Σκάναρε με το πάντα δήθεν-αδιάφορο βλέμμα του το χώρο και χαμογέλασε στη θέα του άδειου τραπεζιού που εντόπισε στην άκρη του μαγαζιού. Τυχεροί ήταν που βρέθηκε κι αυτό. Σαββατόβραδο, ο καιρός κρύος και πριν λίγο είχε πιάσει και μια δυνατή βροχή που ήταν ικανή “να ξεπλύνει ακόμη και τις αμαρτίες του”. Αυτό σκέφτηκε και μειδίασε, δείχνοντας ικανοποιημένος το τραπέζι στον κολλητό του, που βρισκόταν δυο βήματα πίσω του.
Τίναξε το παλτό του απ’ τις ψιχάλες που είχαν προλάβει ν’ αγγίξουν το ακριβό ύφασμα και κάθισε στην μαύρη πολυθρόνα. Ο φίλος του έψαχνε ήδη στον κατάλογο τι ποτό θα παράγγελναν, ενώ εκείνος άναψε τσιγάρο κι άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στον μεγάλο, μα και ασφυκτικά γεμάτο χώρο. Μα… η Σοφία δεν ήταν αυτή; “Βρε το Σοφάκι…” σκέφτηκε και χαμογέλασε αυτάρεσκα, ενώ χωρίς να πει λέξη στον κολλητό του, σηκώθηκε και περπάτησε προς το μέρος της.
-Λάμπεις! της ψιθύρισε, κάνοντάς την να γυρίσει απότομα πίσω της και να τον αντικρύσει.
Ο Μάνος! Χριστέ μου, πόσα χρόνια είχαν περάσει; Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει, χωρίς να λέει λέξη. Εκείνος την κοιτούσε και της χαμογελούσε με σιγουριά και μια δόση ματαιοδοξίας, που πάντα έκρυβε σ’ αυτό το όμορφο, λευκό χαμόγελο.
-Στέλλα πώς είσαι; απευθύνθηκε στην φίλη της, που τον κοίταξε και τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Ποτέ της δεν τον είχε συμπαθήσει και δεν ήταν κι απ’ τους ανθρώπους που φροντίζουν να κρύβουν τα συναισθήματά τους.
-Καλώς τ’ αρ… ψιθύρισε κι έκοψε την άκομψη φράση που θα ξεστόμιζε, όταν αντίκρυσε το παγερό κι απότομο βλέμμα της Σοφίας πάνω της
Ο Μάνος αγνόησε το δολοφονικό βλέμμα της Στέλλας, τράβηξε το σκαμπό απέναντι στη Σοφία και κάθισε δίχως να ρωτήσει.
-Πόσα χρόνια έχω να σε δω; την ρώτησε και κόλλησε το βλέμμα του στο δικό της, “διατάζοντάς” το να κολλήσει στο δικό του
Η Στέλλα άναψε τσιγάρο και κι αναστέναξε με δυσαρέσκεια. Ποτέ της δεν είχε καταλάβει πώς γινόταν η Σοφία, η κολλητή της, να είχε γοητευτεί απ’ αυτόν τον… τον… απ’ αυτόν τον ανεκδιήγητο τύπο, με το μπλανζέ υφάκι και την τεράστια γκομενο-ατζέντα, που δεν φρόντιζε καν να κρατάει κρυφή! Σχεδόν δυο χρόνια είχε ταλαιπωρηθεί το Σοφάκι μαζί του. Να δέχεται, ν’ ανέχεται, να υπομένει. Δυο χρόνια να βασανίζεται, να κλαίει, να υποφέρει. Και για ποιον; Για έναν “παπάρα” (όπως τον έλεγε) που της πουλούσε φούμαρα, αγάπες και λουλούδια κι είχε καταφέρει να την κάνει να χάσει τον εαυτό της. Για έναν “τριμ@λ@κ@” που την είχε κάνει να τον κοιτάει και να λιώνει, ενώ για εκείνον ήταν απλά μία απ’ όλες.
Δεν ήταν εύκολο για την Σοφία να ξεπεράσει τον χωρισμό τους. Έναν χωρισμό ξαφνικό που μάλιστα δεν είχε “ο κύριος Μάνος μας” και τα κότσια να της τον ανακοινώσει από κοντά. Ένα γ@μημένο μήνυμα “τελειώσαμε” της είχε στείλει κι αυτό ήταν όλο. Πόσο καιρό της είχε πάρει να συνέλθει! Πόσο δύσκολο της ήταν να επανέλθει! Πόσα δάκρυα στέγνωσαν μαζί οι δυο φίλες, για να καταφέρει και πάλι η Σοφία να ορθοποδήσει και να βρει τον εαυτό της. Γιατί αυτός ο απαράδεκτος, είχε καταφέρει να της κλέψει εκτός απ’ το χαμόγελό της κι όλο το φως της ψυχής της, είχε καταφέρει να στραγγίξει κάθε τι όμορφο από μέσα της, πριν την αφήσει τόσο σκληρά και άνανδρα.
-Ούτε θυμάμαι πόσα χρόνια έχουν περάσει! είπε η Σοφία
Η Στέλλα χαμογέλασε κρυφά, βλέποντας το σίγουρο, γεμάτο αυτοπεποίθηση ύφος της κολλητής της.
-Πώς είσαι κορίτσι μου; την ρώτησε με δήθεν ενδιαφέρον
-Είμαι πολύ καλά Μάνο. Εσύ;
-Είπαμε να βγούμε για ένα ποτάκι με τον Σταμάτη. Τον θυμάσαι; την ρώτησε κι έδειξε με το βλέμμα του το τραπέζι όπου καθόταν ο φίλος του και τους κοιτούσε
Η Σοφία χαιρέτισε τον Σταμάτη, κουνώντας αδύναμα το χέρι της κι άναψε τσιγάρο, φυσώντας τον καπνό ψηλά. Το βλέμμα του Μάνου κόλλησε στον λαιμό της και στο μυαλό του ήρθαν ξανά όλα τα παθιασμένα βράδια που έζησε μαζί της. Ωραία είχαν περάσει τότε, μόνο που κάποια στιγμή είχε αρχίσει να βαριέται το παραμυθάκι μαζί της. Πολύ σοβαρά τα έπαιρνε όλα κι είχε αρχίσει να τον κουράζει. Εκείνος ήταν για να περνάει καλά κι εκείνη φαντασιωνόταν αγάπες, λουλουδάκια και λοιπά ξερασματάκια. Έφταιγε κι αυτός βέβαια, γιατί εκείνος τα είχε προκαλέσει, τάζοντάς της ουρανούς και άστρα, που φυσικά ουδέποτε είχε στο νου του να της προσφέρει. Έμοιαζαν πιο ωραία όλα όταν τα “έντυνε” με συναισθήματα κι ας ήταν ανύπαρκτα.
Μα τόσα χρόνια είχαν περάσει. Περασμένα ξεχασμένα. Τόσο όμορφη ήταν πάντα ή μήπως έφταιγε πως βρισκόταν σε περίοδο “λιτότητας”; Είχε αρκετό χρόνο και αρκετό χώρο, να την επανεντάξει στη ζωή του.
-Γιατί δεν έρχεστε να καθίσετε μαζί μας, να μου πεις και τα νέα σου; την ρώτησε, κοιτώντας την με το πιο γοητευτικό του χαμόγελο
Τα μάτια του Μάνου σκοτείνιασαν απότομα στη θέα του άντρα, που με απόλυτη οικειότητα πλησίασε κι άγγιξε το θήραμά του. Το δικό του θήραμα! Ένα χέρι που χάιδεψε απαλά τον ώμο της Σοφίας, ένα στέρνο που ακούμπησε μαλακά στην πλάτη της και δυο χείλη που στοργικά άγγιξαν το μάγουλό της.
-Ο κύριος, κορίτσι μου; ρώτησε ο “εισβολέας” την Σοφία κοιτώντας την τρυφερά
-Ένας παλιός γνωστός. του απάντησε αδιάφορα
Κορίτσι του; Παλιός γνωστός; Ο Μάνος ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. Η Σοφία έλιωνε για εκείνον και τώρα τον σύστηνε ως απλό γνωστό και μάλιστα σ’ αυτόν τον… τον… ψηλό πανίβλακα, που την αποκαλούσε και κορίτσι ΤΟΥ;
-Ανδρέας. είπε ο “εισβολέας” και του έτεινε το χέρι
-Μάνος. του απάντησε και τον κοίταξε έντονα
Τα βλέμματά τους κόλλησαν, λες και προσπαθούσαν να αναμετρηθούν. Η Στέλλα χαμογέλασε ικανοποιημένη και κοίταξε με αγάπη και μια δόση περηφάνιας τον Ανδρέα και την Σοφία. Ο Μάνος ήταν αυτός που κατέβασε πρώτος τα μάτια. Χαμογέλασε προσποιητά και σηκώθηκε απότομα απ’ το σκαμπό.
-Χάρηκα που σας είδα. είπε με σοβαρό ύφος ο Μάνος
-Κι εμείς Μάνο μου… κι εμείς… ψιθύρισε η Στέλλα κι έβαλε τα γέλια
……………………………………………………………..
Η δυνατή βροχή δεν ήταν ικανή “να ξεπλύνει ακόμη και τις αμαρτίες του”, γιατί οι αμαρτίες συνήθως πληρώνονται και δεν ξεπλένονται χωρίς μετάνοια. Κι εκείνος δεν είχε μετανιώσει. Γιατί οι ρηχοί άνθρωποι δεν μπορούν να μετανιώσουν, δεν χωράει στην μικρή καρδιά τους κανένα μεγάλο συναίσθημα.
Κι ίσως η ιστορία θα μπορούσε να είχε κάποιο ηθικό δίδαγμα, αν έδειχνε τον Μάνο να αντιλαμβάνεται τα λάθη του και να άλλαζε ρότα στη ζωή του. Η πραγματικότητα όμως είναι πως ποτέ του δεν κατάλαβε, ποτέ του δεν ένιωσε, ποτέ του δεν αντιλήφθηκε. Κι όχι, η Σοφία δεν έμεινε στην μνήμη του σαν μια γυναίκα που άξιζε πολλά και που το κενό που του άφησε έμεινε σαν πληγή μέσα του. Ένας πρόσκαιρα χτυπημένος εγωισμός ήταν για εκείνον, ένα μικρό πλήγμα στο “εγώ” του, που σύντομα άφησε στη λήθη.
Η Σοφία ίσως έγινε σοφότερη μετά τα όσα βίωσε δίπλα του κι ίσως τελικά κατάφερε να βρει την ευτυχία δίπλα σ’ έναν άντρα που την υπολόγιζε, την σεβόταν και την αγαπούσε. Ίσως και όχι. Ίσως κάποιος άλλος Μάνος φάνηκε κάποια στιγμή στη ζωή της, αφήνοντάς την πάλι κομματιασμένη. Κι ίσως και να κατάφερε να σηκωθεί και πάλι. Ίσως και όχι, ποιος ξέρει;
Γιατί το παρελθόν δεν μπορεί απαραίτητα να ορίσει το μέλλον. Γιατί τα μαθήματα δεν γίνονται πάντα παθήματα. Γιατί το τι αξίζεις πρέπει να το αντιλαμβάνεσαι αρχικά στη μοναξιά, να μην περιμένεις να το ορίσει οποιοδήποτε “μαζί”. Γιατί μόνο μ’ ένα ολοκληρωμένο “εγώ”, μπορείς να χτίσεις ένα ευτυχισμένο “εμείς”.
Και κάπως έτσι οι “θύτες” παραμένουν “θύτες” και τα “θύματα” παραμένουν “θύματα”, σ’ έναν αέναο κύκλο, που μόνο αγάπη δεν θυμίζει…
https://gynaikaeimai.com/
Της Λένας Χρυσάφη