ΤΟ ΑΘΩΟ
‘Η ιστορία αυτή αρχίζει με το βήμα του ζώου, καθώς το βήμα του ζώου ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή της Εύας.’
Η ηρωίδα του βιβλίου «το Αθώο» της Βασιλικής Ηλιοπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, η Εύα, παρακολουθεί σ’ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση μια αρκούδα να σύρεται από τους πολεμιστές μιας μογγολικής φυλής προς το θάνατό της. Το άλλοτε άγριο θηρίο, βαδίζει, στραβοπατώντας λίγο το δεξί του πόδι, αθώο, ανίσχυρο, υποταγμένο. Η εικόνα αυτή γυρίζει την Εύα χρόνια πίσω, στο νησί που γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα έξι της χρόνια με τη μητέρα και την αδελφή της την Ειρήνη. Έτσι και τότε, η αθώα Ειρήνη ακολουθούσε μπερδεμένη τα άλλα παιδιά στο δάσος ˙ εκείνα που δεν είχαν ξαναπαίξει μαζί της. Της είχαν φορέσει ένα άσπρο μαντήλι στα μαλλιά κι η Ειρήνη, με το κόκκινο μπουφάν της και στραβοπατώντας το δεξί της πόδι, τα ακολούθησε για να μην τη δει ποτέ ξανά κανείς.
Η Ειρήνη, «το τσαμένο», «το αλλιώτικο», «το λειψό», «αυτό», δεν βρέθηκε ποτέ. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε. Η μητέρα της την έψαξε παντού, έθαψε ένα άδειο φέρετρο, στόλισε τον άδειο τάφο με κυκλάμινα και φρέζες και πήγε να τη συναντήσει αυτοκτονώντας.
Η Εύα μεγάλωσε σε ένα ίδρυμα στην Αθήνα και στα δεκαεπτά της παντρεύτηκε τον συντοπίτη της, λογιστή του ιδρύματος, τον Χρύσανθο, έναν άντρα κλειστό, απόμακρο και πολύ μεγαλύτερό της. Τρία χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατό του Χρύσανθου, η Εύα επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο για να θάψει τον άντρα της και να βρει απαντήσεις για τις σημαντικές της απώλειες.
Το νησί είναι ένας τόπος πανέμορφος, με φαράγγια, αγροτόσπιτα που κρέμονται στο χείλος απόκρημνων βράχων, λουλούδια και δέντρα κατάφορτα με καρπούς. Είναι όμως κι ένας τόπος άγριος όπου η θάλασσα ξεβράζει νεκρά πουλιά, κατσίκια εμφανίζονται μέσα από την ομίχλη, παιδιά χάνονται για πάντα. Ένας τόπος που καλύπτεται από τη σκοτεινιά μιας κοινωνίας ιδεοληπτικής και ένοχης. Μιας κοινωνίας ανάλγητης για τους διαφορετικούς και τους ανήμπορους, δεμένης κάτω από την επιδίωξη του κέρδους και τον λόγο του ισχυρού. Μιας κοινωνίας άδικης που προβάλει τους φόβους και τις αδυναμίες της στους πιο αδύναμους.
Σ’ αυτό το σκηνικό, που η συγγραφέας έχει συνθέσει με κινηματογραφική ευκρίνεια, η Εύα ψάχνει απαντήσεις. Πού πήγανε την αδελφή της τα παιδιά; Τι απέγινε; Γιατί δεν βρέθηκε ποτέ; Ποια ήταν τα παιδιά που ήταν μαζί της; Η Εύα είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας. Μια νέα γυναίκα που κουβαλάει το τραύμα της και δεν έχει κανέναν να το μοιραστεί. Γιατί η Εύα δεν έμαθε ποτέ να μοιράζεται τον πόνο, τη μοναξιά, τους φόβους της. Αποδέχτηκε την ετικέτα του ατόμου με περιορισμένες ικανότητες που της απέδωσαν και οχυρώθηκε πίσω από τη σιωπή, τη συναισθηματική αποστασιοποίηση και την παρατήρηση. Κοιτάζει με καθαρό, ευθύ βλέμμα αυτά που οι άλλοι προσπερνούν, κάνει δαιδαλώδεις συνθέσεις στο μυαλό της, αφουγκράζεται τις προθέσεις των ανθρώπων γύρω της. Κάπου κάπου ‘γλιστράει σ’ένα χώρο όπου οι εικόνες και οι λέξεις ανάβουν και σβήνουν και αιωρούνται και χάνουν το νόημά τους, χωρίς όμως να χάνονται και οι ίδιες, όπου και το τίποτα δεν σημαίνει τίποτα, κι όλα υπάρχουν, είναι εκεί, χωρίς νόημα, αλλά κανένας δεν νοιάζεται γι’ αυτό’. Με την επιστροφή της στο νησί, ‘η Εύα βρέθηκε για λίγο – ή και περισσότερο από λίγο, αυτό ούτε και η ίδια θα μπορούσε να το πει – σ’ αυτόν τον τόπο, που είχε το δικό του χρώμα και τη δική του γεύση. Γιατί η Εύα ήξερε πως και οι τόποι των ονείρων επανέρχονται στη μνήμη με τη δική τους ξεχωριστή γεύση ο καθένας, ακριβώς όπως και οι πραγματικοί’ κι εκεί οι παιδικές της μνήμες ξυπνούν, τα ερωτηματικά γίνονται επιτακτικά κι εκείνη τα ακολουθεί με μοναδικό της σύμμαχο τη φύση. Ο δρόμος προς τη λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης της Ειρήνης είναι γεμάτος συμβολισμούς, μισόλογα και υπαινιγμούς που αναπτύσσονται σταδιακά με μια γλώσσα λιτή στολισμένη με διαλόγους γραμμένους σε τοπικό ιδίωμα που έχει αποδοθεί με εξαιρετική ακρίβεια. Στο νησί την κοιτάζουν και δεν της μιλούν. Κοιτούν τα κόκκινα μαλλιά της με θαυμασμό και φόβο, παρατηρούν τις αντιδράσεις της, ταράζονται με τις ερωτήσεις της. Η αθωότητα της Εύας, η εκκωφαντική της σιωπή, η σπαρακτική καθαρότητα στο βλέμμα και οι άμεσες ερωτήσεις ‘ποιος άλλος ήταν εκεί’, ‘εσύ ξέρεις πού πήγανε την Ειρήνη;’, ‘άκουσες τίποτα για την αδελφή μου την Ειρήνη’, είναι αυτά που προκαλούν τις απαντήσεις και τελικά οδηγούν στη λύση του γρίφου. Η ματιά της Εύας, το «λύγκειον βλέμμα» σαν αυτό που ο Χρύσανθος απέδιδε στους αγίους και τους ασκητές και έλεγε ότι ‘έφτανε στα μύχια της ψυχής και του μυαλού, εκεί που κατοικούν οι βρωμερές σκέψεις κι επιθυμίες’, δεν επιτρέπει υπεκφυγές.
Η Βασιλική Ηλιοπούλου έχει δημιουργήσει ένα βαθιά υπαινικτικό μυθιστόρημα, ανοικτό σε πολλά επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείες που κρατά δέσμιο τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία του σελίδα για να τον οδηγήσει σε μια έκβαση που ακολουθεί πιστά την ψυχολογία των αρχετυπικά δυνατών χαρακτήρων του.
Το δίπολο αθωότητας – ενοχής, η ανάγκη για δικαιοσύνη και ο προβληματισμός για την εκδίκηση είναι κυρίαρχα σ’ αυτή την ιστορία από την οποία δεν λείπει και η επισήμανση στην υποκριτική κοινωνία˙ τόσο πρόσχαρη και φιλόξενη όταν έχει να αποκομίσει κάποιο κέρδος και τόσο σκοτεινή και κλειστή όταν πρέπει να συντρέξει ή να αποδώσει ευθύνες. Από τη μια οι προστάτες που αδιαφορούν ή παραβλέπουν κακοποιήσεις κι εγκλήματα, οι ένοχοι που ξεπλένουν τύψεις με κάθε είδους τρόπο αλλά ποτέ ευθέως, ποτέ με μια παραδοχή, μια συγνώμη και από την άλλη το αθώο που βλέπει τα πράγματα απλά, που πρέπει να τα έχει όλα τακτοποιημένα στα κουτάκια τους και κατατρύχεται από ερωτήσεις και κενά που πρέπει να συμπληρωθούν για να κλείσει κι αυτό το κουτί. Το κουτί της Ειρήνης. Κι όταν βρει απαντήσεις μένει να τακτοποιηθεί κάτι ακόμη˙ η εκδίκηση που μένει γρίφος αν είναι τιμωρία ή χρέος στη μνήμη του θύματος.
Το βιβλίο της Βασιλικής Ηλιοπούλου ‘Το Αθώο‘ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading με την ευγενική παρουσία της συγγραφέως. Αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου