Χοσὲ Βέρα (José Vera): Ὁ ἀλλήθωρος καθηγητής
Posted on 23 Φεβρουάριος 2025 by planodion
Χοσὲ Βέρα (José Vera)
(Ἀφιέρωμα: Ἀναρχία καὶ Λογοτεχνία, 5/9)
Ὁ ἀλλήθωρος καθηγητής
( El preceptor bizco)
ΤΑΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ποὺ γνώρισα γιὰ πρώτη φορὰ τὴν κτηνώδη ὄψη τῆς ζωῆς. Τὸ ἐνοριακὸ σχολεῖο λειτουργοῦσε σὲ ἕνα κακάσχημο καὶ παλιὸ σπίτι, ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν μεγάλες παγωμένες αἴθουσες. Ἡ αὐλή, ἂν καὶ μεγάλη, ἐπειδὴ ἦταν περικυκλωμένη ἀπὸ ψηλοὺς τοίχους, ἦταν πιὸ κρύα καὶ περίεργη ἀπὸ τὶς αἴθουσες. Ἐπιπλέον ἦταν σὰν πλακωμένη ἀπὸ τὴ σκιὰ τῆς διπλανῆς ἐκκλησίας. Ἡ φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς αὐλῆς θὰ εἶναι γιὰ πάντα ἀναλλοίωτη στὴ μνήμη μου. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἔχω μόνο ἀναμνήσεις ἀπὸ εἰκόνες. Ἴσως μᾶς δίδασκαν καὶ κάτι. Ὁ καθηγητὴς ἦταν ἕνα ἄτομο ξανθό, ἀλλήθωρο, χαμηλοῦ ἀναστήματος, ἀπολύτως παγερό. Πάταγε μὲ τὴ μύτη τῶν ποδιῶν του καὶ φώναζε ἀκατάπαυστα. Δὲ χαμογελοῦσε οὔτε γιὰ ἀστεῖο. Τί ἐξαίρετος δεσμοφύλακας θὰ μποροῦσε νὰ γίνει.
Μόλις χτύπαγε τὸ κουδούνι, ὁ βασανιστὴς ἐμφανιζόταν στὴν αὐλὴ τρίβοντας τὰ χέρια. Στοιχιζόμασταν βιαστικὰ καὶ πηγαίναμε στὴν αἴθουσα τρέμοντας γιὰ αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ. Τὸν μισούσαμε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐξασκούσαμε τὸ μυαλὸ εὐχόμενοι γιὰ αὐτὸν τὰ πιὸ εἰδεχθῆ δυστυχήματα· ἀλλὰ ὁ βάρβαρος ἦταν πάντα ὄρθιος, ροδαλός, εὐκίνητος καὶ μὲ μιὰ προκλητικὴ ὑγεία. Στὴν αἴθουσα βασίλευε νεκρικὴ σιγή… Κοιταζόμασταν μὲ βλέμμα γεμᾶτο εὐλάβεια καὶ μετά, ἀκίνητοι καὶ μὲ τὴν καρδιὰ νὰ σπάει, περιμέναμε τὸ τρομερὸ λεπτό.
Ὁ ἀλλήθωρος ἴσιωνε τὰ ξανθὰ μαλλιά του καὶ κοίταζε μὲ προσοχή. Μετὰ ἄρχιζε νὰ λέει τὸ μάθημα μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο πάνω στὸ τετράδιο σημειώσεων. Συνήθιζε νὰ βήχει· ποτὲ ὅμως τόσο ὥστε νὰ συμμετέχουν σὲ αὐτὸ οἱ πνεύμονες.
Ἄτυχο ἦταν τὸ παιδὶ ποὺ δὲν εἶχε κάνει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἀλλήθωρος, χωρὶς νὰ κατσουφιάσει καθόλου, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ ἀκούσει καὶ καμιὰ δικαιολογία, τὸ διέταζε νὰ πάει μπροστὰ στὸν πίνακα καὶ αὐτὸ ἄρχιζε νὰ παράγει ὅλους τοὺς τόνους τοῦ κλαψουρίσματος. Καὶ ἐμεῖς αἰσθανόμασταν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν πιὸ ἀβάσταχτη τῶν ἀνησυχιῶν.
Ὁ βασανιστής μας ἄνοιγε τὸ γραφεῖο του καὶ ἔψαχνε. Ἀνακάτευε τὰ χαρτιὰ μὲ τὴν ἄνεση κάποιου ποὺ βρίσκεται μόνος· ἀλλὰ ὅταν ἔβρισκε τὸ γάντι, στὸ πρόσωπό του ἐμφανιζόταν μιὰ σκιὰ ἱκανοποίησης.
Ὁ μετανιωμένος, ὅσο χρόνο κράταγε ἡ ἀναζήτηση, κλαψούριζε μὲ συγκεκριμένο τρόπο. Ὅταν ὁ τόνος κατέβαινε καὶ ἔμοιαζε νὰ σβήνει, ἦταν σίγουρο ὅτι στὴν ψυχή του δυνάμωνε ἡ ἐλπίδα νὰ σωθεῖ.
Ἀπὸ τὰ θρανία μας μπορούσαμε νὰ ἀκολουθήσουμε μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὶς κινήσεις τοῦ καθηγητῆ. Ἡ ψυχική μας σύμπνοια ἦταν ἐκπληκτική. Ἐὰν οἱ κινήσεις του ἦταν μετρημένες, ἡ κλάψα τοῦ θύματος ἔπαιζε σὲ χαμηλὲς νότες καὶ ὁ ρυθμὸς τῆς καρδιᾶς μας ὀμαλοποιεῖτο. Ἀλλά, ἂν τὸ χέρι τεντωνόταν μὲ ὁρμὴ μέχρι τὸ βάθος τοῦ συρταριοῦ, ἡ κλάψα φούσκωνε τὸ στῆθος τοῦ μαθητῆ καὶ κέρδιζε χῶρο χωρὶς νὰ σέβεται καμιὰ ἐνδιάμεση νότα καὶ ἐμεῖς παύαμε νὰ ἀναπνέουμε.
Γιὰ τὸν ἀλλήθωρο ἦταν λόγος μεγάλης ταραχῆς, μετὰ ἀπὸ τὴν ἐσπευσμένη προώθηση τῶν δακτύλων του, νὰ μὴ βρεῖ τὸ ἐργαλεῖο. Εἶναι σίγουρο ὅτι στὸ τέλος κατάφερνε νὰ ἐπιβληθεῖ, ἀλλὰ οἱ ἀμφιβολίες τὸν ἐμπόδιζαν.
Δὲν ξέρω ἂν ἀπὸ ὑποκρισία ἢ γιὰ ἀντιπερισπασμό, ἀναφωνοῦσε μὲ δυνατὴ φωνή:
— Τελικά… τὸ γάντι ἔχει ἐξαφανιστεῖ.
Καὶ παρέμενε σκεφτικός.
Ὁ μαθητὴς παρακαλοῦσε μὲ τὴ σειρά του
— Κύριε…Συγχωρεῖστε με… σᾶς ὁρκίζομαι ὅτι…
Ἐπέστρεφε ὁ ἀλλήθωρος ἀπὸ τὸν κόσμο του χτυπῶντας μὲ τὴν ἄκρη τῶν δακτύλων του τὸ μέτωπο:
— Ἄ…, χτὲς ὅμως τὸ φύλαξα στὸ ἄλλο συρτάρι!
Ὅταν πλησίαζε μὲ τὸ γάντι, ὁ μαθητὴς ἔσκουζε, ἔκλεινε τὰ μάτια, χτυπιόταν. Ἔβγαζε κραυγὲς ποὺ ἔσκιζαν τὰ σωθικά. Ἔκρυβε τὰ χέρια του στὴν πλάτη, γονάτιζε, ζητοῦσε συγχώρεση, μετερχόταν κάθε ἔκφραση ἀνημποριᾶς. Δυστυχῶς ἀνώφελα. Ὁ ἀλλήθωρος, ἀπτόητος καὶ ψυχρός, τὸν διέταζε νὰ δείξει τὸ χέρι ἀνοιχτό.
Καὶ τὸ γάντι ἀνέβαινε καὶ χτυποῦσε…
Οἱ κραυγὲς δονοῦσαν τὰ τζάμια, ἀντηχοῦσαν στοὺς τοίχους τῆς αὐλῆς καὶ σιγὰ-σιγὰ ἔσβηναν στοὺς ἔρημους δρόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου