Αν -- του Λάμπρου Καντίλα
Ξύπνησε.
Είχε ξεχάσει να βάλει ξυπνητήρι, μόλις κατάλαβε όμως ότι ξημέρωσε Κυριακή δεν τον ένοιαξε πολύ. Σηκώθηκε, πλύθηκε και ετοιμάστηκε να πάει στο αγαπημένο του μαγαζί που κάθε Κυριακή του άρεσε να κάθεται να πίνει τον καφέ του, να χαζεύει τους περαστικούς διαβάζοντας τα νέα ή παρακολουθώντας τα προφίλ του σε διάφορα δικτυακά κοινωνικά μέσα.
«Καλώς τον, καλημέρα! Το γνωστό;» του είπε η σερβιτόρα μόλις τον είδε, εκείνη ήταν η αγαπημένη του. Πάντα του χαμογελούσε ζεστά και όποτε δεν είχε κόσμο το μαγαζί κουβέντιαζαν, όσο προλάβαιναν, για λογοτεχνία.
«Καλημέρα, το γνωστό όπως πάντα.»
Έκατσε στο τραπεζάκι που καθόταν συνέχεια, όλοι ήξεραν ότι η θέση είναι πιασμένη από εκείνον, με θέα στον πεζόδρομο, παρατηρώντας τον κόσμο που περνούσε. Του άρεσε για λίγο να νιώθει ότι βρίσκεται ανάμεσά τους ακούγοντάς τους να μιλάνε, να μαλώνουν, τους έδινε συμβουλές με την σκέψη του και πότε πότε χαμογελούσε, κάτι σπάνιο για εκείνον.
Χάζευε στο τάμπλετ του ώσπου ξαφνικά… Μια γυναίκα, ήρθε και έκατσε απέναντι, άφησε την τσάντα της στην καρέκλα δίπλα της, ακούμπησε τα γυαλιά και το κινητό της στο τραπεζάκι κάπως απότομα και έψαχνε να την εξυπηρετήσουν γρήγορα. Φαινόταν βιαστική, παρ’ όλα αυτά, είχε μια ηρεμία στο πρόσωπό της που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Έπιασε τα μαλλιά της έναν γρήγορο κότσο γιατί τα έπαιρνε ο αέρας και την ενοχλούσε. Έβγαλε από την τσάντα της ένα βιβλίο, ήταν το ίδιο ακριβώς με αυτό που ξεκίνησε να διαβάζει και εκείνος δύο μέρες πριν αλλά το είχε αμελήσει λόγω υποχρεώσεων. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο, σκέφτηκε. Κάτι έπρεπε να κάνει. Πέρασαν λίγα λεπτά και έκανε την σκέψη να πάει να της μιλήσει. Πήρε βαθιά ανάσα.
Έκλεισε τα μάτια του.
Την πλησίασε. Με μια ατάκα από το βιβλίο κέρδισε το χαμόγελο της και τη θέση στη διπλανή καρέκλα που μέχρι εκείνη την στιγμή απολάμβανε μονάχα η τσάντα της. Μιλούσαν αρκετή ώρα, αντάλλαξαν ονόματα, χαμόγελα, αριθμούς. Του άρεσε η εμφάνισή της αλλά όσο της μιλούσε τον γοήτευε περισσότερο το μυαλό της. Όλα έμοιαζαν αρμονικά, υπέροχα, τέλεια. Είχε καιρό να νιώσει ενδιαφέρον για κάποιο άτομο, η έξαψη στο κορμί του τον είχε συνεπάρει. Μεθούσε από τα λόγια της ώσπου ξαφνικά, ακούστηκε ένας θόρυβος, ένας ήχος που τον αποσυντόνισε.
Άνοιξε τα μάτια του.
Χτυπούσε το κινητό της. Προσπάθησε να συνέλθει αντικρίζοντας την πραγματικότητα. Την κοιτούσε από το τραπεζάκι του να ψάχνει σαν τρελή να το βρει μέσα στην τσάντα της, να απαντά στην κλήση και να ζητάει να πληρώσει τον λογαριασμό βιαστικά. Πλήρωσε, μάζεψε τα πράγματα της και έφυγε.
Την έβλεπε να χάνεται μέσα στο πλήθος κόσμου στον πεζόδρομο, ανήμπορος προσπαθούσε να την διακρίνει ώσπου την έχασε τελείως από τα μάτια του.
Θα μπορούσα να της είχα μιλήσει, σκέφτηκε. Δεν ήθελε να μείνει άλλο εκεί. Φώναξε την αγαπημένη του σερβιτόρα, του χαμογέλασε αλλά αυτή τη φορά δεν τον ενθουσίασε. Δεν τον γέμιζε το ίδιο. Ήθελε εκείνο που είχε φανταστεί. Το χαμόγελο της γυναίκας που είχε κάτσει απέναντι. Πλήρωσε, χάρισε όλα τα ρέστα και έφυγε.
Στους ανθρώπους αρέσει να νιώθουν ότι έχασαν μια ευκαιρία για κάποιον άλλο λόγο πέρα από τον εαυτό τους. Όταν όμως καταλάβουν ότι οι ίδιοι είναι θύματα και θύτες ταυτόχρονα της θλίψης τους, μετανιώνουν που μετάνιωσαν να κάνουν ένα καινούργιο βήμα. Μια νέα αρχή.
Αν είχα μιλήσει…
https://stylerivegauche.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου