Φίλος του ιστολογίου μού έστειλε λινκ προς ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται. Είναι περισσότερες από 30, δεν είναι μόνο εκφράσεις διότι περιλαμβάνονται και λέξεις, δεν χάνονται όλες -όμως δεν είναι εδώ το θέμα, αλλά στις εξηγήσεις που προτείνει το άρθρο σχετικά με την προέλευση των εκφράσεων.
Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».
Κι έτσι, το σημερινό άρθρο. Η παρένθεση στον τίτλο σημαίνει ότι η φράση μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής.
Επειδή όμως το άρθρο με τις 30 εκφράσεις είναι σχετικά μεγάλο, σήμερα θα σχολιάσω μόνο το πρώτο μισό και θα αφήσω το υπόλοιπο για άλλη φορά. Παραθέτω λοιπόν το άρθρο, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση θα βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.
Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):
- Είσαι μια… τρελοκαμπέρω!
Εδώ έχουμε μια λέξη που προέρχεται από κύριο όνομα πραγματικού προσώπου -χωρίς καν να το γνωρίζουν ακόμα και πολλοί από όσους την έχουν χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για τον χαρακτηρισμό «τρελοκαμπέρω» που έχει την έννοια της απερίσκεπτης, της γυναίκας που κάνει «τρέλες» χωρίς δεύτερη σκέψη. Από πού βγήκε; Από το όνομα ενός εξαιρετικού ανδρός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την τόλμη, την επιδεξιότητα και τη γενναιότητά του.
Ο γεννημένος το 1883 Δημήτρης Καμπέρος έγινε το 1912 ο πιλότος που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Ελλάδα. Απέκτησε φήμη για τις παράτολμες επιδείξεις του και για τις ριψοκίνδυνες αποστολές του. Οι συνάδελφοί του τον φώναζαν «Τρελοκαμπέρο». Πέθανε στην κατοχή το 1942 από διαρροή αερίου στο σπίτι του. Η φήμη από τις «τρέλες» του, όμως, παρέμεινε ζωντανή. Στο πέρασμα των χρόνων, η ιστορία ξεθώριασε και η κλητική σταδιακά παρερμηνεύτηκε σε ονομαστική θηλυκού, οπότε και προέκυψε η «τρελοκαμπέρω».
[Η ελκυστική αυτή εκδοχή ήταν ευρέως διαδεδομένη και μοιάζει πειστική. Καταρρίπτεται ωστόσο διότι, όπως βρήκαμε εδώ στο ιστολόγιο, η λέξη «ζουρλοκαμπέρω» υπήρχε από πιο παλιά. Την χρησιμοποιεί το 1899 ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, όταν ο Καμπέρος ήταν ακόμα 16 χρονών και δεν είχε αρχίσει τις πτήσεις, και προφανώς υπάρχει από ακόμα παλιότερα. Περισσότερα στο άρθρο του ιστολογίου.]
1α. Μια άλλη περίπτωση κύριου ονόματος που πια χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό -εδώ όμως σίγουρα περισσότεροι γνωρίζουν την ιστορία- είναι η λέξη «τόφαλος». Τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε κάτι το τεραστίων διαστάσεων, προέρχεται όμως από το όνομα του θρυλικού Πατρινού πρωταθλητή της άρσης βαρών, Δημήτρη Τόφαλου.
[Ισχύει]
2. Η ιστορία μιας χυλόπιτας
Μια πολύ ωραία ιστορία φαίνεται πως κρύβεται πίσω από τη -λυπητερή- φράση «έφαγα χυλόπιτα». Σήμερα αντιστοιχεί περισσότερο στην ερωτική απόρριψη, όμως στο παρελθόν (γύρω στο 1815), ένας εμπειρικός γιατρός από τα Ιωάννινα, ο Παρθένης Νένιμος υποστήριξε πως είχε βρει το φάρμακο για την ερωτική απογοήτευση -που έπεται της απόρριψης. Ηταν ένας σιταρένιος χυλός, μια -χυλόπιτα, η οποία έπρεπε να φαγωθεί για τρεις μέρες κάθε πρωί με άδειο στομάχι. Θαύματα στους ερωτευμένους μπορεί να μην έκανε, ωστοσο το θαύμα της στη γλωσσά ειχε συντελεσθει.
[Νατσουλισμός μου φαίνεται. Η φράση υπάρχει σε τοπικές παραλλαγές με διάφορα πικρά ή ξινά εδέσματα -μούσμουλα, σταχτοζούμι- οπότε είναι πιο γόνιμο να σκεφτούμε απλώς την απόρριψη σαν ένα πικρό ποτήρι]
3 και 3α. Η μπέμπελη και η μαρμάγκα
Υπάρχουν κάποιες λέξεις που τις χρησιμοποιούμε κι ας γνωρίζουμε στο περίπου -ή στο… καθόλου- τι ακριβώς σημαίνουν. Υπάρχει όμως μια απολύτως λογική μεταφορά πίσω τους. Μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, για παράδειγμα, ο καθένας μας μπορεί να «βγάλει την μπέμπελη». Ποια είναι η μπέμπελη; Κάτι καθόλου τροπικό. Η -πεζή- έννοια της λέξης είναι η ιλαρά, όσο για τη φράση στηρίζεται σε γιατροσόφια που έλεγαν ότι για να θεραπευτείς από την μπέμπελη – ιλαρά, πρέπει να ιδρώσεις.
Μια άλλη περίπτωση είναι η μαρμάγκα, η οποία εμφανίζεται στη φράση «τον έφαγε η μαρμάγκα», που σημαίνει εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Μαρμάγκα είναι ένα είδος δηλητηριώδους αράχνης, η οποία αιχμαλωτίζει και εξαφανίζει τα θύματά της χωρίς να αφήνουν πίσω τους κανένα σημάδι…
[Γενικά ισχύουν οι δυο εξηγήσεις. Η μαρμάγκα ετυμολογείται από τα αλβανικά, merimangë]
4. Καράβια βγήκαν στη στεριά…
Φτάνουμε σε κάτι χαριτωμένο και διδακτικό που επίσης χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Η φράση που έχει γίνει και τραγούδι με τίτλο «το νινί σέρνει καράβι» (δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά εν προκειμένω η έννοια -το γυναικείο φύλο- είναι κοινή) ξεκινά από μια επίπονη αλλά δελεαστική συνήθεια που είχαν οι ναυτικοί στην αρχαία Ελλάδα πριν ανοιχτεί ο ισθμός της Κορίνθου. Για να μη χρειαστεί να κάνουν με το πλοίο το γύρο της Πελοποννήσου, έβαζαν τους σκλάβους να σέρνουν τα καράβια από τη στεριά, με δέλεαρ ότι στην Κόρινθο θα μπορούσαν να αφεθούν στα θέλγητρα των διάσημων ιερών της Αφροδίτης. Εκεί,οι ιέρειες μπορούσαν -βάσει νόμου- να προσφέρουν το κορμί τους -ήταν κάτι σαν τα σημερινά Red Lights με τις βιτρίνες στο Αμστερνταμ). Οπότε μπροστά στον πειρασμό της γυναικείας φύσης, ναυτικοί και δούλοι έσερναν τα πλοία από την ξηρά. Διάσημοι για τη σοφία τους οι αρχαίοι κατέληξαν στο γνωστό συμπέρασμα που χιλιάδες χρόνια μετά -κι ενώ πια υπάρχει ο Ισθμός και ουδείς σέρνει καράβια στην Κόρινθο- παραμένει σε ισχύ…
[Εντελώς αστήρικτη εξήγηση, που δεν μαρτυρείται πουθενά, λες και χρειάζεται να ανατρέξουμε στην αρχαιότητα για να εξηγήσουμε μια ανθρωπολογική παρατήρηση]
5. Ποιος είναι ο αγλέορας;
Αρχαιοπρεπής είναι η προέλευση του «αγλέουρα» ή «αγλέορα» -όσο κι αν δεν του φαίνεται. Ετυμολογικά αποτελεί παραφθορά του αρχαιοελληνικού «ελλέβορος» (αλλέβουρας – αλλέουρας – αγλέουρας), που είναι το όνομα ενός δηλητηριώδους φυτού με όμορφα κιτρινοπράσινα λουλούδια. Το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο στην επιληψία μέχρι και στην κατάθλιψη, όμως μια άλλη ιδιότητά του ήταν αυτή που το έκανε γνωστό και στη γλώσσα του σήμερα: η πικρή και στυφή γεύση και οσμή του, που προκαλούσε ναυτία και δυσφορία. Αίσθηση ανάλογη με αυτή που μπορεί να έχει κανείς ύστερα από την υπερβολική κατανάλωση φαγητού ή αλλιώς έτσι και φάει τον αγλέορα.
[Γενικά σωστό, αν και δεν εξηγεί πολύ καλά τη γένεση της φράσης -δείτε πάντως και το παλιότερο άρθρο μας.]
6. Η αθωότητα της πάπιας
Οι πάπιες είναι αθώες, τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα βγάζει η ιστορία πίσω από τη φράση «κάνεις την πάπια» που σημαίνει κάνεις τον ανήξερο (ενώ ξέρεις…). Προέρχεται από τη φράση «ποιείς τον παπίαν» που ξεκίνησε τη βυζαντινή εποχή και αφορούσε τη θέση του παπία, του κλειδοκράτορα δηλαδή του παλατιού, ο οποίος όφειλε να είναι εχέμυθος και να μην αποκαλύπτει το παραμικρό, καθώς γνώριζε τα πάντα από όσα συνέβαιναν μέσα στο παλάτι. Κάπως έτσι ξεκίνησε το «ποιείς τον παπίαν» που εξελίχθηκε στο σημερινό πιο απλουστευμένο «κάνεις την πάπια».
[Καθαρός νατσουλισμός. Η έκφραση κατά πάσα πιθανότητα μας έχει έρθει από τα γαλλικά, όπου υπάρχει η έκφρ. faire le canard με σημασία «προσποιούμαι τον ανήξερο για να αποφύγω τους μπελάδες» -έχουμε γράψει άρθρο για το θέμα, αλλά η εξήγηση αυτή εμφανίζεται μόλις στο σχ. 271]
7 και 7α. Η Μιχαλού και ο Παντελής
Αν αναζητήσουμε κάποια από τα πρόσωπα που πιθανόν κι οι ίδιοι έχουμε χρησιμοποιήσει στο λόγο μας προκύπτουν πολλές απορίες: ποια είναι η Μιχαλού και γιατί είναι τόσο κακό να της χρωστάει κανείς ή ποιος είναι ο Παντελής – Παντελάκης μου, που λέει όλο τα ίδια και τα ίδια; Και στις δύο περιπτώσεις, ο μύθος λέει πως υπήρξαν πραγματικά πρόσωπα.
Για την ιστορία της Μιχαλούς, ωστόσο, υπάρχουν επιφυλάξεις. Η δημοφιλέστερη εκδοχή λέει πως πρόκειται για μια άκαρδη και ανελέητη ταβερνιάρισσα στο Ναύπλιο τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, η οποία εξευτέλιζε όσους αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τα χρέη τους και είχε μονίμως γραμμένα τα ονόματά τους στον τοίχο του μαγαζιού της -ώστε να τα βλέπουν όλοι. Γι’ αυτό και η φράση «χρωστάει της Μιχαλούς» απέκτησε στο πέρασμα των χρόνων τρομακτικές διαστάσεις. Υπάρχουν όμως κάποιες ιστορικές ανακρίβειες που θέτουν την ιστορία υπό αμφισβήτηση.
[Πολύ ευγενικά το λέει -η φράση έχει βρεθεί σε κείμενο του 1815, άρα αποκλείεται να προήλθε από την ταβερνιάρισσα του Αναπλιού. Δείτε το άρθρο μας.]
Για την περίπτωση του Παντελή που ενέπνευσε τη φράση «τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου», υιοθετείται ευρέως η εκδοχή που λέει ότι πρόκειται για τον γενναίο Κρητικό Παντελή Αστραπογιαννάκη, ο οποίος πήρε τα βουνά όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο και τις νύχτες χτυπούσε τους κατακτητές κι έδινε κουράγιο στους συμπατριώτες του, λέγοντας πως το νησί σύντομα θα απελευθερωθεί. Οταν ήρθε η απελπισία, ξεκίνησε και η φράση «τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου», που χρησιμοποιείται συχνά και σήμερα.
[Καθαρός νατσουλισμός. Καμιά τεκμηρίωση ότι η φράση είχε ειπωθεί από τότε.]
8. Τα σπάμε -εσαεί…
Οι αρχαίες συνήθειες είναι μια τεράστια πηγή έμπνευσης για τη σημερινή καθομιλουμένη ακόμα και στις πιο αργκό ή νεανικές εκδοχές της. Χαρακτηριστικό είναι ότι φράσεις όπως «τα σπάσαμε» ή «τα τσούξαμε» που χρησιμοποιούνται ευρέως, έχουν τις ρίζες τους σε έθιμα από την αρχαιότητα. Το πρώτο σχετίζεται με τη συνήθεια των αρχαίων Κρητών να συγκεντρώνονται την παραμονή του γάμου τους σε ένα δωμάτιο, όπου τραγουδώντας και χορεύοντας έσπαγαν πήλινα βάζα. Διασκέδαζαν δηλαδή ή όπως θα λέγαμε και σήμερα «τα έσπαγαν». Οσο για το «τα τσούξαμε», λέγεται πως ξεκίνησε από γυναίκες, οι οποίες ανακάτευαν το κρασί τους με διάφορα βότανα για να γίνει πιο πικάντικο. Αρα το έτσουζαν -από αρχαιοτάτων χρόνων…
[Σκέτος νατσουλισμός. Καμιά τεκμηρίωση -και πώς άραγε λεγόταν το «τα σπάσαμε» στην αρχαιότητα;]
9. “Ο μήνας έχει εννιά”
Η επικρατέστερη εκδοχή για τη φράση αυτή είναι ότι, στα πρώτα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρωνόντουσαν κάθε εννιά ημέρες! Όχι κάθε μήνα που επικράτησε αργότερα. Από αυτή, λοιπόν, την αιτία πιστεύεται ότι βγήκε η φράση: “ο μήνας έχει εννιά». Υπάρχει και παλιό τραγούδι που το λέει (“… και ο μήνας έχει εννιά”), ίσως για να τονίσει το… αραλίκι των δημοσίων υπαλλήλων. Μια άλλη εκδοχή ανάγει τη φράση στην απάντηση που έδωσαν οι Σπαρτιάτες στους Αθηναίους, όταν αυτοί τους ζήτησαν βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες: «Είναι εννέα του μηνός και δεν είναι γιομάτο το φεγγάρι…»!
[Μπερδεμένα τα λέει. Η πιο διαδεδομένη εκδοχή λέει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονταν αρχικά στις 9 του μηνός. Όχι κάθε 9 μέρες! Ωστόσο, και αυτή η εκδοχή δεν φαίνεται να ισχύει διότι από έρευνα στη νομοθεσία πουθενά δεν αναφέρεται η 9η του μηνός ως ημέρα πληρωμής των μισθών. Έχουμε βάλει άρθρο, που δεν καταλήγει σε ασφαλή συμπεράσματα. Προσωπικά, απ’ όσες εκδοχές έχουν ακουστεί, πιο πιθανή θεωρώ αυτήν που λέει ότι η 9η του μηνός απέχει πολύ από το τέλος του μήνα οπότε πληρώνονται τα διάφορα βερεσέδια και οφειλές.]
10. “Άστον να κουρεύεται”
Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν σύνηθες θέαμα η διαπόμπευση. Οι Βυζαντινοί πολίτες αρέσκονταν να πηγαίνουν στις πλατείες και στους δρόμους, για να παρακολουθήσουν μια διαπόμπευση. Οι τιμωρούμενοι ήταν κλέφτες, ριψάσπιδες, μέθυσοι, αντάρτες, αλλά και εξέχοντα πρόσωπα! Η πρώτη ενέργεια εναντίον του διαπομπευόμενου ήταν να τον κουρέψουν! (κάτι σαν “τένη-μπόι», δηλαδή). Εθεωρείτο δε μεγάλη προσβολή να κουρέψεις κάποιον, ακριβώς όπως στα χρόνια της Επανάστασης (1821) ήταν προσβολή να πεις σε κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι! Φράσεις όπως “άστον να κουρεύεται» και “άντε να κουρεύεσαι», αφορούσαν σε άτομα τόσο “σκάρτα», ώστε να τους αξίζει η διαπόμπευση. Το ρήμα “κουρεύω» στους Βυζαντινούς απαντάται και ως ‘κουράζω». Συνηθισμένη η φράση: “τον τάδε εκούρασαν μοναχόν». Επειδή λοιπόν, για τον καταδικαζόμενο στη διαπόμπευση και “κουράν», το γεγονός δημιουργούσε ένα ψυχικό και σωματικό κάματο, γιατί πολλές φορές τον έδερναν κιόλας, μας έμεινε το «κουράζω» ως συνώνυμο του “καταπονώ».
[ Γενικά ισχύουν αυτά και πράγματι το κουράζω προέρχεται από την κουρά, το καταναγκαστικό κούρεμα. Μάλλον χρειάζεται άρθρο για την επαρκή ανάπτυξη του θέματος. ]
11. “Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του”
Στο Μεσαίωνα, οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από το μάθημα, παρά να πηγαίνουν στο σχολείο, επειδή τότε οι δάσκαλοι ήταν περισσότερο παιδονόμοι και λιγότερο παιδαγωγοί. Όταν ένας μαθητής, λοιπόν, δεν απαντούσε σε μια ερώτηση, δενόταν χεροπόδαρα και μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου, όπου έκανε παρέα με τα ποντίκια! Άλλοτε, πάλι, τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο.
Πρώτη τιμωρία ήταν το ξύλο. Τα απάνθρωπα μέσα “παιδαγωγικής» εφαρμοζόντουσαν σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης. Στην Αγγλία καταργήθηκαν, μόλις τον 18ο αι. Έτσι, τα παιδιά προτιμούσαν να το σκάνε όχι μόνο απ’ τα σχολεία αλλά και από τα σπίτια… Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα -για να ξαναρχίσουν τέλη Σεπτεμβρίου. Κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το… ξύλο του. Είχαν την εντύπωση ότι, τον ένα μήνα που θα έλειπαν από το σχολείο τα παιδιά, θα ήταν φρόνιμα! Γι αυτό λέμε: “έφαγε το ξύλο της χρονιάς του», όταν μαθαίνουμε πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.
[Κατά τη γνώμη μου, τυπικός νατσουλισμός. Πληροφορίες εγκυκλοπαιδικής φύσεως για το παρελθόν, που δεν συνδέονται με την υπό εξέταση φράση. Πουθενά δεν μαρτυρείται ότι οι παιδονόμοι/παιδαγωγοί έδερναν τα παιδιά στο τέλος της σχολικής χρονιάς! Η εξήγηση της φράσης είναι απλή: έφαγε τόσο ξύλο όσο κανονικά τρώει κάποιος μέσα σε ένα χρόνο -η αρχή μπορεί να είναι το ξύλο που έτρωγαν παλιά οι μαθητές, αλλά τέτοιος «τελετουργικός» και προκαταβολικός ξυλοδαρμός δεν υπάρχει ]
12. “Τα έκαναν πλακάκια”
Τη φράση αυτή λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι, δυο άνθρωποι τα είχαν από πριν συμφωνημένα, ώστε να μη φαίνεται τίποτα από εκείνο που τους κατηγορούσαν. Μερικοί θέλουν να υποστηρίζουν ότι η έκφραση προήλθε από τη συμμετρική τοποθέτηση των πλακιδίων των σπιτιών: είναι όλα τα πλακάκια έτσι τοποθετημένα που δε μένει κανένα κενό! Άλλοι πάλι λένε, πως η έκφραση προήλθε από το παιχνίδι των χαρτιών “πλακάκια»: δυο συμπαίκτες κανονίζουν έτσι τα κοψίματα των χαρτιών (στα πλακάκια κόβουν πολλές φορές και όποιος έχει το μεγαλύτερο ή το ίδιο – ανάλογα τη συμφωνία – κερδίζει), ώστε να χάνει πάντα ο τρίτος συμπαίκτης τους.
[ Πρέπει να υπάρχει χαρτοκλεπτική μέθοδος ονόματι ‘πλακάκια’ στην οποία δύο συνεργάζονται για να κλέψουν τον τρίτο παίκτη ]
13 και 13Α. “Φτου, κι απ’ την αρχή” και “απ’ έξω κι ανακατωτά”
Στο Βυζάντιο, όταν τελείωναν τα παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο την πλάκα για να τη διορθώσει. Μετά, ο δάσκαλος ζητούσε από τα παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή δε πολλές φορές δεν είχαν σφουγγάρι, έσβηναν την πλάκα με τα δάχτυλα αφού προηγουμένως τα έφτυναν! Από τότε επικράτησε η φράση: “Φτου, κι απ’ την αρχή» (όπως τώρα με το νέο μνημόνιο!). Τα παιδιά μάθαιναν επίσης να δείχνουν τα γράμματα και να λένε απ’ έξω την αλφαβήτα. Ο δάσκαλος, για να πεισθεί πως τα παιδιά την ξέρουν καλά, τους έδειχνε τα γράμματα ανακατωμένα. Εκτοτε επικράτησε να λέμε γι’ αυτόν που γνωρίζει κάτι καλά, ότι το ξέρει “απ’έξω κι ανακατωτά»
[ Το «απέξω κι ανακατωτά» ασφαλώς προέρχεται από τη σχολική αποστήθιση, αν και όχι κατ’ ανάγκη από την αποστήθιση της αλφαβήτας (που θυμίζει και το ωραίο του Αρκά: την ξέρω, αλλά όχι με αλφαβητική σειρά!). Το «φτου κι απ’ την αρχή» προφανώς προέρχεται από τη συνήθεια του χειρώνακτα να φτύνει στις φούχτες του πριν πιάσει το τσαπί ή το άλλο εργαλείο για να ξεκινήσει τη δουλειά του. ]
[Εδώ ο αρθρογράφος παραθέτει και πάλι τις φράσεις για τη Μιχαλού και για τη χυλόπιτα, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, αν και παρεμφερές, σημάδι τσαπατσούλικης κοπτοραπτικής]
14. Μυρίζω τα νύχια μου
Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ’ ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ’ αυτό τον τρόπο έπεφταν σ’ ένα είδος καταλήψιας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
[ Νατσουλισμός alert. Καταρχάς, η φράση είναι «δεν μύρισα τα νύχια μου» ή «να μυρίσω τα νύχια μου ήθελες;», και τη λέμε θυμωμένα ή ειρωνικά σε κάποιον που έχει την αξίωση να γνωρίζουμε κάτι ή να έχουμε προνοήσει για κάτι. Η φράση πιθανότατα προέρχεται από το λαγωνικό, το οποίο όταν ιχνηλατεί με τη μύτη κοντά στο χώμα φαίνεται σαν να μυρίζει τα νύχια του ]
15. Τρώει τα νύχια του για καυγά
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο. Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
[ Από τα καλύτερα νατσουλικά δημιουργήματα. Καταρχάς, η φράση είναι, σχεδόν πάντα, «ξύνω τα νύχια μου για καβγά». Κι έπειτα, δεν υπάρχει κάπου τεκμηρίωση για τα έθιμα αυτά της πάλης. Να σκεφτούμε, μάλλον, τις γάτες που, όταν ετοιμάζονται για καβγά, δίνουν την εντύπωση ότι ξύνουν τα νύχια τους ]
Φτάσαμε στα μισά του άρθρου και σίγουρα θα έχετε κουραστεί -καλύτερα το άλλο μισό να το αφήσω για άλλη φορά, αν δεν βρήκατε βαρετή την πρώτη δόση.
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία