Ἀνδρέας Σεραφείμ: Καροτόσουπα
Ἀνδρέας Σεραφείμ
Καροτόσουπα
ΟΒΕΙΣ τὸ κρεμμύδι. Σὲ ἁδρὰ κομμάτια, χοντρά. Νὰ πιάνονται στὸ χέρι, νὰ μετρᾶνε μετὰ στὸ στόμα. Ἡ προαιώνια αἴσθηση τῆς ἁφῆς καὶ τῆς γεύσης. Δέκα κοπὲς κάνεις, δὲν χρειάζονται παραπάνω. Τὸ θέμα εἶναι νὰ χειρίζεσαι καλὰ τὸ μαχαίρι ἐσύ. Μαθαίνεται μὲ τὸν καιρὸ καὶ αὐτό. Καθαρίζεις προσεκτικὰ τὰ καρότα καὶ τὰ κόβεις. Σὲ μικρότερα κομμάτια ἀπὸ ὅ,τι τὸ κρεμμύδι. Ἀνάβεις τὴ φωτιά, βάζεις ἐλαιόλαδο καὶ τσιγαρίζεις τὸ κρεμμύδι. Νὰ ἀλλάξει χρῶμα. Νὰ μελώσει, λένε. Καταπῶς ἡ ζωή. Ναί, μὴ σοῦ φαίνεται παράξενο. Ξεκινάει ἀψιδερή, καταλήγει γλυκιὰ ὅσο ἀφήνει τὴν ἀσπριδερή της μορφὴ νὰ φύγει, νὰ χαθεῖ. Γιατὶ —ἴσως τὸ ξέρεις— τὸ ἄσπρο, ἡ ἀθώα λευκότητα εἶναι τὸ χρῶμα τοῦ πένθους. Πλακώνει βαρύτερα ἀπὸ τὸ μαῦρο. Ἐλπίδα; Ὄχι. Θάνατος. Συντριβή. Ἀπολυτότητα στὸ κενὸ καὶ στὸν χρόνο. Ἡ μία καὶ μόνη. Ἡ δυνατὴ ἀπολυτότητα. Ἡ δογματική. Ἡ στραγγαλιστική. Μόνο ποὺ οἱ ἄνθρωποι θέλουμε νὰ ἀλλάζουμε τὰ νοήματα, νὰ φτιάχνουμε ἐλπίδες στὸν δικό μας καμβὰ καὶ νὰ βλέπουμε ὅ,τι δὲν μποροῦμε γύρω μας. Μιὰ ἄλλη νεφελοκοκκυγία. Νεφελοβασία στὸν κόσμο ἑνὸς ἐπίπλαστου ὀνείρου. Ποὺ δὲν κάνει κακό. Λυτρώνει πολλὲς φορὲς ἡ φενάκη. Ἀλλὰ εἶναι τέτοια. Λευκὲς ζωὲς δὲν ὑπάρχουν. Βεβαιότητα.
Ποῦ εἴχαμε μείνει; Ναί, τσιγαρίζεις τὸ κρεμμύδι μέχρι νὰ μυρίσει τὸ τηγάνι σου. Παίρνεις λίγο, τὸ δοκιμάζεις. Πάντα μαγεύει μία δοκιμὴ ἀπὸ τὸ τηγάνι, ἕνα βούτηγμα στὸ κενὸ ποὺ ἔχει πάτο. Ἀφαιρεῖς τὸ κρεμμύδι καὶ βάζεις τὸ καρότο. Νὰ πάρει τὴ γεύση, λίγο ἀπὸ τὰ σάκχαρα τοῦ κρεμμυδιοῦ στὸ καυτὸ λάδι. Ἔτσι τὸ ἔκανε ἡ μάνα μου καὶ μεθοκοποῦσε ἀρώματα ὅλη ἡ γειτονιά. Νὰ πειραματίζεσαι, νὰ μαθαίνεις. Ἔτσι μοῦ ‘λεγε. Τὰ ὑλικὰ δὲν θὰ σὲ προδώσουν. Ἡ τεχνική σου θὰ φτιάξει μὲ τὸν καιρό. Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα. Ὅ,τι ὑπάρχει στὸ τηγάνι εἶναι μιὰ μελωδία ζωῆς. Ἔτσι νὰ τὸ σκέφτεσαι. Νὰ τὴν ἀκοῦς. Νὰ τῆς μιλᾶς. Νοστιμεύει. Πατᾶς μία σκελίδα σκόρδο μὲ τὸ μαχαίρι. Δὲν κόβεις ἐδῶ. Ὅλα θέλουν τὸν τρόπο τους. Πατᾶς καὶ βγαίνουν ὅλα τὰ ἀρώματα καὶ ὅλες οἱ γεύσεις. Κρασὶ λευκὸ καὶ λεμονοχυμός. Ὀξύτητα ἀπὸ δάκρυ. Εἶδες ποὺ τὰ πένθη ταιριάζουν; Ἡ κατσαρόλα εἶναι μιὰ ζωή, τελικά, ἔ; Παίρνεις ἕνα γερὸ μαχαίρι. Μεγάλο στὴ θωριά του. Πλατὺ στὴ λεπίδα του. Ἀρχίζεις νὰ κονιορτοποιεῖς τὸ βρασμένο καρότο. Ἔτσι τό ‘κάναν παλιά. Καιγόντουσαν, ἀλλὰ δὲν ἔνιωθαν πόνο. Μαθαίνεις νὰ ζεῖς μὲ αὐτόν. Ὅλα μαθαίνονται. Ξαναφτιάχνεις μέσα σου ὅ,τι χαλάει τὴ σάρκα. Πολτός, ζεματιστὸ νερό, κρέμα γάλακτος. Δική μου ἐπινόηση. Ζεῖς, μαθαίνεις. Ἡ μάνα δὲν τό ‘κανε ἔτσι. Ἁλάτι, πιπέρι. Πάντα. Μιὰ ζωὴ νὰ εἶναι ἁλμυρή, ὅπως τὸ ἁλάτι, καὶ γλυκιά, ὅπως εἶναι ἡ ζάχαρη. Αὐτὸ νὰ ζητᾶς.
