Η ΛΟΥΣΥ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Στο μυθιστόρημα ‘Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα’ (εκδόσεις ΑΓΡΑ, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου), η Ελίζαμπεθ Στράουτ (Elizabeth Strout, 1956 -) στρέφει τη ματιά της για άλλη μια φορά στον κόσμο της αγαπημένης ηρωίδας της Λούσυ Μπάρτον, αυτή τη φορά για να την ακολουθήσει μέσα στις πρωτόγνωρες συνθήκες που βίωσε ο πλανήτης με την πανδημία του Covid.
Με την απλή, άμεση, λιτή γραφή της, η Στράουτ καταγράφει τις αντιδράσεις της ηρωίδας της σε όσα συμβαίνουν γύρω της, την άνοιξη του 2020, όταν για πρώτη φορά οι άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο αναγκάστηκαν να περιοριστούν στα σπίτια τους και να μείνουν μακριά από τους αγαπημένους τους, τις ασχολίες και τα σχέδια τους για να προστατευτούν από τον ιό.
Η Λούσυ, όπως ο περισσότερος κόσμος εκείνη την εποχή, δεν μπορεί να φανταστεί το μέγεθος της απειλής που συνεπάγεται ο νέος και άγνωστος ιός. ‘Όπως και πολλοί άλλοι, ούτε κι εγώ το είδα να ‘ρχεται. Ο Ουίλλιαμ όμως, που είναι επιστήμονας, το είδε˙ εννοώ, το είδε να ‘ρχεται πολύ πριν από μένα.’ Ενώ λοιπόν ετοιμάζεται να ταξιδέψει στην Ευρώπη για την προώθηση του νέου της βιβλίου, ο Ουίλλιαμ, ο πρώην σύζυγός της, παίρνει την πρωτοβουλία και με την υπόσχεση ότι θα είναι μόνο για λίγο καιρό, την αποσπά από την αγαπημένη της Νέα Υόρκη για να εγκατασταθούν σ’ ένα σπίτι στην εξοχή του Μέιν με θέα στη θάλασσα.
Η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται κατά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου είναι ότι η Ελίζαμπεθ Στράουτ έχει γράψει ένα μυθιστόρημα για την εποχή του covid, μια λεπτομερή ψυχολογική μελέτη των επιπτώσεων της αναγκαστικής απομόνωσης, του φόβου του θανάτου, της ανησυχίας για τους συγγενείς και τις συγκρούσεις με τους αρνητές της μάσκας και του εμβολιασμού. Όλα αυτά τα συναντάμε βέβαια στις σελίδες του βιβλίου όμως γρήγορα γίνεται φανερό ότι ο περιορισμός στη μικρή παραθαλάσσια πόλη, με την απομάκρυνση από τις συνήθεις δραστηριότητες και τον απεριόριστο χρόνο για σκέψεις και παρατήρηση, χρησιμεύει ως καταλύτης για να εμφανιστούν, πιο έντονα από ποτέ, στους ήρωες που είναι ήδη γνωστοί στους πιστούς αναγνώστες της Στράουτ, όλες οι προσωπικές συγκρούσεις, οι πικρίες και τα τραύματα που έχουν συσσωρευτεί με τα χρόνια. Ο γάμος της Λούσυ με τον Ουίλλιαμ, οι απιστίες του και ο κλονισμός της σχέσης τους, οι ενήλικες πια κόρες τους και οι σχέσεις τους μαζί τους, το πένθος της Λούσυ για τον δεύτερο σύζυγό της, η αναστάτωση του Ουίλλιαμ από το πρόσφατο διαζύγιό του και η ανακάλυψη μιας οικογένειας που αγνοούσε την ύπαρξή της και, φυσικά, η πανταχού παρούσα ιστορία της παιδικής ηλικίας της Λούσυ, η φτώχεια, η απομόνωση και η περίπλοκη σχέση με μια μητέρα που δεν μπορούσε να πει στο παιδί της ότι το αγαπούσε. ‘Γιατί καταλάβαινα – το είχα καταλάβει βέβαια και σε παλιότερες φάσεις της ζωής μου – ότι αυτή η απομόνωση της παιδικής μου ηλικίας, ο φόβος κι η μοναξιά της δεν θα με εγκαταλείψουν ποτέ. Όλη μου η παιδική ηλικία ήταν ένα λοκντάουν.’
Οι μέρες στο σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα εκτός από αναμνήσεις φέρνουν και φίλους από τα παλιά αλλά και νέες γνωριμίες. Η καθημερινότητα με τις νέες δύσκολες συνθήκες και οι αναπόφευκτοι εκνευρισμοί είναι βέβαια εκεί αλλά μπαίνουν στην άκρη όταν εμφανίζονται πιο σοβαρά προβλήματα όπως άτομα της οικογένειας που προσβάλλονται από τον ιό, απροσδόκητες συνδέσεις με άγνωστα μέλη της οικογένειας, οδυνηρές απώλειες.
Η Στράουτ δεν παραλείπει τίποτα από όσα είχε εκείνη η εποχή των συνεχών λοκντάουν. Ο φόβος, η καταφυγή των κατοίκων των πόλεων σε πιο ασφαλείς περιοχές και η καχυποψία με την οποία τους υποδεχόντουσαν, η αγωνία για όσους έμεναν πίσω, οι αγκαλιές και τα φιλιά που δίνονταν με περιγραφές και από απόσταση, οι εφιαλτικές εικόνες από μέρη του πλανήτη που τα κρούσματα δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, τα τρομακτικά νούμερα των νεκρών αλλά και τα γεγονότα που τάραξαν εκείνο τον καιρό την Αμερική όπως η δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ, η έφοδος στο Καπιτώλιο, το κίνημα ‘black lives matter’, τίποτα δεν διαφεύγει από την παρατηρητική πένα της Στράουτ.
Η Λούσυ και ο Ουίλλιαμ επιβιώνουν. Η Λούσυ συναισθηματική και μπερδεμένη, μερικές φορές τυλιγμένη στη θλίψη, άλλες φορές συμπονετική λόγω της έλλειψης αυτοπεποίθησης και της συνεχούς ανησυχίας της αλλά πάντα ανθεκτική, φωλιάζει στην παλιά οικειότητα με τον Ουίλλιαμ, μαλακώνει στην ειλικρίνεια του παλιού τους φίλου Μπομπ Μπέρτζες και στρέφεται για παρηγοριά στην καλή μητέρα που έχει επινοήσει, μια μητέρα διαφορετική από την πραγματική με την οποία οι σιωπές ήταν πιο οδυνηρές από τα λόγια.
‘Κοιτούσα γύρω μου τις δαντελένιες κουρτίνες στα παράθυρα και σκεφτόμουν : Μαμά, δεν ξέρω ποιόν να εμπιστευτώ! Και η μητέρα μου – η καλή, αυτή που είχα επινοήσει με τα χρόνια – μου είπε αμέσως : Να εμπιστευτείς τον εαυτό σου Λούσυ.’
Ο Ουίλλιαμ από τη άλλη είναι πιο συγκρατημένος, παίρνει την κατάσταση στα χέρια του και την αναλύει με το πρακτικό μυαλό του επιστήμονα ενώ ταυτόχρονα και αυτός προσπαθεί να διαχειριστεί την εμφάνιση μιας ετεροθαλούς αδελφής για την ύπαρξη της οποίας έμαθε πρόσφατα, αλλά και να συμβιβαστεί με το βαρύ παρελθόν της οικογένειας του πατέρα του (βλ. ‘Αχ Ουίλλιαμ, εκδ. ΑΓΡΑ, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου).
Σε πείσμα αυτής της ανασφαλούς και μπερδεμένης εποχής και προς έκπληξη των παιδιών τους και του ευρύτερου περιβάλλοντός τους, ο Ουίλλιαμ και η Λούσυ συνειδητοποιούν σταδιακά ότι έχουν ακόμη κάτι να δώσουν ο ένας στον άλλον και ότι θέλουν να βαδίσουν μαζί προς τα γηρατειά.
Γραμμένο σε μικρές παραγράφους που δεν τηρούν μια γραμμική εξιστόρηση αλλά πηγαινοέρχονται στο χρόνο ακολουθώντας αθόρυβα τις σκέψεις της ηρωίδας, το μυθιστόρημα ‘Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα’ είναι πολύ περισσότερο από ένα απλό μυθιστόρημα για την πανδημία. Είναι μια ιστορία για την ενσυναίσθηση, την κατανόηση και τη συγχώρεση μέσα στην οικογένεια, για τις βαθιές ανθρώπινες σχέσεις που μας ενώνουν ακόμα και όταν είμαστε χώρια, για τον παγκόσμιο αγώνα του ανθρώπου να συνδεθεί – με τους άλλους, με τον εαυτό του, με τον κόσμο γύρω του.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου