Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Ἡ ἀναπόδραστη θλίψη τοῦ εὐχαριστῶ της
Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)
Ἡ ἀναπόδραστη θλίψη τοῦ εὐχαριστῶ της
(The irrevocable sadness of her thank you)
ΕΝ ΘΑ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙ. Δὲν θὰ τὴν ἀφήσω νὰ δραπετεύσει. Δὲν θέλω νὰ χαθεῖ γιὰ πάντα, διότι εἶμαι εἰλικρινὰ ἕνας ἀπ’ τοὺς λίγους ἀνθρώπους στὸν πλανήτη αὐτὸ ποὺ νοιάζεται γιὰ κείνη, πέρ’ ἀπ’ τοὺς φίλους της καὶ τὴν ὅποια οἰκογένειά της.
Εἶμαι ὁ μόνος ἀνάμεσα σὲ 218.000.000 Ἀμερικανοὺς ποὺ νοιάζεται γιὰ κείνη. Δὲν νοιάζεται κανεὶς στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση, στὴν Κίνα, στὴ Νορβηγία ἢ στὴ Γαλλία
… οὔτε σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἀφρική.
Περίμενα στὸν σταθμὸ Χαρατζούκου τὸ τρένο τῆς γραμμῆς Γιαμανότε γιὰ νὰ ἐπιστρέψω στὸ Σιντζούκου. Ἡ ἀποβάθρα ἔβλεπε σὲ μιὰ καταπράσινη βουνοπλαγιά: βαθυπράσινη χλόη, πλῆθος θάμνοι καὶ δέντρα, ὅπως πάντα στὸ Τόκιο εὐχάριστη θέα.
Δὲν τὴν εἶδα νὰ περιμένει τὸ τρένο μαζί μου στὴν ἀποβάθρα, ὅμως εἶμαι σίγουρος ὅτι ἦταν ἐκεῖ, πιθανότατα στεκόταν δίπλα μου, γι’ αὐτὸ καὶ γράφω τὴν ἱστορία αὐτή.
Τὸ τρένο τῆς γραμμῆς Γιαμανότε ἦλθε.
Εἶναι καὶ αὐτὸ πράσινο, ὄχι ὅμως καταπράσινο, σχεδὸν τροπικὸ σὰν τὴν πλαγιὰ πλάι στὸν σταθμό. Τὸ μέταλλο τοῦ τρένου δείχνει φθαρμένο. Τὸ τρένο ἔχει τὴ θαμπάδα τῶν ὀνείρων ἡλικιωμένου ποὺ βλέπει τὴν περασμένη ἀκμή του· ὅλα ὅσα θά ’χε στὴ νεότητα μπροστά του βρίσκονται τώρα πιὰ πίσω του.
Ἀνεβήκαμε στὸ τρένο.
Ὅλες οἱ θέσεις ἦταν κατειλημμένες κι ἔπρεπε νὰ σταθοῦμε ὄρθιοι κι ἦταν τότε ποὺ τὴν πρόσεξα νὰ στέκεται πλάι μου, διότι ἦταν πολὺ ψηλὴ γιὰ Γιαπωνέζα, γύρω στὸ 1,70. Φοροῦσε ἕνα λιτὸ λευκὸ φόρεμα κι ἔβγαζε μιὰ πολὺ ἥσυχη, γαλήνια θλίψη.
Τὸ μπόι της καὶ ἡ θλίψη της τράβηξαν τὴν προσοχή μου καὶ τὰ ἕξι ἢ ἑφτὰ λεπτὰ ποὺ κάνει τὸ τρένο νὰ φτάσει στὸ Σιντζούκου εἶχε κατακυριεύσει τὸν νοῦ μου, ὅπου ἔκτοτε —ὅπως μαρτυροῦν τοῦτες οἱ λέξεις— δὲν ἔχει πάψει νὰ κατέχει δεσπόζουσα θέση.
Στὴν ἑπόμενη στάση, ὁ ἄντρας ποὺ καθόταν μπροστά μου σηκώθηκε καὶ ἡ θέση ἄδειασε. Τὸ ἔνιωθα ὅτι περιμένει νὰ καθίσω, ὅμως δὲν τὸ ἔκανα. Στεκόμουν ἁπλῶς ἐκεῖ περιμένοντας νὰ καθίσει. Ἄλλοι ὄρθιοι κοντά μας δὲν ὑπῆρχαν, κι ἔτσι ἦταν φανερὸ ὅτι τῆς πρόσφερα τὴ θέση.
Καθὼς τὴν κοιτοῦσα σκεφτόμουν: Κάθισε, σὲ παρακαλῶ. Θέλω νὰ καθίσεις. Συνέχισε νὰ στέκεται πλάι μου κοιτώντας τὴν κενὴ θέση.
Πάνω ποὺ ἑτοιμαζόμουν νὰ δείξω τὴ θέση καὶ νὰ πῶ στὰ ἰαπωνικὰ «ντόουζο» ποὺ σημαίνει παρακαλῶ, ὁ ἄντρας ποὺ καθόταν ἀκριβῶς δίπλα γλίστρησε στὴν κενὴ θέση καὶ τῆς πρόσφερε τὴ δική του κι ἐκείνη κάθισε στὴ θέση του, ὅμως, καθὼς καθόταν, γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μοῦ εἶπε στ’ ἀγγλικὰ «εὐχαριστῶ». Ὅλα αὐτὰ κράτησαν περίπου εἴκοσι δευτερόλεπτα, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ θέση μπροστά μου ἐλευθερώθηκε ὥσπου νὰ καθίσει ἡ γυναίκα στὴ διπλανὴ θέση.
Ἡ περίπλοκη αὐτὴ κίνηση τοῦ μπαλέτου τῆς ζωῆς ἔκανε τὸν νοῦ μου ν’ ἀντηχεῖ σὰν καμπάνα βυθισμένη στὸν βυθὸ τοῦ Εἰρηνικοῦ Ὠκεανοῦ ἐν μέσῳ φοβεροῦ σεισμοῦ ποὺ προκαλεῖ ρήγματα στὸν ὠκεάνιο πυθμένα καὶ σηκώνει παλιρροϊκὸ κύμα μὲ κατεύθυνση τὴν πλησιέστερη ἀκτή, πιθανὸν χιλιάδες μίλια μακριά: στὴν Ἰνδία.
Ἡ καμπάνα ἀπηχοῦσε τὴν ἀναπόδραστη θλίψη τοῦ εὐχαριστῶ της. Ποτὲ πρὶν δὲν εἶχα ἀκούσει δυὸ λέξεις νὰ προφέρονται μὲ τέτοια θλίψη. Μολονότι ὁ σεισμὸς τῆς πρώτης ἄρθρωσης ἔχει πιὰ περάσει, βρίσκομαι ἀκόμη ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν ἑκατοντάδων μετασεισμῶν.
Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, μετασεισμοὶ τραντάζουν τὸν νοῦ μου ξανὰ καὶ ξανά, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.Σ
Τὴν κοιτοῦσα καθισμένη ἐκεῖ μερικὰ λεπτά, ὥσπου νὰ φτάσουμε στὸν σταθμὸ Σιντζούκου. Ἔβγαλε ἕνα βιβλίο καὶ ξεκίνησε νὰ διαβάζει. Δὲν μπόρεσα νὰ διακρίνω τί βιβλίο ἦταν. Δὲν γνωρίζω ἂν ἐπρόκειτο γιὰ φιλοσοφία ἢ γιὰ κάποιο φτηνὸ ρομάντζο. Δὲν ἔχω τὴν παραμικρὴ ἰδέα γιὰ τὴ νοημοσύνη της, ὅμως ἔτσι ὅπως διάβαζε τὸ βιβλίο μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ τὴ χαζέψω μὲ τὴν ἡσυχία μου, δίχως νὰ τὴν κάνω νὰ νιώσει ἄβολα.
Δὲν σήκωσε τὸ βλέμμα της ἀπ’ τὸ βιβλίο οὔτε στιγμή.
Φοροῦσε ἕνα λιτὸ λευκὸ φόρεμα ποὺ δὲν πρέπει νά ’ταν πολὺ ἀκριβό, πρέπει νὰ κόστισε ἐλάχιστα. Τὸ σχέδιό του ἦταν ἐντελῶς ἀπέριττο καὶ τὸ ὕφασμα ταπεινό, ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἀριθμὸ τῶν νημάτων καὶ τὴν ποιότητα. Τὸ φόρεμα δὲν ἦταν μοδάτο λιτό. Ἦταν στ’ ἀλήθεια λιτό.
Φοροῦσε πολὺ φτηνά, λευκὰ πλαστικὰ παπούτσια πού ’μοιαζαν βγαλμένα ἀπὸ καλάθι προσφορῶν ὑποδηματοπωλείου.
Φοροῦσε ρὸζ ξεβαμμένες κάλτσες. Μοῦ φέρναν θλίψη. Ποτὲ ξανὰ δὲν εἶχα νιώσει θλίψη κοιτώντας ἕνα ζευγάρι κάλτσες, ὅμως οἱ κάλτσες αὐτὲς μοῦ φέρναν θλίψη βαθιά, κι ἂς μὴν ἔφτανε ἡ θλίψη αὐτὴ παρὰ τὸ ἑκατομμυριοστὸ τῆς θλίψης τοῦ εὐχαριστῶ της. Οἱ κάλτσες αὐτὲς σὲ σύγκριση μὲ τὸ εὐχαριστῶ της ἦταν ἡ εὐτυχέστερη μέρα ὅλης μου τῆς ζωῆς.
Τὸ μόνο κόσμημα ποὺ φοροῦσε ἦταν ἕνα κόκκινο πλαστικὸ δαχτυλίδι. Ἔμοιαζε μὲ δῶρο-ἔκπληξη ἀπὸ σακουλάκι πὸπ κὸρν Cracker Jack.
Σίγουρα θὰ κρατοῦσε τσάντα καὶ θά ’βγαλε ἀπὸ κεῖ τὸ βιβλίο, διότι μόλις κάθισε δὲν κρατοῦσε βιβλίο καὶ τὸ φόρεμά της δὲν εἶχε τσέπες, ὅμως δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ τὸ παραμικρὸ γιὰ τὴν τσάντα. Πιθανότατα μέχρι ἐκεῖ μπόρεσα νὰ φτάσω.
Κάθε ζωντανὸ σύστημα ἔχει τὰ ὅριά του.
Ἡ τσάντα της ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια τῆς ζωῆς μου.
Ὅσο γιὰ τὴν ἡλικία καὶ τὴν ἐμφάνισή της, καθὼς προεῖπα, ἦταν γύρω στὸ 1,70, ψηλὴ γιὰ Γιαπωνέζα, κι ἦταν νέα καὶ θλιμμένη. Θὰ μποροῦσε κάλλιστα νά ’ναι ἀπὸ 18 ἕως 32 χρόνων. Δύσκολα μαντεύει κανεὶς τὴν ἡλικία μιᾶς Γιαπωνέζας.
Εἶναι νέα καὶ θλιμμένη, πηγαίνει κάπου ποὺ δὲν θὰ μάθω ποτέ, καθισμένη ἀκόμη ἐκεῖ στὸ τρένο διαβάζει τὸ βιβλίο της, κι ἐγὼ ἀποβιβάζομαι στὸν σταθμὸ Σιντζούκου, μὲ τὸ εὐχαριστῶ της σὰν φάντασμα ἀντηχεῖ μὲς στὸν νοῦ μου γιὰ πάντα.