ΤΟ ΥΠΑΡΧΩ ΚΑΙ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ
Ο Στέλιος Καζαντζίδης ποτέ δεν έπαψε να ακούγεται και να συζητιέται, αλλά τον τελευταίο καιρό έχει έρθει ξανά με ορμή στην επικαιρότητα και στις σοσιαλμιντιακές συζητήσεις, εξαιτίας της προβολής της βιογραφικής ταινίας Υπάρχω του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, που είναι αφιερωμένη στη ζωή του και στα τραγούδια του.
Στο ιστολόγιο δεν έχει τύχει να συζητήσουμε για τον Καζαντζίδη, οπότε η ταινία προσφέρει μια καλή αφορμή. Πήγα προχτές και την είδα, στη Νέα Σμύρνη διότι το Παλαιό Φάληρο δεν έχει πια κανέναν χειμερινό κινηματογράφο (που να λειτουργεί, εννοώ). Είχε ουρά για τα εισιτήρια, αλλά η τέταρτη σειρά, όπου βρήκα θέση, δεν σε ανάγκαζε να στραβολαιμιάζεις.
Η ταινία βλέπεται ευχάριστα, τουλάχιστον για μένα που μου αρέσουν τα τραγούδια του Καζαντζίδη, χωρίς να με τρελαίνουν. Τη βρήκα άρτια, ενώ πειστική μού φάνηκε η επιλογή των ηθοποιών. Τη συνιστώ, παρά τις αδυναμίες που επισημαίνονται πιο κάτω.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον έχει ο Χρήστος Μάστορας, που είναι τραγουδιστής και όχι ηθοποιός, αλλά νομίζω πως τα έβγαλε πέρα καλά, ενώ και οι άλλοι ηθοποιοί έπειθαν στους ρόλους των ιστορικών προσώπων που υποδύονταν, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε μεγάλη φυσιογνωμική ομοιότητα.
Σαν όχημα για την αφήγηση της ζωής του Καζαντζίδη χρησιμεύει μια συζήτηση που γίνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ανάμεσα στον περίπου πενηντάρη Καζαντζίδη, αποσυρμένο στο ερημητήριό του, και στον νεαρό τότε δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη. Στην αρχή οι δυο τους συζητούν πάνω στην ψαρόβαρκα, μετά έξω από το χαμόσπιτο του Καζαντζίδη, όπου εμφανίζεται και η Βάσω Κατσαβού, η τελευταία σύζυγος του τραγουδιστή. Οι συζητήσεις πάνω στη βάρκα εισάγουν επεισόδια της ζωής του Καζαντζίδη, περίπου με χρονολογική σειρά.
Στην αρχή βλέπουμε τον δεκαπεντάχρονο Καζαντζίδη να παρακολουθεί τη δολοφονία του πατέρα του από χίτες παρακρατικούς, μετά να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο της Νέας Ιωνίας, όπου μια μέρα τραγουδάει ένα ποντιακό τραγούδι τόσο όμορφα που το αφεντικό του τον φωνάζει στο γραφείο του. Ο μικρός περιμένει ότι θα φάει κατσάδα, ίσως και απόλυση, αλλά το αφεντικό τού χαρίζει μια κιθάρα. Λίγο αργότερα, ενώ παίζει την κιθάρα και τραγουδάει μέσα στο προσφυγικό σπίτι του, ένας περαστικός φτωχομουσικός τον ακούει και του προτείνει να έρθει στην κομπανία τους, να παίξουν σε μια ταβέρνα πιο πέρα, με αμοιβή τα ναύλα του και μια μερίδα τασκεμπάπ με πατάτες τηγανιτές, αλλά και με την πιθανότητα να τον ακούσει κάποιος της δουλειάς. Και πράγματι, το τασκεμπάπ δεν θα προλάβει να το χαρεί διότι, εκεί που τρώνε στο τέλος, ζητάει να του μιλήσει ο (τυφλός) συνθέτης Στέλιος Χρυσίνης -και έτσι αρχίζουν να παρελαύνουν τα επεισόδια της ζωής του Καζαντζίδη, που είναι γνωστά από τη βιογραφία του, ο έρωτας με την Καίτη Γκρέυ, ο χωρισμός, οι μεγάλες επιτυχίες, οι συγκρούσεις με τις εταιρείες, ο έρωτας με τη Μαρινέλλα, ο χωρισμός, η αποτυχημένη προσπάθεια να φτιάξει δική του εταιρεία κτλ.
Η σεναριογράφος επέλεξε να τελειώνει η ταινία λίγο μετά την κυκλοφορία του Υπάρχω, οπότε επιδέξια και βολικά αφήνει απέξω τις δικαστικές διαμάχες με τον Μάτσα και αργότερα με τον Νικολόπουλο, που θα χρωμάτιζαν άσκημα όλους τους εμπλεκόμενους. Ο Μίνως Μάτσας είναι ανάμεσα στους συντελεστές της, άλλωστε, οπότε η εταιρεία του βγαίνει ασπροπρόσωπη. Με εξαίρεση τη σκηνή της αρχής, σπανίζουν οι αναφορές στην πολιτική κατάσταση, ενώ εικονογραφούνται οι λαϊκοί συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε ο Καζαντζίδης, όχι όμως και οι έντεχνοι (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Λοΐζος κτλ) που μόνο τα ονόματά τους (των δυο πρώτων) αναφέρονται.
Ο φίλος Γιώργος Πετρόπουλος, ενώ παρότρυνε να δούμε την ταινία, επισημαίνει ότι έχει κενά και δυο τεράστιες αδυναμίες: Ο πιο κοντινός του δημοσιογράφος δεν ήταν ο Γιώργος Λιάνης που στην ταινία είναι ουσιαστικά συμπρωταγωνιστής. Ο πιο κοντινός δημοσιογράφος του Στέλιου που δεν τον εκμεταλλεύτηκε ποτέ ήταν ο Πάνος Γεραμάνης. Επίσης η ταινία εμφανίζει ως κακό δαίμονα του Στέλιου από την πλευρά των εταιρειών τον Τάκη Λαμπρόπουλο της Columbia. Δεν ισχύει. Ο κακός δαίμονας του Στέλιου ήταν ο Μάτσας αλλά αυτό δεν προκύπτει από την ταινία.
Eδώ στο ιστολόγιο, κάποιος φίλος, νομίζω ο Αλέξης, επισήμανε έναν πιθανό αναχρονισμό. Στην πρώτη διένεξη με εταιρεία, ο Καζαντζίδης λέει στον Λαμπρόπουλο της Κολούμπια (περίπου): Μου δώσατε να πω 100 τραγούδια σε έναν χρόνο, έχω τραγουδήσει ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο…
Η συζήτηση/διένεξη αυτή στην πραγματική ζωή έγινε το 1959, αλλά και στον χρόνο της ταινίας κάπου εκεί τοποθετείται. Όπως το συζητήσαμε και στο ιστολόγιο, ο όρος «έντεχνο λαϊκό» δεν είχε ακόμα διατυπωθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη (ή κάποιον άλλον) ενώ και ο σκέτος όρος «έντεχνο» σε συνάρτηση με λαϊκό τραγούδι, μπουζούκι κτλ εμφανίζεται το 1960. Άρα, μάλλον έχουμε αναχρονισμό εδώ.
Λίγο νωρίτερα, όταν ο Στέλιος χωρίζει με την Καίτη Γκρέι, εκείνη πάνω στον καβγά τον αποκαλεί «Πόντιο μαμάκια». Ήταν σε ευρεία χρήση η λέξη «μαμάκιας» περί το 1957; Δεν το θεωρώ πιθανό αλλά δεν μπορώ να το αποκλείσω, αν και πιθανότερο θα έβρισκα το «μαμόθρεφτος».
Το άλλο σημείο με πραγματολογικό ενδιαφέρον είναι ότι, στους τίτλους τέλους, ανάμεσα σε άλλες δηλώσεις για τον Στέλιο Καζαντζίδη (π.χ. του Μάνου Χατζιδάκι) υπάρχει και ένα απόφθεγμα του Φρανκ Σινάτρα, ότι «αν ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε κάνει καριέρα στην Αμερική με τη φωνή που έχει θα είχε ξεπεράσει σε φήμη εμένα». Εμένα αυτό μού φάνηκε «απόφευγμα» δηλ κάτι που δεν ειπώθηκε ποτέ, ανάλογο με τα καλά λόγια του Τζίμι Χέντριξ για τον Μανώλη Χιώτη. Ωστόσο, όταν το έγραψα στο Φέισμπουκ, ο Φώντας Τρούσας μού υπέδειξε μια πηγή που «τεκμηριώνει» τον ισχυρισμό. Βάζω εισαγωγικά, διότι η πηγή είναι ο δημοσιογράφος κτλ. Κυριάκος Διακογιάννης, επιφανής τερατολόγος και αυριανιστής, ο οποίος σε συνέντευξή του το 2014 λέει: «αυτή η φωνή, όπως μου έλεγε και ο Φρανκ Σινάτρα, δεν μπορείς να εξηγήσεις από πού βγαίνει». Ο Διακογιάννης ήταν παραμυθάς, όπως είπα, όμως ήταν φίλος του Καζαντζίδη, κουμπάρος του ίσως, ενώ ο Καζαντζίδης έχει πάει περιοδεία στην Αμερική αλλά και έζησε εκεί το 1976-78 όπου μάλιστα παντρεύτηκε μια ελληνοαμερικάνα από την Κάλυμνο, άρα δεν μπορούμε με βεβαιότητα να αποκλείσουμε το απόφθεγμα ούτε μπορούμε να κατηγορήσουμε τους συντελεστές της ταινίας που το επιλέξανε. Αν ήμουν εγώ στους συντελεστές της ταινίας, θα απόφευγα να βάλω ένα αμφισβητούμενο απόφθεγμα που τεκμηριώνεται από μια ύποπτη πηγή, αλλά ως εκεί.
Τέλος, πάλι στο Φέισμπουκ, αφού έγραψα ότι ο Καζαντζίδης είναι η γέφυρα ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο νεότερο λαϊκό, διακινδύνεψα την προφητεία ότι «τα τραγούδια του Καζαντζίδη θα συνεχίσουν μεν να ακούγονται, αλλά όλο και λιγότερο. Θα κακογεράσουν, ενώ τα ρεμπέτικα θα είναι ακόμα σε μεγαλύτερη ζήτηση. Μπορεί όμως και να λαθεύω».
Αυτό που έγραψα, έχει λάθος βάση, διότι όπως σχολίασε εύστοχα κάποιος (καζαντζιδικός κατά δήλωσή του):
Τι εννοούμε λέγοντας «τα τραγούδια του Καζαντζίδη»; Έχει πει την άμμο της θάλασσας, από Μίκη, Χατζιδάκι, Πάνου, Νικολόπουλο μέχρι Χιώτη, Μητσάκη, Καλδάρα, Λοΐζο και άλλους. Συνθέτες εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους, που πάτησαν στη φωνή του, που όντως είναι γέφυρα. Όχι όμως γέφυρα απλά με την έννοια της μετάβασης. Αλλά με την έννοια της αλλαγής κατεύθυνσης, από μια πορεία σε μια άλλη. Αυτό είδαν αυτοί οι συνθέτες, πιστεύω. Και για να περιοριστώ σε ένα δικό του τραγούδι που υπέγραψε ως συνθέτης, το Δύο πόρτες έχει η ζωή, σε λόγια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Ακόμα κι αν ξεχάσω τον Μίκη – που δεν γίνεται – ή τον Πάνου ή τον Σούκα, δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να κακογεράσει αυτό το τραγούδι.
Δίκιο έχει ο φίλος, αλλά, από την άλλη, πχ το «Σαββατόβραδο» δεν το θεωρώ τραγούδι του Καζαντζίδη, αλλά τραγούδι του Μίκη που το λέει ο Καζαντζίδης. Τραγούδια του Καζαντζίδη θα έλεγα εκείνα που δεν ξεχωρίζουν οι άλλοι συντελεστές τους. Τέλος πάντων, ο καθένας έχει διαφορετικές εμπειρίες, εγώ βλέπω νέους να τραγουδούν και να επανεκτελούν ρεμπέτικα μάλλον, αλλά μπορεί να λαθεύω, όπως είπα.
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου