καταγωγής μου αλλά και λόγω της πάγιας άποψής μου ότι ποιητής και αναγνώστης πρέπει να γίνονται μια παρέα και να δένονται γιατί αλλιώς η ποίηση χάνει την ουσία της και γίνεται αέρας κοπανιστός. Και από αέρα κοπανιστό χορτάσαμε πια και στην τέχνη και σε κάθε άλλο τομέα της σύγχρονης Ελλάδας.
Καλωσορίζω, λοιπόν, αυτή τη νέα συλλογή του Γιάννη Καρατζόγλου με πολλή χαρά και συγκίνηση. Γιατί τα παιδιά των ποιητών της Θεσσαλονίκης, δηλαδή τα βιβλία τους, τα έχω και λίγο σαν δικά μου παιδιά, ιδίως αν είναι τόσο προκομμένα όσο οι «Εγγραφές κλεισίματος». 🙂
Τα φτερά της ωμοπλάτης
Όσο γερνάει κάνει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που υποδεικνύουν οι γιατροί.
Καπνίζει σαν φουγάρο, πίνει ούζα και τσίπουρα βουστροφηδόν
τραβάει τις νύχτες ως το χάραμα διαβάζοντας αδηφάγες διηγήσεις
δεν περπατάει το καθημερινό χιλιόμετρο, δεν ανεβαίνει σκάλες με τα πόδια
τους μετρητές χοληστερίνης, πίεσης, σακχάρου αγνοεί…
Όσο παλιώνει πράττει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που λέει η λογική.
Θυμάται τα πρόσφατα, δεν προσφεύγει στα παλιά,
τα καλοκαίρια αγνοεί
απολαμβάνει τη βροχή, το χιόνι, τις λασπουριές και τους ανέμους
ακούει τραγούδια με γερασμένους τραγουδιστές της εποχής του
ξοδεύει άναρχα όσα του απομείνανε, οι καταθέσεις του τελειώνουν
δεν ασχολείται με διαθήκες, ψιλές κυριότητες και επικαρπίες…
Όσο γερνάει καλυτερεύει η υγεία μέσα του, εκτός από κάτι πόνους
στις κλειδώσεις της ωμοπλάτης, δεν είναι τίποτα του είπαν οι γιατροί
είναι που φύονται φτερά, λιγάκι ακόμα θα πονάς μέχρι να μεγαλώσουν
αλλά τη μέρα εκείνη θα πετάξεις άνετα με μεγάλες απλωτές…
Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου