ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ
Το «Με τα μάτια κλειστά» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Gianrico Carofiglio που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Ο Carofiglio ιδιαίτερα αγαπητός και επιτυχημένος στην Ιταλία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργεί ένα πολύ ενδιαφέροντα ήρωα των έργων του, το δικηγόρο Γκουίντο Γκουεριέρι. Ο ίδιος ο Carofiglio είναι πρώην εισαγγελέας στο Μπάρι, δούλεψε στην επιτροπή για την καταπολέμηση της μαφίας, στη συνέχεια εκλέχτηκε γερουσιαστής αλλά τελικά αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο.
Η ιστορία του βιβλίου ξεκινά όταν μια παράξενη γυναίκα, η οποία έχει το «χαρακτηριστικό στιλ αστυνομικίνας της δίωξης κοινού εγκλήματος ή ναρκωτικών», τον επισκέπτεται στο γραφείο του και συστήνεται ως «αδελφή Κλάουντια» και διευθύντρια μιας κοινότητας όπου στεγάζει και προστατεύει κακοποιημένες γυναίκες. Του ζητά να αναλάβει ως πολιτική αγωγή την υπόθεση της Μαρτίνα η οποία συνεργαζόταν ως εθελόντρια στην συγκεκριμένη κοινότητα.
«Πριν από κάνα χρόνο, αυτή η κοπέλα γνωρίζει κάποιον. Τον γνωρίζει μετά από μια δύσκολη περίοδο της ζωής της, μιας ζωής που συνολικά ποτέ δεν υπήρξε εύκολη. Αυτός ο τύπος παρουσιάζεται σαν το βασιλόπουλο του παραμυθιού. Ευγενικός, συμπονετικός, ερωτευμένος. Πλούσιος. Και όμορφος επίσης, όπως λένε οι γυναίκες. Σχεδόν τέλειος. Να μην τα πολυλογώ, μέσα σε κάνα μήνα πηγαίνουν να ζήσουν μαζί. Χωρίς να παντρευτούν ευτυχώς.» Όμως «μετά από κάνα μήνα συμβίωσης, αυτός αλλάζει…Στην αρχή παύει να είναι τόσο ευγενικός, στη συνέχεια αρχίζει να γίνεται βίαιος…Κοντολογίς, η συμβίωση γίνεται κόλαση». Και «όταν, κάποιο βράδυ, εκείνη του είπε πως δεν άντεχε πιά και πως, αν δεν τελείωνε η ιστορία, θα έφευγε, αυτός την έσπασε στο ξύλο.»
Η υπόθεση μοιάζει στρωτή και σχετικά εύκολη για τον ικανό δικηγόρο Γκουεριέρι μέχρι αυτός να πληροφορηθεί ότι ο δράστης αυτών των κατ’ εξακολούθηση κακοποιήσεων της Μαρτίνα είναι ένα «κάθαρμα, γνωστός παράγοντας του λεγόμενου «καθωσπρέπει» Μπάρι, πρώην φασίστας βασανιστής, χαρτοπαίχτης» αλλά και νοσοκομειακός γιατρός σε πανεπιστημιακή κλινική και κυρίως γιος ενός πανίσχυρου δικαστή και προέδρου ενός από τα ποινικά τμήματα του Εφετείου. Η υπόθεση της Μαρτίνα καταλήγει στα δικαστήρια.
Μέσα σ’ αυτό το δύσκολο σκηνικό και με αφορμή αυτή τη φαινομενικά απλή και αρκετά συνηθισμένη ιστορία, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα συναρπαστικό αστυνομικό – δικαστικό μυθιστόρημα με πολλές ανατροπές στην πλοκή, πολύ δουλεμένους από ψυχολογική άποψη χαρακτήρες και αναπάντεχο τέλος.
Η δικαστική αυτή υπόθεση δίνει την ευκαιρία στον Carofiglio αφενός να περιγράψει με ακρίβεια τον τρόπο λειτουργίας του δικαστικού συστήματος στην Ιταλία και αφετέρου να αναρωτηθεί και να προβληματιστεί για το σύστημα της δικαιοσύνης και τους ανθρώπους που το διακονούν. Μεταφέροντας ο συγγραφέας στις σελίδες του βιβλίου του την ατμόσφαιρα των δικαστικών αιθουσών μέσα από ζωντανές περιγραφές και διαλόγους, εξασφαλίζει μια ταύτιση του αναγνώστη με το δικηγόρο Γκουεριέρι και κατά συνέπεια συμμετοχή στους προβληματισμούς του για την αμεροληψία της δικαιοσύνης στη γειτονική χώρα η οποία έχει πολλές φορές συσχετισθεί με την οργανωμένη και μη μαφία τα τελευταία χρόνια.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο Carofiglio μιλά και σχολιάζει πολλά θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία της πατρίδας του – πέρα από τη μαφία και τη δικαιοσύνη – όπως τη δύναμη της εξουσίας και πώς μπορεί αυτή να αφανίσει απλούς ανθρώπους, το δικαίωμα ή μη της χρήσης στα δικαστήρια προσωπικών στοιχείων που αφορούν στην ψυχολογική κατάσταση ανθρώπων που εμπλέκονται σε δικαστικές υποθέσεις, τα ηθικά όρια που πρέπει να τίθενται στις δικαστικές πρακτικές και αφορούν στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων αλλά πάνω απ’ όλα το θέμα της κακοποίησης παιδιών και γυναικών.
Παράλληλα ο συγγραφέας ξεφεύγει εντελώς από τα δύσκολα θέματα και το διδακτισμό καθώς με μαεστρία δημιουργεί και αξιοποιεί θαυμάσια τον ήρωά του δικηγόρο Γκουίντο Γκουεριέρι, ο οποίος από την αρχή του βιβλίου γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στον αναγνώστη. Ο Γκουεριέρι σαραντάρης, επιτυχημένος επαγγελματίας, είναι άνθρωπος των απλών καθημερινών παθών καθώς έχει διακόψει το τσιγάρο αρκετό καιρό αλλά ακόμη δυσκολεύεται μ’ αυτό. «Το πολύ να σταματήσει για λίγο. Για μέρες. Ή μήνες, ή για χρόνια. Αλλά κανείς δεν το κόβει. Το τσιγάρο είναι πάντα εκεί, παραμονεύει. Μερικές φορές σκάει μύτη στη μέση ενός ονείρου, πέντε, μπορεί και δέκα χρόνια αφότου «το έκοψες».» Ο Γκουίντο αγαπά την πυγμαχία αλλά και το Σουν Τσου, το βιβλίο κινέζικης στρατιωτικής στρατηγικής και προβληματίζεται αν «το μυστικό της μάχης είναι στη μη αντίσταση. Όποιος υποχωρεί, ξεπερνάει τις δοκιμασίες, όποιος είναι σκληρός, άκαμπτος, αργά ή γρήγορα χάνει και σπάει. Αργά ή γρήγορα θα βρει κάποιον πιο δυνατό.»Διαβάζει την «Ιθάκη» του Καβάφη και φιλοσοφικά κείμενα αλλά προβληματίζεται και «Γιατί διαβάζεις ένα βιβλίο; Που να ξέρω: Γιατί μου έκανε κέφι. Γιατί το βρήκα μπροστά μου όταν δεν είχα τι άλλο να διαβάσω ή να κάνω. Γιατί μου έκανε εντύπωση το εξώφυλλο ή ο τίτλος. Ή δυο λέξεις βαλμένες η μία δίπλα στην άλλη σε μια σελίδα που άνοιξα τυχαία.» Συζεί κατά κάποιο τρόπο με τη Μαργκερίτα καθώς έχει το διαμέρισμά του δυο ορόφους κάτω από το δικό της και μοιράζει το χρόνο του ανάλογα με τη διάθεσή του στα δυο σπίτια. Του αρέσει να μαγειρεύει, να ακούει μουσική και να βλέπει ταινίες. Δουλεύει πολύ, είναι ένας «από τους τέσσερις – πέντε πιο πλούσιους δικηγόρους στο Μπάρι – με βάση τα δηλωμένα εισοδήματα» καθώς αποφάσισε έπειτα από πολλά χρόνια να κόβει αποδείξεις στους πελάτες του! Ταυτόχρονα παλεύει με τους φόβους και τις ανησυχίες του. Παιδικά απωθημένα, ρίσκα που δεν πήρε, νεανικές τρέλες που δεν ικανοποίησε τον απασχολούν και τον στοιχειώνουν. Θέλει να πετάξει και έπειτα να κάνει πτώση με αλεξίπτωτο από αεροπλάνο αλλά διστάζει. Θυμάται και ξαναθυμάται μια σκηνή όταν ήταν παιδί και δίσταζε να περπατήσει στο παραπέτο στην ταράτσα μιας οκταώροφης πολυκατοικίας. «Εκείνο το αγοράκι, από τότε και σε τακτά χρονικά διαστήματα, ονειρεύεται πως σκαρφαλώνει το κιγκλίδωμα μιας ταράτσας και πηδάει στο κενό. Έτσι, κατευθείαν και χωρίς κανένα δισταγμό.»
Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης και τα όσα δύσκολα και απρόσμενα συνέβησαν σ’ αυτή, αποφασίζει να δοκιμάσει μαζί με τη Μαργκερίτα αυτή την πτώση. «Είχα τα μάτια κλειστά όταν άκουσα να φωνάζουν το όνομά μου. Τότε μόνο τα άνοιξα και είδα που βρισκόμουν. Είδα τον κόσμο κάτω από μένα, κι εγώ να πετάω χωρίς φόβο… Ένιωσα μια συγκίνηση που δεν μπορώ να εξηγήσω, καθώς κι εγώ σήκωνα το χέρι. Καθώς σήκωνα και τα δύο χέρια χαιρετώντας όπως έκανα μικρός, τότε που ήμουν πολύ ευτυχισμένος.»
Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά σε εξαιρετική μετάφραση της Άννας Παπασταύρου από τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Aldina.
Εκδόσεις : GUTENBERG
https://passepartoutreading.wordpress.com/category/%ce%be%ce%ad%ce%bd%ce%b7-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%87%ce%bd%ce%af%ce%b1/