ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ τοῦ πατέρα της δὲν πῆγε. Εἴχανε δύο χρόνια νὰ μιλήσουν. Ἀπ’ ὅταν σήκωσε ἐκεῖνα τὰ χίλια εὐρὼ ἀπ’ τὸν κοινὸ λογαριασμό. Ἕνα ἀπόγευμα βρῆκε τὰ ροῦχα της πεταμένα στὶς σκάλες. Ξεκίναγαν ἀπ’ τὸν δεύτερο ὄροφο κι ἔφταναν μέχρι τὴν εἴσοδο τῆς πολυκατοικίας. Ἀλλοῦ τὰ παντελόνια, ἀλλοῦ οἱ φοῦστες, ἀλλοῦ τὰ πουκάμισα. Ἕνα μπὲζ σουτιὲν εἶχε σκαλώσει στὴν ἄκρη τῆς κουπαστῆς κι ἀνέμιζε σὰν σημαία πειρατικοῦ κάθε φορὰ ποὺ ἄνοιγε ἡ πόρτα. «Μὲ ρεζίλεψες πάλι», ψιθύριζε καθὼς ἔχωνε τὰ ροῦχα σὲ μιὰ πλαστικὴ τσάντα μὲ καρπούζια πού ‘χε γιὰ τὰ ψώνια τοῦ σοῦπερ μάρκετ. Μετὰ πῆρε τὸ λεωφορεῖο καὶ πῆγε στὴν ἀδερφὴ τῆς μάνας της στὸ Παγκράτι. Τὰ λεφτὰ τά ‘φαγε σὲ τέσσερις μέρες.
«Πέθανε», εἶπε μιὰ μέρα ἡ θεία της καθὼς ἔριχνε καφὲ σὲ ἕνα πορσελάνινο φλυτζάνι μὲ σπασμένο χερούλι. «Αὔριο θὰ τὸν θάψουνε.» Αὐτὴ ἀνασήκωσε τοὺς ὤμους, ἄλειψε μιὰ φέτα ψωμὶ μὲ βούτυρο, ἔβαλε λίγη μαρμελάδα βερίκοκο στὴν ἄκρη καὶ κοίταξε ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἕνα μικρὸ ἀκανόνιστο κομμάτι οὐρανοῦ αἰωροῦνταν ἀνάμεσα στὶς ἀπέναντι πολυκατοικίες. Εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ παλιοῦ μώλωπα. «Θὰ ‘ρθεῖ βροχή. Σίγουρα θὰ ‘ρθεῖ βροχή», σκέφτηκε. Τὸ βράδυ ὅταν τηλεφώνησε ὁ συμβολαιογράφος, ἔτρωγε πατατάκια μὲ ρίγανη μπροστὰ στὴν τηλεόραση. «Ἐλᾶτε νὰ παραλάβετε τὸ κλειδί», τῆς εἶπε κι ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο.
Σήμερα ζήτησε ἄδεια καὶ πῆγε μὲ τὰ πόδια ἀπ’ τὸ Παγκράτι μέχρι τὴ Δάφνη γιὰ νὰ δεῖ τὸ σπίτι. Μὲ τὸ ποὺ ἄνοιξε τὴν πόρτα, μιὰ μυρωδιὰ μούχλας καὶ κλεισούρας τῆς ἔκαψε τὰ ρουθούνια. Προχώρησε στὸν διάδρομο καὶ κοίταξε δεξιά. Στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας ὑπῆρχε μιὰ σακούλα μὲ φυτόχωμα, ἕνα σκαλιστήρι, μιὰ γλάστρα ἀπὸ γύψο κι ἕνας κατάξερος ἰβίσκος. Μπῆκε στὴν κρεβατοκάμαρα. Τὸ μπαστούνι του κι ἐκείνη ἡ μάλλινη ζακέτα ποὺ φόραγε χειμώνα-καλοκαίρι βρίσκονταν πεταμένα στὸ πάτωμα. Μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ της εἶδε πάνω στὸ κομοδίνο ἕνα βιβλίο χοντρὸ σὰν ἐγκυκλοπαίδεια. «Κηπουρικὴ γιὰ ἀρχαρίους» ἔγραφε ἀπ’ ἔξω. Ἐκεῖ ποὺ φούσκωναν οἱ σελίδες, ἦταν χωμένη μιὰ φωτογραφία. Ἔδειχνε τὸν πατέρα της νὰ τὴν κρατάει ἀγκαλιὰ μπροστὰ ἀπ’ τὸ χριστουγεννιάτικο δέντρο στὸ Σύνταγμα. Μὲ τὸ μικρὸ δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ της χεριοῦ τὸν γαργάλισε στὴ μασχάλη, μὲ τὸ μεσαῖο τίναξε ἕναν κόκκο σκόνης ποὺ ἄσπριζε στὸ πέτο του, μὲ τὸ μεγάλο τοῦ ἴσιωσε τὴ γραβάτα, μὲ τὸν παράμεσο τοῦ ζούληξε τὴ μύτη καὶ μὲ τὸν δείκτη τὸν χάιδεψε στὰ μαλλιά. Πολλὲς φορές. Ὕστερα ἔβαλε τὸ βιβλίο μέσα στὴν τσάντα μὲ τὰ καρπούζια κι ἔκλεισε τὸ φερμουὰρ μέχρι τὸ τέρμα. Τὰ ὑπόλοιπα πράγματα θὰ τὰ πουλοῦσε αὔριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου