Σβετοσλὰβ Μίνκοφ (Светослав Минков):
Σβετοσλὰβ Μίνκοφ (Светослав Минков)
Τὸ γαλάζιο χρυσάνθεμο
(Синята хрисантема)
ΜΑΣΤΑΝ ΤΡΕΙΣ. Ἐγώ, ὁ Βδέλλας κι ὁ Ἑσπερινός. Μαζευόμασταν στὴν ταβέρνα τοῦ Στάμου τοῦ Τυφλοῦ, ὅπου χαρτοπαίζαμε μέχρι ἀργά. Καὶ ἐκεῖ, ξοδεύαμε σχεδὸν ὅλα μας τὰ λεφτά. Διότι δὲν ἱκανοποιούμασταν μὲ μικροποσά. Σὲ μιὰ γύρα, γιὰ παράδειγμα, ὁ καθένας μας ἔπρεπε νὰ ποντάρει τουλάχιστον εἴκοσι λέβα. Αὐτὸ γινόταν στὴν ἀρχὴ τοῦ παιχνιδιοῦ. Ἀργότερα, ὅταν τὸ κρασὶ φούντωνε τὰ κεφάλια μας, βάζαμε κι ἀπὸ πενῆντα, ἀκόμα καὶ ἑκατό. Ὅμως ἐγὼ δὲν κέρδιζα. Οὔτε κι ὁ Βδέλλας. Ὅλα μας τὰ λεφτά, τὰ σάρωνε ὁ Ἑσπερινός, ὁ ὁποῖος μ’ ἕναν ἐκπληκτικὸ τρόπο ἔπαιζε στὰ δάχτυλά του τὴν καταστροφικὴ αὐτὴ τέχνη τῶν χαρτιῶν.
Ὁ Ἑσπερινὸς ὑπέφερε ἀπὸ φυματίωση τῆς σπονδυλικῆς στήλης καὶ ἦταν τόσο καμπουριαστός, ποὺ ὅταν παίζαμε, μόνο τὸ κεφάλι του ἐξεῖχε πάνω ἀπ’ τὸ τραπέζι. Στὸ κιτρινισμένο πρόσωπό του ξεχωρίζανε δύο τεράστια μαῦρα μάτια ποὺ ἀστράφτανε ἀγριωπὰ στὴν παραμικρή μας ἐπιτυχία. Καὶ αὐτὴ ἡ λάμψη στὰ μάτια του, ἀκούσια μᾶς ἀποθάρρυνε καὶ χάναμε τὴ ροὴ τοῦ παιχνιδιοῦ. Τότε ἐκεῖνος, ἄρχιζε νὰ γελάει φαρμακερὰ καὶ ξαφνικὰ ἀκούγαμε τὴ βραχνὴ φωνή του νὰ στριγγλίζει:
— Ἄσσος, Ἐννιὰ κούπα, Ρήγας σπαθί! Καὶ κέρδιζε.
Ὅμως, ἐγὼ καὶ ὁ Βδέλλας τοῦ τὴ στήναμε ἀπὸ καιρό. Καὶ ἔτσι ἕνα βράδυ, ἔχασε. Ἔχασε ὅλα τὰ λεφτά του. Ἐμεῖς, πήραμε τόση χαρά, ποὺ δὲν σταματούσαμε νὰ κοροϊδεύουμε τὸν Ἑσπερινό.
Ἐκεῖνος σιωποῦσε. Τὰ μάτια του καίγανε ἀπὸ κακία καὶ ὀργή. Καὶ ὅταν τὰ πειράγματά μας ξεπέρασαν πιὰ κάθε ὅριο ἀνοχῆς, τὸ πρόσωπό του κοκκίνησε ἀπὸ θυμό, χτύπησε μὲ τὸ χέρι του στὸ τραπέζι, καὶ εἶπε:
— Γιὰ νὰ δοῦμε! Κανεὶς δὲν ξέρει ἀκόμα ποιός εἶναι ὁ νικητής!
— Μά, ἀφοῦ δὲν ἔχεις λεφτά! ξεφώνησε ὁ Βδέλλας. Δὲν εἶσαι σὲ θέση νὰ παίξεις!
— Πῶς; Ἐγὼ θὰ ποντάρω κάτι ἄλλο, θὰ στοιχηματίσω ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχω! ἀποκρίθηκε καὶ ἔψαξε στὴν τσέπη του.
Ἐμεῖς, ἐννοεῖται, περιμέναμε νὰ δοῦμε κάτι πολύτιμο, κάτι, τελοσπάντων, ποὺ νὰ ἦταν ἀξίας. Ὅμως, πρὸς μεγάλη μας ἀπογοήτευση, ὁ Ἑσπερινὸς ἔβγαλε ἀπ’ τὸ μικρό, δερμάτινο πορτοφόλι του ἕνα γαλάζιο, μαραμένο χρυσάνθεμο.
— Χά, χά, χά! ἔβαλα τὰ γέλια. Μὰ αὐτὸ δὲν ἀξίζει οὔτε δυὸ λέβα!
— Αὐτὸ εἶναι τὸ πολυτιμότερο ποῦ ἔχεις; ρώτησε ὁ Βδέλλας.
— Ὅμως ὁ Ἑσπερινός μᾶς κοίταξε μὲ τέτοιο μίσος, τὰ μάτια του ἀστράφτανε τόσο, μὰ τόσο τρομερά, ποὺ ἐμεῖς ἀπρόθυμα συνεχίσαμε τὸ παιχνίδι. Ἀλλὰ ὁ Ἑσπερινός, ἔχασε καὶ τούτη τὴ φορά. Ἐγὼ κέρδισα τὸ χρυσάνθεμο, τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε γιὰ μένα τὴν παραμικρὴ ἀξία. Καὶ θὰ τὸ ἔδινα πάλι στὸν Ἑσπερινό, ἂν μιὰ συμφωνία δὲν ὅριζε πάντα τὸ παιχνίδι μας: νὰ μὴν ὑπάρξει καμμία ὑποχώρηση, ἔστω καὶ μερική, ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ κερδήθηκε. Καὶ ἴσως γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἑσπερινὸς μὲ κοιτοῦσε ἀβοήθητος καὶ προσβεβλημένος, ὅταν ἐγὼ μάζεψα τὸ γαλάζιο χρυσάνθεμο.
Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ νύχτα γίναμε ἐχθροί. Μὲ μισοῦσε, τό ’ξερα. Φαινότανε στὸ βλέμμα του. Παρόλα αὐτά, συνεχίζαμε νὰ μαζευόμαστε στὴν ταβέρνα καὶ νὰ παίζουμε χαρτιά. Καὶ ὁ Ἑσπερινὸς ἔχανε, πάντα ἔχανε. Διότι ἐγὼ κι ὁ Βδέλλας τοῦ εἴχαμε στήσει ὡραία παγίδα. Σὲ ποιά πονηριά, ὅμως, εἴχαμε καταφύγει γιὰ νὰ κερδίσουμε, αὐτὸ δὲν πρόκειται ποτέ μου νὰ τὸ πῶ. Θὰ ντρόπιαζα κι ἐμένα καὶ τὸν φίλο μου.
Ὥσπου ἕνα βράδυ ὁ Ἑσπερινὸς δὲν ἦρθε. Δὲν ἦρθε οὔτε καὶ τὸ ἑπόμενο. Μάθαμε ὅτι ἦταν ἄρρωστος. Φιλικὸ χρέος μᾶς ὑποχρέωνε νὰ πᾶμε νὰ τὸν δοῦμε, ἀλλὰ ἐγὼ φοβόμουν. Πιθανῶς, ἡ παρουσία μου νὰ τοῦ ξυπνοῦσε τὴ δυσάρεστη ἀνάμνηση γιὰ τὸ χρυσάνθεμο. Καὶ δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ πάω, ἂν ὁ Βδέλλας δὲν μὲ τραβοῦσε μὲ τὸ ζόρι.
Οἱ φόβοι μου ἐπιβεβαιώθηκαν. Μόλις μὲ εἶδε ὁ Ἑσπερινός, πήδηξε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ φώναξε:
— Βρωμιάρη, χάσου ἀπὸ ’δῶ!
— Ἑσπερινέ, ἄκου με —εἶπα ἐγὼ— καὶ μὴ μοῦ θυμώνεις! Ξέρεις, ὅτι…
— Χάσου ἀπὸ ’δῶ! – οὔρλιαξε πάλι καὶ ἅρπαξε τὸ ψαλίδι ποὺ βρισκόταν ἀκουμπισμένο στὸ κομοδίνο του. Τότε ἐγὼ βγῆκα ἀπ’ τὸ δωμάτιο.
Μετὰ ὁ Βδέλλας μοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι ὁ Ἑσπερινὸς ἦταν βαριὰ ἄρρωστος καὶ κάθε ἐλπίδα νὰ γιατρευτεῖ, ἤτανε χαμένη.
Καὶ πραγματικά, πέθανε. Πέθανε λίγες μέρες μετὰ τὸ παραπάνω περιστατικό.
Καὶ μείναμε οἱ δυό μας. Ἐγὼ κι ὁ Βδέλλας. Πηγαίναμε, ὅμως, ξανὰ στὴν ταβέρνα καὶ συνεχίζαμε τὴ χαρτοπαιξία μας. Καὶ κέρδιζε πότε ὁ ἕνας καὶ πότε ὁ ἄλλος. Ἔτσι, ποὺ οἱ χασοῦρες μας δὲν γίνονταν αἰσθητές.
Μιὰ φορά, ἤπιαμε κρασὶ παραπάνω. Ἀρχίσαμε νὰ ποντάρουμε μεγάλα ποσά. Καὶ κέρδιζα. Δύο ἢ τρεῖς ὧρες, τὸ παιχνίδι ἦταν μὲ τὸ μέρος μου. Ἀλλά, ἕνα μοιραῖο γύρισμα καὶ…. ὁ Βδέλλας μὲ ξετίναξε.
Ἔχανα. Γιὰ νὰ συντηρῶ ὅμως τὴ διάθεσή μου, δὲν ἔπαυα νὰ γεμίζω μὲ κρασὶ τὸ ποτήρι μου. Νευριασμένος καὶ φουντωμένος, κοπανοῦσα τὸ ἕνα φύλλο μετὰ τὸ ἄλλο ἐπάνω στὸ τραπέζι. Μὰ αὐτὸ δὲν βοηθοῦσε.
Ὁ Βδέλλας, ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κέρδιζε ἔριχνε σὲ βάρος μου ἕνα σωρὸ ὑποτιμητικὲς κοροϊδίες, γελώντας μικρόψυχα καὶ φαρμακερά. Καὶ σὲ μιὰ στιγμή, μοῦ φάνηκε ὅτι αὐτὸ τὸ γέλιο τὸ ἤξερα ἀπὸ κάπου. Ἔστρεψα τὸ βλέμμα πρὸς τὸ μέρος του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὴ φρίκη, μοῦ ‘πέσαν τὰ χαρτιά. Ἀπέναντί μου στεκόταν ὁ Ἑσπερινός. Τὰ μάτια του, ὅπως ἐκεῖνες τὶς μέρες, φλέγονταν ἀπὸ κακία καὶ ὀργή, καὶ μοῦ ψιθύριζε:
— Συνέχισε, συνέχισε νὰ παίζεις!
Κι ἐγὼ συνέχισα τὸ παιχνίδι, ἐπειδὴ ἡ φωνὴ του τὸ πρόσταζε.
Ἔχανα. Δὲν μοῦ εἶχαν ἀπομείνει παρὰ μερικὰ λέβα. Καὶ τότε ὁ Ἑσπερινός, γέλασε βροντερὰ καὶ φώναξε:
— Πόνταρε τὸ γαλάζιο χρυσάνθεμο!
Ἐγὼ δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω. Τὸ γαλάζιο χρυσάνθεμο ἄραγε θὰ μὲ γλύτωνε; Ἢ μήπως τὸ γαλάζιο χρυσάνθεμο θὰ ἀφάνιζε κι ἐμένα, ὅπως ἀφάνισε κάποτε καὶ τὸν ἴδιο;
Ἔβγαλα τὸ χρυσάνθεμο καὶ τὸ πόνταρα. Μετὰ δὲν ξέρω τί ἔγινε. Στὰ ἀφτιά μου ἠχοῦσε καὶ πάλι τὸ γέλιο τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἐγὼ γέμιζα τὰ ποτήρια τὸ ἕνα πίσω ἀπ’ τ’ ἄλλο καὶ ἔπινα. Κάπως ἔτσι μὲ πῆρε ὁ ὕπνος.
Τὸ πρωί, μόλις ξύπνησα, ὁ ταβερνιάρης μοῦ δήλωσε ὅτι ὁ Βδέλλας σάλεψε. Καὶ πάνω στὴν τρέλα του, ἔλεγε ὅτι τὴ νύχτα, παίζοντας στὰ χαρτιά, κέρδισε ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ ἕνα γαλάζιο χρυσάνθεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου