Γιώργος Θέμελης, Ας μιλήσουν οι νύχτες

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Ας μιλήσουν οι νύχτες

Ας μιλήσουν κάλλιο οι νύχτες που μας γνώρισαν,
Οι φλόγες που έκαιγαν στοχαστικά στις κρύπτες του ύπνου,
Η θάλασσα π’ αγκάλιαζε τη γύμνια μας, τη σιωπή,
Φίλε, που έφυγες πρωί να συναντήσεις το άλλο σου είδωλο,
Ν’ αναπαυτείς στην ίδια σου την ομορφιά σαν Ενδυμίων.

Ωραίο είναι το πρόσωπο μες σε κατοπτρισμούς,
Ανοίγει, πολλαπλασιάζεται, σαν αριθμός.

Ως να μην είχα πρόσωπο, ύπαρξη, ήμουν
Το άγνωστο σχήμα το ερχόμενο,
Δε με γνωρίζαν οι άνθρωποι, μονάχα εσύ
Με δεχόσουν μέσα στον κύκλο σου από βλέμματα,
Ως μια σου εικόνα, αναδίπλωση, σκιά.

Θάλασσα, σώμα, φως, ως να ’μαστε απ’ την ίδια ουσία,
Του υγρού, του πέτρινου, του εκθαμβωτικού.

Πού τελειώνουν τα όρια, πού αρχίζουν τ’ απρόσιτα;

Ως να πληθαίνει ξάφνου ο χρόνος, να μοιράζεται την ομορφιά,
Χίλια κομμάτια, χίλια αντιφεγγίσματα,
Σειρά καθρεφτισμένα αγάλματα, φυτά και ψάρια,
Μαζί με τον ήλιο που ερωτεύεται τον εαυτό του,
Το ίδιο του το είδωλο το πολλαπλό,
Γιατί επάνω είναι το φως και κάτω η αντανάκλαση.
Φως η ατέρμονη ύλη, φως η σάρκα, φως ο Θεός.

Ως να ’χες κάτι απ’ τα φυτά και τον βαθύ καημό των αγαλμάτων
Όταν τα κλειούν μες σε μεγάλες αίθουσες
Μονάχα, ακίνητα και λυπημένα,

Και περιμένουν μάτια να τα ντύσουν που ’ναι γυμνά,
Και χέρια να τα κρατήσουν να σηκωθούν,
Να πάρουν σκάλες, να γεμίσουν τις κάμαρες των μητέρων,
Σα μια γενιά από πέτρινη ηλικία,
Σα μια φυλή από στερεότητα που δε ραγίζει.

Ας ήσουν ραγισμένος δεν ξέρω από ποια αιχμή
Κι είχες σαν ένα φτερό ριγμένο πίσω σου.

(Ήσουνα κάποτε μεγάλο πουλί;
Ήσουνα κάποτε Άγγελος,
Πρωτοστάτης, Πανέρωτας, φέρνοντας το άγγελμα;)

Γύρευα να μεταμορφωθώ και να περάσω
Στη θλίψη σου μέσα, να γινώ το άνθος σου της Περσεφόνης,
Να μ’ έχει και να με φορείς κι εδώ κι εκεί, στον ύπνο και στον θάνατο.

Σαν όταν ψάχνεις να βρεις ένα όνομα, που γύριζε στον νου,
Και δεν μπορείς, ως ν’ αχνοσβήνει στο σκοτάδι.
Ή να ξεχνάς ν’ ανάψεις το φως και κείτεσαι στα σκοτεινά.

Ως να ξεχνιόμαστε,
Ως να ξεχνιέται το φως
Και μας ξεχνά.

Τάχα θα μείνει τ’ όνομά μου στα χείλη σου, γεύση αιωνιότητας;
Τάχα θα με σώσουν τα μάτια σου; Θα μου ’χουν φυλάξει
Το σχήμα, σα μια σκιά, μια μαρτυρία;

Κάθομαι εδώ και σ’ αναπλάθω,
Κάθομαι εδώ και προσδοκώ
Ανάστασιν νεκρών.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

https://thepoetsiloved.wordpress.com/

Το βρήκα στο:https://vequinox.wordpress.com/