Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Κλαρίσε Λισπέκτορ (Clarice Lispector): Μία κότα

 

Κλαρίσε Λισπέκτορ (Clarice Lispector): Μία κότα

Posted on  by planodion


Κλα­ρί­σε Λι­σπέ­κτορ (Clarice Lispector)

Μία κό­τα

ΤΑΝ ΜΙΑ ΚΟΤΑ κυ­ρια­κά­τι­κη. Ζων­τα­νὴ ἀκό­μη για­τί δὲν εἶ­χε πά­ει ἐν­νιὰ ἡ ὥρα τὸ πρωί.

Ἔμοια­ζε ἤρε­μη. Ἀπὸ τὸ Σάβ­βα­το εἶ­χε μα­ζευ­τεῖ σὲ μιὰ γω­νιὰ τῆς κου­ζί­νας. Δὲν κοι­τοῦ­σε κα­νέ­ναν, δὲν τὴν κοι­τοῦ­σε κα­νείς. Ἀκό­μη καὶ τό­τε ποὺ τὴν εἶ­χαν δια­λέ­ξει, ψη­λα­φῶν­τας ἀδιά­φο­ρα τὰ ἀπό­κρυ­φά της, δὲν ἤξε­ραν νὰ ποῦν ἂν ἦταν πα­χου­λὴ ἢ ἀδύ­να­τη. Κα­νεὶς πο­τὲ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μαν­τέ­ψει ὅτι εἶ­χε κά­ποια λα­χτά­ρα.

       Ἦταν λοι­πὸν μιὰ κά­ποια ἔκ­πλη­ξη ὅταν τὴν εἶ­δαν νὰ ἀνοί­γει τὰ φτε­ρὰ ποὺ ἴσα ἴσα τῆς ἐπέ­τρε­παν μιὰ χα­μη­λὴ πτή­ση, νὰ φου­σκώ­νει τὸ στῆ­θος καί, μὲ δυὸ τρεῖς πή­δους, νὰ φτά­νει τὸ τοι­χά­κι τῆς αὐ­λῆς. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἀκό­μη ἀμ­φι­τα­λαν­τεύ­τη­κε —ἀρ­κε­τὸς χρό­νος γιὰ νὰ βά­λει τὶς φω­νὲς ἡ μα­γεί­ρισ­σα— καὶ σὲ λι­γά­κι βρι­σκό­ταν στὴν αὐ­λὴ τοῦ γεί­το­να, ἀπ’ ὅπου, μὲ μιὰ ἀκό­μη ἀδέ­ξια πτή­ση, ἔφτα­σε σὲ μιὰ σκε­πή. Ἔμει­νε ἐκεῖ σὰν στο­λί­δι σὲ λά­θος θέ­ση, δι­στά­ζον­τας πό­τε στὸ ἕνα πό­δι, πό­τε στὸ ἄλ­λο. Ὅλη ἡ οἰ­κο­γέ­νεια μα­ζεύ­τη­κε τρέ­χον­τας καὶ εἶ­δαν τα­ραγ­μέ­νοι τὸ με­ση­με­ρια­νό τους δί­πλα σὲ μιὰ κα­μι­νά­δα. Ὁ ἄν­τρας τοῦ σπι­τιοῦ, θυ­μού­με­νος τὴ δι­πλὴ ἀνάγ­κη τῆς πε­ρι­στα­σια­κῆς ἄθλη­σης καὶ τοῦ με­ση­με­ρια­νοῦ, φό­ρε­σε πε­ρι­χα­ρὴς ἕνα μα­γιό, καὶ κα­τά­φε­ρε νὰ ἀκο­λου­θή­σει τὴ δια­δρο­μὴ τῆς κό­τας: ἔφτα­σε μὲ προ­σε­κτι­κὰ ἅλ­μα­τα στὴ στέ­γη ὅπου ἐκεί­νη, δια­τα­κτι­κὴ καὶ τρε­μά­με­νη, ἀκο­λου­θοῦ­σε βια­στι­κὰ ἄλ­λο δρό­μο. Ἡ κα­τα­δί­ω­ξη ἐν­τά­θη­κε. Ἀπὸ στέ­γη σὲ στέ­γη διέ­σχι­σαν ὁλό­κλη­ρο τὸ τε­τρά­γω­νο. Ἐλά­χι­στα συ­νη­θι­σμέ­νη σὲ ἕναν τέ­τοιο ἄγριο ἀγῶ­να ἐπι­βί­ω­σης, ἡ κό­τα ἔπρε­πε νὰ δια­λέ­ξει μό­νη της τὸ δρό­μο ποὺ θὰ ἔπαιρ­νε, χω­ρὶς κα­μιὰ βο­ή­θεια ἀπὸ τὴ ρά­τσα της. Ὁ νε­α­ρὸς ὅμως ἦταν ἕνας ἐν ὑπνώ­σει κυ­νη­γός. Καὶ ὅσο ἀσή­μαν­το καὶ νὰ ἦταν τὸ θή­ρα­μα, ἡ κραυ­γὴ τῆς κα­τά­κτη­σης εἶ­χε ἠχή­σει.

       Μό­νη στὸν κό­σμο, χω­ρὶς πα­τέ­ρα οὔ­τε μη­τέ­ρα, ἐκεί­νη ἔτρε­χε, ἀγ­κο­μα­χοῦ­σε, βου­βή, συγ­κεν­τρω­μέ­νη. Κα­μιὰ φο­ρά, πά­νω στὴ φυ­γή, αἰ­ω­ροῦν­ταν ξέ­πνοη σὲ ἕνα γεί­σω­μα τῆς στέ­γης καί, ὅσο ὁ νε­α­ρὸς σκαρ­φά­λω­νε μὲ δυ­σκο­λία σὲ ἄλ­λες στέ­γες, εἶ­χε χρό­νο νὰ ἔρ­θει στὰ συγ­κα­λά της γιὰ μιὰ στιγ­μή. Καὶ τό­τε φαι­νό­ταν τό­σο ἐλεύ­θε­ρη.

       Χα­ζή, ντρο­πα­λὴ καὶ ἐλεύ­θε­ρη. Ὄχι νι­κή­τρια ὅπως θὰ ἦταν ἕνας κό­κο­ρας σὲ φυ­γή. Τί εἶ­χε λοι­πὸν στὰ σπλά­χνα της ποὺ τὴν κα­θι­στοῦ­σε ὀν; Ἡ κό­τα εἶ­ναι ἕνα ὀν. Πράγ­μα­τι δὲν μπο­ροῦ­σες νὰ τὴν ἐμ­πι­στευ­τεῖς σὲ τί­πο­τα. Οὔ­τε ἡ ἴδια δὲν ἐμ­πι­στευό­ταν τὸν ἑαυ­τό της, ὅπως ὁ κό­κο­ρας πι­στεύ­ει στὸ λει­ρί του. Τὸ μο­να­δι­κό της πλε­ο­νέ­κτη­μα εἶ­ναι πὼς ὑπῆρ­χαν τό­σες κό­τες ποὺ κά­θε φο­ρὰ ποὺ πέ­θαι­νε μία ξε­πή­δα­γε μιὰ ἄλ­λη, τὴν ἴδια στιγ­μή, τό­σο ἴδια σὰν νὰ ἦταν ἡ ἴδια.

       Τε­λι­κά, μία ἀπὸ τὶς φο­ρὲς ποὺ κον­το­στά­θη­κε γιὰ νὰ ἀπο­λαύ­σει τὴ φυ­γή της, ὁ νε­α­ρὸς τὴν πρό­φτα­σε. Ἀνά­με­σα σὲ κραυ­γὲς καὶ πού­που­λα, πιά­στη­κε. Κα­τό­πιν τὴ σή­κω­σε θριαμ­βι­κὰ ἀπὸ τὸ ἕνα φτε­ρό, τὴν κου­βά­λη­σε πά­νω ἀπ’ τὶς στέ­γες καὶ τὴν ἀπό­θε­σε κά­πως βί­αια στὸ πά­τω­μα τῆς κου­ζί­νας. Ζα­λι­σμέ­νη ἀκό­μη, ἀνα­σά­λε­ψε λι­γά­κι, μὲ κα­κα­ρί­σμα­τα βρα­χνὰ καὶ ἀβέ­βαια.

       Τό­τε ἦταν ποὺ συ­νέ­βη. Μέ­σα στὴ φού­ρια της, ἡ κό­τα ἔκα­νε ἕνα αὐ­γό. Ἔκ­πλη­κτη, ἐξου­θε­νω­μέ­νη. Μπο­ρεῖ καὶ νά ’ταν πρό­ω­ρο. Ὅμως λί­γο με­τά, κα­θὼς ἦταν γεν­νη­μέ­νη γιὰ τὴ μη­τρό­τη­τα, ἔμοια­ζε μὲ ἔμ­πει­ρη γριὰ μη­τέ­ρα. Κά­θι­σε πά­νω στὸ αὐ­γὸ κι ἔμε­νε ἔτσι, ἀνα­πνέ­ον­τας, κουμ­πώ­νον­τας καὶ ξε­κουμ­πώ­νον­τας τὰ μά­τια. Ἡ καρ­διά της, τό­σο μι­κρὴ στὸ πιά­το, ἔκα­νε τὰ φτε­ρά της νὰ ὑψώ­νον­ται καὶ νὰ χα­μη­λώ­νουν, γε­μί­ζον­τας μὲ θέρ­μη αὐ­τὸ ποὺ δὲν θὰ ἦταν πο­τὲ τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω ἀπὸ ἕνα αὐ­γό. Μο­νά­χα τὸ κο­ρί­τσι ἦταν κον­τὰ καὶ τὰ πα­ρα­κο­λού­θη­σε ὅλα μὲ τρό­μο. Μὰ μό­λις μπό­ρε­σε νὰ ξε­φύ­γει ἀπὸ τὸ θέ­α­μα, ξε­κόλ­λη­σε τὰ πό­δια της ἀπὸ τὸ πά­τω­μα καὶ βγῆ­κε φω­νά­ζον­τας:

       «Μα­μά, μα­μά, μὴν τὴ σκο­τώ­σεις πιὰ τὴν κό­τα, ἔκα­νε αὐ­γό! Θέ­λει τὸ κα­λό μας!»

       Ἔτρε­ξαν ὅλοι ξα­νὰ στὴν κου­ζί­να καὶ πε­ρι­κύ­κλω­σαν βου­βοὶ τὴ νε­α­ρὴ λε­χώ­να. Ζε­σταί­νον­τας τὸ παι­δί της, δὲν ἦταν οὔ­τε εὐ­γε­νι­κὴ οὔ­τε ἀκα­τά­δε­χτη οὔ­τε χα­ρού­με­νη οὔ­τε θλιμ­μέ­νη, δὲν ἦταν τί­πο­τα, ἦταν μιὰ κό­τα. Πρᾶγ­μα ποὺ δὲν ὑπο­δή­λω­νε κα­νέ­να ἰδιαί­τε­ρο συ­ναί­σθη­μα. Ὁ πα­τέ­ρας, ἡ μη­τέ­ρα καὶ ἡ κό­ρη κοί­τα­ζαν ἐκεῖ λί­γη ὥρα, χω­ρὶς νὰ σκέ­φτον­ται τί­πο­τα συγ­κε­κρι­μέ­νο. Κα­νεὶς πο­τὲ δὲν εἶ­χε χαϊ­δέ­ψει τὸ κε­φά­λι μιᾶς κό­τας. Ὁ πα­τέ­ρας τε­λι­κὰ ἀπο­φά­σι­σε κά­πως ἀπό­το­μα:

       «Ἂν βά­λεις νὰ σκο­τώ­σουν αὐ­τὴ τὴν κό­τα δὲν θὰ ξα­να­φάω κό­τα στὴ ζωή μου!»

       «Οὔ­τε κι ἐγώ!» ὁρ­κί­στη­κε μὲ ζέ­ση τὸ κο­ρί­τσι.

       Ἡ μη­τέ­ρα, κου­ρα­σμέ­νη, ἀνα­σή­κω­σε τοὺς ὤμους.

       Ἀγνο­ῶν­τας τὴ ζωὴ ποὺ τῆς χα­ρί­στη­κε, ἡ κό­τα ἄρ­χι­σε νὰ μέ­νει μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Τὸ κο­ρί­τσι, ἐπι­στρέ­φον­τας ἀπ’ τὸ σχο­λεῖο, πε­τοῦ­σε τὴν τσάν­τα τρέ­χον­τας κα­τ’ εὐ­θεῖ­αν στὴν κου­ζί­να. Ὁ πα­τέ­ρας ποὺ καὶ ποὺ θυ­μό­ταν ἀκό­μη: «Καὶ νὰ σκε­φτεῖς πὼς τὴν ἔβα­λα νὰ τρέ­χει σ’ αὐ­τὴ τὴν κα­τά­στα­ση!» Ἡ κό­τα εἶ­χε γί­νει ἡ βα­σί­λισ­σα τοῦ σπι­τιοῦ. Ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἴδια, τὸ ἤξε­ραν. Πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν ἀνά­με­σα στὴν κου­ζί­να καὶ τὴν πί­σω αὐ­λή, χρη­σι­μο­ποιῶν­τας τὶς δύο της ἱκα­νό­τη­τες: τὴν ἀπά­θεια καὶ τὴν ξαφ­νι­κὴ τρο­μά­ρα.

       Ὅμως ὅταν ὅλοι ἦταν ἥσυ­χοι στὸ σπί­τι καὶ ἔμοια­ζαν νὰ τὴν ἔχουν ξε­χά­σει, φού­σκω­νε ἀπὸ ἕνα μι­κρὸ θάρ­ρος, κα­τά­λοι­πο τῆς με­γά­λης φυ­γῆς – καὶ γυ­ρό­φερ­νε στὰ πλα­κά­κια, μὲ τὸ σῶ­μα νὰ ἀκο­λου­θεῖ τὸ κε­φά­λι, στα­μα­τῶν­τας σὰν νὰ βρι­σκό­ταν σὲ λι­βά­δι, ἂν καὶ τὸ κε­φα­λά­κι τὴν πρό­δι­δε: κου­νιό­ταν σβέλ­το καὶ τρε­μά­με­νο, μὲ τὴν ἀρ­χαῖα τρο­μά­ρα τοῦ εἴ­δους της ποὺ εἶ­χε γί­νει ἀπὸ και­ρὸ ἀν­τα­να­κλα­στι­κή.

