Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Τε­ὸ Ρόμ­βος: Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς

 

Τε­ὸ Ρόμ­βος: Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς

planodion

Φεβ. 12

Τε­ὸ Ρόμ­βος

Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς

ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΗ σὲ κά­θε γω­νιὰ τοῦ τρέ­νου. Οἱ ἀ­νά­σες μου ξε­πη­δᾶ­νε καὶ ὑ­λο­ποι­οῦν­ται σὰν πρά­μα ζων­τα­νὸ καὶ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­νε κα­θὼς προ­χω­ρῶ στὸ δι­ά­δρο­μο. Βρῶ­μα καὶ μι­ζέ­ρια παν­τοῦ. Στρα­τι­ῶ­τες χα­κί, κου­ρε­μέ­νοι πο­λί­τες, φοι­τη­τές, Πο­μά­κοι, Τοῦρ­κοι τῆς Θρά­κης, Ἕλ­λη­νες. Ἐ­κεῖ ἔ­ξω, τὰ με­λα­νιὰ νε­ρὰ τοῦ Νέ­στου ποὺ κυ­λᾶ­νε δί­πλα μας, ξε­μαλ­λι­α­σμέ­να δά­ση σὲ τουρ­λω­τὰ βου­νὰ καὶ μο­να­ξι­ά­ρη­δες ἀρ­γυ­ρο­πε­λε­κά­νοι ποὺ φτε­ρου­γί­ζου­νε μα­ζί μας. Πα­ρα­νέ­στιον, Σταυ­ρού­πο­λις, Κυ­ψέ­λη, Ἴ­α­σμος, Σώ­στης. Φω­νὲς καὶ βλα­στή­μι­ες. Νυ­χτώ­νει σ’ ἕ­ναν ἐ­πί­πε­δο τό­πο. Μουν­τὰ χρώ­μα­τα, σπάρ­τα καὶ λά­σπη. Ὁ πο­μά­κος δί­πλα μου ξα­πλω­μέ­νος μ’ ἀ­νοι­χτὰ τὰ πό­δια σφίγ­γει καὶ τρί­βει ἡ­δο­νι­κὰ τ’ ἀρ­χί­δια του ἐ­νῶ μουρ­μου­ρά­ει λαγ­γε­μέ­να καὶ λι­γω­μέ­να λό­για. Τὰ φῶ­τα τῆς Κο­μο­τη­νῆς λαμ­πα­δι­ά­ζου­νε στὸ βρω­μι­σμέ­νο τζά­μι τῆς δεύ­τε­ρης θέ­σης. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει στὸ σταθ­μό...

*********

Μὲ πε­ρί­με­νε σκο­τει­νὴ καὶ ξε­πα­γι­α­σμέ­νη. Ἀγ­κα­λι­α­στή­κα­με καὶ με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρί­σα­με καὶ κοι­τα­χτή­κα­με στὰ μά­τια. Δε­κα­τρεῖς ὧ­ρες τα­ξί­δι. Τὴ βρῆ­κα λί­γο ὠ­χρὴ καὶ ἀ­δυ­να­τι­σμέ­νη. Περ­πα­τή­σα­με στὴν πα­γω­νιά, στὸ θαμ­πὸ φῶς τοῦ δρό­μου, ἐ­νῶ πέ­ρα ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ξε­μά­κραι­νε. Πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με γιὰ λί­γο στοὺς λι­θό­στρω­τους δρό­μους τῆς πα­λιᾶς τούρ­κι­κης συ­νοι­κί­ας. Τζα­μιά, μι­να­ρέ­δες, μι­κρο­μά­γα­ζα. Κι ἔ­νι­ω­σα ἐ­πι­τέ­λους κα­λά...

*********

Κά­τσα­με σ’ ἕ­να κα­φε­νὲ μ’ ὅ­λες τὶς φά­τσες τῶν ἀρ­σε­νι­κῶν γυ­ρι­σμέ­νες πά­νω μας καὶ πα­ραγ­γεί­λα­με κά­τι ζε­στό. Εἶ­χα πα­ρα­τη­ρή­σει κά­τι πε­ρί­ερ­γο στὸ βά­δι­σμά της κα­θὼς καὶ κά­ποι­ες μι­κρὲς συ­σπά­σεις στὸ πρό­σω­πό της ποὺ μὲ βά­λα­νε σὲ σκέ­ψεις, γι’ αὐ­τὸ καὶ τὴ ρώ­τη­σα. Ἐ­κεί­νη κοκ­κί­νι­σε καὶ θέ­λη­σε ν’ ἀλ­λά­ξει κου­βέν­τα. Ἐ­πέ­με­να καὶ τὴν πί­ε­σα νὰ μοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι θὰ μι­λού­σα­με ἀρ­γό­τε­ρα. Γε­λά­σα­με μὲ τὸ γκαρ­σό­νι ποὺ μπερ­δεύ­τη­κε κι ἔ­χυ­σε τὸ κρα­σὶ τοῦ Ἰσ­λὰμ ποὺ μᾶς ἔ­φερ­νε καὶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ζε­στα­μέ­νος κι ἐ­ρε­θι­σμέ­νος θέ­λη­σα νὰ πᾶ­με στὸ δω­μά­τιό της. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­γι­νε πο­λὺ ἀ­μή­χα­νη, σὰν νὰ μὴν ἤ­ξε­ρε πιὰ νὰ μι­λά­ει καὶ στρι­φο­γύ­ρι­ζε τὰ δά­χτυ­λά της, ἐ­νῶ στε­κό­ταν ὄρ­θια καὶ μὲ κοι­τοῦ­σε, κά­ποι­α στιγ­μή, ἐ­πι­τέ­λους, τὸ ἀ­πο­φά­σι­σε, μοῦ εἶ­πε ὅ­μως ὅ­τι θὰ κοι­μό­μα­σταν σὲ χω­ρι­στὰ κρε­βά­τια.

       Ἡ νύ­χτα ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη σκο­τει­νὴ τρύ­πα ποὺ μᾶς ρούφη­ξε καὶ μᾶς στρι­φο­γύ­ρι­σε σὲ τοῦ­νελ ἐ­ρω­τι­κῆς ἔ­ξα­ψης καὶ πα­ρά­κρου­σης. Μα­κριὰ ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου.

       Κα­τὰ τὸ πρω­ΐ, γυ­ρι­σμέ­νη μπρού­μυ­τα στὸ κρε­βά­τι, μοῦ πρό­σφε­ρε τὰ ὀ­πί­σθιά της. Ἦ­ταν ἀ­νέν­δο­τη σὲ κά­θε κου­βέν­τα μου γιὰ με­τω­πι­κὴ δι­είσ­δυ­ση, ἀ­κό­μα καὶ γιὰ νὰ τῆς χα­ρί­σω τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, πα­λιά, κου­δού­νι­σμα τῆς γλώσ­σας μου πά­νω στὸ σή­μαν­τρο τῆς ἡ­δο­νῆς της. Μὲ κα­νέ­να τρό­πο δὲ μ’ ἄ­φη­νε νὰ τὴ δῶ καὶ νὰ τὴν ἀγ­γί­ξω στὸ μου­νάκι της. Αἰ­σθάν­θη­κα ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, ἀλ­λὰ ὁ­δη­γη­μέ­νος καὶ ἀ­πὸ τὸ ἔν­στι­κτο τὸ γε­νε­σι­ουρ­γὸ πα­σά­λει­ψα τὴν ψω­λή μου μὲ βα­ζε­λί­νη ποὺ μοῦ ἔ­δω­σε ἐ­κεί­νη ἀ­πὸ τὸ κο­μο­δί­νο —κά­τι μι­κρὸ ποὺ μ’ ἔ­κα­νε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ νὰ τὰ χά­σω— καὶ γλί­στρη­σα μέ­σα της, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη εἶ­χε τεν­τω­θεῖ στὰ γό­να­τα καὶ ἔ­σκου­ζε, βέ­λα­ζε, γαύ­γι­ζε, ἔ­κρω­ζε, νι­α­ού­ρι­ζε, μουγ­κά­νι­ζε, μέ­χρι ποὺ τῆς χά­ρι­σα τὸν ὕ­στα­το ρόγ­χο θα­νά­του.

       Με­τά, μα­ρα­μέ­νοι κι οἱ δυ­ό μας, ἀ­πο­κοι­μη­θή­κα­με. Τὸ πρω­ϊ­νό, ὁ ἥ­λιος ἐ­πι­τέ­θη­κε πρῶ­τα σ’ ἐ­μέ­να. Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ μι­σο­κα­τε­βα­σμέ­νο στό­ρι καὶ εἶ­δα μιὰ ἡ­λι­ό­λου­στη χει­μω­νι­ά­τι­κη μέ­ρα νὰ μὲ χαι­ρε­τά­ει. Γύ­ρι­σα δί­πλα στὴν κο­πέ­λα καὶ χά­ζε­ψα τὸ τρυ­φε­ρὸ κοι­μι­σμέ­νο πρό­σω­πό της. Τρά­βη­ξα λί­γο τὴν κου­βέρ­τα καὶ κοί­τα­ξα τὰ βα­ριά της στή­θια, τὸ ρο­δα­λὸ δέρ­μα καὶ τὶς ἀ­κα­νό­νι­στες κοκ­κι­νί­λες ποὺ τῆς εἶ­χε ἀ­πο­τυ­πώ­σει ἡ σκλη­ρὴ κου­βέρ­τα στὰ πλευ­ρὰ καὶ στὴν κοι­λιά της. Τρά­βη­ξα λί­γο ἀ­κό­μα τὴν κου­βέρ­τα, ἐ­νῶ ἀ­να­ση­κώ­θη­κα καὶ θαύ­μα­σα τὰ δυ­να­τὰ πό­δια της καὶ τὴν τού­φα τὶς τρί­χες ποὺ ξε­πε­τά­γον­ταν ἀ­γρι­ε­μέ­νες καὶ κεῖ πά­γω­σα...

       Τὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που της ἦ­ταν κοκ­κι­νι­σμέ­να, φου­σκω­μέ­να καὶ ραμ­μέ­να, ναί, ραμ­μέ­να. Ἔ­σκυ­ψα πιὸ κον­τά, μέ­χρι ποὺ μύ­ρι­σα τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὰ κολ­πι­κὰ ὑ­γρά, ζευ­γα­ρω­μέ­να μὲ τὴν ἀμ­μω­νί­α τοῦ κά­του­ρου καὶ κοί­τα­ξα ξα­νά, πιὸ προ­σε­κτι­κά. Μιὰ λε­πτὴ πε­το­νιὰ ἔ­πια­νε καὶ τὶς δυ­ὸ πλευ­ρὲς στὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που, σφι­χτὰ ραμ­μέ­νη ἀ­πὸ κά­ποι­ον ποὺ ἤ­ξε­ρε τί ἔ­κα­νε, χω­ρὶς ν’ ἀ­φή­νει κα­μιὰ σχι­σμὴ ἐ­λεύ­θε­ρη. Μοῦ ἦρ­θε ἐ­με­τός. Ἡ τά­ση γιὰ ἐ­με­τό μοῦ προ­κά­λε­σε ἀ­κα­τά­σχε­το βή­χα κι ὁ θό­ρυ­βος ποὺ ἔ­κα­να ξύ­πνη­σε τὴν κο­πέ­λα ποὺ μὲ κοί­τα­ξε, μό­νο γιὰ μιὰ στιγ­μή, κι ἀ­μέ­σως πε­τά­χτη­κε πά­νω κι ἄρ­χι­σε νὰ οὐρ­λιά­ζει πρὶν σω­ρια­στεῖ στὸ πά­τω­μα. Ἔ­πε­σα πά­νω της καὶ τὴν κρά­τη­σα σφι­χτὰ στὴν ἀγ­κα­λιά μου γιὰ ὥ­ρα.

       Μα­κριὰ ἀ­κού­στη­κε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σταθ­μό.

ΠΗΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ (ΕΚΔ. ΓΟΡΔΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1993· Α’ΕΚΔΟΣΗ: ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΟΤΟ, ΕΚΔ. ΣΤΥΓΑ, 1991).

ΤΕ­Ο ΡΟΜ­ΒΟΣ (Α­ΘΗ­ΝΑ, ΚΟΥ­ΚΑ­ΚΙ, 1945). Ε­ΖΗ­ΣΕ ΚΑ­ΤΑ ΔΙ­Α­ΣΤΗ­ΜΑ­ΤΑ ΣΤΗΝ ΛΑ­ΤΙ­ΝΙ­ΚΗ Α­ΜΕ­ΡΙ­ΚΗ, ΣΤΗΝ Ι­Α­ΠΩ­ΝΙ­Α, ΤΙΣ Η­ΝΩ­ΜΕ­ΝΕΣ ΠΟ­ΛΙ­ΤΕΙ­ΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΟΓ­ΚΟ ΚΑΙ ΜΟ­ΝΙ­ΜΑ ΣΤΗ ΓΑΛ­ΛΙ­Α ΚΑΙ ΤΗ ΓΕΡ­ΜΑ­ΝΙ­Α. ΣΠΟΥ­ΔΑ­ΣΕ ΚΙ­ΝΗ­ΜΑ­ΤΟ­ΓΡΑ­ΦΟ. Ε­ΠΙ­ΣΗΣ ΣΥ­ΣΤΗ­ΣΕ ΤΟ Α­ΝΑΡ­ΧΙ­ΚΟ ΒΙ­ΒΛΙ­Ο­ΠΩ­ΛΕΙ­Ο OCTOPUS PRESS, ΠΟΥ Η­ΤΑΝ ΣΗ­ΜΕΙ­Ο ΣΥ­ΝΑΝ­ΤΗ­ΣΗΣ ΓΙΑ ΠΕ­ΡΙ­ΘΩ­ΡΙΑ­ΚΟΥΣ, ΚΑΛ­ΛΙ­ΤΕ­ΧΝΕΣ, ΠΟΙ­Η­ΤΕΣ, ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΜ­ΜΕ­ΤΕΙ­ΧΑΝ ΣΕ ΠΛΗ­ΘΟΣ ΠΟ­ΛΙ­ΤΙ­ΚΩΝ ΣΥ­ΖΗ­ΤΗ­ΣΕ­ΩΝ. ΒΙ­ΒΛΙ­Α ΤΟΥ: ΤΡΙ­Α ΦΕΓ­ΓΑ­ΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑ­ΤΕΙ­ΑΚΕΙ­ΜΕ­ΝΟ ΠΑ­ΘΟΣΓΕ­ΩΡ­ΓΙΟΣ ΝΕ­ΓΡΟΣ: Ο ΤΙ­ΓΡΗΣ ΤΟΥ ΑΙ­ΓΑΙ­ΟΥ Κ.Α.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις;

  Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις; – Θώμη Μπαλτσαβιά – GynaikaEimai 15 Ιανουαρίου 2025 Υπάρχουν πολλά στάδια που πέρασα με σένα και τη...