Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Ἡ ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της

 Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Ἡ ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της

 

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)

Ἡ ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της

(The irrevocable sadness of her thank you)

ΕΝ ΘΑ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙ. Δὲν θὰ τὴν ἀ­φή­σω νὰ δρα­πε­τεύ­σει. Δὲν θέ­λω νὰ χα­θεῖ γιὰ πάν­τα, δι­ό­τι εἶ­μαι εἰ­λι­κρι­νὰ ἕ­νας ἀ­π’ τοὺς λί­γους ἀν­θρώ­πους στὸν πλα­νή­τη αὐ­τὸ ποὺ νοι­ά­ζε­ται γιὰ κεί­νη, πέ­ρ’ ἀ­π’ τοὺς φί­λους της καὶ τὴν ὅ­ποι­α οἰ­κο­γέ­νειά της.

       Εἶ­μαι ὁ μό­νος ἀ­νά­με­σα σὲ 218.000.000 Ἀ­με­ρι­κα­νοὺς ποὺ νοι­ά­ζε­ται γιὰ κεί­νη. Δὲν νοι­ά­ζε­ται κα­νεὶς στὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, στὴν Κί­να, στὴ Νορ­βη­γί­α ἢ στὴ Γαλ­λί­α

       … οὔ­τε σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Ἀ­φρι­κή.

       Πε­ρί­με­να στὸν σταθ­μὸ Χα­ρα­τζού­κου τὸ τρέ­νο τῆς γραμ­μῆς Γι­α­μα­νό­τε γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὸ Σιν­τζού­κου. Ἡ ἀ­πο­βά­θρα ἔ­βλε­πε σὲ μιὰ κα­τα­πρά­σι­νη βου­νο­πλα­γιά: βα­θυ­πρά­σι­νη χλό­η, πλῆ­θος θά­μνοι καὶ δέν­τρα, ὅ­πως πάν­τα στὸ Τό­κιο εὐ­χά­ρι­στη θέ­α.

       Δὲν τὴν εἶ­δα νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ τρέ­νο μα­ζί μου στὴν ἀ­πο­βά­θρα, ὅ­μως εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι ἦ­ταν ἐ­κεῖ, πι­θα­νό­τα­τα στε­κό­ταν δί­πλα μου, γι’ αὐ­τὸ καὶ γρά­φω τὴν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή.

       Τὸ τρέ­νο τῆς γραμ­μῆς Γι­α­μα­νό­τε ἦλ­θε.

       Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ πρά­σι­νο, ὄ­χι ὅ­μως κα­τα­πρά­σι­νο, σχε­δὸν τρο­πι­κὸ σὰν τὴν πλα­γιὰ πλά­ι στὸν σταθ­μό. Τὸ μέ­ταλ­λο τοῦ τρέ­νου δεί­χνει φθαρ­μέ­νο. Τὸ τρέ­νο ἔ­χει τὴ θαμ­πά­δα τῶν ὀ­νεί­ρων ἡ­λι­κι­ω­μέ­νου ποὺ βλέ­πει τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἀκ­μή του· ὅ­λα ὅ­σα θά ’­χε στὴ νε­ό­τη­τα μπρο­στά του βρί­σκον­ται τώ­ρα πιὰ πί­σω του.

       Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ τρέ­νο.

       Ὅ­λες οἱ θέ­σεις ἦ­ταν κα­τει­λημ­μέ­νες κι ἔ­πρε­πε νὰ στα­θοῦ­με ὄρ­θιοι κι ἦ­ταν τό­τε ποὺ τὴν πρό­σε­ξα νὰ στέ­κε­ται πλά­ι μου, δι­ό­τι ἦ­ταν πο­λὺ ψη­λὴ γιὰ Γι­α­πω­νέ­ζα, γύ­ρω στὸ 1,70. Φο­ροῦ­σε ἕ­να λι­τὸ λευ­κὸ φό­ρε­μα κι ἔ­βγα­ζε μιὰ πο­λὺ ἥ­συ­χη, γα­λή­νια θλί­ψη.

       Τὸ μπό­ι της καὶ ἡ θλί­ψη της τρά­βη­ξαν τὴν προ­σο­χή μου καὶ τὰ ἕ­ξι ἢ ἑ­φτὰ λε­πτὰ ποὺ κά­νει τὸ τρέ­νο νὰ φτά­σει στὸ Σιν­τζού­κου εἶ­χε κα­τα­κυ­ρι­εύ­σει τὸν νοῦ μου, ὅ­που ἔ­κτο­τε —ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦν τοῦ­τες οἱ λέ­ξεις— δὲν ἔ­χει πά­ψει νὰ κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση.

       Στὴν ἑ­πό­με­νη στά­ση, ὁ ἄν­τρας ποὺ κα­θό­ταν μπρο­στά μου ση­κώ­θη­κε καὶ ἡ θέ­ση ἄ­δεια­σε. Τὸ ἔ­νι­ω­θα ὅ­τι πε­ρι­μέ­νει νὰ κα­θί­σω, ὅ­μως δὲν τὸ ἔ­κα­να. Στε­κό­μουν ἁ­πλῶς ἐ­κεῖ πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ κα­θί­σει. Ἄλ­λοι ὄρ­θιοι κον­τά μας δὲν ὑ­πῆρ­χαν, κι ἔ­τσι ἦ­ταν φα­νε­ρὸ ὅ­τι τῆς πρό­σφε­ρα τὴ θέ­ση.

       Κα­θὼς τὴν κοι­τοῦ­σα σκε­φτό­μουν: Κά­θι­σε, σὲ πα­ρα­κα­λῶ. Θέ­λω νὰ κα­θί­σεις. Συ­νέ­χι­σε νὰ στέ­κε­ται πλά­ι μου κοι­τών­τας τὴν κε­νὴ θέ­ση.

       Πά­νω ποὺ ἑ­τοι­μα­ζό­μουν νὰ δεί­ξω τὴ θέ­ση καὶ νὰ πῶ στὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ «ντό­ου­ζο» ποὺ ση­μαί­νει πα­ρα­κα­λῶ, ὁ ἄν­τρας ποὺ κα­θό­ταν ἀ­κρι­βῶς δί­πλα γλί­στρη­σε στὴν κε­νὴ θέ­ση καὶ τῆς πρό­σφε­ρε τὴ δι­κή του κι ἐ­κεί­νη κά­θι­σε στὴ θέ­ση του, ὅ­μως, κα­θὼς κα­θό­ταν, γύ­ρι­σε πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ μοῦ εἶ­πε στ’ ἀγ­γλι­κὰ «εὐ­χα­ρι­στῶ». Ὅ­λα αὐ­τὰ κρά­τη­σαν πε­ρί­που εἴ­κο­σι δευ­τε­ρό­λε­πτα, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ θέ­ση μπρο­στά μου ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κε ὥ­σπου νὰ κα­θί­σει ἡ γυ­ναί­κα στὴ δι­πλα­νὴ θέ­ση.

       Ἡ πε­ρί­πλο­κη αὐ­τὴ κί­νη­ση τοῦ μπα­λέ­του τῆς ζω­ῆς ἔ­κα­νε τὸν νοῦ μου ν’ ἀν­τη­χεῖ σὰν καμ­πά­να βυ­θι­σμέ­νη στὸν βυ­θὸ τοῦ Εἰ­ρη­νι­κοῦ Ὠ­κε­α­νοῦ ἐν μέ­σῳ φο­βε­ροῦ σει­σμοῦ ποὺ προ­κα­λεῖ ρήγ­μα­τα στὸν ὠ­κε­ά­νιο πυθ­μέ­να καὶ ση­κώ­νει πα­λιρ­ρο­ϊ­κὸ κύ­μα μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὴν πλη­σι­έ­στε­ρη ἀ­κτή, πι­θα­νὸν χι­λιά­δες μί­λια μα­κριά: στὴν Ἰν­δί­α.

       Ἡ καμ­πά­να ἀ­πη­χοῦ­σε τὴν ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της. Πο­τὲ πρὶν δὲν εἶ­χα ἀ­κού­σει δυ­ὸ λέ­ξεις νὰ προ­φέ­ρον­ται μὲ τέ­τοι­α θλί­ψη. Μο­λο­νό­τι ὁ σει­σμὸς τῆς πρώ­της ἄρ­θρω­σης ἔ­χει πιὰ πε­ρά­σει, βρί­σκο­μαι ἀ­κό­μη ὑ­πὸ τὴν ἐ­πή­ρεια τῶν ἑ­κα­τον­τά­δων με­τα­σει­σμῶν.

       Εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, με­τα­σει­σμοὶ τραν­τά­ζουν τὸν νοῦ μου ξα­νὰ καὶ ξα­νά, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ.Σ

       Τὴν κοι­τοῦ­σα κα­θι­σμέ­νη ἐ­κεῖ με­ρι­κὰ λε­πτά, ὥ­σπου νὰ φτά­σου­με στὸν σταθ­μὸ Σιν­τζού­κου. Ἔ­βγα­λε ἕ­να βι­βλί­ο καὶ ξε­κί­νη­σε νὰ δι­α­βά­ζει. Δὲν μπό­ρε­σα νὰ δι­α­κρί­νω τί βι­βλί­ο ἦ­ταν. Δὲν γνω­ρί­ζω ἂν ἐ­πρό­κει­το γιὰ φι­λο­σο­φί­α ἢ γιὰ κά­ποι­ο φτη­νὸ ρο­μάν­τζο. Δὲν ἔ­χω τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἰ­δέ­α γιὰ τὴ νο­η­μο­σύ­νη της, ὅ­μως ἔ­τσι ὅ­πως δι­ά­βα­ζε τὸ βι­βλί­ο μοῦ δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ τὴ χα­ζέ­ψω μὲ τὴν ἡ­συ­χί­α μου, δί­χως νὰ τὴν κά­νω νὰ νι­ώ­σει ἄ­βο­λα.

       Δὲν σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα της ἀ­π’ τὸ βι­βλί­ο οὔ­τε στιγ­μή.

       Φο­ροῦ­σε ἕ­να λι­τὸ λευ­κὸ φό­ρε­μα ποὺ δὲν πρέ­πει νά ’­ταν πο­λὺ ἀ­κρι­βό, πρέ­πει νὰ κό­στι­σε ἐ­λά­χι­στα. Τὸ σχέ­διό του ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­πέ­ριτ­το καὶ τὸ ὕ­φα­σμα τα­πει­νό, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν νη­μά­των καὶ τὴν ποι­ό­τη­τα. Τὸ φό­ρε­μα δὲν ἦ­ταν μο­δά­το λι­τό. Ἦ­ταν στ’ ἀ­λή­θεια λι­τό.

       Φο­ροῦ­σε πο­λὺ φτη­νά, λευ­κὰ πλα­στι­κὰ πα­πού­τσια πού ’­μοια­ζαν βγαλ­μέ­να ἀ­πὸ κα­λά­θι προ­σφο­ρῶν ὑ­πο­δη­μα­το­πω­λεί­ου.

       Φο­ροῦ­σε ρὸζ ξε­βαμ­μέ­νες κάλ­τσες. Μοῦ φέρ­ναν θλί­ψη. Πο­τὲ ξα­νὰ δὲν εἶ­χα νι­ώ­σει θλί­ψη κοι­τών­τας ἕ­να ζευ­γά­ρι κάλ­τσες, ὅ­μως οἱ κάλ­τσες αὐ­τὲς μοῦ φέρ­ναν θλί­ψη βα­θιά, κι ἂς μὴν ἔ­φτα­νε ἡ θλί­ψη αὐ­τὴ πα­ρὰ τὸ ἑ­κα­τομ­μυ­ρι­ο­στὸ τῆς θλί­ψης τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της. Οἱ κάλ­τσες αὐ­τὲς σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὸ εὐ­χα­ρι­στῶ της ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χέ­στε­ρη μέ­ρα ὅ­λης μου τῆς ζω­ῆς.

       Τὸ μό­νο κό­σμη­μα ποὺ φο­ροῦ­σε ἦ­ταν ἕ­να κόκ­κι­νο πλα­στι­κὸ δα­χτυ­λί­δι. Ἔ­μοια­ζε μὲ δῶ­ρο-ἔκ­πλη­ξη ἀ­πὸ σα­κου­λά­κι πὸπ κὸρν Cracker Jack.

       Σί­γου­ρα θὰ κρα­τοῦ­σε τσάν­τα καὶ θά ’­βγα­λε ἀ­πὸ κεῖ τὸ βι­βλί­ο, δι­ό­τι μό­λις κά­θι­σε δὲν κρα­τοῦ­σε βι­βλί­ο καὶ τὸ φό­ρε­μά της δὲν εἶ­χε τσέ­πες, ὅ­μως δὲν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ τὸ πα­ρα­μι­κρὸ γιὰ τὴν τσάν­τα. Πι­θα­νό­τα­τα μέ­χρι ἐ­κεῖ μπό­ρε­σα νὰ φτά­σω.

       Κά­θε ζων­τα­νὸ σύ­στη­μα ἔ­χει τὰ ὅ­ριά του.

       Ἡ τσάν­τα της ξε­περ­νοῦ­σε τὰ ὅ­ρια τῆς ζω­ῆς μου.

       Ὅ­σο γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α καὶ τὴν ἐμ­φά­νι­σή της, κα­θὼς προ­εῖ­πα, ἦ­ταν γύ­ρω στὸ 1,70, ψη­λὴ γιὰ Γι­α­πω­νέ­ζα, κι ἦ­ταν νέ­α καὶ θλιμ­μέ­νη. Θὰ μπο­ροῦ­σε κάλ­λι­στα νά ’­ναι ἀ­πὸ 18 ἕ­ως 32 χρό­νων. Δύ­σκο­λα μαν­τεύ­ει κα­νεὶς τὴν ἡ­λι­κί­α μιᾶς Γι­α­πω­νέ­ζας.

       Εἶ­ναι νέ­α καὶ θλιμ­μέ­νη, πη­γαί­νει κά­που ποὺ δὲν θὰ μά­θω πο­τέ, κα­θι­σμέ­νη ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ στὸ τρέ­νο δι­α­βά­ζει τὸ βι­βλί­ο της, κι ἐ­γὼ ἀ­πο­βι­βά­ζο­μαι στὸν σταθ­μὸ Σιν­τζού­κου, μὲ τὸ εὐ­χα­ρι­στῶ της σὰν φάν­τα­σμα ἀν­τη­χεῖ μὲς στὸν νοῦ μου γιὰ πάν­τα.

Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νέος ψευτογιατρός: Πουλάει 120 ευρώ «αντίδοτο» για εμβόλια κορονοϊού - «Έσωσα δύο ετοιμοθάνατους»

  Νέος ψευτογιατρός: Πουλάει 120 ευρώ «αντίδοτο» για εμβόλια κορονοϊού - «Έσωσα δύο ετοιμοθάνατους» (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI) Υποστηρίζε...