Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ (ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ)

 Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ (ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ)

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Για το σημερινό λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα διάλεξα ένα εύθυμο διήγημα ενός αγαπημένου συγγραφέα, του Τούρκου Αζίζ Νεσίν (1915-1995), που είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα αφού ευτύχησε να έχει μεταφραστή τον Έρμο Αργαίο (Ερμόλαο Ανδρεάδη). .

Ο Νεσίν γεννήθηκε στη Χάλκη, στα Πριγκιπονήσια, και έζησε κυρίως στην Πόλη. Ήταν αριστερός και κυνηγήθηκε από αυταρχικά καθεστώτα στην πατρίδα του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στη μάχη ενάντια στον θρησκευτικό φανατισμό. Είχε αρχίσει να μεταφράζει τους Σατανικούς στίχους και το 1993, ενώ συμμετείχε σε μια εκδήλωση Αλεβιτών στη Σεβάστεια (Σιβάς) ένα πλήθος φανατικών περικύκλωσε το κτίριο και έβαλε φωτιά -με 37 θύματα.

Το 1957 ο Νεσίν ίδρυσε το Ίδρυμα Νεσίν, που το προικοδότησε με τα συγγραφικά του δικαιώματα. Δέχεται κάθε χρόνο ως υπότροφους τέσσερα άπορα παιδιά και αναλαμβάνει τη στέγη, την τροφή και την εκπαίδευσή τους μέχρι την ενηλικίωση.

Τα πρώτα βιβλία του Νεσίν, όπως η συλλογή διηγημάτων Ο καφές και η δημοκρατία, τα είχα διαβάσει μικρός στην πατρική βιβλιοθήκη.

Το σημερινό διήγημα δημοσιεύτηκε το 1957 με τον τίτλο Koltuk και έχει δώσει τον τίτλο του και σε συλλογή διηγημάτων του Νεσίν. Στα ελληνικά, μεταφρασμένο από τον Αργαίο, συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Ευθυμογραφικά διηγήματα», αν δεν κάνω λάθος.  Από εκεί το σκανάρισα. 

Ο λόγος που διάλεξα  να δημοσιεύσω σήμερα αυτό το διήγημα είναι ότι τυχαίνει τις μέρες αυτές να  βρίσκομαι στο Λουξεμβούργο, όπου μεταξύ άλλων πήγα προχτές στο παλιό μου γραφείο και είδα τους συναδέλφους μου. Κατά τα άλλα,  κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα κτλ.

Η πολυθρόνα

— Ραχίμ εφέντη, φέρε έξι καφέδες…

— Στις διαταγές σας Μπέημπαμπα…

Η μοναδική γυναίκα υπάλληλος, ανάμεσα στους άλ­λους του μεγάλου δωματίου, είπε:

— Εγώ δε θέλω, Μπέημπαμπα.

Ό γέρος με τα ματογυάλια που καθόταν στο μεγαλύτε­ρο γραφείο, καθώς μπαίνουμε δεξιά, επέμεινε:

— Όοοχι…  δε γίνεταιαιαι… Κάτι θα πιείτε. Κάθε μέρα θα ’χετε από μένα τρία κεράσματα, τσάγια ή καφέδες. Αν δεν πίνετε καφέ, πέστε να σας φέρουν γκάζόζα.

Η Φαχριέ, που ήταν μόλις δυο μήνες υπάλληλος, υπο­χώρησε :

— Αφού είναι έτσι Μπέημπαμπα, ας πιω μια γκαζόζα.

Ο γέρος  με  τα ματογυάλια γύρισε προς τον καφετζή:

— Πέντε καφέδες και μια γκαζόζα, Ραχίμ εφέντη.

— Στις διαταγές σας, Μπέημπαμπα.

Ο γέρος, που όλοι τον αποκαλούσαν στην υπηρεσία Μπέημπαμπα, απ’ το διευθυντή ως τον κλητήρα, δήλωσε:

— Παιδιά μου, μένουν άλλες δώδεκα μέρες, ακριβώς δώδεκα μέρες…

Στις άλλες τρεις πλευρές του δωματίου, υπήρχαν από δυο γραφεία. Ο Μπέημπαμπα ήταν προϊστάμενος των έξι υπαλλήλων του τμήματος.

Μπήκε μέσα μια γυναίκα,  με ένα έγγραφο στο χέρι.

— Απέναντι θα πάτε, της είπε ό Μπέημπαμπα.

Η γυναίκα πήγε στο γραφείο του Σαΐμ Μπέη, βοηθού του Μπέημπαμπα. Την ώρα που διεκπεραίωνε ο Σαΐμ Μπέη το έγγραφο, του λέει ο Μπέημπαμπα:

— Ο Θεός να σας άπαλλάξει κι εσάς. Ίνσαλλαχ, να ’ρθει γρήγορα εκείνη η μέρα, εκείνη η ώρα…

Ο νέος με τα γυαλιστερά από τη μπριγιαντίνη μακριά μαλλιά και τη φανταχτερή γραβάτα, ρώτησε:

— Μπέημπαμπα, πόσα χρόνια είστε στην υπηρεσία του Δημοσίου;

— Αν είναι το κισμέτι μου, στις δεκαεφτά Αυγούστου συμπληρώνω ακριβώς τριάντα εννιά χρόνια.

Η γυναίκα  με το διεκπεραιωμένο έγγραφο, βγήκε έ­ξω. Ό Μπέημπαμπα συνέχισε:

— Ήμουνα είκοσι ενός χρόνων. Στην αρχή ακολούθησα το στρατιωτικό στάδιο, ήμουνα αξιωματικός τής Επιμελη­τείας. Στο τέλος του πολέμου πήρα προαγωγή και υπηρέτη­σα στο Υπουργείο Στρατιωτικών…

Είχαν έρθει οι καφέδες. Ο Μπέημπαμπα άναψε κεφά­τος τσιγάρο. Άρχισε να πίνει ρουφηχτά από το ιδιαίτερο φιλτζάνι του τον καφέ. Των αλλονών τα φιλτζάνια ήταν ά­σπρα, κοινά. Το φιλτζάνι του Μπέημπαμπα ήταν βαρύ, σε χρώμα μπλε, επίχρυσο, λουλουδάτο. Το είχε φέρει από το σπίτι του. Ο καφετζής Ραχίμ το φύλαγε, και πάντα σ’ αυ­τό το προσωπικό φιλτζάνι τού σέρβιρε τον καφέ. Προτού α­κόμα αγγίξει το φιλτζάνι στο στόμα του, σούφρωσε  τα χεί­λη του και άρχισε να ρουφάει τον αέρα, λες και ο καφές θα χυνόταν από το φιλτζάνι  με σωλήνα στο στόμα του.

— Ακόμα τότε  δε θα είχα γεννηθεί, είπε ο κομψευόμενος νεαρός υπάλληλος.

Γέλασε ο γέρος:

—Όχι μονάχα εσύ, κι ο πατέρας σου δεν είχε γεννηθεί ακόμα.

Ρωτάει η Φαχριέ:

—   Γιατί Μπέημπαμπα  δε βγήκατε ως τώρα συνταξι­ούχος;

—   Δεν υπολόγισαν, κόρη μου, τα έντεκα χρόνια υπηρε­σίας μου. Έγινε αλλαγή νομοθεσίας. Πάνε χαμένα έντεκα χρόνια προϋπηρεσίας.

Λέει ο βοηθός του:

—  Εγώ θέλω ακόμα εννιά χρόνια, για να πάρω σύνταξη.

— Ίνσαλλαχ, θα γλυτώσεις κι εσύ. Τριάντα εννιά χρόνια είν’ αυτά, όχι αστεία… Ολόκληρη ζωή μπε!..

—  Βάλλαχι, έτσι είναι…

—   Σας δίνω την πατρική μου συμβουλή. Για όνομα του Θεού, μην  τα κάνετε  τα παιδιά σας υπαλλήλους. Καλύτερα σωφέρηδες ή μπαρμπέρηδες.. Φτάνει να ’χουν ένα επάγγελμα, ένα χρυσό βραχιόλι στο χέρι τους.

Ήρθαν άλλα δυο άτομα για υποθέσεις τους. Ο Μπέημπαμπα που σε έντεκα μέρες θα γινόταν συνταξιούχος, δεν άγγιζε πια τίποτα στο γραφείο. Είχε βαρεθεί πια απ’ αυτά τα χαρτιά, τα χαρτόσημα, τις υπογραφές, τις σφραγίδες, τους ντοσιέδες. Στους νεοφερμένους έδειξε  με νεύμα του κε­φαλιού του το αντικρινό τραπέζι.

— Ελάτε έντεκα μερούλες μου, ελάτε… να ξέρατε, τι δύσκολα περνούνε αυτές οι έντεκα μέρες. Λες και είναι περισσότερες από  τα τριάντα εννιά χρόνια.

Ο Σαφά μπέης, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ανοίξει το στόμα του:

— Μπέημπαμπα, εσείς είχατε μάθει να δουλεύετε. Τώρα που θα γίνετε συνταξιούχος, τί θα κάνετε;  Δε θα το ρίξετε βέβαια στον ύπνο σαν τούς άλλους… Βάλλαχι, θα στενοχωρηθείτε στο σπίτι.

— Τι λέτε Σαφά Μπέη… Εγώ να στενοχωρηθώ; Τί κουβέντες  είναι αυτές, είσαι  με  τα καλά σου; Τριάντα εννιά χρόνια, φεύγα το πρωί γύρισε το βράδυ, φεύγα το πρωί γύρισε το βράδυ… Σ’ αυτή την καρέκλα αυτού του γραφείου, σ’ ετούτο το δωμάτιο, κάθομαι ολόκληρα οχτώ χρόνια. Τη ζωή του δημόσιου υπαλλήλου την παρομοίασαν σαν εκκρε­μές ρολόι… Βρε αδερφέ, και η καλύτερη μάρκα ρολογιού να είναι, θα χαλάσει στα τριάντα εννιά χρόνια μπε!..

— Καλά Μπέημπαμπα, έγινες συνταξιούχος, τι θα κάνεις στο σπίτι;

— Τι θα κάνω; Και τι δεν μπορώ να κάνω…

Ο Μπέημπαμπα πλαταγίζοντας από όρεξη τη γλώσσα του, μιλούσε για τις δουλειές που θα έκαμνε:

— Μια φορά, έχω έναν ευρύχωρο μπαχτσέ. Το πρωί θα σηκώνομαι νωρίς, θα ζητάω τη βοήθεια του Αλλάχ, θα ανα­σκουμπώνομαι και γραμμή στον μπαχτσέ… Ξανανιώνει κα­νείς όταν ασχολεΐται  με τη γή. Απ’ το πρωί ως το βράδυ θα παλεύω  με το χώμα.. Σε μια μεριά θα φυτεύω ντοματιές, στην άλλη μεριά θα σπέρνω σαλατικά… Φασολάκια, μελι­τζάνες, πιπεριές… Ανάλογα  με την εποχή, και καλαμποκιές, και λουλούδια θα φυτεύω. Πρώτα ο Θεός, μπροστά στο σπίτι μου θα κάνω μια στέρνα  με σιντριβάνι. Μ’ αρέσουν  τα χρυσό­ψαρα. Μετά, που λες αγαπητέ μου, πας στην κουζίνα, μα­γειρεύεις ό,τι σου γουστάρει… Πιλάφι  με μελιτζάνες, σιμι­γδαλένιο χαλβά, σκουμπριά γεμιστά. Μ’ αρέσουν και οι μα­ραγκοδουλειές. Τα καταφέρνω, βλέπεις. Θ’ αλλάξω όλα  τα έπιπλα του σπιτιού. Αχ, αχ!.. να περνούσαν αυτές οι έντε­κα μέρες…

Εκείνη τη μέρα ως το βράδυ, ο Μπέημπαμπα μιλούσε με λαχτάρα για τη συνταξιοδότησή του, για το τι θα έκα­μνε σαν συνταξιούχος. Εδώ και έξι μήνες μιλούσε γι’ αυτό το θέμα, όσο όμως πλησίαζαν οι μέρες τον έπιανε ακατάσχε­τη φλυαρία.

Την άλλη μέρα ήρθε στη σωστή του ώρα στη δουλειά. Χαιρέτησε τούς συναδέλφους και κάθισε στην καρέκλα του. Ύστερα άρχισε να μονολογεί:

Με το θέλημα του Αλλάχ…  με το θέλημα του Αλλάχ… Μου ’μειναν άλλες έντεκα μέρες εδώ. Και στα δικά σας. Ραχίμ εφέντη!.. Κοίταξε, τι θέλουν οι συνάδελφοι. Φτιάξε έξι καφέδες!..

Την Φαχριέ, την έπιασαν πάλι  τα νάζια. «Δε θέλω», είπε πάλι στον Μπέημπαμπα. Κι εκείνος τής παράγγειλε γκαζόζα. Όλη τη μέρα, μιλούσε για τις ασχολίες του σαν συνταξιούχος. Ως το βράδυ, κέρασε στους συναδέλφους του γραφείου του, από τρεις καφέδες και γκαζόζες. Δεν τον έπιανες απ’ το κέφι του. Μόνο που οι μέρες που του απόμεναν, του φαίνονταν χρόνια.

Την άλλη μέρα είπε:

— Δόξα στον Αλλάχ, μου ’μειναν δέκα μέρες.

Ή μεθεπόμενη ήταν Κυριακή. Τη Δευτέρα το πρωί, ή πρώτη του δουλειά ήταν να δώσει παραγγελία στον καφετζή:

— Ραχίμ παιδί μου, πέντε καφέδες… Ρώτα τη Φαχριέ Χανούμ τι θέλει, τσάι ή γκαζόζα. Γύρισε στους υπαλλήλους: Ε παιδιά μου, σήμερα οχτώ, τη Δευτέρα, θα είμαι για τε­λευταία μέρα μαζί σας. Μας μένει μια βδομάδα. Βγάλε την Κυριακή, εφτά μέρες… Βγάλε και τη μισή μέρα του Σαββά­του, εξίμισι μέρες… Από είκοσι τέσσερες ώρες, πόσο κάνουν;

Σαν μικρό παιδί, ο Μπέημπαμπα λογάριαζε τις ώρες, τα λεπτά, ακόμα και  τα δευτερόλεπτα, ύστερα αφαιρούσε τις οχτώ ώρες του ύπνου.

Εξήντα πέντε ώρες, πενήντα δυο λεπτά, δεκατέσσερα δευτερόλεπτα μου ’μειναν ακόμα. Στο μεταξύ όμως πέρασαν τρία δευτερόλεπτα· έμειναν έντεκα δευτερόλεπτα… ο Αλλάχ να μας γλιτώσει όλους.

Ύστερα μιλούσε ορεξάτος για τον κήπο του σπιτιού του, για τις κότες που θα έτρεφε, για την κηπουρική του, για τις μαραγκοδουλειές του.

Οι υπάλληλοι είχαν πια αποστηθίσει τις κουβέντες του. Ήρθε η τελευταία του μέρα· επισκέφτηκε  τα τμήματα της υπηρεσίας, όπου δούλευε. Αποχαιρέτησε όλους, μικρούς και μεγάλους, εξηγώντας τους τι θα κάνει σαν συνταξιούχος. Φεύ­γοντας τούς ευχήθηκε:

—Ίνσαλλαχ, και στα δικά σας· να σας γλιτώσει κι εσάς ο Αλλάχ!

Το βράδυ της Δευτέρας, όλοι οι υπάλληλοι, διευθυντές, υποδιευθυντές, τμηματάρχες, κλητήρες, ξεπροβόδισαν τον Μπέημπαμπα. Την ώρα που κατέβαινε  τα μαρμάρινα σκαλο­πάτια, είχε πάρει πόζα κινηματογραφικού αστέρα που κατε­βαίνει από το αεροπλάνο. Σήκωσε το χέρι του στον αέρα:

— Και στα δικά σας, και στα δικά σας!.. Ίνσαλλαχ, θα γλιτώσετε κι εσείς… ο Αλλάχ να βοηθήσει όλον τον κό­σμο!

Μετά δυο μέρες, οι συνάδελφοί του οργάνωσαν αποχαι­ρετιστήριο γλέντι σ’ ένα καζίνο.

Ο Μπέημπαμπα, ύστερα από τριανταεννιά χρόνια υ­πηρεσία, είχε γίνει πιά συνταξιούχος. Την πρώτη νύχτα της καινούργιας του ζωής είδε στ’ όνειρό του τις δουλειές που θα έκανε. Σέ μια μεριά τού μπαχτσέ, ορνιθώνες  με κότες από διάφορες ράτσες· στην άλλη μεριά οι γαλοπούλες… Οι αμε­ρικάνικες κότες, εκεί στο βάθος…  τα πουλερικά τού Ντενιζλί να είναι κοντά στο σπίτι, για να ξυπνάει το πρωί ο Μπέημπαμπα  με τη φωνή τού ντενιζλιώτη κόκορα.

Το πρωί ξύπνησε κατά  τα ξημερώματα. Ένιωθε τον ε­αυτό του τριάντα χρόνια νεότερο. Μόλις βγήκε στον κήπο, τέντωσε το κορμί του και πήρε βαθιά ανάσα. Πιάστηκε ό­μως ή μέση του. Δεν είναι δύσκολο να καμπουριάσεις σκυμ­μένος τριάντα εννιά χρόνια πάνω στο γραφείο.

Σκεφτόταν από πού ν’ αρχίσει· να σκάψει τον κήπο ή να κοιτάξει τα κοτέτσια; Θ’ άρχιζε  με το σκάψιμο. Φώναξε στη γυναίκα του:

— Χανουουούμ!..

Ξύπνησε η γυναίκα του, ανοίγοντας  με δυσκολία τα μάτια της:

— Τρελάθηκες καλέ; Τι σ’ έπιασε πρωί – πρωί;

— Σήκω!.. Βρες μου γρήγορα τον κασμά… Πού είναι το δικράνι; Δώσε μου την τσάπα!..

Με το ζόρι σηκώθηκε η γριά γυναίκα απ’ το ζεστό κρεβάτι της. Βρήκαν τον κασμά.  Δε βρέθηκαν όμως το δικράνι και η τσάπα. Έπρεπε να ξυπνήσει ο γιος τους για να τα βρει· έψαξε μάταια όλο το μπαχτσέ και μόλις κατάφερε να βρει το χειραμάξι. Ξύπνησαν τη νύφη· βρήκε  με το ζόρι την τσάπα και το δικράνι.  Με τη φασαρία είχαν ξυπνήσει και τα έγγονάκια του Μπέημπαμπα…

Ανασκουμπώθηκε ο Μπέημπαμπα και προτού να κολα­τσίσει το πρωινό του, έσκαψε δυο ώρες το χώμα. Οι δικοί του γελούσαν  με την παλαβομάρα του. Μετά το κολατσιό πήγε με δυσκολία στον μπαχτσέ. Να πάρ’ ή οργή, ήταν βαρύς ο κα­σμάς. Μέτρησε το χώμα που έσκαψε ως το μεσημέρι, έξι βή­ματα μάκρος, πάνω από δυο βήματα φάρδος… Μετά το φα­γητό, πήγε πάλι στον μπαχτσέ, φορώντας ψαθάκι, για να μην τον πειράξει ο ήλιος. Είχαν όμως κουραστεί τα μπρά­τσα του. Ίσιωσε το σκαμμένο χώμα με το δικράνι. Ύστερα φύτεψε τις τοματιές. Στις άκρες έσπειρε καλαμπόκια και φα­σόλια…  Με δυσκολία έφαγε το βραδινό φαγί,  τα μάτια του έκλειναν από τη νύστα. Μετά το φαγητό είπε:

— Παιδιά, κοιτάξτε πόσο μ’ ωφέλησε το σκάψιμο. Ενώ άλλοτε τις νύχτες δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, τώρα δεν μπορώ να κρατηθώ από τη νύστα. Άιντε, καλό ραχατλίκι να σας δώσει ο Αλλάχ!..

Την ώρα που πήγαινε ο Μπέημπαμπα στην κρεβατο­κάμαρά του, οι άλλοι γελούσαν καθισμένοι ακόμα στο τρα­πέζι.

Σαν ξύπνησε την άλλη μέρα, θέλησε να τεντώσει το κορμί του, μάταια όμως!..  Τα μπράτσα του ήταν πονεμένα, δεν μπορούσε να  τα κουνήσει. Η μέση του πονούσε σε βαθμό που ήταν αδύνατο να σκύψει. Όλο βογκούσε:

— Αχ, η μέση μου, η μέση μου!.. Ώωωχ, τα χέρια μου!..

Σώπασε όμως μεμιάς, μην τύχει τον ακούσουν και τον κοροϊδέψουν… Ένιωθε καμάρες σ’ όλο του το σώμα. Για να μην καταλάβουν την αδιαθεσία του, σηκώθηκε  με το ζόρι απ’ το κρεβάτι.  Με δυσκολία φόρεσε το παντελόνι του. Σέ λίγο όμως ξέσπασε ο πραγματικός μπελάς. Πετάχτηκαν τρο­μαγμένοι οι δικοί του απ’ τα κρεβάτια τους. Ο Μπέημπαμπα, που δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια του απ’ τη χτεσινή κούραση, κατρακύλησε καθώς κατέβαινε τα σκαλοπά­τια. Μαζεύτηκαν γύρω του, η γυναίκα του, ο γιος του, η νύ­φη του, τα εγγονάκια του. Για να μη φανερώσει τον πόνο του, απ’ τη θέση που ήταν κουτρουβαλιασμένος, έλεγε:

— Δεν είναι τίποτα τζάνουμ, γλίστρησα κι έπεσα!..

Δεν μπορούσε όμως  με κανέναν τρόπο να σηκωθεί. Τον αγκάλιασε ο γιος του και τον σήκωσε. Αυτός, σώνει και κα­λά προσπαθούσε να βγει στον μπαχτσέ λέγοντας:

— Δεν είναι τίποτα!..

Είχε χτυπήσει άσχημα στις μαλτέζικες πλάκες την ουρά του, σέ σημείο που να τρεκλίζει σέ κάθε βήμα του. Και για να μη φανερώσει πάλι τον πόνο του, βγήκε στον μπαχ­τσέ.

Όχι μόνο  τα χέρια του, και  τα δάχτυλά του ακόμα δεν μπορούσε να τα κουνήσει. Πονούσαν ο ώμος του, η μέση του, τα γόνατά του. Για να μην καταλάβουν τίποτα οι δικοί του, προσποιόταν πως δούλευε, δεν έκανε όμως καμιά δου­λειά. Κάθισε ανακούρκουδα για να φυτέψει τα φιντάνια και με δυσκολία σηκώθηκε στο πόδι.

— Φτου, να πάρ’ η οργή! έλεγε. Πάει, ξόφλησα!..

— Άι, αι, &ι… Ώχ, ή μέση μου… Αμάν, το χέρι μου!.. Βάι, η πλάτη μου!..

Για να έχει κάποια ασχολία, ζήτησε απ’ τη γυναίκα του σκερπάνι, πριόνι και καρφιά.

— Βαρέθηκα απ’ το σκερπάνι σου και απ’ τον κασμά σου!., φώναξε η γυναίκα του. τι την ήθελες τη σύνταξη, ευλογημένε! τι καλά που ήταν άλλοτε, έφευγες το πρωί και γύριζες το βράδυ.

Και ο γιος του είχε παράπονα μαζί του, για τις μα­στοριές που έκανε στο σπίτι.

Ήταν η δεύτερη βδομάδα που είχε βγει συνταξιούχος. Ένα πρωινό ακούστηκε από τον μπαχτσέ μια πονεμένη κραυγή:

—Άιιι… Αμάααν.. Αμάν, το δάχτυλό μου!..

Έτρεξαν όλοι μεμιάς στον μπαχτσέ. Ο Μπέημπαμπα είχε διπλωθεί απ’ τον πόνο.

— Τι τρέχει, τι επαθες;

Καθώς κάρφωνε ο Μπέημπαμπα το κοτέτσι, ξέφυγε το σκερπάνι απ’ το καρφί και χτύπησε το μεγάλο δάχτυλό του. Είχε μελανιάσει το νύχι του. Του ’βαλαν φάρμακο και επί­δεσμο. Και ο Μπέημπαμπα, ολοένα να λέει:

— Δεν είναι τίποτα, τζάνουμ, άι αμάν… δεν έχω τίπο­τα… Ωχ… ωχ… Βάι βάι βάι!..

Όλο του το σώμα ήταν πονεμένο. Λες και είχε κατα­πλακωθεί απ’  τα ερείπια κάποιου σεισμού. Παρ’ όλ’ αυτά, αγόρασε κότες από διάφορες ράτσες. Έσπειρε και μερικούς σπόρους στο χώμα που είχε σκάψει.

Ένα πρωινό όμως, δεν μπόρεσε να σηκωθεί απ’ το κρε­βάτι του. Την προηγούμενη μέρα είχε ιδρώσει κι έπαθε κρυ­ολόγημα. Είχε πυρετό τριάντα εννιά, κι όλο έβηχε… Έμεινε ένα μήνα στο κρεβάτι.

Ο γιός του δεν του επέτρεψε να ξαναπάει στον μπαχ­τσέ. Είχε καταλάβει ότι δεν μπορούσε πια να εξουσιάζει τούς δικούς του. Απ’ τη μια θύμωνε και απ’ την άλλη χαιρόταν κατά βάθος, για αυτή την απαγόρευση. Είχε εγκαταλείψει πια την κηπουρική και την ορνιθοτροφία. Δεν ήταν δουλειές γι’ αυτόν. Στο μέτωπο να πήγαινε, δε θα τραυματιζόταν τό­σο, δε θα πάθαινε αυτό το σακατιλίκι. Αν εξακολουθούσε αυτή τη δουλειά, θα ’σπαζε χέρια, πόδια, που θα τα βάζανε σέ γύψο.

— Τουλάχιστον να κάνω μαραγκοδουλειές μέσα στο σπί­τι! είπε.

Κι αυτό δεν έγινε. Σκόρπιζε απ’ εδώ κι απ’ εκεί τα εργαλεία, ξεχνούσε πού  τα έβαζε και μετά σήκωνε όλο το σπίτι στο πόδι, για να βρεθούν. Είχε καταντήσει μαστροχαλαστής, σπάζοντας ολόγερα έπιπλα για να τα διορθώσει δή­θεν. Τα είχαν παραβλέψει όλα οι δικοί του, αναγκάστηκαν όμως να του απαγορέψουν και τις μαραγκοδουλειές, όταν μια μέρα, καθώς πήγαινε να κόψει με το πριόνι ένα ξύλο, τραυ­ματίστηκε στην αριστερή παλάμη. Δέκα μέρες είχε το χέρι του κρεμασμένο απ’ τον ώμο σέ επίδεσμο.

Αυτή τη φορά ο Μπέημπαμπα ασχολήθηκε  με την κου­ζίνα. Εκεί ήταν που τα ’κανε θάλασσα. Τη μέρα που πήγαινε στην κουζίνα, έμενε ο κόσμος νηστικός. Το κοτόπουλο που μαγείρευε, γινόταν κάρβουνο. Στο μουαλεμπί, αντί ζάχαρη έβαζε αλάτι, και στη σούπα αντί αλάτι έριχνε ζάχαρη. Χρεια­ζόταν μια βδομάδα για να βρεθούν τα μαγειρικά σκεύη, που τα σκορπούσε σ’ όλο το σπίτι. Τη χύτρα ταχύτητος την έχωνε στη γαρδαρόμπα και το μίξερ το έβαζε στη βιβλιο­θήκη.

Ή γυναίκα του φώναζε θυμωμένη:

— Από τότε που έγινες συνταξιούχος, πάει, χάλασε το σπιτικό μας!

Τον μάλωνε και η νύφη του:

— Μπέημπαμπα, τι δουλειά έχετε στην κουζίνα;

Το κακό ξέσπασε όταν μια μέρα ξέχασε να κλείσει το γκάζι στην κουζίνα. Βρήκαν τον Μπέημπαμπα λιπόθυμο, ξά­πλα στα πλακάκια τής κουζίνας. Αν δεν προλάβαιναν, θα πέθαινε απ’ τη δηλητηρίαση. Τρεις μέρες πέρασαν για να συνέλθει.

Όταν του απαγόρεψε ο γιος του να πηγαίνει και στην κουζίνα, ο γέρος διαμαρτυρήθηκε:

— Καλά, τότε τι να κάνω;

— Ό,τι κάνουν όλοι οι συνταξιούχοι! Να πας στο καφε­νείο τής γειτονιάς και να παίξεις τάβλι. Να πιάσεις συζήτη­ση με τους συνταξιούχους σαν κι εσένα!

Άλλη λύση δεν υπήρχε. Τα φιντάνια που είχε φυτέ­ψει, ξεράθηκαν. Οι κότες αρρώστησαν και ψόφησαν, τις γα­λοπούλες τις έπνιξε ή νυφίτσα. Την άλλη μέρα ο Μπέημπα­μπα  με σουρνάμενα βήματα πήγε στο καφενείο της γειτο­νιάς. Έπιασε παρέες. Μίλησε μαζί τους για την πολιτική κατάσταση, για  τα οικονομικά του τόπου. Ένα διάστημα περνούσε μ’ αυτόν τον τρόπο τον καιρό του. Έπαιξε τάβλι, χαρτιά. Έπαιξε ντόμινο. Δεν του άρεσε αυτή ή ζωή.

Γεμάτος μελαγχολία τραβήχτηκε στο δωμάτιό του. Διάβαζε τις πρωινές εφημερίδες και ύστερα χωρίς να κου­βεντιάσει  με κανένα, περνούσε ολομόναχος τον καιρό του. Αχ, πού είσαι υπαλληλίκι!.. τι γλυκεία ζωή που ήταν ε­κείνη. Να κάνεις παρατηρήσεις στους κατώτερους υπαλλήλους, να μαλώνεις  με τους κλητήρες και τους θυρωρούς. Να νευριάζεις  με το κοινό, μ’ αυτούς που δεν ξέρουν πού να κολ­λήσουν το χαρτόσημο, μ’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν τι τους λες… Άχ, αχ!.. τι ζωή ήταν εκείνη! Τι μέρες, τζάνουμ. Ο Μπέημπαμπα  τα σκεφτόταν όλ’ αυτά, δεν ήθελε ό­μως να το ομολογήσει.

— Είναι ντροπή, είπε. Πέρασε τόσος καιρός και δεν πή­γα στο γραφείο να δω τους συναδέλφους. Ίνσαλλαχ, αύριο το πρωί να πάω από νωρίς, να ρωτήσω τι κάνουν. Τέτοια εγκατάλειψη! Θα λένε τώρα ότι ο Μπέημπαμπα βρήκε το ραχάτι του και μας ξέχασε.

Ένα πρωί βγήκε απ’ το σπίτι του ο Μπέημπαμπα για να πάει να δει τούς παλιούς συναδέλφους του. Ήταν όμως πολύ νωρίς και από φόβο μήπως τον κοροϊδέψουν οι συνάδελ­φοί του για την ήττα του, έκανε μερικές βόλτες απέξω.  Με το ζόρι, η ώρα εγινε δέκα και μισή. Ύστερα ανέβηκε τα μαρ­μάρινα σκαλοπάτια. Πρώτος τον είδε ο καφετζής Ραχίμ εφέντης.

— Ωωω… Καλώς ήρθες, Μπέημπαμπα!

— Καλώς σέ βρήκα, Ραχίμ εφέντη.

Και ο Ραχίμ εφέντης πετάχτηκε αμέσως στους συνα­δέλφους του Μπέημπαμπα.

—  Τρεχάτε, τρεχάτε!.. Έρχεται ο Μπέημπαμπα.

Τον υποδέχτηκαν χαρούμενοι και τον οδήγησαν στο δωμάτιό τους. Η δακτυλογράφος Φαχριέ, τον φίλησε στα μάγουλα. Ο Σαΐμ Μπέη και ο κομψευόμενος νεαρός υπάλλη­λος, του φίλησαν το χέρι. Ο Σαφά Μπέη και ο παλιός βοη­θός του Μπέημπαμπα, του έσφιξαν  με σεβασμό το χέρι.

Ο Μπέημπαμπα κάθισε σέ μια καρέκλα κοντά στο πα­λιό του γραφείο. Παρ’ ολίγο να κλάψει. Ένιωθε έναν κόμπο στο λαιμό του. Ο βοηθός του είχε πάρει τώρα τη θέση του. Στη θέση που άδειασε, είχε έρθει καινούργιος υπάλληλος. Ο Μπέημπαμπα κοίταζε με νοσταλγία το τραπέζι του. Ακόμα ήταν εκεί ο λεκές από μελάνη που είχε χύσει μια μέρα νευ­ριασμένος. Τα μάτια του βούρκωσαν. Έβηξε, για να μη δείξει τη συγκίνησή του.

—  Λοιπόν, τι νέα, Μπέημπαμπα;

— Υγεία, παιδιά μου. Εσείς πώς τα περνάτε;

—  Δόξα σοι ο Θεός, καλά περνάμε.

Ό καφετζής Ραχίμ έφερε αμέσως στον Μπέημπαμπα τον καφέ του. δεν ήταν όμως το δικό του μαβί, επίχρυσο φλιτζάνι· το είχε πάρει μαζί του φεύγοντας από την υπηρεσία.

— Πώς  τα πάτε, Μπέημπαμπα, τώρα που γίνατε συντα­ξιούχος;

—   Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Ίνσαλλαχ, να γλιτώσετε κι εσείς· εύχομαι και στα δικά σας…

— Πώς πάει η ορνιθοτροφία, Μπέημπαμπα;

—   Πολύ καλά… Έχω κάτι Λεγκόρν, πού να σας τα λέω! Έξι μέρες τη βδομάδα γεννάνε αυγά, και την έβδομη ανα­παύονται. Έβαλα και δυο κότες να κλωσήσουν. Μάσαλλαχ, δε βρέθηκε ούτε ένα κλούβιο αυγό.

Την ώρα που τα διηγόταν, γελούσε ο Μπέημπαμπα από αυταρέσκεια.

— Που λέτε έτσι… Έχω και εφτά γαλοπούλες. Έχω και μια χαβούζα. Εκεί κολυμπάνε έξι χήνες και εφτά πά­πιες.

«Τα χρυσόψαρα της δεξαμενής», πήγαινε να πει, μετά όμως άλλαξε γνώμη, γιατί οι χήνες θα κατάπιναν  τα ψάρια…

—Έγινε κλώσα και μια χήνα. Τώρα έχει δεκαεννιά κλωσόπουλα, είμαι πολύ ευχαριστημένος, πολύ…

—  Καλά, Μπέημπαμπα, και ο κήπος;

— Αααα… Μην  τα ρωτάτε. Κάτι καλαμποκιές, ένα μπόι ύψος· μπαίνεις μέσα και χάνεσαι. Και κάτι καλαμπόκια του γάλακτος… Κόψτα και ρίξτα κατευθείαν στη φωτιά… Αμ’ εκείνες οι κίτρινες φούντες τους! Είναι να τις ματιάξεις, βάλλαχι… Μεγαλώσανε και οι φασουλιές. Έχω όλες τις ποι­κιλίες: Μπαρμπούνια, χορόζια, αϊσέκαντιν, τσαλιά. Κόψτα φρέσκα – φρέσκα, και μαγείρεψέ τα. Οι κολοκυθιές είναι πάνω στον ανθό τους. Έχω και τομάτες, η κάθε μια είναι σαν το κεφάλι μου.

Τον Μπέημπαμπα τον είχε πιάσει λογοδιάρροια:

—  Κάνω και μαραγκοδουλειές…

Καθώς έλεγε αυτά, κοίταξε το σημάδι τής πληγής του στο αριστερό χέρι, και το μελανιασμένο νύχι στο δάχτυλο. Ακόμα του πονούσαν.