Μαχαίρι. Τραβᾶς πίσω το κρεβατάκι σου, νὰ μὴν ἀκουμπάει τὸν τοῖχο. Μετακινεῖς κάποια μάρμαρα καὶ μπαίνεις κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Μὲ ἕνα μαχαίρι. Ἔχεις μαζί σου καὶ ἕνα ἐλιόψωμο. Λίγα καρότα. Γιὰ τὶς πολλὲς ἡμέρες. Νομίζεις, ἐλπίζεις ὅτι θὰ ‘ρθοῦν. Σὲ στοιχειώνει ἡ κρύπτη. Τὸ σκοτάδι πηχτό, ὅπως ἡ σούπα στὸ πιάτο σου. Γι’ αὐτὸ ἡ κρέμα γάλακτος. Νὰ βαραίνει τὸ ὑλικό, νὰ συμπυκνώνεται, νὰ σοῦ δίνει ὅ,τι ἔζησες. Καὶ δὲν φεύγει. Οὔτε ὁ χρόνος τὸ διώχνει οὔτε ἡ συνείδησή σου. Τὸ μαῦρο στὸ λευκό. Καὶ τὸ ἀνάποδο. Ἐκεῖ πάντα καταλήγεις. Κάποιος σὲ βρίσκει. Ἀκοῦς βήματα. Ἕνας; Μᾶλλον ἕνας. Φωνάζει, βρίζει στὴ γλώσσα του, δὲν ἀπαντᾶς. Ἀνοίγει τὸ στόμιο, κάνει νὰ κατέβει καὶ σβήνει γιὰ πάντα το φῶς. Καὶ δὲν εἶναι εὔκολο, ξέρεις. Δὲν μπαίνει ὅπου νά ‘ναι ἡ αἰχμή. Ἐδῶ νὰ μπεῖ; Ἐκεῖ; Δὲν ξέρεις. Καὶ μετὰ ἕνας ἀκόμα. Μόνος του. Καὶ τὸ τέλος. Τὸ ἴδιο, ξανά.
Τὸ μαχαίρι εἶναι δικό σου. Στὸ ἔδωσαν, τὸ κράτησες γιὰ μιὰ στιγμή, τὸ ζύγισες στὸ μπόϊ σου καὶ τό ‘κανες ὁλοδικό σου. Βίωμα. Ἦταν ὁ μόνος τρόπος νὰ φτιάξεις τὴν καροτόσουπα. Νὰ ξεγυμνώσεις ὅ,τι πρέπει ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ νὰ φτιάξεις ὅ,τι φτιάχνει τὴν ζωή. Ὀξύμωρο; Σκοτώνεις, γιὰ νὰ δώσεις ζωή; Λανθασμένη μᾶλλον εἶναι ἡ στίξη ἐδῶ, ἔτσι; Ρωτᾶς γιὰ τὴ βεβαιότητα; Τόσα ἐρωτηματικὰ —καὶ ἕνα ἀκόμα αὐτὸ— γιὰ νὰ δεῖς ξανὰ ὅ,τι εἶδες καὶ νὰ μάθεις ὅ,τι ἤδη ξέρεις; Τὸ εἶδα κάποτε καὶ σὲ ἕνα δέντρο. Ὁ θάνατος ἔδινε ζωή. Σπουργίτι καὶ κοράκι. Μοίρασε ἐσὺ τοὺς ρόλους. Φενάκη. Ψευδαίσθηση. Κάτι προαιώνιο τὸ ἔχει κάνει ἤδη. Μετάνιωσες ἢ ὄχι, ὅ,τι σοῦ δόθηκε δὲν ἀλλάζει. Τὸ κράτησες, εἶναι δικό σου. Ἰδέα. Μεγάλη, ὑψηλή. Ἦταν καὶ εἶναι καὶ πάντα θὰ εἶναι γιὰ ἐκεῖνα τὰ μπλὲ γράμματα στὸν ἄσπρο τοῖχο. Ὅσα χρόνια καὶ νὰ περάσουν…
Ἡ σούπα σερβίρεται ζεστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου