Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

12 χορταστικές τροφές με λίγες θερμίδες

 12 χορταστικές τροφές με λίγες θερμίδες

Η μείωση της πρόσληψης θερμίδων πολλές φορές θεωρείται δύσκολη και συνδέεται με τη συνεχή πείνα και ανικανοποίηση μετά τα γεύματα.  Ωστόσο, υπάρχουν πολλές τροφές, οι οποίες περιέχουν λίγες θερμίδες, αλλά είναι εξαιρετικά χορταστικές. Για παράδειγμα, η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε πρωτεΐνες και φυτικές ίνες μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη μείωση της πείνας.

Μερικές χορταστικές τροφές που περιέχουν λίγες μόνο θερμίδες είναι οι εξής:

  • Βρώμη

Η βρώμη είναι πλούσια σε πρωτεΐνες και φυτικές ίνες, οι οποίες βοηθούν στην αύξηση της αίσθησης πληρότητας και μείωση της πείνας, ενώ ταυτόχρονα περιέχει ελάχιστες μόνο θερμίδες. Συγκεκριμένα 40gr νιφάδων βρώμης έχουν μόλις 154 θερμίδες. Η κατανάλωση πλιγουριού βρώμης (oatmeal) έχει αποδειχθεί επίσης ότι μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη μείωση της όρεξης για διάστημα τεσσάρων ωρών μετά, σε σύγκριση με άλλα έτοιμα δημητριακά.

  • Γιαούρτι

Το γιαούρτι είναι μια εξαιρετική πηγή πρωτεΐνης με λίγες θερμίδες (περίπου 150 θερμίδες στα 250gr), του οποίου η κατανάλωση έχει συνδεθεί με τη μείωση της πείνας και αύξηση της αίσθησης πληρότητας, σε αντίθεση με άλλα σνακ χαμηλότερης πρωτεϊνικής περιεκτικότητας, όπως τα κράκερ και η σοκολάτα.

  • Μούρα

Τα μούρα (φράουλες, σμέουρα, μύρτιλα, βατόμουρα) έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνες, μέταλλα και αντιοξειδωτικές ενώσεις, τα οποία προσφέρουν σημαντικά οφέλη υγείας. Είναι επίσης εξαιρετική πηγή πηκτίνης, ενός είδους φυτικής ίνας, η οποία έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στην επιβράδυνση της κένωσης του στομάχου και αύξηση της αίσθησης πληρότητας, που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ελάττωση της πρόσληψης θερμίδων.

  • Αυγά

Τα αυγά είναι πλούσια σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά και χαμηλά σε θερμίδες, με αποτέλεσμα η κατανάλωσή τους να θεωρείται εξαιρετικά ευεργετική. Μελέτες έχουν δείξει πως η κατανάλωση πρωινού πλούσιου σε πρωτεΐνη, όπως για παράδειγμα αυγών, επιβραδύνει την κένωση του στομάχου, αυξάνει την αίσθηση πληρότητας και μειώνει τα επίπεδα γκρελίνης, μιας ορμόνης που ευθύνεται για την πείνα.

  • Ποπ κορν

Η υψηλή περιεκτικότητα του ποπ κορν σε φυτικές ίνες, το καθιστά ένα από τα πιο χορταστικά σνακ με ελάχιστες θερμίδες. Η πρόσληψη φυτικών ινών από το ποπ κορν βοηθά στην ενίσχυση της αίσθησης πληρότητας, μείωση της όρεξης και σταθεροποίηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί πως τα οφέλη αυτά έχουν παρατηρηθεί για το ποπ κορν που φτιάχνετε χωρίς επιπλέον προσθήκη λιπαρών, τα οποία αυξάνουν την περιεκτικότητά του σε θερμίδες.

  • Σπόροι chia

Οι σπόροι chia έχουν χαρακτηριστεί ως υπερτροφή, καθώς περιέχουν υψηλές ποσότητες πρωτεΐνης και φυτικών ινών σε χαμηλό αριθμό θερμίδων. Η υψηλή περιεκτικότητα των σπόρων chia σε διαλυτές φυτικές ίνες τους επιτρέπει να απορροφούν έως και 15 φορές το βάρος τους σε νερό, όταν εισέρχονται στο πεπτικό σύστημα, με αποτέλεσμα να αυξάνουν την αίσθηση πληρότητας και να περιορίζουν την όρεξη για παραπάνω θερμίδες.

  • Ψάρια

Τα ψάρια είναι πλούσια σε πρωτεΐνη και υγιεινά λιπαρά, ενώ περιέχουν λίγες θερμίδες. Η πρόσληψη πρωτεΐνης από τα ψάρια μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευεργετική για τη μείωση της όρεξης και επίτευξη της αίσθησης πληρότητας.

Τα άπαχα ψάρια, όπως ο μπακαλιάρος και η ιππόγλωσσα έχουν λιγότερες θερμίδες, αλλά δεν περιέχουν μεγάλες ποσότητες ω-3 λιπαρών οξέων, που είναι σημαντικά για τη συνολική υγεία. Αντιθέτως, τα λιπαρά ψάρια, όπως ο σολομός και το σκουμπρί, είναι πλούσια σε αυτά.

  • Τυρί cottage

Το τυρί cottage είναι ένα εξαιρετικό σνακ με χαμηλά λιπαρά και υψηλές ποσότητες πρωτεΐνης. Η κατανάλωση πρωτεΐνης από το τυρί cottage, σύμφωνα με μελέτες, έχει παρόμοια αποτελέσματα με την κατανάλωση αυγών όσον αφορά τη μείωση της πείνας και την παράταση της αίσθησης πληρότητας μετά το γεύμα.

  • Πατάτες

Οι πατάτες είναι ένα από τα πιο χορταστικά τρόφιμα, πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, αλλά πολλές φορές θεωρούνται ανθυγιεινές λόγω του τρόπου με τον οποίο έχουν μαγειρευτεί. Για παράδειγμα, η κατανάλωση τηγανιτών πατατών, οι οποίες έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε λιπαρά, δεν συνιστάται ως μέρος μιας υγιεινής διατροφής, ενώ αντιθέτως οι βραστές πατάτες είναι αρκετά θρεπτικές και χορταστικές, λόγω της περιεκτικότητάς τους σε φυτικές ίνες.

  • Άπαχο κρέας

Τα άπαχα κρέατα, όπως το κοτόπουλο, η γαλοπούλα και τα κομμάτια κόκκινου κρέατος με χαμηλά λιπαρά είναι εξαιρετικές πηγές πρωτεΐνης με σχετικά χαμηλές θερμίδες. Η ανεπαρκής πρόσληψη πρωτεΐνης μπορεί να αυξήσει την πείνα, με αποτέλεσμα η κατανάλωση γευμάτων πλούσιων σε πρωτεΐνη, όπως το κρέας, να έχει συνδεθεί με λιγότερη πρόσληψη θερμίδων και πιο γρήγορο κορεσμό.

  • Όσπρια

Όσπρια όπως τα φασόλια, τα μπιζέλια και οι φακές αποτελούν εξαιρετικές πηγές πρωτεΐνης και φυτικών ινών, που τα καθιστούν εξαιρετικά χορταστικά. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει πως η κατανάλωση οσπρίων αυξάνει τον κορεσμό και μειώνει την πείνα περισσότερο και από ένα γεύμα πλούσιο σε ζωική πρωτεΐνη.

  • Καρπούζι

Το καρπούζι περιέχει υψηλή ποσότητα νερού, με αποτέλεσμα να βοηθά στην ενυδάτωση του οργανισμού, ενώ διαθέτει επίσης μια ποικιλία μικροθρεπτικών συστατικών, όπως οι βιταμίνες Α και C.

Η κατανάλωση τροφών με χαμηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες, όπως το καρπούζι, έχει αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματική στην επίτευξη της αίσθησης κορεσμού, με τροφές υψηλής θερμιδικής αξίας.

+ 8 πηγές

 ©2019 WikiHealth All Rights Reserved
https://wikihealth.gr/

Βάσω Αλαγιάννη: Πέθανε η συνθέτρια του «Αχ Ελλάδα»

 Βάσω Αλαγιάννη: Πέθανε η συνθέτρια του «Αχ Ελλάδα»

Η συνθέτρια και στιχουργός, Βάσω Αλαγιάννη (Facebook)

Η συνθέτρια και στιχουργός, Βάσω Αλαγιάννη (Facebook)

Πέθανε η συνθέτρια και στιχουργόςΒάσω Αλαγιάννη. Την είδηση του θανάτου της γνωστοποίησε στο προφίλ της η Χάρις Αλεξίου.

«Έφυγε ήσυχα στον ύπνο της. Αυτή η γυναίκα που ήταν τόσα πολλά πράγματα» γράφει συγκεκριμένα σε ανάρτησή της η τραγουδίστρια.

Ποια ήταν η Βάσω Αλαγγιάνη

Πλάι στον Μάνο Λοίζο αλλά και αργότερα στο Νότη Μαυρουδή, έμαθε μουσική και άρχισε να γράφει τα δικά της τραγούδια. Ακούγοντας τα τραγούδια αυτά οι δάσκαλοι αλλά και εμπνευστές της, την παρακίνησαν να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Αξίζει να σημειωθεί πως μέσα σε εκείνα τα πρώτα τραγούδια που έγραψε υπήρχαν διαμάντια όπως ο «Γλάρος» (το ερμήνευσε αργότερα ο Μανόλης Λιδάκης).

Η πρώτη δισκογραφική της δουλειά είχε τρομερή απήχηση στο κοινό. Ήταν το «Χαράτσι» (1982), όπου σε στίχους του Μανόλη Ρασούλη έγραψε τον «Υδροχόο» και το «Λεμόνι στην Πορτοκαλιά», για τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου.Η μεγάλη επιτυχία του τρίπτυχου Αλλαγιάννη, Ρασούλη, Παπάζογλου έφερε ακόμη δύο δίσκους, τα «Σύνεργα» (1990) και το «Στο Λυκαβηττό» (1991), με το τραγούδι «Αχ Ελλάδα» να γίνεται ο ύμνος που αγγίζει την ψυχή του σύγχρονου Έλληνα.

Η Βάσω Αλλαγιάννη είχε συνεργαστεί δισκογραφικά με το Μανόλη Λιδάκη («4 κύκλοι τραγουδιών», 1995), τη Βούλα Σαββίδη («Το φίλημα του χρόνου» 1992), την Πίτσα Παπαδοπούλου («Με τα μάτια κλειστά», 1994, με το τραγούδι «Πού πάει η αγάπη όταν φεύγει»), το Σταύρο Λογαρίδη («Ονειρεμένες πολιτείες», 1996), τη Χαρούλα Αλεξίου («Παράξενο Φως», 2000), το Δημήτρη Μπάση («Μιλάω Χρόνια», 2000) και άλλους (από το 92 γράφει η ίδια και τους στίχους).

Τα τραγούδια της έχουν γίνει σημεία αναφοράς στην ελληνική δισκογραφία, με αποτέλεσμα να συμπεριλαμβάνονται στο ρεπερτόριο ζωντανών εμφανίσεων ερμηνευτών και από τις δύο όχθες του ελληνικού τραγουδιού. Η ίδια έχει παρουσιάσει τη δουλειά της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με σημαντικότερη στιγμή τη συναυλία στο Λυκαβηττό με το Μανόλη Ρασούλη.

Η Βάσω Αλλαγιάννη έχει κυκλοφορήσει και τον δίσκο της «Svarno» (το alter ego της), όπως αναφέρεται στο βιογραφικό της στη σελίδα allagianni.blogspot.com.

https://www.ethnos.gr/

Ψηφιακή ξενάγηση στην αρχαία Αμφίπολη από την Ιώκλεια και την Ανδρονίκη

 Ψηφιακή ξενάγηση στην αρχαία Αμφίπολη από την Ιώκλεια και την Ανδρονίκη


Πρώτη καταχώρηση: Τρίτη, 21 Ιουνίου 2022, 12:06
Ψηφιακή ξενάγηση στην αρχαία Αμφίπολη από την Ιώκλεια και την Ανδρονίκη
Η Ιώκλεια, η κόρη του Νίκανδρου, που έζησε το έτος 325 π.Χ., ξεναγεί τους μικρούς αλλά και μεγαλύτερους επισκέπτες στην πόλη της: τη φημισμένη πόλη της Αμφίπολης. Στη συνέχεια η αρχαιολόγος Ανδρονίκη παρουσιάζει το ανασκαφικό έργο στην αρχαία Αμφίπολη και τον τύμβο Καστά κάνοντας μια περιγραφή της πολυσήμαντης ιστορίας του ταφικού μνημείου που συγκέντρωσε τα φώτα του παγκόσμιου ενδιαφέροντος.

Η μικρή Ιώκλεια και η Ανδρονίκη είναι τα κεντρικά πρόσωπα μιας ψηφιακής παραγωγής εμβαπτισμένης πραγματικότητας, που δημιούργησε η εταιρεία Digital Innovations για λογαριασμό του Δήμου Αμφίπολης στο πλαίσιο του έργου Borderless Culture, που χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα διασυνοριακής συνεργασίας Interreg Ελλάδος - Βουλγαρίας.

Η Ανδρονίκη και η Ιώκλεια είναι δύο ψηφιοποιημένες μορφές υπαρκτών προσώπων που καταφέρνουν με γλαφυρό, περιγραφικό λόγο να μεταφέρουν τους επισκέπτες στον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά και στο σήμερα, παρουσιάζοντας έναν τόπο για τον οποίο γνωρίζουμε τόσο λίγα, αν και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο διάβα της ιστορίας του.

Ο δημιουργός της εφαρμογής, Νίκος Πάχτας, απόφοιτος του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, είναι ο... πνευματικός πατέρας της Ιώκλειας και ο βιολογικός πατέρας της 10χρονης Ιωάννας, η οποία δάνεισε την εικόνα της και τη φωνή της για τις ανάγκες της εφαρμογής.

Αντίστοιχα, τον ρόλο της αρχαιολόγου Ανδρονίκης, που δανείστηκε το όνομά της από μεγάλο Έλληνα αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρόνικο, ενσαρκώνει η ηθοποιός Μάρα Γαβριηλίδου.

Η μεταμόρφωση του παλιού σχολείου

«Στόχος μας ήταν μέσα από αυτή την ψηφιακή εφαρμογή να δώσουμε την ευκαιρία στους μικρούς αλλά και στους μεγαλύτερους να ανακαλύψουν και να ενημερωθούν για μια από τις σημαντικότερες αρχαίες πόλεις της Μακεδονίας», τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Πάχτας και συνεχίζει: «Δημιουργήσαμε κατάλληλα κείμενα, υπό την επίβλεψη της προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών Δημητρίας Μαλαμίδου, για να μεταφέρουμε επιστημονική πληροφορία με απλό και κατανοητό τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά εντυπωσιακό, καθώς ο χρήστης της εφαρμογής βλέπει, σε πραγματικές διαστάσεις, να προβάλλει μπροστά του ένα κορίτσι, η Ιώκλεια, που έζησε το 325 π.Χ. στην Αμφίπολη, δηλαδή περίπου στην εποχή που ξεκίνησε να κατασκευάζεται και ο τύμβος Καστά, και να μας μιλάει για την πόλη της, την ιστορία της και για τη σημασία που είχε στο βασίλειο της Μακεδονίας και στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

«Η αφήγηση της Ιώκλειας», υπογραμμίζει ο δημιουργός της εφαρμογής, «ξεκινάει με τον χαιρετισμό "χαίρεται και υγιαίνετε", θέλοντας να δείξει από την πρώτη της φράση ότι προέρχεται από το μακρινό παρελθόν. Η ενδυματολογική προσέγγιση που ακολουθήσαμε βασίστηκε σε κάποιον βαθμό στη Μύρτιδα, το κορίτσι από την αρχαία Αθήνα της εποχής του Περικλή, που η μορφή του αναπλάστηκε από ομάδα ειδικών με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή της Οδοντιατρικής Σχολής, Εμμανουήλ Παπαγρηγοράκη. Όσο για την Ανδρονίκη, ο ρόλος της είναι να ξεναγήσει τους χρήστες στον κόσμο των ανασκαφών. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης, μας εξηγεί τη δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία μιας ανασκαφής, αλλά και το πώς οι αρχαιολόγοι, σε κάθε στρώμα της ανασκαφής, διαβάζουν την πληροφορία που τους αποκαλύπτει, σαν να διάβαζαν ένα βιβλίο από το τέλος προς την αρχή του».

Για τις ανάγκες της εφαρμογής, στο πλαίσιο του έργου Borderless Culture, αναδιαμορφώθηκε και το κτήριο του παλιού δημοτικού σχολείου της Αμφίπολης. Το επί σειρά ετών εγκαταλελειμμένο σχολικό κτίσμα ανακαινίστηκε εκ βάθρων και ουσιαστικά μεταμορφώθηκε σ' έναν μικρό, σύγχρονο συνεδριακό χώρο, ικανό να φιλοξενήσει επισκέπτες κάθε ηλικίας που θα έχουν τη μοναδική ευκαιρία να βιώσουν, με τη συνδρομή πολυμεσικών εφαρμογών, ένα μοναδικό ταξίδι στην ιστορία της αρχαίας Αμφίπολης.

Πώς λειτουργεί η ψηφιακή εφαρμογή

Στο παλιό σχολείο της Αμφίπολης έχει δημιουργηθεί μια αίθουσα εμβαπτισμένης πραγματικότητας - ένα δωμάτιο όπου οι τρεις τοίχοι του αλλά και το δάπεδό του είναι μεγάλες οθόνες προβολής. Στον χώρο προβάλλονται πανοραμικές απεικονίσεις από τον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης, από τον τύμβο Καστά καθώς και ψηφιακά γραφικά αλλά και οι μορφές των ψηφιακών ξεναγών, σε φυσικές διαστάσεις. Με τον τρόπο αυτόν οι θεατές που βρίσκονται ανάμεσα στον χώρο αυτόν, ανάμεσα στις οθόνες, βλέπουν μόνο το περιεχόμενο της εφαρμογής. Η εφαρμογή καταλαμβάνει ολόκληρο το οπτικό τους πεδίο, εμβαπτίζοντάς τους σε μια διαφορετική πραγματικότητα.

Οι δύο ανθρώπινες μορφές, η Ιώκλεια και η Ανδρονίκη, ως ψηφιακοί ξεναγοί, εμφανίζονται στις απεικονίσεις με μορφή βίντεο και ξεναγούν τους επισκέπτες στην Αρχαία Αμφίπολη και στην ανασκαφή της.

Η εφαρμογή είναι διαδραστική. Οι δύο ψηφιακοί ξεναγοί μπορούν να αλληλεπιδρούν με το κοινό, απαντώντας σε προκαθορισμένες ερωτήσεις που οι επισκέπτες θα μπορούν να επιλέγουν από ένα μενού σε οθόνη αφής, παρέχοντας, εφόσον τους ζητηθεί, πιο εξειδικευμένες πληροφορίες για κάποιο θέμα. Η εφαρμογή δίνει τη δυνατότητα προβολής υπέρτιτλων στην αγγλική γλώσσα ή στην ελληνική, για άτομα με προβλήματα ακοής.

Το ιδιαίτερα εντυπωσιακό στοιχείο των συστημάτων εμβαπτισμένης πραγματικότητας είναι ότι μπορούν να δώσουν σε μικρές ομάδες επισκεπτών την αίσθηση ότι βρίσκονται σε κάποια άλλη τοποθεσία, αφού σε ολόκληρο το οπτικό τους πεδίο προβάλλεται πανοραμική απεικόνιση ενός άλλου τόπου. Με τον τρόπο αυτόν δίνεται στους επισκέπτες η δυνατότητα να επισκεφθούν εικονικά τον χώρο, όχι μόνο στη σημερινή του μορφή, αλλά και όπως ήταν σε διάφορες χρονικές περιόδους.

Ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο

«Η εφαρμογή ταξιδεύει τους επισκέπτες μ' έναν μοναδικό τρόπο», επισημαίνει ο κ. Πάχτας, «η Ιώκλεια τους ταξιδεύει στον χρόνο και η Ανδρονίκη στον χώρο. Σκοπός μας δεν είναι μόνο να εντυπωσιάσουμε τους επισκέπτες, αλλά να τους ενημερώσουμε, να τους πληροφορήσουμε, να τους κάνουμε κοινωνούς κατά μια έννοια της λαμπρής ιστορίας που είχε η πόλη της Αμφίπολης. Παράλληλα, η ψηφιακή αρχαιολόγος μάς εξιστορεί την ιστορία της ανακάλυψης της αρχαίας Αμφίπολης, από τη δεκαετία του 1970, τότε που για πρώτη φορά κάποιοι γεωργοί της περιοχής ανακαλύπτουν μια είσοδο του τάφου και ενημερώνουν τον αείμνηστο αρχαιολόγο Δημήτριο Λαζαρίδη που ξεκίνησε τις πρώτες έρευνες. Έτσι, φτάνουμε μέχρι σήμερα, με την ανακάλυψη του ταφικού μνημείου και των μυστικών που κρύβει».

Η συνολική διάρκεια της ψηφιακής περιήγησης-ξενάγησης στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης και στον τύμβο Κάστα είναι 40 λεπτά. Ωστόσο, δίνεται η δυνατότητα στον επισκέπτη να επιλέξει να παρακολουθήσει τα τμήματα του υλικού που τον ενδιαφέρουν περισσότερο.

Με την ολοκλήρωση των εργασιών στο ταφικό μνημείο του τύμβου Καστά, η εφαρμογή θα μπορεί να επεκταθεί, δίνοντας τη δυνατότητα εικονικής επίσκεψης και ξενάγησης σε όσους δεν μπορούν να επισκεφθούν τον φυσικό χώρο του ταφικού μνημείου.

https://www.zougla.gr/

Το βρήκα στο: https://vequinox.wordpress.com/

Γιατί Οι Αρχαίοι Έλληνες Φοβόντουσαν Τα Ζόμπι Τόσο Πολύ Που Βάραιναν Τους Νεκρούς;




Μία τακτική που βρέθηκε στην αρχαία Ελλάδα και σε άλλους τόπους και πολιτισμούς..Για κάποιους ανθρώπους ακολουθούσε συγκεκριμένη διαδικασία ασφάλισης των σωμάτων..Έβαζαν πλάκες από πάνω τους ώστε να μην καταφέρουν να ζωντανεψουν..Υπήρχε μια φοβία για αυτούς και να μην γίνουν ζόμπι όμως γιατί;




Γιατί η νέα συμφωνία Ισραήλ-Αιγύπτου "βυθίζει" τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό & την "Γαλάζια Πατρίδα"



Γιγαντιαία ηλιακή κηλίδα διπλασιάστηκε σε 24 ώρες και «κοιτάει» προς τη Γη

 Γιγαντιαία ηλιακή κηλίδα διπλασιάστηκε σε 24 ώρες και «κοιτάει» προς τη Γη

Μια γιγαντιαία ηλιακή κηλίδαέχει αποκτήσει μέγεθος διπλάσιο αυτού της Γης, με τη διάμετρό της να διπλασιάζεται σε 24 ώρες, και είναι στραμμένη προς την κατεύθυνση του πλανήτη μας.

Η κηλίδα αυτή, υπό την ονομασία AR3038, έφτασε σε μέγεθος 2,5 φορές αυτού της Γης, με διάμετρο περίπου 31.900 χλμ., μέσα στο χρονικό διάστημα από την Κυριακή ως το βράδυ της Δευτέρας, σύμφωνα με το Spaceweather.com, ιστοσελίδα με ενημερώσεις για ηλιακές εκλάμψεις, γεωμαγνητικές καταιγίδες και άλλα φαινόμενα διαστημικού καιρού.

Οι ηλιακές κηλίδες είναι σκοτεινές κηλίδες στην επιφάνεια του Ήλιου όπου ισχυρά μαγνητικά πεδία, που δημιουργούνται από τη ροή ηλεκτρικών φορτίων από το πλάσμα του Ήλιου, μπλέκονται πριν «σπάσουν» ξαφνικά. Η έκλυση ενέργειας εκτοξεύει ακτινοβολία, κάτι που είναι γνωστό ως ηλιακές εκλάμψεις (solar flares) και παράγει πίδακες ηλιακού υλικού, στις αποκαλούμενες CME (coronal mass ejections, στεμματικές εκπομπές μάζας).

«Χθες η ηλιακή κηλίδα AR3038 ήταν μεγάλη. Σήμερα είναι τεράστια η ταχύτατα αυξανόμενη ηλιακή κηλίδα έχει διπλασιαστεί σε μέγεθος μέσα σε μόλις 24 ώρες» ανέφερε το Spaceweather.com. «Η AR3038 έχει ένα μαγνητικό πεδίο “βήτα-γάμμα” με ενέργεια από ηλιακές εκλάμψεις κλάσης Μ, και “κοιτάει” απευθείας προς τη Γη».

Όταν μια ηλιακή έκλαμψη χτυπήσει το ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας της Γης, οι ακτίνες Χ και η υπεριώδης ακτινοβολία της έχουν ως αποτέλεσμα τον ιονισμό ατόμων, καθιστώντας αδύνατη την ανάκλαση ραδιοκυμάτων υψηλών συχνοτήτων και δημιουργώντας ένα «radio blackout». Αυτά λαμβάνουν χώρα σε περιοχές της Γης που φωτίζονται από τον Ήλιο ενώ μια έκλαμψη είναι σε εξέλιξη, και κυμαίνονται από R1 μέχρι R5, ανάλογα με την έντασή τους.

Τον Απρίλιο και τον Μάιο δύο ηλιακές εκλάμψεις προκάλεσαν R3 blackouts πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό, την Αυστραλία και την Ασία, όπως είχε αναφέρει προηγουμένως το Live ScienceΚαθώς οι ηλιακές εκλάμψεις κινούνται με την ταχύτητα του φωτός, χρειάζονται μόνο 8 λεπτά για να μας φτάσουν, από μια μέση απόσταση περίπου 150 εκατ. χλμ.

Αν μια ηλιακή κηλίδα που «κοιτά» προς τη Γη σχηματιστεί κοντά στον ισημερινό του Ήλιου (όπου βρίσκεται η AR3038), κατά κανόνα χρειάζεται κάτι λιγότερο από δύο εβδομάδες για να μετακινηθεί στην επιφάνεια του Ήλιου έτσι ώστε να μην «κοιτά» πλέον προς τη Γη, σύμφωνα με το SpaceWeatherLive. Αυτή τη στιγμή η AR3038 βρίσκεται λίγο πιο βόρεια από τον ισημερινό του Ήλιου και αναμένεται ο πλανήτης μας να παραμείνει «στο στόχαστρο» για μερικές ημέρες ακόμα.

Παρά το μέγεθός της, η γιγαντιαία ηλιακή κηλίδα είναι λιγότερο ανησυχητική από ό,τι θα περίμενε κανείς. Οι ηλιακές εκλάμψεις που μάλλον θα παράξει είναι ηλιακές εκλάμψεις κλάσης Μ, που γενικά προκαλούν σύντομα radio blackouts που επηρεάζουν τις πολικές περιοχές της Γης, σύμφωνα με ανάρτηση από τον ΕΟΔ. Σημειώνεται πως οι εκλάμψεις κλάσης Μ είναι οι πιο κοινές ηλιακές εκλάμψεις.

http://www.polispress.gr/

Πηγή: huffingtonpost


Ocean 1212-W (διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, σε μετάφραση Γιάννη Πολύζου)

 Ocean 1212-W  (διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, σε μετάφραση Γιάννη Πολύζου)


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"


Δημοσιεύω σήμερα ένα αυτοβιογραφικό διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, που το μετέφρασε ο φίλος μας ο Missing Ink, κατά κόσμον Γιάννης Πολύζος. Θα θυμάστε ότι πριν από 3-4 μήνες είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα απόσπασμα από το αντιπολεμικό μυθιστόρημα Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του, του συγγραφέα Ντάλτον Τράμπο, πάλι σε μετάφραση του φίλου μας. Εκείνη η πρώτη δημοσίευση ώθησε τον φίλο μας να ξανακοιτάξει μια παλιά του μισοτελειωμένη μετάφραση και να την ετοιμάσει για παρουσίαση στο ιστολόγιο.

Η Σύλβια Πλαθ (1932-1963) είναι βεβαια περισσότερο γνωστή σαν ποιήτρια, σήμερα όμως θα παρουσιάσουμε ένα αυτοβιογραφικό πεζογράφημά της, γραμμένο λίγους μήνες πριν η Πλαθ θέσει η ίδια τέρμα στη σύντομη ζωή της. Το κείμενο, με αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, όμως σημαδεμένης από τον θάνατο του πατέρα, γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 1962 κατά παραγγελία του BBC για να μεταδοθεί στη σειρά «Συγγραφείς για τον εαυτό τους» (Writers on themselves). Εκδόθηκε μαζί με τα άλλα κείμενα της σειράς αυτής, το 1964, μετά τον θάνατο της Πλαθ.

Ο τίτλος του πεζογραφήματος είναι ο αριθμός τηλεφώνου του σπιτιού της γιαγιάς της Σύλβιας Πλαθ, στην ακτή της Μασαχουσέτης, όπου σαν παιδί ξεκαλοκαίριαζε η ποιήτρια. Τον καιρό εκείνο οι αριθμοί τηλεφώνου στις ΗΠΑ συνδύαζαν γράμματα (που συνήθως αποτελούσαν υπαρκτές λέξεις, δείτε εδώ) και αριθμούς. Για τον λόγο αυτό προτίμησα να το αφήσουμε αμετάφραστο στον τίτλο.

Ocean 1212-W

Το τοπίο των παιδικών μου χρόνων δεν ήταν γη αλλά το τέλος της γης –οι παγωμένοι, αρμυροί, αδιάκοποι λόφοι του Ατλαντικού. Σκέφτομαι κάποιες φορές πως η εικόνα της θάλασσας είναι ό,τι πιο διαυγές έχω συγκρατήσει. Την ανασύρω σε τούτη δω την εξορία, όπως άλλοτε τις «τυχερές» μωβ πετρούλες με τα λευκά τους δαχτυλίδια ή το μπλε κέλυφος ενός μυδιού που από μέσα ιρίδιζε, σαν κάποιο νύχι αγγέλου∙ και μ’ ένα τρικύμισμα της μνήμης τα χρώματα σκουραίνουν και γυαλίζουνε, κείνος ο πρώιμος κόσμος ανασαίνει βαθιά.

Ανασαίνει, ναι, αυτό συμβαίνει πρώτα. Κάτι ανασαίνει. Είναι η δικιά μου αναπνοή; Η αναπνοή της μητέρας μου; Όχι, κάτι άλλο, κάτι πιο μεγάλο, πιο απόμακρο, πιο σοβαρό, πιο κουρασμένο. Με κλειστά μάτια τότε ταξιδεύω για λίγο∙ είμαι ένας μικρός καπετάνιος, γεύομαι της μέρας τον καιρό –τα άγρια κύματα που πολιορκούν τον τοίχο της αυλής, τον αφρό που ραίνει τα γενναία γεράνια της μητέρας μου ή το απαλό ψιθύρισμα μιας λιμνούλας καθρεφτένιας∙ η λιμνούλα αναδεύει λαμπερά ροζ χαλίκια στις άκρες της, τεμπέλικα και τρυφερά, μια λαίδη συλλογισμένη καθώς ψαύει κοσμήματα. Μπορεί ν’ ακούγεται το μουρμουρητό της βροχής στο τζάμι, μπορεί ο άνεμος που βαριαναστενάζοντας δοκιμάζει τις ρωγμές του σπιτιού σαν κλειδαρότρυπες. Όμως αυτά ποτέ δε με πλανέψαν. Η θάλασσα με το μητρικό της παλμό περιγελούσε τέτοιας λογής ψευτιές. Σαν γυναίκα μοιραία, κρατούσε μύρια μυστικά∙ είχε πρόσωπα πολλά, πολλά αραχνοΰφαντα, φριχτά μαγνάδια. Μιλούσε για θαύματα και αποστάσεις∙ αν ήταν ικανή να σαγηνεύσει, μπορούσε επίσης να σκοτώσει. Όταν μάθαινα να μπουσουλάω, η μητέρα μου μ’ άφησε στο ακροθαλάσσι για να δει πώς θ’ αντιδρούσα. Τράβηξα ίσια για το ερχόμενο κύμα κι είχα μόλις εισχωρήσει στο γαλαζοπράσινο τείχος, τη στιγμή που μ’ άρπαξε απ’ τις φτέρνες.

Συχνά αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν πρόφταινα να βουτήξω σε τούτο τον καθρέφτη. Άραγε θ’ αναλάμβαναν τα βρεφικά μου βράγχια, το αλάτι μες στο αίμα μου; Έναν καιρό δεν πίστευα στο Θεό ούτε στον Άι Βασίλη, αλλά στις γοργόνες. Η ύπαρξή τους έμοιαζε τόσο λογική και πιθανή όσο κι οι εύθραυστες καμπύλες ενός ιππόκαμπου στο ενυδρείο του ζωολογικού κήπου ή τα σαλάχια που έβγαζαν με κόπο και βρισιές οι ψαράδες της Κυριακής –σαλάχια σαν παλιές μαξιλαροθήκες, με σαρκώδη, σεμνότυφα γυναικεία χείλη.

Κι αναθυμούμαι τη μητέρα μου, θαλασσοκόριτσο κι εκείνη, να διαβάζει σε μένα και τον αδερφό μου –που είχε έρθει λίγο αργότερα– στίχους από το ποίημα του Μάθιου Άρνολντ ‘Ο Ξεχασμένος Τρίτων’:

Σπηλιές σπαρμένες άμμο, βαθιές και δροσερές
όπου οι άνεμοι λουφάζουνε μακριά από τις πηγές∙
όπου τα φώτα τ’ αμυδρά σβήνουν και τρεμοπαίζουν∙
όπου τα ρεύματα τη βλάστηση την αρμυρή λικνίζουν∙
όπου της θάλασσας τα τέρατα συνάζονται ένα ένα
τροφή να βρουν στα πράσινα, λασπώδη τους λημέρια∙
όπου κουλούρες γίνονται και ξεγλιστρούν τα χέλια
στεγνώνουνε τα καύκαλα και λιάζονται στην άρμη∙
όπου πελώριες φάλαινες με άγρυπνο το μάτι
για κάποια άλλη θάλασσα πλέουν και χαιρετούν
τον κόσμο μας γυρίζοντας δίχως να σταματούν.

Είδα το δέρμα μου ν’ ανατριχιάζει. Σαν τι να το προκάλεσε; Δεν ήτανε το κρύο. Μήπως είχε περάσει κάποιο φάντασμα; Όχι, η ποίηση ήταν. Μια σπίθα πετάχτηκε απ’ τον Άρνολντ και με συντάραξε, σαν ρίγος. Ήθελα να κλάψω∙ ένιωθα τόσο περίεργα. Είχα ανακαλύψει έναν καινούργιο τρόπο να νιώθω χαρούμενη.

Από καιρό σε καιρό, όταν με πιάνει νοσταλγία για τον ωκεανό των παιδικάτων μου –τις οιμωγές των γλάρων και την αρμύρα στον αέρα, κάποιος πονετικός φίλος θα με φορτώσει σ’ ένα αυτοκίνητο και θα με πάει στο κοντινότερο σημείο απ’ όπου μπορώ ν’ αγναντεύω τα πελάγη. Στο κάτω κάτω, στην Αγγλία δεν υπάρχει μέρος που ν’ απέχει παραπάνω από, πόσο; εβδομήντα μίλια από τη θάλασσα. «Ορίστε» θα μου πουν, «να τη». Λες και η θάλασσα είναι καμιά πίννα, που τη σερβίρεις στο πιάτο κι έχει την ίδια γεύση σε όλα τα εστιατόρια του κόσμου. Βγαίνω από τ’ αυτοκίνητο, τεντώνομαι, ρουθουνίζω. Η θάλασσα. Αλλά δεν είναι το ίδιο, δεν είναι το ίδιο ούτε γι’ αστείο.

Η τοποθεσία κατ’ αρχάς είναι τελείως λάθος. Πού είναι ο γκρίζος αντίχειρας του υδραγωγείου στα αριστερά και η δρεπανοειδής σειρά αμμόλοφων (πετρόλοφων, εδώ που τα λέμε) κάτω απ’ αυτόν, κι η φυλακή του Ντιρ Άιλαντ στα δεξιά, στην άκρη άκρη των λόφων; Ο δρόμος που ήξερα έστριβε κι έμπαινε μες στα κύματα, με τον ωκεανό από τη μια μεριά, τον κόλπο από την άλλη∙ και το σπίτι της γιαγιάς μου, χτισμένο θαρρείς πάνω στη θάλασσα, να βλέπει την ανατολή, λουσμένο από ένα κόκκινο φως και τις αντανακλάσεις των νερών.

Μέχρι σήμερα θυμάμαι τον αριθμό της: ΩΚΕΑΝΟΣ 1212-Ω. Επαναλάμβανα τη φράση στην τηλεφωνήτρια, από το σπίτι μας στη γαλήνη του κόλπου, ένα ξόρκι, μια έξοχη ρίμα, ενώ σχεδόν περίμενα το μαύρο ακουστικό να μου στείλει, σαν χοάνη, τον αχό της ανοιχτής θάλασσας μαζί με το «Λέγετε» της γιαγιάς μου.

Η ανάσα της θάλασσας, λοιπόν. Κι έπειτα τα φώτα της. Ήταν κάποιο τεράστιο, ακτινοβόλο ζώο; Και με κλειστά τα μάτια ακόμη, μπορούσα να νιώσω τις εκλάμψεις απ’ τους αστραφτερούς καθρέφτες της να ψηλαφούν τα βλέφαρά μου. Ξάπλωνα σ’ ένα λίκνο υδάτινο, και οι φλογώδεις ακτίνες της έβρισκαν τις χαραμάδες στο σκουροπράσινο στόρι, παιχνίδιζαν και χορεύαν ή ακινητούσαν μ’ ένα ελαφρύ τρεμούλιασμα. Την ώρα του μεσημεριανού ύπνου χτυπούσα με το νύχι τον κούφιο μπρούτζινο σκελετό του κρεβατιού, μου άρεσε ν’ ακούω τη μουσική του και μια φορά, κατάπληκτη κι ενθουσιασμένη με την ανακάλυψή μου, βρήκα μιαν άκρη της καινούριας τριανταφυλλί ταπετσαρίας και με το ίδιο περίεργο νύχι γύμνωσα ένα σεβαστό κομμάτι του τοίχου. Έφαγα γερή κατσάδα, και κάνα-δυο στον πισινό, κι έπειτα ο παππούς μου με πήρε από τις μέγαιρες του σπιτιού για μια μεγάλη βόλτα προς την ακρογιαλιά, πάνω σε πέτρες πορφυρές με ήχους αλλόκοτους.

Η μητέρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ίδιο αυτό θαλασσόδαρτο σπίτι∙ θυμόταν μέρες ναυαγίων που οι κάτοικοι ανασκάλευαν τ’ απομεινάρια λες και βρίσκονταν σε κάποια υπαίθρια αγορά –τσαγέρες, τόπια μουλιασμένου υφάσματος, το μοναχικό, πένθιμο παπούτσι. Όμως ποτέ, απ’ όσο θυμόταν, κάποιον πνιγμένο ναύτη. Πήγαιναν κατευθείαν να βρουν τον Ντέιβι Τζόουνς. Παρ’ όλ’ αυτά, και τι δε θα μπορούσε να μας κληροδοτήσει η θάλασσα; Δεν έχανα τις ελπίδες μου. Καφετιά και πράσινα θραύσματα από γυαλί ήταν συνηθισμένα, τα μπλε και τα κόκκινα σπανίζαν: φανάρια βυθισμένων καραβιών; Ή μήπως οι αρμυροφαγωμένες καρδιές από μπουκάλια μπύρας και ουίσκι. Πού νά ’ξερε κανείς.

Φαντάζομαι πως η θάλασσα κατάπιε δεκάδες σετ τσαγιού –πεταμένα χωρίς σκέψη από πλοία της γραμμής ή από προδομένες νύφες/ αρραβωνιαστικές που τα εμπιστεύθηκαν στο κύμα. Μάζευα κομματάκια από πορσελάνη, με κλαδιά στις άκρες και πουλιά ή στεφάνια από μαργαρίτες. Κανένα σχέδιο δεν ταίριαζε ποτέ με κάποιο άλλο.

Έπειτα μια μέρα στρώμα το στρώμα η ακρογιαλιά πύρωσε στο κρύσταλλο του ματιού μου, κι άφησε το σημάδι της για πάντα. Φλογισμένος Απρίλης. Ζέσταινα τον πισινό μου στα γυαλιστερά μαρμάρινα σκαλιά της γιαγιάς μου, καθώς παρατηρούσα το σοβαντισμένο τοίχο με τον ετερόκλητο διάκοσμό του από κοχύλια, τσόφλια, χρωματιστά γυαλιά. Η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο. Πήγαιναν τρεις βδομάδες που έλειπε. Κρατούσα μούτρα σε όλους. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Η εγκατάλειψή της είχε ανοίξει μια τρύπα στους ουρανούς μου, που σιγόκαιγε. Πώς μπόρεσε αυτή, με την τόση της αγάπη κι αφοσίωση, να με παρατήσει έτσι εύκολα; Η γιαγιά μου τραγουδούσε μουρμουριστά κι έπλαθε τη ζύμη της με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Σαν καθωσπρέπει κυρία του παλιού καιρού, έσφιγγε τα χείλη, δεν αποκάλυπτε τίποτα. Στο τέλος μαλάκωσε λιγάκι. Με περίμενε μια έκπληξη όταν θα επέστρεφε η μητέρα. Θα ήταν κάτι ωραίο. Θα ήταν –ένα μωρό.

Ένα μωρό.

Τα μισούσα τα μωρά. Εγώ που, επί δυόμισι χρόνια ήμουν το κέντρο ενός σύμπαντος όλο τρυφερότητα, ένιωθα ξαφνικά τον άξονα ν’ αντιστρέφεται και πολικό ψύχος να παγώνει τα κόκαλά μου. Θα ήμουν μία κομπάρσα, ένα μουσειακό είδος, ένα μαμούθ. Μωρά… Άκου κει, μωρά!

Ακόμη κι ο παππούς μου, στην τζαμωτή βεράντα, δεν μπορούσε να με κερδίσει απ’ τη βαθιά μου θλίψη. Αρνήθηκα να κρύψω την πίπα του στο φίκο και να τον κάνω «πίπο». Απομακρύνθηκε αγέρωχος με τ’ αθλητικά του παπούτσια, πληγωμένος κι εκείνος, αλλά σφυρίζοντας. Περίμενα μέχρι η φιγούρα του να σβήσει πέρα απ’ το λόφο του υδραγωγείου, προς τη μεριά του παραλιακού πεζόδρομου∙ οι πάγκοι με τα παγωτά και τα χοτ ντογκ ήταν ακόμα περίκλειστοι με σανίδες, παρά την πρώιμη καλοκαιρία. Το κελαηδιστό του σφύριγμα με καλούσε στην περιπέτεια και τη μακροθυμία. Όμως εγώ δεν ήθελα να ξεχάσω. Με την κακία μου αγκαλιά, απεχθής και πικρόχολη, ένας αξιοθρήνητος μικρός αχινός, σερνόμουν μόνη μου προς την αντίθετη κατεύθυνση, που οδηγούσε στο τρομαχτικό κελί μου. Λες κι από κάποιο άστρο ψηλά παρακολουθούσα, ψυχρή και νηφάλια, τη διάσταση των πάντων. Ένιωθα το τείχος του δέρματός μου: εγώ είμαι εγώ. Εκείνη εκεί η πέτρα είναι μία πέτρα. Η όμορφη ένωσή μου με τα πράγματα αυτού του κόσμου ήταν παρελθόν.

Το κύμα υποχώρησε, αναρρέοντας νωχελικά. Και να με, σκουπίδι κι εγώ, ανάμεσα στα στεγνά μαύρα φύκια που τις σκληρές τους χάντρες συνήθιζα να σπάζω, ανάμεσα σε πορτοκαλόφλουδες και μισά γκρέιπφρουτ κι ένα σωρό κοχύλια που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Μέσα σε μια στιγμή, βρέθηκα γερασμένη και μόνη να τα παρατηρώ –κελύφη από σωλήνες, «νεραϊδοβαρκούλες», μύδια γεμάτα λειχήνες, στρείδια με τις κατάστικτες γκρίζες δαντέλες τους (ποτέ δε βρήκα ένα μαργαριτάρι), και μικροσκοπικά λευκά «παγωτά χωνάκια». Μπορούσες πάντα να διακρίνεις τα καλύτερα όστρακα –στο στεφάνι του προηγούμενου κύματος, σημαδεμένα με μια μάσκαρα από πίσσα. Μάζεψα από χάμω, δίχως ίχνος συγκίνησης, έναν ξερό ροζ αστερία. Τον κράτησα στο κέντρο της παλάμης μου, έν’ αστείο ομοίωμα του χεριού μου. Κάποιες φορές έπαιρνα ζωντανούς αστερίες στο σπίτι, τους έβαζα σε βάζα με θαλασσινό νερό, και τους παρατηρούσα καθώς τα κομμένα τους χέρια ξαναφύτρωναν. Εκείνη την ημέρα, την αποφράδα γενέθλια μέρα της ετερότητας, του αντιπάλου μου, ενός ξένου προσώπου, πέταξα τον αστερία πάνω σε μια πέτρα. Να πάει να χαθεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε μυαλό.

Το πόδι μου καρφώθηκε στις στρογγυλές, τυφλές πέτρες. Δε δώσαν σημασία. Δεν τις ένοιαζε. Μπορεί και νά ’ταν χαρούμενες, έτσι σκέφτηκα. Η θάλασσα χόρευε ανάλαφρα στο ρυθμό κάποιου βαλς, πηγαίνοντας να συναντήσει το τίποτα, τον ουρανό –η διαχωριστική γραμμή εκείνη την ήρεμη μέρα ήταν σχεδόν αόρατη. Ήξερα απ’ το σχολείο πως η θάλασσα έκλεινε μέσα της το γογγύλι/ τη στρογγυλάδα του κόσμου σαν μπλε πανωφόρι, όμως για κάποιο λόγο τούτη η γνώση ποτέ δεν είχε συνδεθεί με αυτό που έβλεπα –το νερό που έφτανε ως τα μισά της ατμόσφαιρας, ένα επίπεδο, εκτυφλωτικό παραπέτασμα, και τα ίχνη σαν σαλιγκαριού που τα ατμόπλοια αφήναν κατά μήκος του. Απ’ όσο μπορούσα να ξέρω, πηγαινοέρχονταν παντοτινά πάνω σε τούτη τη γραμμή. Τι υπήρχε πίσω απ’ αυτήν; «Η Ισπανία» είχε πει ο Χάρι Μπιν, ο γουρλομάτης φίλος μου. Αλλά ο χάρτης του επαρχιώτικου μυαλού μου ήταν πολύ μικρός για να χωρέσει κάτι τέτοιο. Η Ισπανία. Μαντήλες και χρυσά παλάτια και ταυρομαχίες. Γοργόνες σε βράχια, σεντούκια με κοσμήματα, όλα τόσο εξωτικά, παραμυθένια. Η θάλασσα, δέρνοντας και κατατρώγοντάς τα, θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να εναποθέσει ένα κομμάτι τους στα πόδια μου. Ως σημάδι.

Τι είδους σημάδι;

Ένα σημάδι επιλογής, μοναδικότητας. Ένα σημάδι πως δε θα έμενα για πάντα αποδιωγμένη. Και έβλεπα πράγματι ένα σημάδι. Μέσα από ένα σωρό από φύκια, λάμποντας ακόμη, με μια μυρωδιά υγρασίας και φρεσκάδας, άπλωνε ένα μικρό καφετί χέρι. Τι μπορεί να ήταν; Τι θα ήθελα να είναι; Μια γοργόνα, μια ισπανίδα πριγκίπισσα;

Στην πραγματικότητα, ήταν μια μαϊμού.

Όχι αληθινή μαϊμού, αλλά μια μαϊμού από ξύλο. Βαριά απ’ το νερό που είχε καταπιεί και σημαδεμένη από την πίσσα, στεκόταν σκυφτή στο βάθρο της, απόκοσμη και ιερή, αλλόκοτα ξένη με το μακρύ μουσούδι της. Την καθάρισα, τη στέγνωσα, και θαύμασα τα περίτεχνα σκαλιστά μαλλιά της. Δεν έμοιαζε με καμιά απ’ τις μαϊμούδες που είχα δει ως τότε, να τρώνε φιστίκια και να κάνουν ανοησίες. Είχε την ευγενική στάση ενός πιθηκόμορφου Στοχαστή. Συνειδητοποιώ τώρα πως εκείνο το τοτέμ που με τόση φροντίδα είχα λευτερώσει απ’ τις φασκιές του από φύκια (και έκτοτε –φευ!– έχω χάσει μες στις αποσκευές της παιδικής μου ηλικίας) ήταν ένας Ιερός Μπαμπουίνος.

Ώστε η θάλασσα, συναισθανόμενη την ανάγκη μου, είχε στείλει μια ευλογία. Ο μικρός μου αδερφός μπήκε για πρώτη φορά στο σπίτι εκείνη την ημέρα, μαζί του όμως κι ο θαυμάσιος και (ποιος ήξερε;) ίσως ανεκτίμητος μπαμπουίνος μου.

Ήταν η θάλασσα των παιδικών μου χρόνων, λοιπόν, που μου χάρισε την αγάπη για τη μεταμόρφωση και την αγριάδα; Τα βουνά με τρομοκρατούν –απλώς στέκονται εκεί πέρα, είναι τόσο ξιπασμένα. Η ακινησία των λόφων με πνίγει όπως τα παχιά μαξιλάρια. Όποτε δεν περπατούσα πλάι στη θάλασσα, ήμουνα πάνω της ή μέσα της. Ο νεαρός μου θείος, γυμνασμένος κι επιδέξιος, είχε φτιάξει μια κούνια εκεί που σκάει το κύμα. Όταν είχε καλή φουσκονεριά, μπορούσες να δώσεις μια μέχρι την κορφή της, ν’ αφήσεις τα σχοινιά, και να βουτήξεις στο νερό.

Κανείς δε μου έμαθε κολύμπι. Απλώς συνέβη κάποια μέρα. Στεκόμουν σ’ έναν κύκλο με άλλα παιδάκια και παίζαμε μαζί στον ήσυχο κόλπο, το νερό μού έφτανε μέχρι τις μασχάλες και με λίκνιζε με το ανεπαίσθητο ρυτίδωμά του. Ένα κακομαθημένο αγοράκι είχε μια σαμπρέλα όπου καθόταν και κλωτσούσε, παρόλο που δεν ήξερε να κολυμπάει. Η μητέρα μου δε μας άφηνε να δανειστούμε μπρατσάκια ή σαμπρέλες ή φουσκωτά μαξιλάρια, από φόβο μήπως μας παρέσερναν σε μεγαλύτερο βάθος και μας έστελναν έτσι σε πρόωρο θάνατο. «Να μάθετε να κολυμπάτε πρώτα», η ανυποχώρητη επωδός της. Το αγόρι έπεσε στο νερό, κι αρπάζοντας γερά τη σαμπρέλα σκαμπανέβαζε δω και κει, δίχως να θέλει να τη μοιραστεί με κανέναν. «Δικιά μου είναι» έλεγε, και με το δίκιο του. Ξάφνου μια ελαφριά ριπή ανέμου έγδαρε την επιφάνεια, τα νερά σκουρύναν, και το αγόρι άφησε το αυτοσχέδιο ροζ σωσίβιο να του γλιστρήσει από τα χέρια. Γούρλωσε τα μάτια, αιφνιδιασμένο απ’ την απώλεια∙ άρχισε να κλαίει. «Θα τη φέρω εγώ» είπα, κρύβοντας με τούτη την ψευτοπαλικαριά το διακαή μου πόθο να κάνω μια βόλτα στη ράχη της. Πήδηξα στο πλάι με τα χέρια απλωμένα∙ τα πόδια μου έχασαν την επαφή με το βυθό. Βρισκόμουν σε κείνη την απαγορευμένη χώρα –«χωμένη πάνω απ’ το λαιμό». Θα έπρεπε, σύμφωνα με τη μητέρα, να είχα βουλιάξει σαν πέτρα, όμως αυτό δε συνέβη. Το πηγούνι μου ανασηκωμένο, χέρια και πόδια να παλεύουν με τα κρύα, γαλαζοπράσινα νερά. Έπιασα τη σαμπρέλα που απομακρυνόταν γοργά, και γλίστρησα μέσα. Κολυμπούσα. Μπορούσα να κολυμπήσω.

Το αεροδρόμιο απέναντι απ’ τον κόλπο άφησε ένα αερόπλοιο να ξεγλιστρήσει. Ανέβηκε ψηλά σαν ασημένια φυσαλίδα, ένας χαιρετισμός.

Κείνο το καλοκαίρι ο θείος μου κι η μικροκαμωμένη αρραβωνιαστικιά του σκαρώσανε μια βάρκα. Ο αδερφός μου κι εγώ κουβαλούσαμε γυαλιστερά καρφιά. Ξυπνούσαμε κάθε μέρα με το ταπ-ταπ του σφυριού. Το μελένιο χρώμα του φρεσκοκομμένου ξύλου, τα λευκά ροκανίδια (που τά ’χαμε για δαχτυλίδια) κι η ευωδιαστή πριονόσκονη δημιουργούσαν ένα είδωλο, κάτι όμορφο –έν’ αληθινό ιστιοφόρο. Από τη θάλασσα ο θείος μου μας έφερνε σκουμπριά. Έρχονταν στο τραπέζι με τις πρασινωπές και γαλάζιες και μαύρες τους ραβδώσεις να γυαλίζουν ακόμη. Και πραγματικά, η θάλασσα μας ζούσε. Με το κεφάλι και την ουρά ενός μπακαλιάρου η γιαγιά μου έφτιαχνε μια παχύρρευστη σούπα που, αν την έβαζες στο ψυγείο, μεταμορφωνόταν σ’ ένα θριαμβευτικό ζελέ. Δειπνούσαμε με βουτυρένια αχνιστά μύδια, και στήναμε στη σειρά κιούρτους για αστακούς. Αλλά ποτέ δεν μπορούσα να βλέπω τη γιαγιά να βουτάει τους σκουροπράσινους αστακούς –ζωντανούς ακόμη, με τις δεμένες δαγκάνες τους να κουνιούνται πέρα δώθε– στο τσουκάλι που κόχλαζε, απ’ όπου θα έβγαιναν σε ένα λεπτό, κόκκινοι, νεκροί και εδώδιμοι. Ένιωθα το φριχτό ζεμάτισμα του νερού, σαν νά ’ταν το δικό μου δέρμα που καιγόταν.

Η θάλασσα ήταν η κύρια ψυχαγωγία μας. Όταν κατέφθανε παρέα, τους στρώναμε κιλίμια στην παραλία και φέρναμε θερμός και σάντουιτς και πολύχρωμες ομπρέλες, λες και το νερό –άλλοτε γαλάζιο κι άλλοτε γκρίζο, κι άλλοτε σκούρο μπλε ή ασημί, ήταν αρκετό ως θέαμα. Οι μεγάλοι τότε φορούσαν ακόμα εκείνα τα πουριτανικά μαύρα μαγιό, που κάνουν τις φωτογραφίες στα οικογενειακά άλμπουμ να μοιάζουν τόσο αρχαϊκές.

Η έσχατη ανάμνησή μου από τη θάλασσα είναι μία ανάμνηση βίας –μια ακίνητη, νοσηρά κίτρινη μέρα του 1939, η θάλασσα στιλπνή σαν λιωμένο ατσάλι, ένα βαρύθυμο ζώο που παλεύει να σπάσει το λουρί του, μ’ ένα διαβολικό βιολετί στα μάτια. Ανήσυχα τηλεφωνήματα έφταναν από το σπίτι της γιαγιάς μου στην όχθη του ωκεανού, στο δικό μας σπίτι, στον κόλπο. Ο αδερφός μου κι εγώ, μισό μέτρο ανθρωπάκια ακόμη, ρουφούσαμε τις κουβέντες για παλιρροϊκά κύματα, υπερυψωμένο έδαφος, παράθυρα σφραγισμένα με σανίδες και βάρκες ξυλάρμενες, σαν κάποιο θαυμαστό ελιξίριο. Ο τυφώνας αναμενόταν το σούρουπο. Εκείνο τον καιρό οι τυφώνες δε φύτρωναν στη Φλόριντα για ν’ ανθίσουν κάθε άνοιξη πάνω απ’ το Κέιπ Κοντ, όπως συμβαίνει τώρα –μπαμ, μπαμ, μπαμ, συχνοί σαν πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου και βαφτισμένοι με γουστόζικα γυναικεία ονόματα. Τούτη δω ήταν μία τερατώδης σπεσιαλιτέ, ένας Λεβιάθαν. Ο κόσμος μας θα μπορούσε να χαθεί στα σαγόνια του, να γίνει χίλια κομμάτια. Θέλαμε λοιπόν κι εμείς μερτικό στην αναμπουμπούλα.

Το καταραμένο απόγευμα σκοτείνιασε αφύσικα νωρίς, λες κι ό,τι έμελλε να συμβεί έπρεπε να μείνει αθέατο, χωρίς αστέρια ή πυρσούς να το φωτίζουν. Η βροχή άρχισε να πέφτει με μανία, μια τεράστια υδάτινη κουρτίνα βγαλμένη από βιβλική αφήγηση. Έπειτα ο άνεμος. Ο κόσμος όλος είχε γίνει ένα τύμπανο. Και καθώς χτυπιόταν από παντού, έτριζε και παλλόταν. Χλωμοί μα τρισευτυχισμένοι στα κρεβάτια μας, ο αδερφός μου κι εγώ σιγοπίναμε το βραδινό μας ζεστό. Δεν επρόκειτο, φυσικά, να κοιμηθούμε. Σκαρφαλώσαμε μέχρι ένα στόρι και το ανασηκώσαμε λιγάκι. Τα πρόσωπά μας αιωρούνταν σ’ έναν υγρό μαύρο καθρέφτη, δυο νυχτοπεταλούδες που προσπαθούσαν να τον διαπεράσουν. Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα. Ακουγόταν μόνο ένα ουρλιαχτό που ζωήρευε κάθε τόσο από κρότους, πάταγους, βογκητά, καθώς και αντικείμενα που πετάγονταν και θρυμματίζονταν εδώ κι εκεί, σαν πιατικά σε καβγά γιγάντων. Το σπίτι τραντάζονταν συθέμελα. Τραντάζονταν και τραντάζονταν και τραντάζονταν, μέχρι που αποκοίμισε τους δυο μικρούς του νυχτοφύλακες.

Τα συντρίμμια την επομένη ήταν πέρα από κάθε προσδοκία –ξεριζωμένα δέντρα και τηλεγραφόξυλα, ρημαγμένα εξοχικά που έμοιαζαν να επιπλέουν γύρω από το φάρο, κι ό,τι είχε απομείνει απ’ τα τσακισμένα, ξεκοιλιασμένα πλοιάρια. Το σπίτι της γιαγιάς μου είχε αντέξει, αντρειωμένο –παρόλο που τα κύματα έσκαγαν ακριβώς πάνω στο δρόμο, και ξεχύνονταν στον κόλπο. Ο μαντρότοιχος του παππού μου τό ’χε σώσει, έτσι λέγαν οι γείτονες. Χρυσές σπείρες από άμμο είχαν σκεπάσει το φούρνο, τα καλύμματα του καναπέ είχαν λεκέδες από αλάτι κι ένας νεκρός καρχαρίας κείτονταν εκεί που κάποτε υπήρξε το παρτέρι με τα γεράνια. Όμως η γιαγιά μου είχε επιστρατεύσει τη σκούπα της, και σύντομα όλα θα ήταν μια χαρά.

Κι εδώ κάπου θολώνει η εικόνα εκείνης της παιδικής μου ακρογιαλιάς. Ο πατέρας μου πέθανε, μετοικήσαμε στα μεσόγεια. Έκτοτε αυτά τα εννιά πρώτα χρόνια της ζωής μου σφραγίστηκαν μόνα τους, σαν καραβάκι σε μπουκάλι –όμορφα, μακρινά, αχρηστεμένα, ένα εύθραυστο, ιπτάμενο λευκό παραμύθι.

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"


Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Τα ΣΟΚΑΡΙΣΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ των Αχαιών στην Άλωση της Τροίας | Ιστορίες Αγγείων


Η Τροία έχει μόλις αλωθεί και οι Αχαιοί προχωρούν σε ορισμένες φρικιαστικές πράξεις που θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη και την τέχνη. Τα εγκλήματα πολέμου των Αχαιών διακοσμούν την επιφάνεια τουσ ημερινού μας αγγείου!

Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση στο υπόλοιπο 90 % του εγκεφάλου σας...!!



Ορκωμοσία Τραμπ: Το ευτράπελο της ημέρας με τον γερουσιαστή John Fetterman - «Έσκασε μύτη» με σορτς!

Ορκωμοσία Τραμπ: Το ευτράπελο της ημέρας με τον γερουσιαστή John Fetterman - «Έσκασε μύτη» με σορτς! (screenshot/X) Μια απόλυτα... γυμναστηρ...