—Έφτιαξα κάτι πολυθρόνες, που δεν μπορείς να τις α­γοράσεις  με τριακόσιες λίρες… Έφτιαξα κι ένα τραπέζι της τραπεζαρίας  με μπουφέ, ωραία πράματα…

Κάθε φορά που τέλειωνε την κουβέντα του ο Μπέη­μπαμπα έλεγε: «Και στα δικά σας, ίνσαλλαχ, να γλιτώσετε κι εσείς».

Κάθισε ως μια ώρα. Στο μεταξύ είχε έρθει κόσμος για δουλειές του στο γραφείο.

— Εμένα να μου επιτρέψετε…

—   Πάλι να ορίσεις, Μπέημπαμπα, σέ περιμένουμε… Μη μας ξεχάσεις!..

Τον ξεπροβόδισαν ως την εξώπορτα.

Δεν του έκανε καρδιά να κατεβεί τις μαρμάρινες σκάλες. Ο μισός εαυτός του είχε μείνει εκεί. Τη μέρα εκείνη γύριζε στους δρόμους ως το βράδυ. Όταν έφτασε στο σπίτι, ένιωσε μέσα του μια γαλήνη. Από τότε που έγινε συνταξι­ούχος, δεν δοκίμασε τέτοια χαρά.

Την άλλη μέρα όμως δεν ήξερε πάλι τι να κάμει. Τη μεθεπόμενη μέρα πέρασε ανήσυχα. Την τρίτη μέρα πήγε ως το γραφείο, αλλά δεν μπήκε μέσα. Έκοβε βόλτες έξω από το κίτρινο κτίριο, μετά γύρισε σπίτι.

Και  αν το ’παιρναν χαμπάρι για τις ψευτιές που έλεγε, για τις κότες και για τα καλαμπόκια, τι θα γινόταν; Και ό­μως, του είχαν πει: «Πάλι να ορίσεις, Μπέημπαμπα, σε πε­ριμένουμε». Με το ζόρι βάσταξε πέντε μέρες. Πήγε την πέμ­πτη μέρα. Η αλήθεια είναι, ότι δεν τον πολυπεριποιήθηκαν όπως την πρώτη φορά, του΄’δειξαν όμως τον απαιτούμενο σεβασμό. Άρχισε πάλι να μιλάει για τον μπαχτσέ του και για το κοτέτσι του. Πρόσθεσε μάλιστα  με περηφάνεια:

— Αγόρασα και δυο πρόβατα!

Στο μεταξύ ήρθε κάποιος μ’ ένα έγγραφο στο χέρι και οι υπάλληλοι του γραφείου μάταια προσπαθούσαν να βρουν τον αριθμό πρωτοκόλλου. Ο Μπέημπαμπα δεν κρατήθηκε:

— Σαφά Μπέη, παιδί μου, η αλληλογραφία του εγγρά­φου που ψάχνετε, θα είναι σ’ αυτό το ντουλάπι. Άνοιξε το τρίτο συρτάρι… Κοίταξε, στα αριστερά, είναι το ντοσιέ «Τ». Ψάξε εκεί, νομίζω καταχωρήθηκε τον περασμένο Ιούνιο.

Βρήκαν αυτό που ψάχνανε, ύστερα από την υπόδειξη του Μπέημπαμπα. Εκείνη τη μέρα έμεινε λίγο παραπάνω από την πρώτη του επίσκεψη. Αυτή τη φορά, αν και δεν τον ξεπροβόδισαν ως την εξώπορτα, τον συνόδεψαν ως την πόρτα του δωματίου τους.

Ο Μπέημπαμπα όλο στριφογύριζε στο σπίτι, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Όλο γυρόφερνε έξω από το κτίριο της παλιάς του υπηρεσίας. Μόλις κρατήθηκε τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα πήγε στο γραφείο. Κάθισε σε μιαν άκρη. Μίλησε πάλι για φασολιές, για καλαμποκιές, για γαλοπούλες.

Ο Σαΐμ Μπέης έψαχνε ένα ντοσιέ.

– Όοοχι, όοχι.., το έγγραφο που ψάχνεις  δε βρίσκεται εκεί. Το ντοσιέ που ζητάς βρίσκεται στο κάτω μέρος του ντου­λαπιού, θα κοιτάξεις τα «προς διεκπεραίωσιν». Τράβα, μπακαλούμ, το τέταρτο μαύρο κλασέρ απ’ τα αριστερά… Α, μπράβο, αυτό είναι.

Βρήκαν αμέσως αυτό που ψάχνανε στο μέρος που τους υπόδειξε ο Μπέημπαμπα. Είχαν απελπιστεί, ως τότε, δυο μέ­ρες ψάχνανε και δεν το βρίσκανε.

Κάτι έγραψε και η δακτυλογράφος Φαχριέ. Πήγε κον­τά της ο Μπέημπαμπα και συνοφρυώθηκε βλέποντας τα γρα­φόμενα της:

— Τι γράφεις εκεί, κόρη μου; Λάθος… Γίνονται τέτοιες δουλειές; Παιδί μου, αυτή ή υπόθεση  δε μάς αφορά. Άδικα θα περιμένει ο άνθρωπος. Να τον παραπέμψεις στη δεύτερη διεύθυνση. Άιντε μπακαλούμ…

Συμμορφώθηκαν  με την υπόδειξή του. Εκείνη τη μέ­ρα δ Μπέημπαμπα κάθισε πάνω από δυο ώρες. Ήπιε τρεις καφέδες. Καθώς έφευγε, υποκλίθηκαν στις θέσεις τους οι συ­νάδελφοί του, λέγοντας:

— Γκιουλέ – γκιουλέ, Μπέημπαμπα, να σε βλέπουμε πού και πού, θα σε περιμένουμε.

Την άλλη μέρα ξανάρθε ο Μπέημπαμπα. Έμεινε στο γραφείο &ς το μεσημεριάτικο διάλειμμα και έφυγε μαζί με τούς άλλους. οι υπάλληλοι ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Τους είχε μάθει πολλά πράματα που δεν ήξεραν.

Την παράλλη μέρα, ξαναπήγε στο γραφείο το απόγεμα. Μια βδομάδα ψάχνανε ένα έγγραφο και αν δεν τους έλεγε πού βρίσκεται, δε θα το βρίσκανε στον αιώνα τον ά­παντα.

— Βρε αδερφέ… το έγγραφο που ψάχνετε βρίσκεται στο αρχείο. Κατεβείτε στο υπόγειο… Ανοίξτε το μεγάλο ντουλά­πι αριθμός τρία. Στο κάτω μέρος είναι ένα ντοσιέ  με τα στοι­χεία «Τ 1951». Θα το βρείτε εκεί.

Ο Μπέημπαμπα ερχεται πια ταχτικά κάθε απόγεμα στο γραφείο και κάθεται σέ μια γωνιά. Δίνει οδηγίες στους παλιούς συναδέλφους του, καμιά φορά διορθώνει ένα λάθος. Οι υπάλληλοι τον συνήθισαν πάλι. Τον συμβουλεύονται για μια υπόθεση που δεν μπορούν να διεκπεραιώσουν, ρωτούν για ένα έγγραφο που δεν το βρίσκουν.

— Μπέημπαμπα, πού είναι ο προϋπολογισμός του περα­σμένου χρόνου;

— Μήπως ξέρετε, Μπέημπαμπα, πού βρίσκεται ο κατά­λογος των επίπλων και μηχανών;

Τώρα ερχόταν και τα πρωινά στο γραφείο και, όπως άλλοτε, έφερνε μάλιστα απ’ το σπίτι και το μεσημεριάτικο φαΐ του. Είχε φέρει πίσω από το σπίτι του εκείνο το μαβί προσωπικό του φλιτζάνι του καφέ και το είχε δώσει στον καφετζή Ραχίμ. Πού και πού μιλούσε για τα φρέσκα σαλατικά του κήπου του, για τις κότες, για ντολμάδες, μύδια που είχε μαγειρέψει.

Αν καμιά φορά αργούσε να έρθει στο γραφείο, οι συν­άδελφοί του ανησυχούσαν. Μερικές φορές ο διευθυντής τού έδινε καμιά δουλειά, σαν να ήταν πάλι υπάλληλος. Ο Μπέη­μπαμπα ήταν πολύ κεφάτος. Εδώ τον λογάριαζαν περισσότε­ρο απ’ το σπίτι του.

Μια μέρα που δεν είχε έρθει ακόμα στο γραφείο ο Μπέημπαμπα, λέει ο παλιός βοηθός του στους έξι υφισταμέ­νους του:

— Συνάδελφοι, βέβαια, θα μάθατε την κατάσταση του Μπέημπαμπα. Είναι ανάγκη να σας την πω;

Λέει ο Σαφά Μπέη:

— Και βέβαια την ξέρουμε, ούτε φασολιές υπάρχουν, ού­τε κότες…

Ό κομψευόμενος νέος:

— Τα παραλέει, όλα είναι ψευτιές.

Ό προϊστάμενος:

— Πάντως, ο Μπέημπαμπα μάς είναι πολύ χρήσιμος, θέλετε να κάνουμε μεταξύ μας έναν έρανο να του πάρουμε ένα δώρο;

Όλοι δέχτηκαν με χαρά: Μάζεψαν είκοσι οχτώ λίρες. Ο προϊστάμενος αγόρασε μια παλιά πολυθρόνα με κόκκινη βελούδινη ταπετσαρία και ξεθωριασμένη την επιχρύσωση. Η πολυθρόνα αυτή τοποθετήθηκε δίπλα στο τραπέζι του προ­ϊσταμένου.

Την άλλη μέρα που ήρθε στο γραφείο ο Μπέημπαμπα, του λέει ο προϊστάμενος:

— Μπέημπαμπα, η θέση σου είναι στην πολυθρόνα. Σε παρακαλούμε όλοι οι συνάδελφοι να έρχεσαι κάθε μέρα και να κάθεσαι εδώ. Να πίνεις ό,τι θέλεις, καφέ τσάι, εμείς κερ­νάμε. Εσύ μόνο να μάς βοηθάς.

Ο Μπέημπαμπα θρονιάστηκε στην πολυθρόνα. Έγει­ρε το κεφάλι εμπρός. Έμεινε για λίγο σ’ αυτή τη στάση. Στα χέρια του κρατούσε δυο χαρτοσακούλες. Οι χαρτοσακούλες αυτές είχαν σαλατικά και αυγά, αγορασμένα απ’ το παζάρι, καθώς ερχόταν στο γραφείο.

— Παιδιά, είπε, σας έφερα σαλατικά που έκοψα με το χέρι μου απ’ τον μπαχτσέ μου, και από ένα φρέσκο αυγό που γέννησαν οι κότες μου. Αυτός που δίνει λίγα, τα προσφέ­ρει με την καρδιά του…

Ξεκαρδίστηκαν στα γέλια όλοι οι υπάλληλοι. Περισ­σότερο απ’ αυτούς γελούσε ο Μπέημπαμπα. Μερικοί νόμι­σαν πώς τα δάκρυα που κύλησαν απ’ τα μάτια του, ήταν απ’ το πολύ γέλιο.

— Ραχίιιμ!.. φώναξε. Κάνε παιδί μου, από έναν καφέ στους συναδέλφους… Εγώ κερνάω… Κοίταξε, ρώτα τη Φαχριέ Χανούμ, τι θα πιει, τσάι, γκαζόζα;

Ήρθαν τα κεράσματα. Μεμιάς συνοφρυώθηκε ο Μπέη­μπαμπα:

—- Σαΐμ Μπέη, πάλι λάθος ταξινομείς το έγγραφο. Πόσες φορές στο είπα ότι θα μπει στο ντοσιέ «Κ»!..

Ο Σαΐμ Μπέη:

—  Στις διαταγές σας, Μπέημπαμπα!

Ο Μπέημπαμπα τράβηξε μια ρουφηξιά απ’ το τσιγά­ρο του και ήπιε μια γουλιά καφέ…

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πάνδημη η απαίτηση για δικαιοσύνη για τα Τέμπη: Όλη η αλήθεια στο φως - Ο Τραμπ που περιμένει στη γωνία

  Πάνδημη η απαίτηση για δικαιοσύνη για τα Τέμπη: Όλη η αλήθεια στο φως - Ο Τραμπ που περιμένει στη γωνία Φωτογραφία Eurokinissi Τραϊανός Χα...