Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση και η Εφημερίδα των Συντακτών είχε την καλή ιδέα να τιμήσει την επέτειο με μια σειρά από ειδικές εκδόσεις και επανεκδόσεις που θα προσφέρονται στους αναγνώστες όλη τη χρονιά, κυρίως έως τον Αύγουστο.
Εδώ μπορείτε να δείτε ποια βιβλία θα προσφερθούν, συνολικά 15 τίτλοι. Ανάμεσά τους και το πρώτο λογοτεχνικό μου βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Για μια πορεία» (πρώτη έκδοση 1984, δεύτερη επαυξημένη το 1988 – αυτή θα διανεμηθεί). Είναι το δεύτερο βιβλίο μου που θα μοιραστεί σε μεγάλο τιράζ από εφημερίδα, το πρώτο ήταν οι Λέξεις που χάνονται το 2013 από το Βήμα.
Πρώτο βιβλίο στην επετειακή σειρά της Εφημερίδας των Συντακτών είναι η συλλογή διηγημάτων «Την άλλη φορά Μαργαρίτα» της Μαριάννας Τζιαντζή. Είναι ένα βιβλίο που το είχα διαβάσει και το είχα αγαπήσει όταν είχε κυκλοφορήσει το μακρινό 1983 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Τότε εγώ δεν είχα βγάλει βιβλίο, αλλά ασχολιόμουν με τα γράμματα, και τη Μαριάννα την είδα σαν τη μεγάλη μου αδελφή εν όπλοις. Εξαντλημένο προ πολλού το βιβλίο, με την επανέκδοση έχει την ευκαιρία να φτάσει και σε αναγνώστες που δεν είχαν γεννηθεί τότε.
Κάποια άλλη φορά, ας πούμε κοντά στις 17 Νοεμβρίου, ίσως βάλω το ομότιτλο διήγημα, αλλά για σήμερα θα διαλέξω ένα άλλο, που ίσως δεν είναι «το καλύτερο» του βιβλίου, είναι όμως εκείνο που μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Περιγράφει μιαν οικογενειακή σκηνή: μια νεαρή μητέρα που μαγειρεύει μαζί με τα δυο μικρά παιδιά της -μια σκηνή τόσο απλή και κοινή, που όμως για μένα, που ζούσα τα τελειώματα της φοιτητικής ανεμελιάς και δεν ήθελα να τελειώσουν, ήταν εντελώς εξωτική τότε.
ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ ΔΕ ΖΕΙ ΤΟ ΨΑΡΙ
Τα παιδιά ήρθαν από το σχολείο ξελιγωμένα από την πείνα, όπως συνήθως.
«Τι φαγητό έχουμε;» ρώτησε η μεγάλη της κόρη κι ανασήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας που έλαμπε σ’ όλο το μεγαλείο του άδειου.
«Δεν πρόλαβα να μαγειρέψω», απάντησε η Μαργαρίτα σχεδόν απολογητικά κι ύστερα άδειασε το περιεχόμενο μιας ροζ σακούλας στο μάρμαρο, δίπλα στο νεροχύτη.
«Μμμμ», γρύλισε απειλητικά η Αφροδίτη.
Ο μικρός Μήτσος έβαλε τις φωνές. «Δεν έχουμε φαΐ, δεν έχουμε φαΐ», επαναλάμβανε με διαπεραστική επιμονή.
«Μην γκρινιάζετε, κάντε υπομονή», τους είπε, επιστρατεύοντας όλο το μητρικό της κύρος. Και με μια εξαίσια, πολλά υποσχόμενη κίνηση ξεδίπλωσε ένα χωνί από στρατσόχαρτο για ν’ αποκαλύψει ένα εύσαρκο ψάρι του Ατλαντικού, με θαμπά χάντρινα μάτια και μια άκαμπτη διχαλωτή ουρά.
«Δε μας αρέσει το ψάρι, θ’ αργήσει να ψηθεί, εμείς πεινάμε τώρα», είπαν και τα δυο κι όρμησαν προς το ψυγείο.
«Στοπ! Δε θα φάτε τίποτα μέχρι να ετοιμαστεί το κανονικό φαγητό. Ελάτε πιο κοντά, ελάτε να δείτε τι έξυπνο ψάρι που είναι. Μόνο να ξέρατε τι περιπέτειες πέρασε για να φτάσει εδώ που έφτασε. Κοιτάξτε τι μυτερά που είναι τα δόντια του, να τώρα θα βγάλω τα λέπια του, αυτά είναι η ασπίδα του, κι αυτά τα αγκαθωτά φτερά είναι οι λόγχες του. Είναι γενναίο ψάρι, νίκησε πολλούς εχθρούς, αλλ’ αυτό το ξέρει μόνο».
«Είναι κορίτσι;» ρώτησε με αναιμική περιέργεια η Αφροδίτη.
«Χμμ… και ποιος σας είπε πως είναι στ’ αλήθεια ψάρι;» απάντησε χαιρέκακα η μητέρα. Κι έσπευσε να προσθέσει: «Είναι ένας μεταμορφωμένος πρίγκιπας απ΄ τον Ατλαντικό ωκεανό. Μια κακούργα αρχοντοπούλα τον καταράστηκε να μείνει ψάρι μέχρι τη στιγμή που θα βρισκόταν μια ανύποπτη μητέρα να το τηγανίσει στα παιδιά της».
Τα παιδιά κοίταξαν καχύποπτα πρώτα το πανάθλιο ψάρι, ύστερα τη μητέρα τους, η οποία στο μεταξύ είχε πετύχει, καταρχάς, τον αντικειμενικό της στόχο: να καθυστερήσει την πείνα και την γκρίνια τους μέχρι να τους σερβίρει στα πιάτα τους. Είχε κιόλας αφαιρέσει το κεφάλι, με μια έμπειρη τομή σε σχήμα ημισελήνου, και καταγινόταν με τα λέπια.
«Αλήθεια; Μπορούμε να του ζητήσουμε όποια χάρη θέλουμε;» Ήταν ο Μήτσος με την απαράμιλλη αγορίστικη ευπιστία του.
«Δεν είναι πρίγκιπας. Οι πρίγκιπες δεν είναι κατεψυγμένοι», δήλωσε με στόμφο η Αφροδίτη.
Η μητέρα τότε αγριοκοίταξε την κόρη της – ποτέ δε βρίσκεις κατανόηση σε άτομα του φύλου σου.
«Θέλουμε νερό», είπαν και τα δύο με διαφορά μισού δευτερολέπτου.
«Βάλτε μόνα σας, τα χέρια μου είναι λερωμένα».
Ωραία, έκαναν την πρώτη υποχώρηση, συλλογίστηκε ικανοποιημένη.
Η δουλειά προχωρούσε. Τα λέπια σχημάτισαν έναν μικρό σωρό στην κάτω δεξιά γωνία του νεροχύτη, ύστερα το σώμα του ψαριού έπρεπε να κοπεί σε παράλληλες φέτες που όσο πλησίαζαν στην ουρά αδυνάτιζαν και ύστερα οι φέτες βούλιαξαν σ’ ένα δοχείο με νερό για να ξεπαγώσουν. Το κεφάλι του ψαριού, πλαγιασμένο προφίλ στο μάρμαρο, την κοιτούσε μ’ ένα αλλήθωρο μοχθηρό βλέμμα.
«Παιδιά, μπορείτε να μου βρείτε λίγο σπάγγο;» της ήρθε ξαφνικά μια ιδέα.
«Έχει στο συρτάρι, κάτω από το τηλέφωνο», θυμήθηκε ο Μήτσος.
«Τι τον θέλεις το σπάγγο, μαμά;» ρώτησε η άλλη, πάντα επιφυλακτική.
«Βλέπετε αυτό το κεφάλι;»
Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από το κενό που άλλοτε φιλοξενούσε τα βράγχια κι ανοιγόκλεισε δυο φορές το στόμα του ψαριού, εκείνο υπάκουσε σαν μαριονέτα με τα κούφια μάγουλά του να τρέμουν.
Ο μικρός φοβήθηκε. «Δε μ’ αρέσει, πέταξέ το στα σκουπίδια».
Γιατί αγαπούσε μονάχα τ’ αληθινά ψάρια, τα ψάρια των τραγουδιών και των παραμυθιών, εκείνα τα σοφά, σιωπηλά πλάσματα, τα τόσο τρομερά στην εκδίκησή τους, τα τόσο φωτεινά στη χάρη τους. Η ψυχή είναι ένα ψάρι, είχε πει ο μικρός Μήτσος, ένα μικρό κόκκινο ψαράκι που κολυμπάει ήσυχα στ’ άγνωστα, βαθιά νερά γιατί οι δαίμονες τριγυρίζουν στον αφρό, δε βρέχουν τα πόδια τους, και το κορμί τους είναι κάτασπρο, ο ήλιος δεν τ’ αγγίζει.
«Σας είπα αλήθεια ότι δεν είναι συνηθισμένο ψάρι. Κάθε βράδυ αυτό το κεφάλι αποχωρίζεται από το σώμα του και πηγαίνει στα σπίτια των κακών. Και δεν το σταματούν ούτε ένοπλοι φρουροί, ούτε γυμνασμένα σκυλιά, ούτε φωτοκύτταρα – θα σας εξηγήσω άλλη φορά τι είναι το φωτοκύτταρο. Δεν το πιάνει κανένα σύστημα συναγερμού, έτσι λοιπόν πετάει πάνω από το κρεβάτι του κακού και ψιθυρίζει “έφτασε η ώρα σου… ήρθα να σου πάρω την ψυχή”. Οι κακοί παρακαλούν, πέφτουν στα γόνατα, μη ψαράκι μου, του λένε. Εκείνο δεν τους ακούει. Ανοίγει το στόμα του κι από μέσα βγαίνει ένα γαλαζωπό φως, πολύ τρομαχτικό. Το φως χτυπάει το πρόσωπο του κακού, εκείνος ανοίγει και κλείνει το στόμα του, ο λαιμός του στεγνώνει, και λέει από μέσα του την προσευχή του. Μερικοί, όταν συνέρχονται, το φοβερίζουν. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Άλλοι μπεμπεδίζουν, φωνάζουν τη μαμά τους που έχει πεθάνει, ζητάνε παγωτό, κούνιες, τραμπάλες, γκοφρέτες, το παρακαλούν για μια τελευταία χάρη. Όμως το ψάρι είναι πολύ σκληρό όταν πρόκειται για κακούς, δε συγκινείται καθόλου».
«Μπορεί να πάει ακόμα και στον Καραμανλή;» ρώτησε ο μικρός Μήτσος πλησιάζοντας πιο κοντά στα χέρια της μαμάς του που δούλευαν επιδέξια.
«Και βέβαια μπορεί να πάει», απάντησε τελεσίδικα η μητέρα, ακουμπώντας τις φέτες του ψαριού σ’ ένα τρυπητό σκεύος για να στραγγίξουν. Όμως τώρα θα κάνουμε κάτι άλλο. Θα κρεμάσουμε το κεφάλι απ’ το μπαλκόνι με το σπάγγο να δούμε πώς θα του φανεί ο κόσμος μας από ψηλά. Ποιος ξέρει, ίσως να περάσει ο κακός που θα διαλέξει για να επισκεφθεί το βράδυ».
Κι ενώ το λάδι ζεσταινόταν, οι φέτες πλατάγιζαν απαλά σ’ ένα αλευρένιο σύννεφο, το ψάρι εκδικητικό, μ’ όλα τα εξαπτέρυγα και τις ρομφαίες υψωμένες, ετοιμαζόταν να αιωρηθεί πάνω απ’ το δρόμο, κάθετα στη λεωφόρο, με την αραιωμένη κίνηση, απέναντι στα συνεργεία που βούιζαν και σφυροκοπούσαν, αδιάφορα για τα τεκταινόμενα στο απέναντι μπαλκόνι, γιατί ο κύριος Λάκης θα περνούσε στις τέσσερις να παραλάβει το αυτοκίνητό του και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.
Χωρίς σιχασιά, η μητέρα πέρασε το σπάγγο μέσα από το διαμπερές άνοιγμα που άρχιζε από το στόμα του ψαριού, έδεσε την άκρη του σ’ έναν μικρό κόμπο, πέρασε την ασώματο κεφαλή πάνω από το σκονισμένο οριζόντιο κάγκελο, ενώ τα πιτσιρίκια αλάλαζαν ξεχνώντας ότι είχε περάσει η συνηθισμένη ώρα του φαγητού. Η μητέρα τους έσκυψε πίσω από το στηθαίο που υψωνόταν σαράντα πόντους πάνω από την πλάκα του μπαλκονιού.
«Δεν είναι σοβαρά πράματα για μαμάδες αυτά», δικαιολογήθηκε κι άφησε το βάρος του κεφαλιού να γλιστρήσει προς τα κάτω, ξετυλίγοντας το κουβάρι από ένα χαρταετό που ποτέ δεν αξιώθηκαν να πετάξουν λόγω άπνοιας αλλά κι επειδή τα Κούλουμα έρχονται μόνο μία φορά το χρόνο. Έδωσε στον μικρό Μήτσο, που σπαρταρούσε σαν μόλις ν’ αναδύθηκε από τον ωκεανό, να κρατήσει το κουβάρι. Ύστερα έτρεξε στην κουζίνα, το λάδι είχε αρχίσει ν’ αχνίζει, κατευχαριστημένη που βρέθηκαν δύο ψυχές να την πιστέψουν. «Παρασύρομαι εύκολα», μουρμούρισε κι έριξε τις φέτες στην περιφραγμένη λίμνη που κόχλαζε. Να μην ξεχάσω να τους πω για τα μισοτηγανισμένα ψάρια στο Μπαλουκλί, σημείωσε νοερά, αυτό όμως μάλλον δε θα το χάψουν.
Κόσμος πολύς πέρασε κάτω από το ψάρι, λίγοι όμως σταμάτησαν για να του πουν χαίρετε. Γιατί οι περισσότεροι περπατούν κοιτάζοντας ίσα μπροστά τους, ο καθένας μας έχει τα δικά του και δεν έχει όρεξη να σπαταλάει το ψυχικό του δυναμικό σε παρατηρήσεις χωρίς αντίκρισμα.
Μερικοί το πρόσεξαν, αλλά δεν έδωσαν σημασία. Για να γλιτώσει το άμοιρο από τις γάτες, σκέφτηκαν. Παντοδύναμο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το φιλοσόφησαν.
Μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, με κόκκινα μάγουλα, σταμάτησε να του χαμογελάσει. «Θα κάνεις ωραία σούπα», του είπε φιλικά, κι άλλαξε χέρι στην τσάντα με τα φρεσκοκομμένα νεράντζια που άφηναν πίσω τους μια όμορφη μυρωδιά.
«Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή περνάνε τα σκουπίδια», θύμωσε ο διαχειριστής της διπλανής πολυκατοικίας. «Τις άλλες μέρες απαγορεύεται».
«Ο αδελφός μου πάει νηπιαγωγείο, κύριε Μιχάλη», του φώναξε η Αφροδίτη. «Δεν ξέρει ακόμα να διαβάζει».
«Ο μπαμπάς, ο μπαμπάς!» είπαν τα παιδιά όταν είδαν τη γνώριμη ταλαιπωρημένη μοτοσικλέτα να παρκάρει πίσω από μια Λάντσια Φούλβια σαν φτωχός συγγενής. Ο μπαμπάς, με μια εφημερίδα υπό μάλης, ένα τσιγάρο καπνισμένο ως τη μέση στο στόμα κι ένα μολυβένιο οχτάωρο στην πλάτη του, σήκωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε στα δυο παιδιά, ανεμίζοντας το άλλο, το ελεύθερο χέρι του.
Όταν ανέβηκε ο μπαμπάς, το φαγητό ήταν έτοιμο. Και οι κακοί, με τις κουβέρτες τραβηγμένες πιο πάνω από το σαγόνι τους, παρακολουθούσαν μαρμαρωμένοι το ψάρι να κάνει βουτιά από ψηλά, μ’ όλα τα δόντια ακονισμένα.
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"