       Κα­μιὰ φο­ρά, ὅλο καὶ πιὸ σπά­νια, ἡ κό­τα ξα­να­θυ­μό­ταν πῶς ἡ μορ­φή της ἔσκι­ζε τὸν ἀέ­ρα στὴν ἄκρη τῆς στέ­γης, ἕτοι­μη νὰ βγά­λει διάγ­γελ­μα. Ἐκεῖ­νες τὶς στιγ­μὲς φού­σκω­νε τὰ πνευ­μό­νια μὲ τὸν βρω­με­ρὸ ἀέ­ρα τῆς κου­ζί­νας καί, ἂν τὰ θη­λυ­κὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ λα­λά­νε, δὲν θὰ λα­λοῦ­σε ἀλ­λὰ θὰ ἔνιω­θε πο­λὺ πιὸ χα­ρού­με­νη. Πα­ρ’ ὅλο ποὺ οὔ­τε ἐκεῖ­νες τὶς στιγ­μὲς ἄλ­λα­ζε ἡ ἔκ­φρα­ση τοῦ ἀδεια­νοῦ της κε­φα­λιοῦ. Στὴ φυ­γή, στὴν ἀνά­παυ­λα, ὅταν γεν­νοῦ­σε ἢ ὅταν τσιμ­πο­λο­γοῦ­σε κα­λαμ­πό­κι – ἦταν ἕνα κε­φά­λι κό­τας, τὸ ἴδιο ποὺ εἶ­χε σχε­δια­στεῖ στὴν ἀπαρ­χὴ τῶν αἰ­ώ­νων.

       Ὥσπου μιὰ μέ­ρα τὴν ἔσφα­ξαν, τὴν ἔφα­γαν καὶ τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν.

Πηγή: Οἰκογενειακοὶ δεσμοὶ (Ἀντιποδες, 2019).

Ἡ Κλα­ρί­σε Λι­σπέ­κτορ (Clarice Lispector) γεν­νή­θη­κε στὸ Τσε­τσέλ­νικ τῆς Οὐ­κρα­νί­ας τὸ 1920, ἀπὸ Ἑβραί­ους γο­νεῖς. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της με­τα­νά­στευ­σε τὸ 1922 στὴ Βρα­ζι­λία. Θε­ω­ρεῖ­ται μία ἀπὸ τὶς ση­μαν­τι­κό­τε­ρες σὺγ­γρα­φείς τῆς πορ­το­γα­λι­κῆς γλὼσ­σας καὶ τὸ ἔρ­γο της εἶ­ναι γνωστό σὲ ὁλό­κλη­ρο τὸν κό­σμο. Ἀπὸ τοὺς ἀν­τί­πο­δες κυ­κλο­φο­ροῦν ἐπὶσης σὲ με­τά­φρα­ση Μά­ριου Χατζη­προ­κο­πί­ου ἡ Ὥρα του ἀστεριοῦ (2016) καὶ Τὰ κα­τὰ Α.Γ. πά­θη (2018).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ πορτογαλλικὰ

Μά­ριος Χα­τζη­προ­κο­πί­ου (Θεσ­σα­λο­νί­κη τὸ 1981). Σπού­δα­σε ἱστο­ρία καὶ θὲ­α­τρο στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη καὶ εἰ­κα­στι­κά στὸ Πα­ρί­σι, καὶ ἔκα­νε τὴ δι­δα­κτο­ρι­κή του δια­τρι­βὴ στὸν το­μέα τῶν σπου­δῶν ἐπι­τέ­λε­σης. Ποι­ή­μα­τά του ἔχουν δη­μο­σιευ­τεῖ σὲ διά­φο­ρα λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ριο­δι­κά καὶ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους, ἐνῷ ἔχουν με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ τὰ γαλ­λι­κά. Τὸ πρῶ­το του βι­βλίο μὲ τί­τλο Το­πι­κοὶ τρο­πι­κοί (2019) κυ­κλο­φο­ρεῖ ἀπὸ τοὺς Άν­τί­πο­δες.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μόνος μου

  Μόνος μου – Χρυσάνθη Σ. – GynaikaEimai 24 Φεβρουαρίου 2025 Στις καταιγίδες της ζωής. Στις τρικυμίες της θάλασσας. Στις μάχες που αλύπητα μ...