Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Vivekananda - Το πιο ισχυρό άτομο στον κόσμο ..

 Vivekananda - Το πιο ισχυρό άτομο στον κόσμο ..

Ο Swami Vivekananda, γεννημένος Narendranath Datta, ήταν ινδός ινδός μοναχός. Ήταν επικεφαλής μαθητής της ινδικής μυστικιστικής Ramakrishna του 19ου αιώνα. 

Γεννήθηκε: 12 Ιανουαρίου 1863, kolkata

Πέθανε: 4 Ιουλίου 1902, μαθηματικά Belur, Howrah

Πλήρες όνομα: Narendra Nath Datta

Γκουρού: Ramakrishna paramahamsa

Ramakrishna Paramahamsa

Μετά από πολλές τέτοιες δοκιμές, ο  Narendra  άρχισε να δέχεται τον Ramakrishna ως πνευματικό δάσκαλό του. Έμεινε με τον Ραμακρίσνα μέχρι το θάνατο του Ραμακρίσνα το 1886. Στα πέντε χρόνια από το 1882, παρατήρησε προσεκτικά τον Ραμακρίσνα και του πήρε πνευματικές διδασκαλίες. Ο Ramakrishna βρήκε στον  Narendra  έναν Dhyana-sidha (ειδικός στο διαλογισμό).

Ο Swami Vivekananda είναι γνωστός για την πρωτοποριακή ομιλία του στο Παγκόσμιο Κοινοβούλιο των Θρησκευμάτων του 1893, στο οποίο εισήγαγε τον Ινδουισμό στην Αμερική και ζήτησε θρησκευτική ανοχή.

Οι διαλογισμοί του.

Περιέγραψε τον « διαλογισμό » ως γέφυρα που συνδέει την ανθρώπινη ψυχή με τον Θεό. Ορίζει τον « διαλογισμό » ως κατάσταση «όταν το μυαλό έχει εκπαιδευτεί να παραμείνει σταθερό σε μια συγκεκριμένη εσωτερική ή εξωτερική θέση, έρχεται σε αυτήν τη δύναμη να ρέει σε ένα αδιάσπαστο ρεύμα, όπως ήταν, προς αυτό το σημείο».

Διαλογισμός Trataka

Αυτή η τεχνική είναι ένας υπέροχος τρόπος για να εκπαιδεύσετε τα μάτια σας για χαλάρωση, απαλά κλειστά, ενώ εστιάζετε ανάμεσα στα φρύδια σας. Οφέλη ειδικά για όποιον κάθεται μπροστά από έναν υπολογιστή όλη την ημέρα, ο οποίος εξασθενεί σημαντικά τους μυς των ματιών με την πάροδο του χρόνου. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά σήμερα πιθανότατα θα φορούν γυαλιά σε νεαρή ηλικία εάν συνεχίσουν να κοιτάζουν τις οθόνες όλη την ημέρα, ειδικά χωρίς φίλτρα. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκπαιδεύσετε το παιδί σας να εστιάζει, ενώ ενισχύουν επίσης τα μάτια τους.

Είχε μεγάλη επιτυχία στη θεραπεία παιδιών που ήταν εντελώς εκτός ελέγχου, διδάσκοντάς τους πώς να επικεντρώνονται σε ένα αντικείμενο. Τους είχε επίσης να γράψει όλες τις ενώσεις τους κατά τη διάρκεια αυτών των σύντομων συνεδριών ως μέρος της κατάρτισης τους για ανάγνωση και γραφή. Όλα τα παιδιά στα οποία ήταν αρκετά τυχεροί για να διδάξουν αυτή τη μέθοδο, έχουν βοηθηθεί πάρα πολύ. Οι βαθμοί τους βελτιώθηκαν σημαντικά. Ακόμα κι αν δεν δοκιμάζετε αυτήν την τεχνική, είναι χαλαρό να καίτε ένα κερί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο όταν αρχίζετε να διαλογίζετε.

Μέχρι να εξασκήσετε και να χαλαρώσετε το μυαλό σας αρκετά ώστε να δώσετε προσοχή σε αυτό που κάνετε, το κλείσιμο των ματιών σας μπορεί να είναι χρήσιμο. Αλλά καθώς συνεχίζετε την πρακτική σας, σίγουρα θα θελήσετε να είστε σε θέση να διαλογιστείτε με τα μάτια σας ανοιχτά χωρίς να αποσπάται η προσοχή από το περιβάλλον σας. Είμαστε όλοι γεμάτοι φως με τον ίδιο τρόπο όπως ένα κερί. Όταν μπαίνουμε στο διαλογισμό, δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπουμε ένα έντονο λευκό φως ανάμεσα στα φρύδια. Απλά χαλαρώστε και απορροφήστε το. Μην φοβάστε τις εικόνες που εστιάζει το μυαλό σας.

Ο Swami Vivekananda, ένα πνευματικό είδωλο για εκατομμύρια, αφιέρωσε τη ζωή του στο στοχασμό. Σε ολόκληρο το ταξίδι του, κρατήθηκε μακριά από τις κοσμικές απολαύσεις. Σας παρουσιάζουμε μια συλλογή από διάσημα αποσπάσματα όλων των εποχών από τον Swami Vivekananda σε αυτό το άρθρο σχετικά με τα αποσπάσματα.

Ο Swami Vivekananda είχε μια τεράστια τάση προς την πνευματικότητα και την ύπαρξη του θεού. Καθώς βυθίστηκε σε αυτήν τη ζωή στοχασμού, υιοθέτησε μια λογική συμπεριφορά στην αναβίωση και προώθηση του Ινδουισμού στην Ινδία. Αν και αυτή η μεγάλη προσωπικότητα πέθανε το έτος 1902, οι διδασκαλίες του συνεχίζουν να διαδίδουν τη γνώση και να φωτίζουν τους ανθρώπους. Το όραμά του και η στοχαστική του διάδοση εξαπλώθηκαν μέσω του διάσημου ρητού του για τη ζωή, τον θεό, τον φόβο και την αγάπη.

«Η δύναμη είναι το σημάδι της σφριγηλότητας, το σημάδι της ζωής, το σημάδι της ελπίδας, το σημάδι της υγείας και το σημάδι ό, τι είναι καλό. Όσο το σώμα ζει, πρέπει να υπάρχει δύναμη στο σώμα, δύναμη στο μυαλό, δύναμη στο χέρι. "

- Vivekananda

"Loka samasta sukhino bhavanthu" ..

https://webgoogle.video.blog/

Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ: Κα­ρο­τό­σου­πα

 

Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ: Κα­ρο­τό­σου­πα


Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ

Κα­ρο­τό­σου­πα

ΟΒΕΙΣ τὸ κρεμ­μύ­δι. Σὲ ἁ­δρὰ κομ­μά­τια, χον­τρά. Νὰ πι­ά­νον­ται στὸ χέ­ρι, νὰ με­τρᾶ­νε με­τὰ στὸ στό­μα. Ἡ προ­αι­ώ­νια αἴ­σθη­ση τῆς ἁ­φῆς καὶ τῆς γεύ­σης. Δέ­κα κο­πὲς κά­νεις, δὲν χρει­ά­ζον­ται πα­ρα­πά­νω. Τὸ θέ­μα εἶ­ναι νὰ χει­ρί­ζε­σαι κα­λὰ τὸ μα­χαί­ρι ἐ­σύ. Μα­θαί­νε­ται μὲ τὸν και­ρὸ καὶ αὐ­τό. Κα­θα­ρί­ζεις προ­σε­κτι­κὰ τὰ κα­ρό­τα καὶ τὰ κό­βεις. Σὲ μι­κρό­τε­ρα κομ­μά­τια ἀ­πὸ ὅ,τι τὸ κρεμ­μύ­δι. Ἀ­νά­βεις τὴ φω­τιά, βά­ζεις ἐ­λαι­ό­λα­δο καὶ τσι­γα­ρί­ζεις τὸ κρεμ­μύ­δι. Νὰ ἀλ­λά­ξει χρῶ­μα. Νὰ με­λώ­σει, λέ­νε. Κα­τα­πῶς ἡ ζω­ή. Ναί, μὴ σοῦ φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο. Ξε­κι­νά­ει ἀ­ψι­δε­ρή, κα­τα­λή­γει γλυ­κιὰ ὅ­σο ἀ­φή­νει τὴν ἀ­σπρι­δε­ρή της μορ­φὴ νὰ φύ­γει, νὰ χα­θεῖ. Για­τὶ —ἴ­σως τὸ ξέ­ρεις— τὸ ἄ­σπρο, ἡ ἀ­θώ­α λευ­κό­τη­τα εἶ­ναι τὸ χρῶ­μα τοῦ πέν­θους. Πλα­κώ­νει βα­ρύ­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ μαῦ­ρο. Ἐλ­πί­δα; Ὄ­χι. Θά­να­τος. Συν­τρι­βή. Ἀ­πο­λυ­τό­τη­τα στὸ κε­νὸ καὶ στὸν χρό­νο. Ἡ μί­α καὶ μό­νη. Ἡ δυ­να­τὴ ἀ­πο­λυ­τό­τη­τα. Ἡ δογ­μα­τι­κή. Ἡ στραγ­γα­λι­στι­κή. Μό­νο ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι θέ­λου­με νὰ ἀλ­λά­ζου­με τὰ νο­ή­μα­τα, νὰ φτι­ά­χνου­με ἐλ­πί­δες στὸν δι­κό μας καμ­βὰ καὶ νὰ βλέ­που­με ὅ,τι δὲν μπο­ροῦ­με γύ­ρω μας. Μιὰ ἄλ­λη νε­φε­λο­κοκ­κυ­γί­α. Νε­φε­λο­βα­σί­α στὸν κό­σμο ἑ­νὸς ἐ­πί­πλα­στου ὀ­νεί­ρου. Ποὺ δὲν κά­νει κα­κό. Λυ­τρώ­νει πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ φε­νά­κη. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι τέ­τοι­α. Λευ­κὲς ζω­ὲς δὲν ὑ­πάρ­χουν. Βε­βαι­ό­τη­τα.

       Ποῦ εἴ­χα­με μεί­νει; Ναί, τσι­γα­ρί­ζεις τὸ κρεμ­μύ­δι μέ­χρι νὰ μυ­ρί­σει τὸ τη­γά­νι σου. Παίρ­νεις λί­γο, τὸ δο­κι­μά­ζεις. Πάν­τα μα­γεύ­ει μί­α δο­κι­μὴ ἀ­πὸ τὸ τη­γά­νι, ἕ­να βού­τηγ­μα στὸ κε­νὸ ποὺ ἔ­χει πά­το. Ἀ­φαι­ρεῖς τὸ κρεμ­μύ­δι καὶ βά­ζεις τὸ κα­ρό­το. Νὰ πά­ρει τὴ γεύ­ση, λί­γο ἀ­πὸ τὰ σάκ­χα­ρα τοῦ κρεμ­μυ­διοῦ στὸ καυ­τὸ λά­δι. Ἔ­τσι τὸ ἔ­κα­νε ἡ μά­να μου καὶ με­θο­κο­ποῦ­σε ἀ­ρώ­μα­τα ὅ­λη ἡ γει­το­νιά. Νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­σαι, νὰ μα­θαί­νεις. Ἔ­τσι μοῦ ‘λε­γε. Τὰ ὑ­λι­κὰ δὲν θὰ σὲ προ­δώ­σουν. Ἡ τε­χνι­κή σου θὰ φτιά­ξει μὲ τὸν και­ρό. Καὶ δὲν εἶ­ναι μι­κρὸ πράγ­μα. Ὅ,τι ὑ­πάρ­χει στὸ τη­γά­νι εἶ­ναι μιὰ με­λω­δί­α ζω­ῆς. Ἔ­τσι νὰ τὸ σκέ­φτε­σαι. Νὰ τὴν ἀ­κοῦς. Νὰ τῆς μι­λᾶς. Νο­στι­μεύ­ει. Πα­τᾶς μί­α σκε­λί­δα σκόρ­δο μὲ τὸ μα­χαί­ρι. Δὲν κό­βεις ἐ­δῶ. Ὅ­λα θέ­λουν τὸν τρό­πο τους. Πα­τᾶς καὶ βγαί­νουν ὅ­λα τὰ ἀ­ρώ­μα­τα καὶ ὅ­λες οἱ γεύ­σεις. Κρα­σὶ λευ­κὸ καὶ λε­μο­νο­χυ­μός. Ὀ­ξύ­τη­τα ἀ­πὸ δά­κρυ. Εἶ­δες ποὺ τὰ πέν­θη ται­ριά­ζουν; Ἡ κα­τσα­ρό­λα εἶ­ναι μιὰ ζω­ή, τε­λι­κά, ἔ; Παίρ­νεις ἕ­να γε­ρὸ μα­χαί­ρι. Με­γά­λο στὴ θω­ριά του. Πλα­τὺ στὴ λε­πί­δα του. Ἀρ­χί­ζεις νὰ κο­νι­ορ­το­ποι­εῖς τὸ βρα­σμέ­νο κα­ρό­το. Ἔ­τσι τό ‘κά­ναν πα­λιά. Και­γόν­του­σαν, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­νι­ω­θαν πό­νο. Μα­θαί­νεις νὰ ζεῖς μὲ αὐ­τόν. Ὅ­λα μα­θαί­νον­ται. Ξα­να­φτιά­χνεις μέ­σα σου ὅ,τι χα­λά­ει τὴ σάρ­κα. Πολ­τός, ζε­μα­τι­στὸ νε­ρό, κρέ­μα γά­λα­κτος. Δι­κή μου ἐ­πι­νό­η­ση. Ζεῖς, μα­θαί­νεις. Ἡ μά­να δὲν τό ‘κα­νε ἔ­τσι. Ἁ­λά­τι, πι­πέ­ρι. Πάν­τα. Μιὰ ζω­ὴ νὰ εἶ­ναι ἁλ­μυ­ρή, ὅ­πως τὸ ἁ­λά­τι, καὶ γλυ­κιά, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ζά­χα­ρη. Αὐ­τὸ νὰ ζη­τᾶς.

       Μα­χαί­ρι. Τρα­βᾶς πί­σω το κρε­βα­τά­κι σου, νὰ μὴν ἀ­κουμ­πά­ει τὸν τοῖ­χο. Με­τα­κι­νεῖς κά­ποι­α μάρ­μα­ρα καὶ μπαί­νεις κά­τω ἀ­πὸ τὴ γῆ. Μὲ ἕ­να μα­χαί­ρι. Ἔ­χεις μα­ζί σου καὶ ἕ­να ἐ­λι­ό­ψω­μο. Λί­γα κα­ρό­τα. Γιὰ τὶς πολ­λὲς ἡ­μέ­ρες. Νο­μί­ζεις, ἐλ­πί­ζεις ὅ­τι θὰ ‘ρθοῦν. Σὲ στοι­χει­ώ­νει ἡ κρύ­πτη. Τὸ σκο­τά­δι πη­χτό, ὅ­πως ἡ σού­πα στὸ πιά­το σου. Γι’ αὐ­τὸ ἡ κρέ­μα γά­λα­κτος. Νὰ βα­ραί­νει τὸ ὑ­λι­κό, νὰ συμ­πυ­κνώ­νε­ται, νὰ σοῦ δί­νει ὅ,τι ἔ­ζη­σες. Καὶ δὲν φεύ­γει. Οὔ­τε ὁ χρό­νος τὸ δι­ώ­χνει οὔ­τε ἡ συ­νεί­δη­σή σου. Τὸ μαῦ­ρο στὸ λευ­κό. Καὶ τὸ ἀ­νά­πο­δο. Ἐ­κεῖ πάν­τα κα­τα­λή­γεις. Κά­ποι­ος σὲ βρί­σκει. Ἀ­κοῦς βή­μα­τα. Ἕ­νας; Μᾶλ­λον ἕ­νας. Φω­νά­ζει, βρί­ζει στὴ γλώσ­σα του, δὲν ἀ­παν­τᾶς. Ἀ­νοί­γει τὸ στό­μιο, κά­νει νὰ κα­τέ­βει καὶ σβή­νει γιὰ πάν­τα το φῶς. Καὶ δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, ξέ­ρεις. Δὲν μπαί­νει ὅ­που νά ‘ναι ἡ αἰχ­μή. Ἐ­δῶ νὰ μπεῖ; Ἐ­κεῖ; Δὲν ξέ­ρεις. Καὶ με­τὰ ἕ­νας ἀ­κό­μα. Μό­νος του. Καὶ τὸ τέ­λος. Τὸ ἴ­διο, ξα­νά.

       Τὸ μα­χαί­ρι εἶ­ναι δι­κό σου. Στὸ ἔ­δω­σαν, τὸ κρά­τη­σες γιὰ μιὰ στιγ­μή, τὸ ζύ­γι­σες στὸ μπό­ϊ σου καὶ τό ‘κα­νες ὁ­λο­δι­κό σου. Βί­ω­μα. Ἦ­ταν ὁ μό­νος τρό­πος νὰ φτιά­ξεις τὴν κα­ρο­τό­σου­πα. Νὰ ξε­γυ­μνώ­σεις ὅ,τι πρέ­πει ἀ­πὸ τὴ σάρ­κα καὶ νὰ φτιά­ξεις ὅ,τι φτιά­χνει τὴν ζω­ή. Ὀ­ξύ­μω­ρο; Σκο­τώ­νεις, γιὰ νὰ δώ­σεις ζω­ή; Λαν­θα­σμέ­νη μᾶλ­λον εἶ­ναι ἡ στί­ξη ἐ­δῶ, ἔ­τσι; Ρω­τᾶς γιὰ τὴ βε­βαι­ό­τη­τα; Τό­σα ἐ­ρω­τη­μα­τι­κὰ —καὶ ἕ­να ἀ­κό­μα αὐ­τὸ— γιὰ νὰ δεῖς ξα­νὰ ὅ,τι εἶ­δες καὶ νὰ μά­θεις ὅ,τι ἤ­δη ξέ­ρεις; Τὸ εἶ­δα κά­πο­τε καὶ σὲ ἕ­να δέν­τρο. Ὁ θά­να­τος ἔ­δι­νε ζω­ή. Σπουρ­γί­τι καὶ κο­ρά­κι. Μοί­ρα­σε ἐ­σὺ τοὺς ρό­λους. Φε­νά­κη. Ψευ­δαί­σθη­ση. Κά­τι προ­αι­ώ­νιο τὸ ἔ­χει κά­νει ἤ­δη. Με­τά­νι­ω­σες ἢ ὄ­χι, ὅ,τι σοῦ δό­θη­κε δὲν ἀλ­λά­ζει. Τὸ κρά­τη­σες, εἶ­ναι δι­κό σου. Ἰ­δέ­α. Με­γά­λη, ὑ­ψη­λή. Ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι καὶ πάν­τα θὰ εἶ­ναι γιὰ ἐ­κεῖ­να τὰ μπλὲ γράμ­μα­τα στὸν ἄ­σπρο τοῖ­χο. Ὅ­σα χρό­νια καὶ νὰ πε­ρά­σουν…

       Ἡ σού­πα σερ­βί­ρε­ται ζε­στή.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ση­μεί­ω­ση τοῦ συγ­γρα­φέα: Τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸν ἥ­ρω­α ἀ­γω­νι­στῆ τῆς ΕΟΚΑ Στέ­φα­νο Χα­τζη­μι­τσῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος «ἔ­φυ­γε» στὶς 11 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου γιὰ τὸ «τα­ξί­δι». Δὲν ζή­τη­σε ἀν­ταλ­λάγ­μα­τα καὶ (πα­ρα)θε­σμι­κὰ βο­λέ­μα­τα. Οἱ δι­η­γή­σεις του μὲ ἔ­χουν δι­δά­ξει πολ­λά. Ἱ­στο­ρι­κὰ καὶ ἀν­θρώ­πι­να.

Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ. Ἐ­ρευ­νη­τὴς στὸ Κέν­τρον Ἐ­ρεύ­νης τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς καὶ Λα­τι­νι­κῆς Γραμ­μα­τεί­ας τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Τμή­μα­τος Κλα­σι­κῶν Σπου­δῶν καὶ Φι­λο­σο­φί­ας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου, κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου ἀ­πὸ τὸ Uni­ver­si­ty of Te­xas at Au­stin καὶ δι­δα­κτο­ρι­κοῦ τί­τλου ἀ­πὸ τὸ Uni­ver­si­ty Col­le­ge Lon­don. Ἔ­χει κα­τα­λά­βει, στὴν πα­νε­πι­στη­μια­κή του στα­δι­ο­δρο­μί­α, δι­ά­φο­ρες ἐ­ρευ­νη­τι­κὲς καὶ δι­δα­κτι­κὲς θέ­σεις σὲ πα­νε­πι­στή­μια τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει μέ­χρι στιγ­μῆς 4 μο­νο­γρα­φί­ες, ἔ­χει συ­νε­πι­με­λη­θεῖ 5 συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους καὶ ἔ­χει κα­τα­θέ­σει πο­λυ­ά­ριθ­μα ἄρ­θρα σὲ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ τό­μους, πα­ρου­σι­ά­ζον­τας πτυ­χὲς τῆς ἔ­ρευ­νάς του γιὰ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ ρη­το­ρι­κή, τὴν ἐ­πι­τε­λε­στι­κό­τη­τα, τὴν ἀρ­χαί­α θρη­σκεί­α, τὴν πρόσ­λη­ψη τῶν ρη­το­ρι­κῶν κει­μέ­νων στὸν με­τα­κλα­σι­κὸ καὶ σύγ­χρο­νο κό­σμο, κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ γιὰ δι­ά­φο­ρες θε­ω­ρη­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις (π.χ. γλωσ­σο­λο­γι­κὲς θε­ω­ρί­ες, χι­οῦ­μορ, θε­ω­ρί­ες φύ­λου καὶ σε­ξου­α­λι­κό­τη­τας).

Εἰκόνα: Πάφος. Ἡ στήλη πρὸς τι­μὴ τῶν μα­θη­τῶν τῶν πε­σόν­των στὸν Ἀ­γώ­να τῶν Ἑλ­λή­νων τοῦ νη­σιοῦ ἐ­ναντί­ον τῶν Ἄγ­γλων ἀ­ποι­κιο­κρα­τῶν. Στὸ ἀ­νά­γλυ­φο εἰ­κονί­ζεται ὁ νε­α­ρὸς σπου­δα­στὴς νὰ λα­βώ­νει τὸ με­γά­λο Λιον­τά­ρι τῆς Βρε­τα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Εμπιστευτείτε το χέρι σας

 

Εμπιστευτείτε το χέρι σας.



Κατά την περιήγησή μου στις παλιές μου νότες, συνάντησα το ποίημα Lita pinan . Το μετέφρασα στα Αγγλικά, οπότε θα δημοσιεύσω εδώ το αρχικό ποίημα και την αγγλική μετάφραση.

Lita på din arm (στα σουηδικά)

Lita p arm din βραχίονα.
Den kan göra sitt σωστά.
Το den vandra i skogarna.
Σε αυτήν την περίπτωση, το όνομα του δεκάτου,
οπότε παρέχεται μια χούφτα
μπατονέτες.
© Yelling Rosa
13/4 –15

01a Lingonberry από την Yelling Rosa
Διευρύνετε την εικόνα κάνοντας κλικ

Εμπιστευτείτε το χέρι σας (στα Αγγλικά)

Εμπιστευτείτε το χέρι σας.
Μπορεί να κάνει τη δουλειά του.
Αφήστε το να περιπλανηθεί στο δάσος.
Μην δίνετε συμβουλές.
Κοιτάξτε πόσο επιδέξια
Το χέρι ξέρει τα
βρώσιμα μανιτάρια.
© Yelling Rosa
13/4 –15

Τώρα αυτό το ποίημα πήγε σε λάθος μέρος, αλλά θα το αφήσω να μείνει εδώ. Κάποτε έγινε γνωστό στους αναγνώστες αυτού του ιστολογίου και θα ήταν ενοχλητικό να κάνετε κλικ σε έναν σύνδεσμο που δεν λειτουργεί.

Αυτό το ποίημα πήγε στο λάθος Blog, αλλά θα το αφήσω να μείνει εδώ. Μόλις ολοκληρωθεί η δημοσίευση, ειδοποιήστε τους Αναγνώστες ιστολογίου και δεν είναι ευχάριστο να κάνετε κλικ σε έναν σύνδεσμο που δεν λειτουργεί. Η αρχή μου είναι ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο εβδομάδες μεταξύ των Κυκλοφοριών - συγγνώμη, Μέλη.

Σκέφτηκα να ανεβάσω αυτό το ποίημα στο Notebook μου (NoteBook Blog) χωρίς τα κουμπιά "Μου αρέσει". Το WordPress είναι το φόρουμ όπου οι μπλόγκερ διαβάζουν τα ιστολόγια άλλων και γράφουν στο δικό τους ιστολόγιο. Εάν τα άρθρα βγαίνουν γρήγορα, δεν είναι εύκολο να συνεχίσετε αυτήν την εργασία.

Βρείτε το Σημειωματάριό μου εδώ.

https://yrosa.wordpress.com/

George Seferis-Collected Poems --- ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

 George Seferis-Collected Poems

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾿ αρέσαν.
Τ᾿ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρὰ μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη-
νησιά, χρώμα Θλιμμένης Παναγίας, αργὰ στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριὰ ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς και μέλη ανθρώπων
βαριὰ μία νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της  ἐπιστροφής μας να χα-
    ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενὸς φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμὴ της  πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι-
σε τούτο το τυρρηνικὸ χωριό, πίσω απὸ τη Θάλασσα του
    Σαλέρνο
πίσω απὸ τα λιμάνια του γυρισμού, στην  άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιὰ απὸ σμάλτο.
Σιωπὲς αγαπημένες της  σελήνης.

Είναι κι αυτὸς ένας ειρμὸς της σκέψης, ένας τρόπος
ν᾿ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
ποὺ ξέφυγε κρυφὰ και φέρνει
μαντάτα απὸ το σπίτι κι απὸ τοὺς συντρόφους,
και βιάζεσαι ν᾿ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιὰ και ταν αλλάξει.
Ερχόμαστε απ᾿ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
   τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που ῾σβησε σαν τα μικρὸ λυχνάρι
πολλὲς φορὲς γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ᾿ την άμμο της  έρημος απ᾿ τις Θάλασσες του
    Πρωτέα,
ψυχὲς μαραγκιασμένες απὸ δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλὶ μες στο κλουβί του.
Το βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αυτὴ τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγὴ του καθενός μας
ή αυτὸ ποὺυ θα ῾λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο και ἀπάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους-
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο-
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρὸ σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακὸς και διψασμένος σαν το χόρτο,

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν-
σαν έρθει ο Θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ᾿ άλλο χωράφι-
σαν έρθει ο Θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικὸ
άλλοι μπερδεύουνται μες στ᾿ αγαθά τους,  άλλοι  ρητο-
    ρεύουν.
Αλλὰ τα ξόρκια τ᾿ αγαθὰ τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοὶ μακριά, τί θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μὴν είναι αυτὸ που μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς του σπείρειν, καιρὸς του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
   τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτὸς πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ῾θελε να μείνει βασιλιὰς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανεὶς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν᾿ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ᾿ το δέντρο του μπαμπού,
καθὼς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον  πελεκούν και που του καίνε σαν
    το πεύκο, και τον  βλέπεις
είτε στο σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
   νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθὼς το δεί-
    χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλὸ και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτὰ καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν-
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας
λεύγες και λεύγες-
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατὶ τ᾿ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατὶ είναι ζωντανὴ
γιατὶ είναι αμίλητη και προχωράει-
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ὁ Μιχάλης
που έφυγε μ᾿ ανοιχτὲς πληγὲς απ᾿ τὸ νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μὲς στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον  πόνο μας- «Στα σκοτεινὰ
πηγαίνουμε, στα σκοτεινὰ προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾿ αρέσουν.

                                                    Cava dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου 44

LAST STOP

The moonlit nights that I liked were just a few.

The abc-book of the stars that you spell

as the tiredness of the ending day carries it

and you find other meanings and other hopes

you can read it more clearly now.

Now that I sit here idle and think of it

just a few moons have remained in my memory

islands, color of a sorrowful Virgin, slowly at the moon’s

waning or moonlight on cities of the north at times

throwing on turbulent streets rivers and peoples’ limbs

          a heavy torpor.

And yet over here last night, in this final port of ours

where we wait for the hour of our return home to dawn

like an old debt, like money that stayed for years

in the chest of an old miser, and finally

the time for payment comes and you hear

coins falling on the table

in this Tyrrhenian village, behind the sea of Salerno

behind the ports of our return, at the edge

of an autumn squall, the moon

surpassed the clouds, and the houses

on the opposite slope turned into gold.

Beloved silences of the moon

Even this is a train of thought, a way

to start talking of things you confess

uneasily, at times when you can’t hold back, to a friend

who secretly escaped and brings

news from home and from the comrades

and you hurry to open your heart

before the foreign lands get ahead of you and change him.

We come from Arabia, Egypt, Palestine, Syria

to the little nation of Kommagene that flickered out like a small lamp,

many a time comes to our minds

and great cities that lived thousands of years

and then turned into pastures for the water buffalo

fields for sugar-cane and corn.

We come from the desert sand and the sea of Proteus

souls withered by public sins,

each of us with his office like a bird in its cage.

The rainy autumn in this gorge

festers the wound of each of us

or what you may otherwise call nemesis, fate

or just bad habits, fraud and deceit

or even the selfish urge to gain out of the other’s blood.

Man smartens up easily in wars

man is soft, a bale of grass;

lips and fingers desiring a white breast

eyes that squint in the day’s radiance

and feet that would run, even if tired

at the slightest whistle of profit.

Man is soft and thirsty like the grass,

insatiable like grass, his nerves roots that spread;

         when harvest comes

prefers that the scythes whistle in the other field;

          when harvest comes

others call out to exorcise the demon

others get entangled with their riches, others

          deliver speeches.

But what can you do with the riches, exorcisms

and speeches when the alive are far away?

Perhaps man is something else?

Perhaps it is him who transmits life?

Time for sowing, time for harvest.

You may say, friend, it’s the same again and again.

But the refugee’s thought, the thought of the captive

the thought of a man who ended up being a commodity

try to change it, you can’t.

Perhaps he would have preferred to stay king of the cannibals

spending strength that nobody buys

sauntering among the agapanthi fields

hearing side drums under the bamboo trees

as the courtiers dance with their monstrous masks.

But the country that they chop and they burn like

the pine, and which you see

either in the dark train wagon, without water, broken

         windows, night after night

or in the burning ship that will sink as the statistics

          prove it,

these grew roots in the mind and don’t change

these planted images same with those trees

that grow their branches in the virgin forests

and they nail themselves in the soil and sprout again

they spread branches and re-grow striding

           league after league

a virgin forest of killed friends in our minds.

And if I describe it to you in fables and fairytales

it’s that you’ll find it more gentle, and horror

can’t be discussed because it is so alive

because it’s silent and keeps on going;

drips in the day, drips in the sleep

the bitter memory of misfortune.

To speak of heroes, to speak of heroes: Michael

who left the hospital, his wound still open

perhaps he talked of heroes when, that night

when he dragged his leg in the darkened city

he howled groping our pain ‘we walk

in the dark, we walk in the dark…’

The heroes walk in the dark.

The moonlit nights that I liked were just a few.

                    Cava de Tirreni, 5 October `44

ΑΛΜΥΡΟ ΚΕΪΚ ΜΕ ΣΠΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΦΕΤΑ

 ΑΛΜΥΡΟ ΚΕΪΚ ΜΕ ΣΠΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΦΕΤΑ

Αλμυρό κέικ με σπανάκι και φέτα

Υλικά

  • 4 αυγά
  • 1 γιαουρτάκι στραγγιστό
  • 1 φλιτζάνι του τσαγιού ηλιέλαιο
  • 200 γρ. σπανάκι
  • μισό ματσάκι άνηθο
  • αλάτι
  • πιπέρι
  • 300 γρ. τυρί φέτα
  • 200 γρ. κασέρι τριμμένο
  • 1 μπέικιν
  • 250 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις

 

Εκτέλεση

Χτυπάμε με το μίξερ μας το ηλιέλαιο, τα αυγά, το γιαούρτι, το μπέικιν, το σπανάκι ψιλοκομμένο και τον άνηθο ψιλοκομμένο.

Προσθέτουμε λίγο αλάτι και πιπέρι και στην συνέχεια ρίχνουμε σιγά σιγά το αλεύρι

Έπειτα ρίχνουμε το κασέρι, την φέτα σπασμένη με το χέρι και ανακατεύουμε το μίγμα μας ένα κουτάλι σιγά, σιγά, ώστε η φέτα μας να μην διαλυθεί εντελώς.

Λαδώνουμε μία φόρμα του κέικ και αδειάζουμε μέσα το μίγμα μας.

Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς για περίπου μία ώρα, ανάλογα πάντα με τον φούρνο.

 

Καλή σας όρεξη!

Της Χριστίνας Κέμου

https://xristinacook.wordpress.com/

Instagram : xristina.kemou

Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις;

  Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις; – Θώμη Μπαλτσαβιά – GynaikaEimai 15 Ιανουαρίου 2025 Υπάρχουν πολλά στάδια που πέρασα με σένα και τη...