Τηλεφωνική απάτη: Ζητούσε χρηματική αμοιβή για να εγχειρήσει την κόρη της
Νέο περιστατικό τηλεφωνικής απάτης μεγιατρό –«μαϊμού» καταγράφηκε στον Βόλο το μεσημέρι της Κυριακής.
Ο άνδρας που δήλωσε «γιατρός» υποσχόταν ιατρικές υπηρεσίες και μια γυναίκα έπεσε θύμα των υποσχέσεών του. «Εάν δεν εγχειρήσω το κόρη σου σε μια ώρα τα πάθει γάγγραινα. Τα βγάλω τις χρυσές λάμες και τις χρυσές βίδες από έναν ασθενή που είναι σε κώμα και θα τις βάλω στο κόρη σου» φέρεται να είπε ο άνθρωπος, σύμφωνα με το gegonota.news.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν πως ο «γιατρός» απευθύνθηκε σε μάνα που υποτίθεται ότι άκουγε το «παιδί» της να κλαίει στο τηλέφωνο, γιατί έσπασε το πόδι του.
Ιατρικές υπηρεσίες σε σπαστά ελληνικά
Ο «γιατρός», εξηγούσε παραθέτοντας τις... επιστημονικές του γνώσεις σε σπαστά ελληνικά, πως θα οδηγήσει πρώτα τον ετοιμοθάνατο ασθενή του σε τόπο ανανήψεως μια ώρα γρηγορότερα, ώστε να σώσει το πόδι της κόρη της που ήταν σπασμένο σε τρια σημεία κάτω από το γόνατο.
Η γυναίκα, που προδόθηκε στον απατεώνα από τα γέλια της, κατάλαβε αμέσως την απάτη από το παραλήρημα του ψευτο-γιατρού και της υποτιθέμενης κόρης της, που μέσα στον πόνο της ζητούσε να μάθει πόσα χρήματα είχε η «μάνα» της στο σπίτι. Σπαστά ελληνικά μιλούσε και η κόρη.
Όταν η γυναίκα είπε πως στο σπίτι είχε 5.000 ευρώ ο γιατρός της δήλωσε πως δεν πρέπει να μιλήσει σε κανέναν γιατί θα χάσει την δουλειά του μιας και θα έπρεπε να πάρει χρυσά καρφιά από άλλον ασθενή. Τα 5000 ευρώ θα ήταν μια προκαταβολή γιατί μπορεί να έπαιρνε τα χρυσά καρφιά από τον ασθενή σε κώμα, για να τοποθετήσει στην κόρη της, αλλά έπρεπε να παραγγείλει άλλα από την Ελβετία για να ξαναβάλει στον ασθενή χωρίς να το καταλάβουν οι συγγενείς του.
«Το κόρη σου θα αυτοκτονήσει, δεν προλαβαίνω, πρέπει να ξεκινήσω την εγχείρηση. Δίνω το λόγο μου το αντρικό, το κόρη σου είναι σε καλά χέρια», είπε στη «μάνα» ο γιατρός που βαφτίστηκε «Δημήτρης Σταματόπουλος», αναφέρει το gegonota.news.
Ο «γιατρός» ζήτησε το κινητό τηλέφωνο της γυναίκας για να βρεθούν ώστε να του δώσει τα χρήματα, εκείνη του απάντησε πως δεν έχει κινητό, αλλά έχει μόνο ο σύζυγός της και αυτός έξαλλος την αποκάλεσε «ψεύτρα». «Κάνεις μαμουνιές κυρία και τα το πληρώσεις», ήταν η απάντησή του.
Έτσι είναι σήμερα ο Άγιος Γιάννης Πηλίου (φωτογραφίες)
Δημοσιεύθηκε
Τροποποιήθηκε
Σαρωτικό ήταν το πέρασμα της κακοκαιρίας Daniel από το Ανατολικό Πήλιο. 7 μήνες μετά, κάτοικοι και επιχειρηματίες, στέκονται ξανά στα πόδια τους και περιμένουν με ανοιχτή αγκαλιά τους επισκέπτες και το φετινό καλοκαίρι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χωριό του Αη Γιάννη, ενός από τα δημοφιλέστερα χωριά του Πηλίου, που αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες από όλον τον κόσμο, που έχει ξαναβρεί τους ρυθμούς του και μας περιμένει να απολαύσουμε τις ομορφιές του.
‘Η ιστορία αυτή αρχίζει με το βήμα του ζώου, καθώς το βήμα του ζώου ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή της Εύας.’
Η ηρωίδα του βιβλίου «το Αθώο» της Βασιλικής Ηλιοπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, η Εύα, παρακολουθεί σ’ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση μια αρκούδα να σύρεται από τους πολεμιστές μιας μογγολικής φυλής προς το θάνατό της. Το άλλοτε άγριο θηρίο, βαδίζει, στραβοπατώντας λίγο το δεξί του πόδι, αθώο, ανίσχυρο, υποταγμένο. Η εικόνα αυτή γυρίζει την Εύα χρόνια πίσω, στο νησί που γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα έξι της χρόνια με τη μητέρα και την αδελφή της την Ειρήνη. Έτσι και τότε, η αθώα Ειρήνη ακολουθούσε μπερδεμένη τα άλλα παιδιά στο δάσος ˙ εκείνα που δεν είχαν ξαναπαίξει μαζί της. Της είχαν φορέσει ένα άσπρο μαντήλι στα μαλλιά κι η Ειρήνη, με το κόκκινο μπουφάν της και στραβοπατώντας το δεξί της πόδι, τα ακολούθησε για να μην τη δει ποτέ ξανά κανείς.
Η Ειρήνη, «το τσαμένο», «το αλλιώτικο», «το λειψό», «αυτό», δεν βρέθηκε ποτέ. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε. Η μητέρα της την έψαξε παντού, έθαψε ένα άδειο φέρετρο, στόλισε τον άδειο τάφο με κυκλάμινα και φρέζες και πήγε να τη συναντήσει αυτοκτονώντας.
Η Εύα μεγάλωσε σε ένα ίδρυμα στην Αθήνα και στα δεκαεπτά της παντρεύτηκε τον συντοπίτη της, λογιστή του ιδρύματος, τον Χρύσανθο, έναν άντρα κλειστό, απόμακρο και πολύ μεγαλύτερό της. Τρία χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατό του Χρύσανθου, η Εύα επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο για να θάψει τον άντρα της και να βρει απαντήσεις για τις σημαντικές της απώλειες.
Το νησί είναι ένας τόπος πανέμορφος, με φαράγγια, αγροτόσπιτα που κρέμονται στο χείλος απόκρημνων βράχων, λουλούδια και δέντρα κατάφορτα με καρπούς. Είναι όμως κι ένας τόπος άγριος όπου η θάλασσα ξεβράζει νεκρά πουλιά, κατσίκια εμφανίζονται μέσα από την ομίχλη, παιδιά χάνονται για πάντα. Ένας τόπος που καλύπτεται από τη σκοτεινιά μιας κοινωνίας ιδεοληπτικής και ένοχης. Μιας κοινωνίας ανάλγητης για τους διαφορετικούς και τους ανήμπορους, δεμένης κάτω από την επιδίωξη του κέρδους και τον λόγο του ισχυρού. Μιας κοινωνίας άδικης που προβάλει τους φόβους και τις αδυναμίες της στους πιο αδύναμους.
Σ’ αυτό το σκηνικό, που η συγγραφέας έχει συνθέσει με κινηματογραφική ευκρίνεια, η Εύα ψάχνει απαντήσεις. Πού πήγανε την αδελφή της τα παιδιά; Τι απέγινε; Γιατί δεν βρέθηκε ποτέ; Ποια ήταν τα παιδιά που ήταν μαζί της; Η Εύα είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας. Μια νέα γυναίκα που κουβαλάει το τραύμα της και δεν έχει κανέναν να το μοιραστεί. Γιατί η Εύα δεν έμαθε ποτέ να μοιράζεται τον πόνο, τη μοναξιά, τους φόβους της. Αποδέχτηκε την ετικέτα του ατόμου με περιορισμένες ικανότητες που της απέδωσαν και οχυρώθηκε πίσω από τη σιωπή, τη συναισθηματική αποστασιοποίηση και την παρατήρηση. Κοιτάζει με καθαρό, ευθύ βλέμμα αυτά που οι άλλοι προσπερνούν, κάνει δαιδαλώδεις συνθέσεις στο μυαλό της, αφουγκράζεται τις προθέσεις των ανθρώπων γύρω της. Κάπου κάπου ‘γλιστράει σ’ένα χώρο όπου οι εικόνες και οι λέξεις ανάβουν και σβήνουν και αιωρούνται και χάνουν το νόημά τους, χωρίς όμως να χάνονται και οι ίδιες, όπου και το τίποτα δεν σημαίνει τίποτα, κι όλα υπάρχουν, είναι εκεί, χωρίς νόημα, αλλά κανένας δεν νοιάζεται γι’ αυτό’. Με την επιστροφή της στο νησί, ‘η Εύα βρέθηκε για λίγο – ή και περισσότερο από λίγο, αυτό ούτε και η ίδια θα μπορούσε να το πει – σ’ αυτόν τον τόπο, που είχε το δικό του χρώμα και τη δική του γεύση. Γιατί η Εύα ήξερε πως και οι τόποι των ονείρων επανέρχονται στη μνήμη με τη δική τους ξεχωριστή γεύση ο καθένας, ακριβώς όπως και οι πραγματικοί’ κι εκεί οι παιδικές της μνήμες ξυπνούν, τα ερωτηματικά γίνονται επιτακτικά κι εκείνη τα ακολουθεί με μοναδικό της σύμμαχο τη φύση. Ο δρόμος προς τη λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης της Ειρήνης είναι γεμάτος συμβολισμούς, μισόλογα και υπαινιγμούς που αναπτύσσονται σταδιακά με μια γλώσσα λιτή στολισμένη με διαλόγους γραμμένους σε τοπικό ιδίωμα που έχει αποδοθεί με εξαιρετική ακρίβεια. Στο νησί την κοιτάζουν και δεν της μιλούν. Κοιτούν τα κόκκινα μαλλιά της με θαυμασμό και φόβο, παρατηρούν τις αντιδράσεις της, ταράζονται με τις ερωτήσεις της. Η αθωότητα της Εύας, η εκκωφαντική της σιωπή, η σπαρακτική καθαρότητα στο βλέμμα και οι άμεσες ερωτήσεις ‘ποιος άλλος ήταν εκεί’, ‘εσύ ξέρεις πού πήγανε την Ειρήνη;’, ‘άκουσες τίποτα για την αδελφή μου την Ειρήνη’, είναι αυτά που προκαλούν τις απαντήσεις και τελικά οδηγούν στη λύση του γρίφου. Η ματιά της Εύας, το «λύγκειον βλέμμα» σαν αυτό που ο Χρύσανθος απέδιδε στους αγίους και τους ασκητές και έλεγε ότι ‘έφτανε στα μύχια της ψυχής και του μυαλού, εκεί που κατοικούν οι βρωμερές σκέψεις κι επιθυμίες’, δεν επιτρέπει υπεκφυγές.
Η Βασιλική Ηλιοπούλου έχει δημιουργήσει ένα βαθιά υπαινικτικό μυθιστόρημα, ανοικτό σε πολλά επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείες που κρατά δέσμιο τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία του σελίδα για να τον οδηγήσει σε μια έκβαση που ακολουθεί πιστά την ψυχολογία των αρχετυπικά δυνατών χαρακτήρων του.
Το δίπολο αθωότητας – ενοχής, η ανάγκη για δικαιοσύνη και ο προβληματισμός για την εκδίκηση είναι κυρίαρχα σ’ αυτή την ιστορία από την οποία δεν λείπει και η επισήμανση στην υποκριτική κοινωνία˙ τόσο πρόσχαρη και φιλόξενη όταν έχει να αποκομίσει κάποιο κέρδος και τόσο σκοτεινή και κλειστή όταν πρέπει να συντρέξει ή να αποδώσει ευθύνες. Από τη μια οι προστάτες που αδιαφορούν ή παραβλέπουν κακοποιήσεις κι εγκλήματα, οι ένοχοι που ξεπλένουν τύψεις με κάθε είδους τρόπο αλλά ποτέ ευθέως, ποτέ με μια παραδοχή, μια συγνώμη και από την άλλη το αθώο που βλέπει τα πράγματα απλά, που πρέπει να τα έχει όλα τακτοποιημένα στα κουτάκια τους και κατατρύχεται από ερωτήσεις και κενά που πρέπει να συμπληρωθούν για να κλείσει κι αυτό το κουτί. Το κουτί της Ειρήνης. Κι όταν βρει απαντήσεις μένει να τακτοποιηθεί κάτι ακόμη˙ η εκδίκηση που μένει γρίφος αν είναι τιμωρία ή χρέος στη μνήμη του θύματος.
Το βιβλίο της Βασιλικής Ηλιοπούλου ‘Το Αθώο‘ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading με την ευγενική παρουσία της συγγραφέως. Αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.
Δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις στ’ αλήθεια, αν δεν φτάσει η στιγμή της τελευταίας σκηνής στο έργο. Ζεις για χρόνια έναν άνθρωπο, μαθαίνεις τα καλά και τα στραβά του, “διαβάζεις” τι λένε οι κινήσεις και το βλέμμα του, έχεις μια συνολική εικόνα τέλος πάντων. Νομίζεις. Έρχεται η ρήξη, για τον οποιονδήποτε λόγο και χάνεις πάσα ιδέα. Μεγάλο σοκ να αντικρύζεις μια όψη που δεν θα φανταζόσουν ποτέ…
Σίγουρα, ένας χωρισμός μπορεί να είναι το λιγότερο άβολος έως βαθιά πληγωτικός. Συχνά στον έρωτα, παρά τις καλές προθέσεις, τα πράγματα δεν λειτουργούν, ακόμα κι αν το παλεύουν και οι δύο. Συμβαίνει και στα καλύτερα παιδιά: η ιστορία απλά δεν κυλάει, όλα βαλτώνουν. Αδιέξοδο και τέρμα λοιπόν… Εννοείται και δικαιολογείται και για τους δύο η πικρία, η αναταραχή, η ψυχρότητα, κάποια θυμωμένα λόγια. Αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι. Η βαθιά εμπάθεια όμως; Η εκδικητικότητα; Η κακία και η ατέλειωτη χολή; Ο έμπρακτος πόλεμος, με κάθε τρόπο;
Οι τελευταίες εντυπώσεις στέκονται πανίσχυρες, καθοριστικές. Και είναι κρίμα, όταν είναι μαύρες, να σκεπάζουν κάθε καλή ανάμνηση. “Τα στερνά τιμούν τα πρώτα”, κατά την λαϊκή θυμοσοφία. Μήπως κάπως έτσι, η καλή σχέση φαίνεται από τον “καλό” χωρισμό; Σχήμα οξύμωρο, ναι, αλλά όχι τελείως αβάσιμο. Μεγαλώσαμε πια. Έχουμε δει πολλά, έχουμε κάνει θεαματικές βουτιές από τα σύννεφα. Στην αγάπη λέμε πάντα ναι, αλλά αναβοσβήνει πλέον κι ένας μικρός αστερίσκος στο πίσω μέρος του μυαλού μας: Ποτέ δεν ξέρεις ποιον έχεις απέναντί σου. Μέχρι την τελευταία στιγμή
Νηστίσιμος Χαλβάς Φαρσάλων Εύκολος και Πεντανόστιμος!!
Τα Υλικά που θα χρειαστείτε :
Για το καβούρδισμα
200 γρ ώμο αμυγδαλο (1 κούπα και 1/4)
Για το μείγμα
1 λίτρο νερό(4 κουπες) 250 γρ ζαχαρη (1 κουπα)
100 γρ ηλιέλαιο (7 κτσ)
1 πρέζα αλάτι
250 γρ κορν φλάουρ (2 κουπες)
Για την καραμέλα
250 γρ ζάχαρη (1 κουπα)
Για το πασπάλισμα
Ζάχαρη
Ταψί 25χ30 εκ.
Εκτέλεση
Σε ένα ταψάκι ρίχνουμε τα ωμά αμύγδαλα και τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στον αέρα για 10 λεπτά στους 200 c.
Τα αφήνουμε στην άκρη να κρυώσουν.
Σε ένα μπολ ρίχνουμε το νερό, την ζάχαρη, το κορν φλάουρ, το ηλιέλαιο και με ένα σύρμα ανακατεύουμε πολύ καλά για 3-4 λεπτά.
Αφήνουμε το μείγμα στην άκρη και σε ένα βαθύ τηγάνι σ χαμηλή φωτιά προσθέτουμε σιγά σιγά την ζάχαρη και κάθε φορά που λιώνει συμπληρώνουμε την επόμενη δόση μέχρι να την ρίξουμε όλη.
Μόλις έχει γίνει καραμέλα προσθέτουμε πολύ προσεκτικά όλο το μείγμα με το κορν φλάουρ.
Λόγω διαφοράς θερμοκρασίας έχει παγώσει η καραμέλα για αυτό ανακατεύουμε συνεχώς και μόλις αρχίσει να λιώνει δυναμώνουμε την φωτιά σε μέτρια ένταση και ανακατεύουμε μέχρι να πήξει το μείγμα και να πάρει ένα χρυσαφί χρώμα.
Προσθέτουμε μια πρέζα αλάτι ανακατεύουμε ρίχνουμε τα καβουρδισμένα αμύγδαλα και συνεχίζουμε να ανακατεύουμε μέχρι να ενσωματωθούν μέσα στο μείγμα.
Ρίχνουμε τον χαλβά μέσα σε ένα ταψί 25χ30 εκ. και τον στρώνουμε αρχικά με μια ξύλινη κουτάλα και έπειτα πατάμε με μια μεμβράνη να ισιώσει η επιφάνεια.
Πασπαλίζουμε με μπόλικη κρυσταλλική ζάχαρη και έπειτα με ένα φλόγιστρο καίμε την ζάχαρη .
Όποιος θέλει μπορεί να μην χρησιμοποιήσει φλόγιστρο και να βάλει τον χαλβά στον φούρνο στις αντιστάσεις πάνω πάνω για 15-20 λεπτά.
Τον αφήνουμε να κρυώσει για 2-3 ώρες και έπειτα κόβουμε σε κομμάτια.
Ο πιο νόστιμος και εύκολος Χαλβάς Φαρσάλων που θα έχετε δοκιμάσει!!