Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης: Απομνημονεύματα…! #17 – Ηχητικό Βιβλίο / Ακουστικό Βιβλίο)

 Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης: Απομνημονεύματα…! #17  – Ηχητικό Βιβλίο / Ακουστικό Βιβλίο)


Ακούστε το εδώ:

Διαβάζει ο Τζίμης Πανούσης. Μουσικές στίξεις: Δημήτρης Αρσενόπουλος. Προσαρμογή ήχου: Θάνος Καλέας και Γιάννης Λαμπρόπουλος. Ραδιοφωνκή σκηνοθεσία: Γιώργος Ευσταθίου.

Πρόλογος, Εισαγωγή.
Audio Player

Βιβλίον Πρώτον – Κεφάλαιο Πρώτον / Επεισόδιο #1 και #2.
Audio Player

Βιβλίον Πρώτον – Κεφάλαιο Δεύτερον / Επεισόδιο #3 και #4.
Audio Player

Βιβλίον Πρώτον – Κεφάλαιο Τρίτον / Επεισόδιο #5 και #6.
Audio Player


[Θα συνεχιστεί η ανάρτηση και των υπολοίπων κεφαλαίων…]


Posted by Der Kamerad

https://derkamerad.com/

Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков): Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο

 Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков):

Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο

Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков)

Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο

(Синята хрисантема)

ΜΑΣΤΑΝ ΤΡΕΙΣ. Ἐ­γώ, ὁ Βδέλ­λας κι ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός. Μα­ζευ­ό­μα­σταν στὴν τα­βέρ­να τοῦ Στά­μου τοῦ Τυ­φλοῦ, ὅ­που χαρ­το­παί­ζα­με μέ­χρι ἀρ­γά. Καὶ ἐ­κεῖ, ξο­δεύ­α­με σχε­δὸν ὅ­λα μας τὰ λε­φτά. Δι­ό­τι δὲν ἱ­κα­νο­ποι­ού­μα­σταν μὲ μι­κρο­πο­σά. Σὲ μιὰ γύ­ρα, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ κα­θέ­νας μας ἔ­πρε­πε νὰ πον­τά­ρει του­λά­χι­στον εἴ­κο­σι λέ­βα. Αὐ­τὸ γι­νό­ταν στὴν ἀρ­χὴ τοῦ παι­χνι­διοῦ. Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν τὸ κρα­σὶ φούν­τω­νε τὰ κε­φά­λια μας, βά­ζα­με κι ἀ­πὸ πε­νῆν­τα, ἀ­κό­μα καὶ ἑ­κα­τό. Ὅ­μως ἐ­γὼ δὲν κέρ­δι­ζα. Οὔ­τε κι ὁ Βδέλ­λας. Ὅ­λα μας τὰ λε­φτά, τὰ σά­ρω­νε ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, ὁ ὁ­ποῖ­ος μ’ ἕ­ναν ἐκ­πλη­κτι­κὸ τρό­πο ἔ­παι­ζε στὰ δά­χτυ­λά του τὴν κα­τα­στρο­φι­κὴ αὐ­τὴ τέ­χνη τῶν χαρ­τι­ῶν.

       Ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ φυ­μα­τί­ω­ση τῆς σπον­δυ­λι­κῆς στή­λης καὶ ἦ­ταν τό­σο καμ­που­ρια­στός, ποὺ ὅ­ταν παί­ζα­με, μό­νο τὸ κε­φά­λι του ἐ­ξεῖ­χε πά­νω ἀ­π’ τὸ τρα­πέ­ζι. Στὸ κι­τρι­νι­σμέ­νο πρό­σω­πό του ξε­χω­ρί­ζα­νε δύ­ο τε­ρά­στια μαῦ­ρα μά­τια ποὺ ἀ­στρά­φτα­νε ἀ­γρι­ω­πὰ στὴν πα­ρα­μι­κρή μας ἐ­πι­τυ­χί­α. Καὶ αὐ­τὴ ἡ λάμ­ψη στὰ μά­τια του, ἀ­κού­σια μᾶς ἀ­πο­θάρ­ρυ­νε καὶ χά­να­με τὴ ρο­ὴ τοῦ παι­χνι­διοῦ. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος, ἄρ­χι­ζε νὰ γε­λά­ει φαρ­μα­κε­ρὰ καὶ ξαφ­νι­κὰ ἀ­κού­γα­με τὴ βρα­χνὴ φω­νή του νὰ στριγ­γλί­ζει:

       — Ἄσ­σος, Ἐν­νιὰ κού­πα, Ρή­γας σπα­θί! Καὶ κέρ­δι­ζε.

       Ὅ­μως, ἐ­γὼ καὶ ὁ Βδέλ­λας τοῦ τὴ στή­να­με ἀ­πὸ και­ρό. Καὶ ἔ­τσι ἕ­να βρά­δυ, ἔ­χα­σε. Ἔ­χα­σε ὅ­λα τὰ λε­φτά του. Ἐ­μεῖς, πή­ρα­με τό­ση χα­ρά, ποὺ δὲν στα­μα­τού­σα­με νὰ κο­ρο­ϊ­δεύ­ου­με τὸν Ἑ­σπε­ρι­νό.

       Ἐ­κεῖ­νος σι­ω­ποῦ­σε. Τὰ μά­τια του καί­γα­νε ἀ­πὸ κα­κί­α καὶ ὀρ­γή. Καὶ ὅ­ταν τὰ πει­ράγ­μα­τά μας ξε­πέ­ρα­σαν πιὰ κά­θε ὅ­ριο ἀ­νο­χῆς, τὸ πρό­σω­πό του κοκ­κί­νη­σε ἀ­πὸ θυ­μό, χτύ­πη­σε μὲ τὸ χέ­ρι του στὸ τρα­πέ­ζι, καὶ εἶ­πε:

       — Γιὰ νὰ δοῦ­με! Κα­νεὶς δὲν ξέ­ρει ἀ­κό­μα ποι­ός εἶ­ναι ὁ νι­κη­τής!

       — Μά, ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χεις λε­φτά! ξε­φώ­νη­σε ὁ Βδέλ­λας. Δὲν εἶ­σαι σὲ θέ­ση νὰ παί­ξεις!

       — Πῶς; Ἐ­γὼ θὰ πον­τά­ρω κά­τι ἄλ­λο, θὰ στοι­χη­μα­τί­σω ὅ,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἔ­χω! ἀ­πο­κρί­θη­κε καὶ ἔ­ψα­ξε στὴν τσέ­πη του.

       Ἐ­μεῖς, ἐν­νο­εῖ­ται, πε­ρι­μέ­να­με νὰ δοῦ­με κά­τι πο­λύ­τι­μο, κά­τι, τε­λο­σπάν­των, ποὺ νὰ ἦ­ταν ἀ­ξί­ας. Ὅ­μως, πρὸς με­γά­λη μας ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση, ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς ἔ­βγα­λε ἀ­π’ τὸ μι­κρό, δερ­μά­τι­νο πορ­το­φό­λι του ἕ­να γα­λά­ζιο, μα­ρα­μέ­νο χρυ­σάν­θε­μο.

       — Χά, χά, χά! ἔ­βα­λα τὰ γέ­λια. Μὰ αὐ­τὸ δὲν ἀ­ξί­ζει οὔ­τε δυ­ὸ λέ­βα!

       — Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ποῦ ἔ­χεις; ρώ­τη­σε ὁ Βδέλ­λας.

       — Ὅ­μως ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός μᾶς κοί­τα­ξε μὲ τέ­τοι­ο μί­σος, τὰ μά­τια του ἀ­στρά­φτα­νε τό­σο, μὰ τό­σο τρο­με­ρά, ποὺ ἐ­μεῖς ἀ­πρό­θυ­μα συ­νε­χί­σα­με τὸ παι­χνί­δι. Ἀλ­λὰ ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, ἔ­χα­σε καὶ τού­τη τὴ φο­ρά. Ἐ­γὼ κέρ­δι­σα τὸ χρυ­σάν­θε­μο, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν εἶ­χε γιὰ μέ­να τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἀ­ξί­α. Καὶ θὰ τὸ ἔ­δι­να πά­λι στὸν Ἑ­σπε­ρι­νό, ἂν μιὰ συμ­φω­νί­α δὲν ὅ­ρι­ζε πάν­τα τὸ παι­χνί­δι μας: νὰ μὴν ὑ­πάρ­ξει καμ­μί­α ὑ­πο­χώ­ρη­ση, ἔ­στω καὶ με­ρι­κή, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο ποὺ κερ­δή­θη­κε. Καὶ ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ τὸν λό­γο ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς μὲ κοι­τοῦ­σε ἀ­βο­ή­θη­τος καὶ προ­σβε­βλη­μέ­νος, ὅ­ταν ἐ­γὼ μά­ζε­ψα τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο.

       Καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα γί­να­με ἐ­χθροί. Μὲ μι­σοῦ­σε, τό ’­ξε­ρα. Φαι­νό­τα­νε στὸ βλέμ­μα του. Πα­ρό­λα αὐ­τά, συ­νε­χί­ζα­με νὰ μα­ζευ­ό­μα­στε στὴν τα­βέρ­να καὶ νὰ παί­ζου­με χαρ­τιά. Καὶ ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς ἔ­χα­νε, πάν­τα ἔ­χα­νε. Δι­ό­τι ἐ­γὼ κι ὁ Βδέλ­λας τοῦ εἴ­χα­με στή­σει ὡ­ραί­α πα­γί­δα. Σὲ ποι­ά πο­νη­ριά, ὅ­μως, εἴ­χα­με κα­τα­φύ­γει γιὰ νὰ κερ­δί­σου­με, αὐ­τὸ δὲν πρό­κει­ται πο­τέ μου νὰ τὸ πῶ. Θὰ ντρό­πια­ζα κι ἐ­μέ­να καὶ τὸν φί­λο μου.

       Ὥ­σπου ἕ­να βρά­δυ ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς δὲν ἦρ­θε. Δὲν ἦρ­θε οὔ­τε καὶ τὸ ἑ­πό­με­νο. Μά­θα­με ὅ­τι ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος. Φι­λι­κὸ χρέ­ος μᾶς ὑ­πο­χρέ­ω­νε νὰ πᾶ­με νὰ τὸν δοῦ­με, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ φο­βό­μουν. Πι­θα­νῶς, ἡ πα­ρου­σί­α μου νὰ τοῦ ξυ­πνοῦ­σε τὴ δυ­σά­ρε­στη ἀ­νά­μνη­ση γιὰ τὸ χρυ­σάν­θε­μο. Καὶ δὲν εἶ­χα σκο­πὸ νὰ πά­ω, ἂν ὁ Βδέλ­λας δὲν μὲ τρα­βοῦ­σε μὲ τὸ ζό­ρι.

       Οἱ φό­βοι μου ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­καν. Μό­λις μὲ εἶ­δε ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, πή­δη­ξε ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι καὶ φώ­να­ξε:

       — Βρω­μιά­ρη, χά­σου ἀ­πὸ ’­δῶ!

       — Ἑ­σπε­ρι­νέ, ἄ­κου με —εἶ­πα ἐ­γὼ— καὶ μὴ μοῦ θυ­μώ­νεις! Ξέ­ρεις, ὅ­τι…

       — Χά­σου ἀ­πὸ ’­δῶ! – οὔρ­λια­ξε πά­λι καὶ ἅρ­πα­ξε τὸ ψα­λί­δι ποὺ βρι­σκό­ταν ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στὸ κο­μο­δί­νο του. Τό­τε ἐ­γὼ βγῆ­κα ἀ­π’ τὸ δω­μά­τιο.

       Με­τὰ ὁ Βδέλ­λας μοῦ ἀ­να­κοί­νω­σε ὅ­τι ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς ἦ­ταν βα­ριὰ ἄρ­ρω­στος καὶ κά­θε ἐλ­πί­δα νὰ γι­α­τρευ­τεῖ, ἤ­τα­νε χα­μέ­νη.

       Καὶ πραγ­μα­τι­κά, πέ­θα­νε. Πέ­θα­νε λί­γες μέ­ρες με­τὰ τὸ πα­ρα­πά­νω πε­ρι­στα­τι­κό.

       Καὶ μεί­να­με οἱ δυ­ό μας. Ἐ­γὼ κι ὁ Βδέλ­λας. Πη­γαί­να­με, ὅ­μως, ξα­νὰ στὴν τα­βέρ­να καὶ συ­νε­χί­ζα­με τὴ χαρ­το­παι­ξί­α μας. Καὶ κέρ­δι­ζε πό­τε ὁ ἕ­νας καὶ πό­τε ὁ ἄλ­λος. Ἔ­τσι, ποὺ οἱ χα­σοῦ­ρες μας δὲν γί­νον­ταν αἰ­σθη­τές.

       Μιὰ φο­ρά, ἤ­πια­με κρα­σὶ πα­ρα­πά­νω. Ἀρ­χί­σα­με νὰ πον­τά­ρου­με με­γά­λα πο­σά. Καὶ κέρ­δι­ζα. Δύ­ο ἢ τρεῖς ὧ­ρες, τὸ παι­χνί­δι ἦ­ταν μὲ τὸ μέ­ρος μου. Ἀλ­λά, ἕ­να μοι­ραῖ­ο γύ­ρι­σμα καὶ…. ὁ Βδέλ­λας μὲ ξε­τί­να­ξε.

       Ἔ­χα­να. Γιὰ νὰ συν­τη­ρῶ ὅ­μως τὴ δι­ά­θε­σή μου, δὲν ἔ­παυ­α νὰ γε­μί­ζω μὲ κρα­σὶ τὸ πο­τή­ρι μου. Νευ­ρι­α­σμέ­νος καὶ φουν­τω­μέ­νος, κο­πα­νοῦ­σα τὸ ἕ­να φύλ­λο με­τὰ τὸ ἄλ­λο ἐ­πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι. Μὰ αὐ­τὸ δὲν βο­η­θοῦ­σε.

       Ὁ Βδέλ­λας, ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι κέρ­δι­ζε ἔ­ρι­χνε σὲ βά­ρος μου ἕ­να σω­ρὸ ὑ­πο­τι­μη­τι­κὲς κο­ρο­ϊ­δί­ες, γε­λών­τας μι­κρό­ψυ­χα καὶ φαρ­μα­κε­ρά. Καὶ σὲ μιὰ στιγ­μή, μοῦ φά­νη­κε ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ γέ­λιο τὸ ἤ­ξε­ρα ἀ­πὸ κά­που. Ἔ­στρε­ψα τὸ βλέμ­μα πρὸς τὸ μέ­ρος του, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸν τρό­μο καὶ τὴ φρί­κη, μοῦ ‘πέ­σαν τὰ χαρ­τιά. Ἀ­πέ­ναν­τί μου στε­κό­ταν ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός. Τὰ μά­τια του, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νες τὶς μέ­ρες, φλέ­γον­ταν ἀ­πὸ κα­κί­α καὶ ὀρ­γή, καὶ μοῦ ψιθύ­ρι­ζε:

       — Συ­νέ­χι­σε, συ­νέ­χι­σε νὰ παί­ζεις!

       Κι ἐ­γὼ συ­νέ­χι­σα τὸ παι­χνί­δι, ἐ­πει­δὴ ἡ φω­νὴ του τὸ πρό­στα­ζε.

       Ἔ­χα­να. Δὲν μοῦ εἶ­χαν ἀ­πο­μεί­νει πα­ρὰ με­ρι­κὰ λέ­βα. Καὶ τό­τε ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, γέ­λα­σε βρον­τε­ρὰ καὶ φώ­να­ξε:

       — Πόν­τα­ρε τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο!

       Ἐ­γὼ δὲν ἤ­ξε­ρα τί νὰ κά­νω. Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο ἄ­ρα­γε θὰ μὲ γλύ­τω­νε; Ἢ μή­πως τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο θὰ ἀ­φά­νι­ζε κι ἐ­μέ­να, ὅ­πως ἀ­φά­νι­σε κά­πο­τε καὶ τὸν ἴ­διο;

       Ἔ­βγα­λα τὸ χρυ­σάν­θε­μο καὶ τὸ πόν­τα­ρα. Με­τὰ δὲν ξέ­ρω τί ἔ­γι­νε. Στὰ ἀ­φτιά μου ἠ­χοῦ­σε καὶ πά­λι τὸ γέ­λιο τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ, ἐ­γὼ γέ­μι­ζα τὰ πο­τή­ρια τὸ ἕ­να πί­σω ἀ­π’ τ’ ἄλ­λο καὶ ἔ­πι­να. Κά­πως ἔ­τσι μὲ πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος.

       Τὸ πρω­ί, μό­λις ξύ­πνη­σα, ὁ τα­βερ­νιά­ρης μοῦ δή­λω­σε ὅ­τι ὁ Βδέλ­λας σά­λε­ψε. Καὶ πά­νω στὴν τρέ­λα του, ἔ­λε­γε ὅ­τι τὴ νύ­χτα, παί­ζον­τας στὰ χαρ­τιά, κέρ­δι­σε ἀ­πὸ τὸν Ἑ­σπε­ρι­νὸ ἕ­να γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο.

1922

Πη­γή: https://chitanka.info/text/1586-sinjata-hrizantema

Ὁ Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков, Ραν­το­μὶρ 1902- Σό­φια 1966), θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀ­να­νε­ω­τὲς τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας καὶ «πα­τέ­ρας» τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ στὴ Βουλ­γα­ρί­α. Ὑ­πῆρ­ξε συν­δη­μι­ουρ­γὸς (μα­ζὶ μὲ τὸν Βλαν­τι­μὶρ Πο­λιά­νοφ) τοῦ ἐκ­δο­τι­κοῦ οἴ­κου «Ἄρ­γκους» (Аргус, 1922) —τοῦ πρώ­του οἴ­κου, παγ­κο­σμί­ως, μὲ ἀ­πο­κλει­στι­κὲς ἐκ­δό­σεις ἀ­πὸ τὸν χῶ­ρο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ— προ­τεί­νον­τας στὸ βουλ­γα­ρι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό, προ­σεγ­μέ­νες με­τα­φρά­σεις κλα­σι­κῶν ἔρ­γων, λ.χ. τῶν Ε.Α. Poe, Ε.Τ.Α. Ηoffmann, H.H. Ewers, G. Meyrink κ.ἄ., κα­θὼς καὶ πρω­τό­τυ­πα βουλ­γα­ρι­κὰ ἔρ­γα, ἀ­νά­λο­γης αἰ­σθη­τι­κῆς καὶ θε­μα­τι­κῆς. Στo δι­ά­στη­μα 1925-1927 ὁ Μίν­κοφ συμ­με­τεῖ­χε στὸν πε­ρί­φη­μο λο­γο­τε­χνι­κὸ κύ­κλο «Το­ξό­της» (Стрелец) μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ση­μαν­τι­κοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς πρω­το­πο­ρί­ας τοῦ Με­σο­πο­λέ­μου. Κο­σμο­πο­λί­της, εὐ­ρυ­μα­θὴς καὶ πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νος, ὁ Μίν­κοφ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν σπου­δῶν του στὴν Αὐ­στρί­α καὶ στὴ Γερ­μα­νί­α, ἦρ­θε ἀ­πὸ νω­ρὶς σὲ ἐ­πα­φὴ μὲ τὸν γερ­μα­νι­κὸ ἐξ­πρε­σι­ο­νι­σμὸ ἀλ­λὰ καὶ τὴ γοτ­θι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κο­λου­θών­τας στὰ πρώ­ι­μα ἔρ­γα του τὸ ρεῦ­μα τοῦ «δι­α­βο­λι­σμοῦ» (diabolism), τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ ἐγ­κα­τέ­λει­πε ὁ­ρι­στι­κὰ στὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’20 γιὰ νὰ ἀ­να­πτύ­ξει στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’30, ἕ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο κρι­τι­κὸ καὶ προ­σω­πι­κὸ ὕ­φος (ἄλ­λο­τε μὲ τὴ χρή­ση λε­πτοῦ χι­οῦ­μορ στὰ ὅ­ρια τῆς εἰ­ρω­νεί­ας, καὶ ἄλ­λο­τε χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ὑ­λι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­δο­ξο καὶ τὸ γκρο­τέ­σκο) μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ στη­λί­τευ­ε τὴν «αὐ­το­μα­το­ποί­η­ση» καὶ τὴν ἀ­πο­πνευ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς, ἀ­να­τέ­μνον­τας συ­χνά, τό­σο τὴν «ἀ­στι­κὴ» πλη­κτι­κὴ κε­νό­τη­τα καὶ ὑ­πο­κρι­σί­α, ὅ­σο καὶ τὴν ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νη καὶ μο­να­χι­κὴ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τοῦ «μι­κροῦ ἀν­θρώ­που». Τολ­μη­ρός, ἀν­τι­κομ­φορ­μι­στὴς καὶ ἀ­νοι­χτὸς σὲ σύγ­χρο­να λο­γο­τε­χνι­κὰ ρεύ­μα­τα, συ­νέ­βα­λε στὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας ἀ­πὸ μιὰ κυ­ρί­αρ­χη τό­τε λο­γο­τε­χνι­κὴ συμ­βα­τι­κό­τη­τα, ποὺ ἀν­τλοῦ­σε κυ­ρί­ως τὴ θε­μα­τι­κή της ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας, τὸν «φολ­κλο­ρι­σμὸ» ἀλ­λὰ καὶ τὸν «ρε­α­λι­σμὸ» τῆς ἀ­γρο­τι­κῆς ζω­ῆς στὴν ὕ­παι­θρο. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴ δη­γη­μα­το­γρα­φί­α, ὁ Μίν­κοφ ἀ­σχο­λή­θη­κε βι­ο­πο­ρι­στι­κὰ μὲ τὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς βι­βλι­ο­θη­κά­ριος, ἐ­πι­με­λη­τὴς ἐκ­δό­σε­ων καὶ με­τα­φρα­στής. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ δι­η­γή­μα­τα, ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης πα­ρα­μύ­θια κα­θὼς καὶ τα­ξι­δι­ω­τι­κὲς ἐν­τυ­πώ­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἔρ­γα του, ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α – Δι­ή­γη­μα: Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο (Синята хризантема, 1922), Ρο­λό­ι (Часовник, 1924), Παι­χνί­δι τῶν σκι­ῶν (Игра на сенките, 1928), Αὐ­τό­μα­τα (Автомати1932), Ἡ Κυ­ρί­α μὲ τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια (Дамата с рентгеновите очи, 1934), Δι­η­γή­μα­τα σὲ δέρ­μα σκαν­τζο­χοί­ρου (Разкази в таралежова кожа, 1936)· Μυ­θι­στό­ρη­μα: Ἡ καρ­διὰ στὸ χαρ­το­κού­τι. Μυ­θι­στό­ρη­μα γκρο­τέ­σκο σὲ ἑ­πτὰ ἀ­πί­θα­νες πε­ρι­πέ­τει­ες (Сърцето в картонената кутия, Роман-гротеска в седем невероятни приключения1933 / σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Κον­σταν­τὶν Κο­σταν­τί­νοφ)· Πα­ρα­μύ­θι: Ἡ μα­σκα­ρε­μέ­νη ἀ­λε­ποῦ (Маскираната лисица, 1936)· Τα­ξι­δι­ω­τι­κά: Ἡ Μα­δρί­τη φλέ­γε­ται. Ἱ­στο­ρί­α σὲ τη­λε­γρα­φή­μα­τα γιὰ τὴν ἀν­τί­στα­ση μιᾶς πό­λης (Мадрид гориИстория в телеграми за съпротивата на един град, 1936), Ἡ ἄλ­λη Ἀ­με­ρι­κή. Ἕ­να τα­ξί­δι πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ση­με­ρι­νό (Другата АмерикаЕдно пътуване отвъд екватора, 1938).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶ­ς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Το καλό πάντα αργεί κι υπομονή


Το καλό πάντα αργεί κι υπομονή




«Μην στεναχωριέσαι, πολύ ευαίσθητος έχεις γίνει, χαλάρωσε». «Έλα δεν έχεις ανάγκη είσαι δυνατός εσύ».

«Μην είσαι εγωιστής, όλοι τα ίδια περνάνε». «Καταλαβαίνω, να σκέφτεσαι όμως ότι υπάρχουν και χειρότερα». «Να έχεις υπομονή, δε βλέπεις ο τάδε τι περνάει». «Το καλό πάντα αργεί, περίμενε λίγο ακόμα και βλέπουμε μετά.»

Όχι φίλε δε θέλω να περιμένω άλλο. Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Και την υπομονή μου την έκανα και χρόνο στον εαυτό μου έδωσα και τους άλλους σκέφτηκα, αλλά ως εδώ. Κι όσο κι αν μ’ αγαπάς κι επιμένεις πως με καταλαβαίνεις να σου ξεκαθαρίσω ότι τα όρια μου τα έφτασα και τα ξεπέρασα καιρό τώρα. Και πολύ απλά κουράστηκα.

Κουράστηκα να κάθομαι και να παρατηρώ ό,τι γίνεται γύρω μου περιμένοντας ανέλπιστα ότι κάτι θα αλλάξει. Να ακούω όλους τους καλοθελητές και μη, να με «συμβουλεύουν» για το καλό μου, γιατί αυτοί τάχα ξέρουν καλύτερα κι εγώ να νιώθω ότι μέσα μου βράζω. Δε θέλω να ηρεμήσω, να τα φέρω όλα τούμπα θέλω. Κι αν δε μπορείς να το καταλάβεις και με θεωρείς λάθος και υπερβολικό, άσε με να σπάσω τα μούτρα μου. Το προτιμώ από το να μένω στάσιμος και να ζω μια κατάσταση που απλά δεν με ικανοποιεί.

Δεν έχω άλλη υπομονή να περιμένω πότε θα γυρίσει ο τροχός. Θα τον γυρίσω εγώ. Θα προσπαθώ ξανά και ξανά μέχρι να τον φέρω στα μέτρα μου. Θα χτυπήσω κάθε πόρτα που παρουσιάζεται μπροστά μου κι ας είναι και η τελευταία αυτή που θα ανοίξει. Θα ακολουθήσω τους δρόμους που επιθυμώ εγώ κι ας βρεθώ σε αδιέξοδο. Φτάνει να δοκιμάζω και να δοκιμάζομαι. Φτάνει να μην επαναπαύομαι. Κι ας χάσω το βήμα μου κάποιες φορές, ας πέσω. Θα ξανασηκωθώ. Να ‘σαι σίγουρος γι’ αυτό. Και κάθε φορά θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη.

Μόνο μη μου ζητάς να κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια. Άσε με να αξιοποιήσω κάθε φλόγα που υπάρχει ακόμα μέσα μου. Άσε με να κυνηγήσω τα όνειρα μου, μη μου τα παίρνεις. Ξέρεις ότι ποτέ δε συμβιβάστηκα, μην περιμένεις λοιπόν να το κάνω τώρα απλά και μόνο για να ακολουθήσω το πλήθος και κανόνες που κάποιος άλλος όρισε για εμένα. Ανάποδα θα προχωρήσω, αντίθετα…κι εσύ λέγε με τρελό. «Το καλό πάντα αργεί και υπομονή», ξέρω…μα ξύπνησα.

Νίκη Κελεσίδου

ΠΗΓΗ : https://sportsup.gr/

 12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 2021     

ΟΛΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝ ΚΙ ΕΣΥ ΣΙΩΠΗ…


ΟΛΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝ ΚΙ ΕΣΥ ΣΙΩΠΗ…

Σε βλέπω. Σε κοιτάζω. Σε παρατηρώ. Τα χείλη σου χαμογελούν, αλλά τα μάτια σου δεν τ’ ακολουθούν. Το στόμα σου μιλάει, αλλά η ψυχή σου μένει βουβή. Το σώμα σου κινείται, αλλά η καρδιά σου στέκει ασάλευτη. Πώς άραγε τα καταφέρνεις; Πώς μπορείς να διαχωρίζεις την ύπαρξή σου σε δύο κομμάτια;

Σε βλέπω. Σε κοιτάζω. Σε παρατηρώ. Δείχνεις τόσο ήρεμος, τόσο ατάραχος. Ο λόγος σου είναι σταθερός, οι κινήσεις σου γαλήνιες. Όλα μοιάζουν φυσιολογικά. Μέχρι τη στιγμή που σε κοιτάζω κατάματα…

Μόνο τα μάτια σου προδίδουν τι γίνεται μέσα σου. Μόνο εκεί μπορεί να δει κανείς, τον ανελέητο πόλεμο που έχεις στήσει με τον ίδιο σου τον εαυτό. Μόνο εκεί μπορεί να δει κανείς, την διχοτόμηση εαυτού που σου έχεις επιβάλλει. Να δείχνεις καλά και ας μην είσαι. Να πονάς και να σιωπάς. Να φοβάσαι και να μη μιλάς. Να θυμώνεις και να χαμογελάς. 

Σου έμαθαν να είσαι το καλό παιδί. Το χαμογελαστό, το ήρεμο. Σου έμαθαν να είσαι ευγενικός και πειθήνιος. Σου έμαθαν να είσαι προσεχτικός και συνεργάσιμος. Σου έμαθαν να μην ξεσπάς, να μην αντιδράς, να μην λες όχι. Κι ήρθαν όλα αυτά που σου έμαθαν κι έγιναν μια Δαμόκλειος σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι σου. Ήρθαν όλα αυτά κι έγιναν μια θηλιά που όλο σφίγγει γύρω απ’ το λαιμό σου…

Σε βλέπω. Σε κοιτάζω. Σε παρατηρώ. Όση ηρεμία κι αν φαίνεται πως έχει το πρόσωπό σου, τα μάτια σου πετάνε φλόγες. Όση ηρεμία κι αν φαίνεται πως έχουν οι κινήσεις σου, στις φλέβες σου κυλάει λάβα κι όχι αίμα. Όσο κι αν χαμογελούν τα χείλη σου, η ψυχή σου ματώνει.

Σε βλέπω. Σε κοιτάζω. Σε παρατηρώ. Πόσο να πονάς απ’ όσα καταπιέζεις μέσα σου; Πόσο να υποφέρεις απ’ όσα δεν λες; Πόσο να ματώνεις, που κόβεις στα δυο τον εαυτό σου για να μην πληγώσεις, να μη στεναχωρήσεις, να μη φέρεις σε δύσκολη θέση τους άλλους;

Σε βλέπω. Σε κοιτάζω. Σε παρατηρώ. Στέκομαι στον καθρέφτη και σε αντικρίζω κατάματα. Πώς αντέχεις; Όλα μέσα σου ουρλιάζουν κι εσύ σιωπή…

Της Κικής Γιοβανοπούλου

ΠΗΓΗ : https://gynaikaeimai.com/

https://georgepelagia.wordpress.com/

 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 2021       

Έκαναν σκι και snowboard με τα…μαγιό τους

 Έκαναν σκι και snowboard με τα…μαγιό τους 


Έκαναν σκι και snowboard με τα…μαγιό τους (εικόνες)

Πλήθος θαρραλέων συμμετείχαν στο φεστιβάλ που έλαβε χώρα κοντά στη Μαύρη Θάλασσα.

Εκατοντάδες φανατικοί των χειμερινών σπορ συμμετείχαν σε φεστιβάλ στη Ρωσία φορώντας μόνο…τα μαγιό τους.

Οι συμμετέχοντες, από όλη τη Ρωσία, πήραν μέρος στην εκδήλωση που έλαβε χώρα σε μέρος κοντά στο Σότσι, στη Μαύρη Θάλασσα.

Φορώντας τα μαγιό τους ή πολύχρωμες πιτζάμες και κοστούμια, έκαναν σκι ή σνόουμπορντ και η εκδήλωση έγινε…καρναβάλι.

Το ότι η θερμοκρασία ήταν στους 0 βαθμούς Κελσίου, δεν τους…πτόησε.

Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, έπεσαν και σε πισίνα με παγωμένο νερό.

Το φεστιβάλ είχε ακυρωθεί πέρυσι, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, ενώ φέτος οι διοργανωτές του φρόντισαν να τηρηθούν όλα τα μέτρα.

Οι συμμετέχοντες, ωστόσο, βρέθηκαν εκεί ακριβώς για να ξεχάσουν τα μέτρα…

Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Ασπίδα του Βρασίδα: Η ιστορία πίσω από ένα πανέμορφο και καταγάλανο τοπίο

 Ασπίδα του Βρασίδα: Η ιστορία πίσω από ένα πανέμορφο και καταγάλανο τοπίο

Κάθε γωνιά της Ελλάδας είναι γεμάτο ιστορία. Γνωστή ή λιγότερο γνωστή. Σε βουνά, παραλίες και νησιά έχουν γραφτεί γεγονότα που μπορείς να συνειδητοποιήσεις ακόμη περισσότερο αν βρεθείς εκεί. Θαυμάζοντας τις ομορφιές μιας περιοχής, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να γνωρίζουμε και διάφορα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν εκεί. Όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε μια πανέμορφη παραλία της Ελλάδας. Ο λόγος για την παραλία Ασπίδα του Βρασίδα. Ή αλλιώς μια από τις πιο ιστορικές παραλίες της Ελλάδας. Μια παραλία με ιστορίες από την αρχαιότητα.

Ασπίδα του Βρασίδα: Μια από τις πιο ιστορικές παραλίες της Ελλάδας

Όπως αναφέρει το exploringgreece.tv, η παραλία Ασπίδα του Βρασίδα ή αλλιώς Σφακτηρία βρίσκεται κοντά στην Πύλο και συγκεκριμένα μπροστά στο φυσικό της λιμάνι. Στην ουσία πρόκειται για μια παραλία που υπάρχει σε μια βραχονησίδα με μεγάλη ιστορία. Ακόμη και το όνομα της παραλίας δεν είναι τυχαίο μιας και φαίνεται πως προέρχεται από το ρήμα σφάζω που σήμαινε και θυσιάζω. Και γιατί ονομάστηκε έτσι; Ο λόγος είναι ότι εκεί πραγματοποιούσαν οι κάτοικοι της Πελοποννήσου θυσίες προς τιμήν του θεού Ποσειδώνα.

Η Σφακτηρία είναι ουσιαστικά μια μακρόστενη βραχονησίδα κατάφυτη και με κρυστάλλινα καταγάλανα νερά. Εκεί είναι και η παραλία που το κανάλι Haanity παρουσιάζει μέσα από το βίντεό του και την αποκαλεί Ασπίδα του Βρασίδα

Δείτε τις μαγευτικές εικόνες από ψηλά.

Η Βραχονησίδα, η παραλία και η ιστορία τους

Στη Σφακτήρια κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Δημοσθένης διέταξε να αγκυροβολήσουν απέναντι από το βόρειο άκρο της Σφακτηρίας, που τότε άνηκε στην Σπάρτη και κατοικούνταν από είλωτες. Επειτα, έδωσε εντολή στο πλήρωμα να αποβιβαστεί και να οχυρωθεί στη βραχονησίδα. Οταν οι Σπαρτιάτες αντιλήφθηκαν τους Αθηναίους, στρατοπέδευσαν στο νότιο τμήμα της Σφακτηρίας και αποβίβασαν στρατό στη βραχονησίδα και στόλο στη θάλασσα. Ο Δημοσθένης έστειλε τρεις τριήρεις στη Ζάκυνθο, ζητώντας ενισχύσεις από την κύρια αθηναϊκή μοίρα. Μετά από μάχη, οι Αθηναίοι νίκησαν τον σπαρτιατικό στόλο και οι Σπαρτιάτες αποκλείστηκαν στη Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες έστελναν είλωτες που κολυμπούσαν και έδιναν κρυφά εφόδια και τρόφιμα στους πολιορκημένους.

Η Αθήνα παραχώρησε ανακωχή, ωστόσο, η Σπάρτη αρνήθηκε εξαιτίας των σκληρότατων όρων που τέθηκαν. Οι Αθηναίοι πραγματοποίησαν επίθεση και περικύκλωσαν τους Σπαρτιάτες που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους υπεράριθμους Αθηναίους. Πριν τους αποτελειώσουν, έστειλαν αγγελιοφόρο για να ζητήσει την παράδοσή τους. Προς έκπληξη πολλών, οι Σπαρτιάτες παραδόθηκαν και μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Αθήνα.

Ήξερες ότι;

Εκεί κάπου ανάμεσα στους βράχους της Σφακτηρίας υπάρχει ακόμη και μια στοά την οποία αποκαλούν και με το όνομα Τρυπητό. Μάλιστα η παράδοση λέει ότι εάν μια έγκυος περάσει μέσα από αυτή, τότε το παιδί που θα αποκτήσει θα είναι αγόρι. 

Πηγή

https://ellas2.wordpress.com/

Το βρήκα στο : https://vequinox.wordpress.com/

Βάσω Χόντου: Κηπουρικὴ γιὰ ἀρχάριους


Βάσω Χόντου: Κηπουρικὴ γιὰ ἀρχάριους

από planodion

Βά­σω Χόν­του

Κηπουρική για αρχάριους

ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ τοῦ πα­τέ­ρα της δὲν πῆ­γε. Εἴ­χα­νε δύ­ο χρό­νια νὰ μι­λή­σουν. Ἀ­π’ ὅ­ταν σή­κω­σε ἐ­κεῖ­να τὰ χί­λια εὐ­ρὼ ἀ­π’ τὸν κοι­νὸ λο­γα­ρια­σμό. Ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα βρῆ­κε τὰ ροῦ­χα της πε­τα­μέ­να στὶς σκά­λες. Ξε­κί­να­γαν ἀ­π’ τὸν δεύ­τε­ρο ὄ­ρο­φο κι ἔ­φτα­ναν μέ­χρι τὴν εἴ­σο­δο τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Ἀλ­λοῦ τὰ παν­τε­λό­νια, ἀλ­λοῦ οἱ φοῦ­στες, ἀλ­λοῦ τὰ που­κά­μι­σα. Ἕ­να μπὲζ σου­τι­ὲν εἶ­χε σκα­λώ­σει στὴν ἄ­κρη τῆς κου­πα­στῆς κι ἀ­νέ­μι­ζε σὰν ση­μαί­α πει­ρα­τι­κοῦ κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἄ­νοι­γε ἡ πόρ­τα. «Μὲ ρε­ζί­λε­ψες πά­λι», ψι­θύ­ρι­ζε κα­θὼς ἔ­χω­νε τὰ ροῦ­χα σὲ μιὰ πλα­στι­κὴ τσάν­τα μὲ καρ­πού­ζια πού ‘χε γιὰ τὰ ψώ­νια τοῦ σοῦ­περ μάρ­κετ. Με­τὰ πῆ­ρε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο καὶ πῆ­γε στὴν ἀ­δερ­φὴ τῆς μά­νας της στὸ Παγ­κρά­τι. Τὰ λε­φτὰ τά ‘φα­γε σὲ τέσ­σε­ρις μέ­ρες.

        «Πέ­θα­νε», εἶ­πε μιὰ μέ­ρα ἡ θεί­α της κα­θὼς ἔ­ρι­χνε κα­φὲ σὲ ἕ­να πορ­σε­λά­νι­νο φλυ­τζά­νι μὲ σπα­σμέ­νο χε­ρού­λι. «Αὔ­ριο θὰ τὸν θά­ψου­νε.» Αὐ­τὴ ἀ­να­σή­κω­σε τοὺς ὤ­μους, ἄ­λει­ψε μιὰ φέ­τα ψω­μὶ μὲ βού­τυ­ρο, ἔ­βα­λε λί­γη μαρ­με­λά­δα βε­ρί­κο­κο στὴν ἄ­κρη καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἕ­να μι­κρὸ ἀ­κα­νό­νι­στο κομ­μά­τι οὐ­ρα­νοῦ αἰ­ω­ροῦν­ταν ἀ­νά­με­σα στὶς ἀ­πέ­ναν­τι πο­λυ­κα­τοι­κί­ες. Εἶ­χε τὸ χρῶ­μα τοῦ πα­λιοῦ μώ­λω­πα. «Θὰ ‘ρθεῖ βρο­χή. Σί­γου­ρα θὰ ‘ρθεῖ βρο­χή», σκέ­φτη­κε. Τὸ βρά­δυ ὅ­ταν τη­λε­φώ­νη­σε ὁ συμ­βο­λαι­ο­γρά­φος, ἔ­τρω­γε πα­τα­τά­κια μὲ ρί­γα­νη μπρο­στὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. «Ἐ­λᾶ­τε νὰ πα­ρα­λά­βε­τε τὸ κλει­δί», τῆς εἶ­πε κι ἔ­κλει­σε τὸ τη­λέ­φω­νο.

       Σή­με­ρα ζή­τη­σε ἄ­δεια καὶ πῆ­γε μὲ τὰ πό­δια ἀ­π’ τὸ Παγ­κρά­τι μέ­χρι τὴ Δάφ­νη γιὰ νὰ δεῖ τὸ σπί­τι. Μὲ τὸ ποὺ ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα, μιὰ μυ­ρω­διὰ μού­χλας καὶ κλει­σού­ρας τῆς ἔ­κα­ψε τὰ ρου­θού­νια. Προ­χώ­ρη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο καὶ κοί­τα­ξε δε­ξιά. Στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας ὑ­πῆρ­χε μιὰ σα­κού­λα μὲ φυ­τό­χω­μα, ἕ­να σκα­λι­στή­ρι, μιὰ γλά­στρα ἀ­πὸ γύ­ψο κι ἕ­νας κα­τά­ξε­ρος ἰ­βί­σκος. Μπῆ­κε στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Τὸ μπα­στού­νι του κι ἐ­κεί­νη ἡ μάλ­λι­νη ζα­κέ­τα ποὺ φό­ρα­γε χει­μώ­να-κα­λο­καί­ρι βρί­σκον­ταν πε­τα­μέ­να στὸ πά­τω­μα. Μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ της εἶ­δε πά­νω στὸ κο­μο­δί­νο ἕ­να βι­βλί­ο χον­τρὸ σὰν ἐγ­κυ­κλο­παί­δεια. «Κη­που­ρι­κὴ γιὰ ἀρ­χα­ρί­ους» ἔ­γρα­φε ἀ­π’ ἔ­ξω. Ἐ­κεῖ ποὺ φού­σκω­ναν οἱ σε­λί­δες, ἦ­ταν χω­μέ­νη μιὰ φω­το­γρα­φί­α. Ἔ­δει­χνε τὸν πα­τέ­ρα της νὰ τὴν κρα­τά­ει ἀγ­κα­λιὰ μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο στὸ Σύν­ταγ­μα. Μὲ τὸ μι­κρὸ δά­χτυ­λο τοῦ δε­ξιοῦ της χε­ριοῦ τὸν γαρ­γά­λι­σε στὴ μα­σχά­λη, μὲ τὸ με­σαῖ­ο τί­να­ξε ἕ­ναν κόκ­κο σκό­νης ποὺ ἄ­σπρι­ζε στὸ πέ­το του, μὲ τὸ με­γά­λο τοῦ ἴ­σι­ω­σε τὴ γρα­βά­τα, μὲ τὸν πα­ρά­με­σο τοῦ ζού­λη­ξε τὴ μύ­τη καὶ μὲ τὸν δεί­κτη τὸν χά­ι­δε­ψε στὰ μαλ­λιά. Πολ­λὲς φο­ρές. Ὕ­στε­ρα ἔ­βα­λε τὸ βι­βλί­ο μέ­σα στὴν τσάν­τα μὲ τὰ καρ­πού­ζια κι ἔ­κλει­σε τὸ φερ­μου­ὰρ μέ­χρι τὸ τέρ­μα. Τὰ ὑ­πό­λοι­πα πράγ­μα­τα θὰ τὰ που­λοῦ­σε αὔ­ριο.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Βά­σω Χόν­του (Με­σο­λόγ­γι). Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κός. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2021/04/13/baso-chontou-kipouriki-gia-archarious/

Ορκωμοσία Τραμπ: Το ευτράπελο της ημέρας με τον γερουσιαστή John Fetterman - «Έσκασε μύτη» με σορτς!

Ορκωμοσία Τραμπ: Το ευτράπελο της ημέρας με τον γερουσιαστή John Fetterman - «Έσκασε μύτη» με σορτς! (screenshot/X) Μια απόλυτα... γυμναστηρ...