Μια εντόπια σύνθεση: από τον δυτικό στον εγχώριο Ελληνισμό
Νικόλαος Σαρίπολος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επισήμανε στην εναρκτήρια διάλεξή του, στις 21 Οκτωβρίου 1848: «και εις τας πεδιάδας της Χαιρωνείας εξεψύχησεν η ελευθερία της Ελλάδος» (Σαρίπολος 1848: 11).
Για τη σύγκρουση μεταξύ κλασικού και βυζαντινού παρελθόντος κατά τα πρώτα χρόνια του νεότερου ελληνικού κράτους
Συνεκροτήθη μάχη εις την Χερώνειαν, εις ην ο Φίλιππος ενίκησεν επ’ ολέθρω της Ελληνικής ελευθερίας. Ο Φίλιππος έπραξεν άλλο της νίκης εκείνης ολεθριώτερον, εγέννησε τον Αλέξανδρον! […]
Η Βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν, και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών, και αισχρών βιαιοτήτων τού εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού Κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων.’
Τάδε έφη Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, διανοούμενος, πολιτικός και εν συνεχεία πρόεδρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, σε μια συνεδρίαση της εταιρείας πάνω στην Ακρόπολη, στις 25 Μαΐου 1841. Σκοπός της ομιλίας του ήταν να σκιαγραφήσει την ιστορία του ελληνικού έθνους, από τη γέννησή του κατά τους κλασικούς χρόνους μέχρι την παλιγγενεσία του το 1821. Η καταδίκη του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου πιθανότατα ξενίζουν τον σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος γνωρίζει πόσο εκθειάστηκαν αυτές οι δύο ιστορικές μορφές στις αρχές με μέσα της δεκαετίας του 1990, περίοδο της διένεξης της Ελλάδας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όμως εξίσου παράδοξη πρέπει να ηχεί και η ολοσχερής απόρριψη της βυζαντινής κληρονομιάς, δεδομένου του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει σήμερα στην ελληνική εθνική συνείδηση.
Υπό το φως όσων εξετάσαμε προηγουμένως στο παρόν κεφάλαιο, αυτό το τελευταίο παράδοξο είναι ίσως το πιο ευεξήγητο. Από τα τέλη του 18ου αιώνα και εφεξής, και υπό την προϊούσα επίδραση του δυτικού Διαφωτισμού, η αρνητική άποψη διανοητών όπως ο Montesquieu, ο Βολταίρος και, φυσικά, ο Gibbon για το Βυζάντιο ενσωματώθηκε στην αναδυόμενη εθνική αφήγηση (Πολίτης 1997). Η σύγκρουση ανάμεσα στους θιασώτες των δυτικών εθνικών ιδεωδών και στην Εκκλησία (η ηγεσία της οποίας ήδρευε στην Κωνσταντινούπολη και είχε προφανείς δεσμούς με το Βυζάντιο και τη χριστιανική κληρονομιά του) συνετέλεσε περαιτέρω στην απόρριψη της βυζαντινής κληρονομιάς υπέρ του κλασικού παρελθόντος. Επιπλέον, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η δημοκρατία των πόλεων-κρατών της κλασικής εποχής πρόσφερε στο αναδυόμενο εθνικό κράτος ένα μοντέλο πολιτικής οργάνωσης το οποίο κρίθηκε προτιμότερο από το αυτοκρατορικό, θεοκρατικό και απολυταρχικό 42 43 βυζαντινό μοντέλο (βλ. Toynbee 1981: 215′ Κρεμμυδάς 1992: 42’ Πολίτης 1993: 66).
Η σχέση των νεότερων Ελλήνων με το Βυζάντιο διαμεσολαβούνταν ασφαλώς από την ελληνική ορθοδοξία και τις δομές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η σχέση αυτή υπήρξε εξαιρετικά πολύπλοκη και ταραχώδης. Όταν, τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα, οι σημαντικότεροι διανοούμενοι και υποστηρικτές του ελληνικού εθνικισμού εξέπεμψαν το κάλεσμα για την ίδρυση ενός νέου είδους φαντασιακής κοινότητας των ελληνόφωνων χριστιανών, η οποία θα βασιζόταν πρωτίστως όχι στη θρησκευτική πίστη, όπως πριν, αλλά σε ένα αίσθημα κοινής εθνοτικής ταυτότητας και στην κοινή κλασική κληρονομιά, οι ηγέτες και οι διανοούμενοι της ορθοδοξίας διέβλεψαν τον κίνδυνο.
Η εναντίωσή τους είχε να κάνει με το γεγονός ότι αυτοί οι δυτικοσπουδασμένοι λόγιοι εμπνέονταν από φαινόμενα όπως η Γαλλική Επανάσταση (με το πνεύμα εκκοσμίκευσης που τη διείπε και με όλες τις απειλητικές υποδηλώσεις της για το status quo), αλλά και η αρχαία Ελλάδα, δηλαδή το ειδωλολατρικό παρελθόν που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε κατορθώσει να εξαλείψει και αντικαταστήσει με τον χριστιανισμό.
Το 1798, το Πατριαρχείο εξέδωσε τη Διδασκαλία Πατρική, ένα φυλλάδιο το οποίο δικαιολογούσε την οθωμανική κυριαρχία υποστηρίζοντας ότι ήταν έργο της Θείας Πρόνοιας με σκοπό να προστατευθεί η χριστιανική πίστη (Πολίτης 1998: 10). Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, μόνο κάποιοι «φωτισμένοι» κληρικοί συντάχθηκαν με τη «νέα θρησκεία», ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Μακεδονία, όπου εμφιλοχωρούσαν αντίπαλοι εθνικισμοί, ενώ η ηγεσία της Εκκλησίας τάχθηκε εναντίον της και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχε καταδικάσει την Επανάσταση του 1821.
Η επιτυχής έκβαση του πολέμου και η ίδρυση του νέου κράτους συνοδεύτηκε, το 1833, από τη μονομερή ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο σήμαινε την ανεξαρτητοποίησή της από το Πατριαρχείο- με άλλα λόγια, την υπαγωγή της στο εθνικό εγχείρημα (Kitromilides 1989: 166). Αυτή η εξέλιξη, ωστόσο, δεν δήλωνε μια ρήξη με την ορθοδοξία, αλλά, όπως έχει επισημάνει ο Παρασκευάς Ματάλας, έναν προβληματισμό εντός του ευρύτερου κόσμου της ελληνικής ορθοδοξίας σχετικά με το μέλλον του- συνδεόταν στενά με το δίλημμα αν το νέο κράτος έπρεπε να ακολουθήσει τις δυτικές ή τις ανατολικές δυνάμεις (ιδιαίτερα την ορθόδοξη Ρωσία, η οποία ασκούσε μεγάλη έλξη στους ελληνόφωνους ορθόδοξους χριστιανούς).
***
Καθηγητής Αρχαιολογίας Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του – Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μτφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (το βιβλίο έχει τιμηθεί με το Βραβείο Edmund Keeley (2009) και είχε συμπεριληφθεί στη βραχεία λίστα (8 τίτλοι) του Βραβείου Runciman (2008).)
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου