Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ

 Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ

 στις 

Η μητέρα του Σκύλου του Παύλου Μάτεση από τις εκδόσεις Καστανιώτη είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα κατά την ταραχώδη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδας.

Το βιβλίο είναι μια αναδρομή στη ζωή της Ρουμπίνης Μέσκαρη  η οποία σε προχωρημένη πια ηλικία αφηγείται αποσπασματικά, με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, την πολύπαθη ζωή της. Η Ρουμπίνη – που αργότερα έγινε Ραραού – γεννήθηκε σε μια επαρχιακή πόλη που την ονομάζει Επάλξεις. Η οικογένεια, που είχε και δύο μεγαλύτερα αγόρια, ζούσε μέσα στη φτώχεια σ’ ένα σπίτι με ‘χωματένιο πάτωμα’. Ο πατέρας της, ο Μέσκαρης Διομήδης, έφυγε για το μέτωπο και μετά από λίγο καιρό θεωρήθηκε αγνοούμενος. Η μητέρα της, η Ασημίνα, δούλευε όπου έβρισκε δουλειά και προσπαθούσε  να συντηρήσει τα παιδιά της αλλά τον δεύτερο χρόνο του πολέμου η Ραραού θυμάται ότι έμειναν είκοσι έξι μέρες νηστικοί. Η πείνα της κατοχής και ο κίνδυνος για τα παιδιά της  ήταν που οδήγησε τη μητέρα της να γίνει ερωμένη δύο Ιταλών αξιωματικών με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα για να συντηρηθούν. Αυτή η απόφαση απελπισίας της Ασημίνας, η μόνη λύση που είχε για να σώσει τα παιδιά της από την πείνα καθόρισε τη ζωή όχι μόνο τη δική της αλλά και της κόρης της.

Η μαύρη περίοδος της κατοχής περιγράφεται από τη Ραραού μέσα από διάφορα περιστατικά από τα οποία γνωρίζουμε και τους περιφερειακούς χαρακτήρες του βιβλίου. Ανάμεσά τους η Κανέλλω με τα πολλά παιδιά και τον σύζυγο που δεν έβγαινε από το σπίτι. Η Κανέλλω που ήταν στην αντίσταση και κουβαλούσε χειροβομβίδες στους αντάρτες, αυστηρή, δραστήρια, ανοιχτόμυαλη. Μια γυναίκα που δεν σταματούσε μπροστά σε κανένα κίνδυνο και συμπαραστάθηκε στην Ασημίνα και την οικογένειά της. ‘Η κυρία Κανέλλω με βρήκε μια μέρα στον δρόμο και μου λέει, παιδί μου, να σέβεσαι τη μάνα σου πιο πολύ τώρα, άσε τη γειτονιά να λέει.’

Η οικογένεια Τιριτόμπα, μια οικογένεια θεατρίνων που έγιναν αφορμή να αγαπήσει η Ραραού το θέατρο αλλά της χάλασε τα σχέδια ο πόλεμος, όπως λέει. ‘Είκοσι έξι κάνουμε πρεμιέρα, σημειώνω εγώ θρίαμβο ως κόρη ορφανής, είκοσι οκτώ ξεσπάει ο πόλεμος, λες και μου έκαναν σαμποτάζ. […] Βρήκαμε την ώρα, ως έθνος, να πούμε το σκασμένο το όχι, για να μου κόψουνε την τύχη εμένα. Τέλος πάντων, προηγείται η πατρίς, αν και αόρατη.’ Σ’ αυτή την οικογένεια ανήκει και η Σαλώμη που τους χάρισε μια κότα για να ξεγελάσουν την πείνα τους κι εκείνοι την αγάπησαν και δεν την έσφαξαν, μέχρι που η κότα, η αγαπημένη πουλακίδα της Ραραούς, πέθανε από ασιτία. Ο παπα-Ντίνος που έστελνε ‘λειτουργιές στην πόρνη της πόλης αλλά αρνήθηκε να ανοίξει την εκκλησία τη μέρα της διαπόμπευσης,  Μη σκας Ασημίνα, της είχε πει ο μουρλόπαπας, άλλον τρόπο να κρατήσεις ζωντανά τα παιδιά σου δεν είχες.’ Η Αφροδίτη που λίγο πριν πεθάνει από φυματίωση ζήτησε να δει τη θάλασσα και η μητέρα της, η κυρία Φανή, που συνέχισε να πλέκει προίκες μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Ο Θανασάκης που χοροπηδούσε πάνω στις νάρκες και ο συμπονετικός δάσκαλος, ο πατέρα του. Ο επιτήδειος βουλευτής Μανώλαρος που κρατούσε τα εκλογικά βιβλιάρια και των πεθαμένων αλλά και η συμπονετική γυναίκα του που συμπαραστάθηκε στη Ραραού την ημέρα της διαπόμπευσης αλλά και αργότερα.

Ο πόλεμος τελειώνει και έρχεται η  Απελευθέρωση στην οποία η Ραραού αναφέρεται ειρωνικά· ‘λεγόμενη Απελευθέρωση την αναφέρει. Είναι τότε που οι εξαντλημένοι πολίτες ξέσπασαν την καταπίεση και τον θυμό τους για όσα πέρασαν. Μεταμφίεσαν τον πόνο, τις στερήσεις και τις ταπεινώσεις της κατοχής σε ηθική αγανάκτηση και μετατράπηκαν σε τιμωρούς για όσους μπόρεσαν να επιβιώσουν. Σε μια σκηνή που χαράζεται έντονα στο μυαλό του αναγνώστη, ο όχλος είχε ανεβάσει σε ένα φορτηγό τις γυναίκες που είχαν σχέσεις με τον εχθρό, και τις περιέφεραν στην πόλη, κουρεμένες. Τις έβριζαν, τις περιγελούσαν και τις ξεφτίλιζαν μπροστά στα μάτια των παιδιών τους, κατηγορώντας τες ως  δωσίλογες. Σε ένα κλίμα φορτισμένο από τις ιστορικές συνθήκες και τον ηρωισμό της εθνικής αντίστασης, το πλήθος είχε παρασυρθεί σε συμπεριφορές που προσέκρουαν σε κάθε ηθικό κώδικα. Ο Μάτεσις έχει πιθανά επισημάνει ότι τα ντροπιαστικά αυτά περιστατικά με τις  πρακτικές του κουρέματος, της ατιμωτικής περιφοράς κ.λ.π. δεν εντοπίζονται λεπτομερώς σε ιστορικά κείμενα της εποχής και αποφασίζει να τα καταδείξει μέσω της λογοτεχνίας με την Ασημίνα, να στέκεται όρθια στο φορτηγό, κοιτώντας στα μάτια τον κόσμο που τη χλευάζει ενώ η Ραραού ακολουθεί με μια κανάτα με νερό για να ξεδιψάσει τη μητέρα της.

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτού του εξευτελισμού τόσο στην Ασημίνα όσο και στη Ραραού ήταν αναπόφευκτες. Η μεν Ραραού ‘παθαίνει μια ελευθερία και άρχισε να φωνάζει Ζήτω η Μητέρα μου η Ασημίνα ενώ στη συνέχεια έβγαλε έναν ήχο που έμοιαζε με γάβγισμα, η δε Ασημίνα ξέσπασε φωνάζοντας τη φράση από την οποία προέρχεται και ο τίτλος του βιβλίου ‘Διώχτε το, Διώχτε το Σκυλί, πάρτε αποδώ αυτό το Σκυλί που με πήρε από κοντά, διώχτε – τι γυρεύει ο Σκύλος, δεν είμαι η Μητέρα του’ και στη συνέχεια βουβάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της.  

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Ραραού κόβει τους δεσμούς με τη γενέθλια πόλη, παίρνει τη μητέρα της και μετακομίζει στην Αθήνα. Χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, έρχονται σε μια Αθήνα που ακόμη γλείφει τις πληγές που της έχει αφήσει ο πόλεμος. Βρίσκουν καταφύγιο σ’ένα πολυβολείο στο οποίο ήδη μένει ένας ανάπηρος ζητιάνος και μαζί του στρέφονται στην επαιτεία μέχρι να βγει η σύνταξη ‘ως κόρη ήρωος θανόντος εν Αλβανία και να διαπρέψει η Ραραού στο θέατρο. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Πόσα από όλα όσα αφηγείται η Ραραού είναι τελικά αλήθεια; Ένας άλλος αφηγητής (ίσως ο ίδιος ο συγγραφέας) παρεμβαίνει στην αφήγηση και μαζί με τη διάγνωση του ψυχίατρου δίνει άλλη διάσταση στην ιστορία.

Συμπεραίνει λοιπόν ο αναγνώστης ότι το τραύμα από τη διαπόμπευση της μητέρας της την επηρέασε τόσο βαθιά που κατέφυγε στις ψευδαισθήσεις της, έχασε την εμπιστοσύνη της στον κόσμο και άρχισε να υιοθετεί ρόλους, να λέει ψέματα για να προστατέψει την εικόνα της. Λέει ότι είναι όμορφη ενώ ο ζητιάνος την περιγράφει καχεκτική και ραχητική. Ισχυρίζεται ότι έγινε μεγάλη ηθοποιός, ενώ ήταν πάντα κομπάρσα. Καμαρώνει για τους εραστές της ενώ όπως φαίνεται δεν την κυρίεψε επιθυμία να αγγίξει σώμα ανδρός.’ Αυτός είναι ο τρόπος της να ξεφύγει από την ντροπή και τη φρίκη. Να φαντάζεται την κάθε δυσκολία σαν ρόλο. Υπάρχει μια συγκλονιστική σκηνή στην οποία εξαντλημένη πρέπει να τραβήξει το καρότσι του ανάπηρου ζητιάνου σε μια μεγάλη ανηφόρα. Η Ραραού δεν έχει άλλη επιλογή, πρέπει να τα καταφέρει και δίνει στον ανάπηρο μια βέργα ζητώντας του να την κτυπήσει ‘Όπου ζοριστώ και δεν προχωράω, του λέει, βόηθα. Αν δεις ότι σταματάω, βάρα με συ. Με τη βίτσα. […] Ο ανάπηρος τη δέρνει, η Ραραού ξεχνάει να κοιτάξει πλάι για τη μαμά της, ο ανάπηρος τη βαράει, η Ραραού ανεβαίνει πιο σβέλτα τώρα, σκέφτεται τώρα να μ’ έβλεπε το κοινό μου! Και θριαμβεύει. Ο ανάπηρος φωνάζει, τη βαράει λιγότερο, και αρχίζει να της πετάει χούφτες τον χαρτοπόλεμο από τη σακκούλα, η Ραραού θέλει πολύ να υποκλιθεί και να πει σας ευχαριστώ, τα κονφετί κολλάνε στα μαλλιά της, η μαμά της πλησιάζει να της τα τινάξει, όμως η Ραραού σπρώχνει πέρα τη μαμά της, είναι πρωταγωνίστρια, τώρα δεν σταματάει πλέον, ανέρχεται, ο σακάτης πίσω της τραγουδάει, την τραγουδάει, την εγκαρδιώνει με καμτσικιές, τη ραίνει με χαρτοπόλεμο—‘.

Το περιστατικό της διαπόμπευσης έχει γίνει στο μυαλό της κάτι αόριστο, κάτι για το οποίο μιλάει ελαφρά αναφέροντάς το κι αυτό σαν σκηνή από παράσταση. Η Ραραού δραπετεύει από την αλήθεια για να αντέξει, όπως δραπετεύει και από όσα τη συνδέουν μ’ αυτή. Θυσιάζει τη Ρουμπίνη για να σώσει τη Ραραού. Με απλουστεύσεις, ωραιοποιήσεις και υπερβολές, αναδεικνύει την αστεία πλευρά ενός ζητήματος  για να καλύψει την τραγικότητά του.  

Παύλος Μάτεσις (1933 – 2013)

Στο βιβλίο ‘Η Μητέρα του Σκύλου’ ο Παύλος Μάτεσις εξετάζει την Ελλάδα της κατοχής και των μεταπολεμικών χρόνων στρέφοντας το ενδιαφέρον του στους ταπεινούς, στους αδύναμους της ζωής, αμφισβητώντας με μοναδικό τρόπο θεσμούς και κοινωνικά πρότυπα. Η ψυχική νόσος, η έννοια της πατρίδας, η εκκλησία, ο Θεός, η οικογένεια, η αναπηρία χαμηλώνουν για να χωρέσουν στον κόσμο των ηρώων του.  Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα βασισμένη στην προφορικότητα,  παρωδεί τις συμβατικές εκφράσεις αφαιρώντας το βαρύ φορτίο τους και περνά τα μηνύματά του μέσω του πικρού χιούμορ και των συνειρμών της κεντρικής του ηρωίδας.

https://passepartoutreading.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ένα κερί που δεν θα σβήσει ποτέ και θα καίει ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!

Ένα κερί που δεν θα σβήσει ποτέ και θα καίει ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ! Για να δείτε το video πρέπει να πατήσετε με το κέρσορα πάνω στο YouTube come cucinar...