Εὐθύμιος Λέντζας: Λοιπόν, τί θὰ γίνει μὲ αὐτὰ τὰ μυρμήγκια;
Posted on 22 Σεπτέμβριος 2024 by planodion
Εὐθύμιος Λέντζας
Λοιπόν, τί θὰ γίνει μὲ αὐτὰ τὰ μυρμήγκια;
ΤΑΝ Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΔΡΟΣΙΑΣ ἔπειτα ἀπὸ ἑφτὰ βδομάδες συνεχοῦς καύσωνα καὶ ξηρασίας. Ἡ Νίτσα ἔβγαλε τὰ ροῦχα ἀπὸ τὸ πλυντήριο, πῆρε παραμάσχαλα τὴ λεκάνη καὶ βγῆκε στὴν πίσω βεράντα ποὺ «ἔβλεπε» στὴ Ζωοδόχου Πηγῆς. Τὸ νυχτικό της κολλοῦσε στὸ δέρμα καὶ τὸ σήκωσε ἐλαφρῶς λίγο πάνω ἀπὸ τὰ γόνατα. Τὰ μαλλιά της ἦταν σγουρά, βαμμένα κοκκινόμαυρα∙ εἶχε ἕνα μέτωπο πλατὺ σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν οἱ γυναῖκες στὴν Πίνδο∙ στὸ ἀριστερό της μπράτσο ἕνα σημάδι ἐκ γενετῆς, ἔμοιαζε μὲ ψόφιο χταπόδι ἂν τὸ κοιτοῦσες ἀπὸ τὴν ἀνάποδη. Ὁ ἄντρας της, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ μετέφερε μὲ τὸ φορτηγὸ ροδάκινα ἀπὸ διάφορες πόλεις τῆς Βόρειας Ἑλλάδας στὴ Θεσσαλία∙ σήμερα ἦταν τὸ ρεπό του.
Τὴ στιγμὴ ποὺ περνοῦσε τὴ ζώνη στὸ παντελόνι, ἡ Νίτσα τοῦ ὑπενθύμισε πὼς τὸ ἀπόγευμα θὰ ἐρχόταν ὁ Γιῶργος —ὁ γιός τους— νὰ ἀφήσει τὰ παιδιά. «Δὲν ἀλλάζει κάτι νὰ μοῦ τὸ λὲς κάθε λίγο», εἶπε ὁ Γιάννης. Τὰ γένια του ἦταν γκρίζα —τελείως γκρίζα— καὶ τὰ δάχτυλά του ἦταν θεόχοντρα. Τὰ μάτια τῆς γυναίκας εἶχαν κολλήσει στὶς θηλιὲς τοῦ παντελονιοῦ∙ στὴν τελευταία τρῦπα, ὅταν ὁ ἄντρας κούμπωνε τὴ ζώνη, ἡ γυναῖκα δάγκωσε δυνατὰ τὰ χείλια της. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς δύο δὲν εἶχε σκεφτεῖ νὰ πεῖ καλημέρα. Ἐκεῖνος ἔκλεισε τὴν πόρτα δυνατὰ πίσω του (ὅπως συνήθιζε πάντα γιὰ νὰ δηλώνει τὴν παρουσία του, εἴτε ἔμπαινε στὸ σπίτι, εἴτε ἔβγαινε ἀπὸ αὐτὸ ὅπως τώρα).
Ἡ Νίτσα πῆρε τὸ γεμᾶτο ἀποτσίγαρα τασάκι ἀπὸ τὸ κομοδίνο καὶ ἄνοιξε τὶς μπαλκονόπορτες. Ἤτανε Σάββατο. Στὸν φοῦρνο ἔψηνε πορτοκαλόπιτα. Στὸ τραπέζι εἶχε μείνει μισὸ καρβέλι ψωμὶ ἀπὸ χθὲς καὶ στὸ καρὸ τραπεζομάντιλο εἶχαν κάνει τὴν ἐμφάνισή τους κάτι μικροσκοπικὰ μυρμήγκια. Πῆρε ὅπως ἦταν τὸ τραπεζομάντιλο μὲ τὸ ψωμί, τυλίγοντάς το κουβάρι καὶ τὸ τίναξε στὰ σκουπίδια. Ἔριχνε βλαστήμιες γιὰ τὴν τύχη της. Μπῆκε στὸ μπάνιο μισοϊδρωμένη, πέταξε ἀπὸ πάνω της τὸ νυχτικὸ καὶ μπῆκε κάτω ἀπὸ τὴν ντουζιέρα. Ἔμεινε στὸ νερὸ περισσότερη ὥρα ἀπὸ ὅτι τῆς φάνηκε∙ ξαφνιάστηκε μᾶλλον εὐχάριστα μὲ αὐτὸ τὸ χρονικὸ κενό. «Ὡραῖο διάλειμμα», εἶπε. Σκουπίστηκε ἁπαλὰ καὶ πέρασε τὴν πετσέτα γύρω ἀπὸ τὴν μέση της. Ὕστερα ἄνοιξε τὸ μικρὸ παράθυρο τοῦ μπάνιου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸν καθρέφτη. Χούφτωσε τὴν κοιλιά της δυνατά: «ἐδῶ… ἐδῶ… ἐδῶ… κι ἐδῶ…», εἶπε. Πῆρε ἕνα μολύβι γιὰ τὰ μάτια καὶ σημάδεψε μὲ χιαστὶ γραμμὲς τὰ σημεῖα στὴν κοιλιά. «Πῶς ἔγινες ἔτσι;», εἶπε δυὸ φορὲς καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μπάνιο, ἀφήνοντας ἐπιδεικτικὰ τὴν πετσέτα νὰ πέσει στὸ πάτωμα.
Προχώρησε γυμνὴ ὣς τὴν κουζίνα. Ἔβγαλε ἕνα μπουκάλι παγωμένο νερὸ ἀπὸ τὸ ψυγεῖο, ἄνοιξε τὸ ντουλάπι πάνω ἀπὸ τὸν νεροχύτη, κατέβασε τὸ κουτὶ μὲ τὸν καφέ, πῆρε τὸ πλαστικὸ shaker κι ἑτοίμασε τὸν φραπέ της. Ὁ ἕνας καναπὲς μπροστὰ ἀπὸ τὴν τραπεζαρία ἦταν γεμᾶτος μὲ ροῦχα ἀσιδέρωτα καὶ σκόρπια παιχνίδια γιὰ τὰ ἐγγόνια της. Ἅρπαξε ἕνα μπλουζάκι τιραντὲ ἀπὸ τὸ σορό, μιὰ κιλότα, μιὰ βερμούδα φαρδιά – ντύθηκε καὶ κάθισε στὸν ἀπέναντι καναπέ. Ὁ ἥλιος φώλιασε ἀπρόσκλητος στὸ λαιμό της∙ ἅπλωσε τὸ χέρι σὲ αὐτό το φῶς∙ προσπάθησε νὰ τὸ φυλακίσει στὴ χούφτα της, νὰ ἐλαφρύνει τὴ μέρα. Ἔνιωσε ἕνα βάρος στὸ στῆθος σὰν δυσάρεστη σκέψη ποὺ τριγυρίζει βασανιστικὰ στὸ κεφάλι. Τὴ χθεσινὴ νύχτα, στὶς τέσσερις τὸ πρωΐ, ταραγμένη ἀπὸ ἕνα ὄνειρο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθεῖ – μονάχα αὐτὸ τὸ ἴδιο βάρος της ἦταν οἰκεῖο. Μάζεψε τὰ πόδια της κοντὰ στὸ σῶμα κι ἔτριψε τὶς πατοῦσες μὲ τὰ δάχτυλα∙ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο∙ ἥλιος παντοῦ. «Τί στὸ διάολο», εἶπε∙ «δὲν ἔχω γεράσει ἀκόμα».
Ἀκούστηκαν κλειδιὰ στὴν ἐξώπορτα. Ὁ Γιάννης ἐπέστρεψε νωρίτερα ἀπὸ ὅτι συνήθιζε καὶ πῆγε κατ’ εὐθεῖαν στὸ δωμάτιο. Ἡ Νίτσα ἔβγαλε τὴν πορτοκαλόπιτα ἀπὸ τὸν φοῦρνο κι ἀκούμπησε τὸ ταψὶ στὸν πάγκο τῆς κουζίνας. «Νά τα πάλι τὰ καταραμένα», εἶπε. Πάνω καὶ γύρω ἀπ’ τὴν πιατέλα μὲ τὶς φρυγανιές, ἔκοβαν βόλτα καμιὰ δεκαριὰ μυρμήγκια. Ὁ Γιάννης ξερόβηχε στὸ δωμάτιο. Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα γιὰ τὸ μεσημεριανό, ὁ Γιάννης στρώθηκε στὸ τραπέζι κι ἄνοιξε τὴν τηλεόραση. Κάπνιζε. Ἡ Νίτσα ἔκοψε μιὰ σαλάτα: ντομάτες, κρεμμύδι, φέτα κι ἀγγούρι. Γέμισε ἕνα πιάτο μὲ μπάμιες, ἕνα μπούτι κοτόπουλο καὶ τ’ ἄφησε στὸ τραπέζι. «Ἀπὸ χθές;» εἶπε ὁ ἄντρας. «Αὐτὸ εἶναι», εἶπε ἡ γυναῖκα. «Τί εἶσαι ἔτσι;» τῆς εἶπε. «Τί ἔτσι;» τοῦ ἀπάντησε. Ἔβαλε νὰ δεῖ τὶς εἰδήσεις κι ἔπεσε μὲ τὰ μοῦτρα στὸ φαγητό. Ἡ Νίτσα πῆρε τὸ πιάτο της καὶ κάθισε στὸν καναπέ. Πρῶτο θέμα σὲ ὅλα τὰ κανάλια: οἱ καταστροφικὲς φωτιὲς στὴν Εὔβοια καὶ στὴν Ἀττική.
Ὁ Γιάννης εἶπε στὴ Νίτσα γιὰ μιὰ ἱστορία ποὺ ἄκουσε στὴν καφετέρια τὸ πρωί. Τοῦ τὴ διηγήθηκε μιὰ μούρη ποὺ δούλευε στὴν ἀστυνομία —γιὰ χρόνια ὑπηρετοῦσε στὰ ΜΑΤ— καὶ τώρα εἶχε ἀποσπαστεῖ στὴν ἀσφάλεια∙ ἦταν πολὺ χοντρὸς καὶ ψηλὸς∙ παντρεύτηκε δυὸ φορὲς μὲ ἀλλοδαπὲς γυναῖκες καὶ τώρα ἦταν πάλι μόνος.
«Νά, ἕνας τύπος, στὴν καφετέρια τοῦ Χάρη —Ἠπείρου καὶ Καραθάνου γωνία— τρεῖς θαμῶνες ὅλοι κι ὅλοι∙ οἱ δύο ἔβλεπαν ποδόσφαιρο στὴν τηλεόραση κι ὁ ἄλλος καθόταν μόνος στὸ τραπεζάκι μπροστὰ στὸ παράθυρο παίζοντας στοίχημα. Κάπου-κάπου πετάγονταν στὸ ἀπέναντι προποτζίδικο, ἔμενε γιὰ δέκα λεπτὰ καὶ γύριζε πάλι στὸ τραπεζάκι μπροστὰ στὸ παράθυρο. Ποὺ λές, αὐτὸς ὁ τύπος μπῆκε στὴν καφετέρια τοῦ Χάρη, πλησίασε τὸν ἄντρα στὸ παράθυρο καὶ λογομάχησαν ἔντονα. Γιὰ λίγο πιάστηκαν στὰ χέρια. Ἡ γυναῖκα ποὺ ἔφτιαχνε τοὺς καφέδες τηλεφώνησε στὸν Χάρη νά ‘ρθει γρήγορα. Ὁ καυγᾶς σταμάτησε ἀπότομα. Δυὸ σπασμένα ποτήρια – δὲν ἔγινε καὶ τίποτα σπουδαῖο. Ἀκοῦς Νίτσα; Ὁ τύπος ἔφυγε κι ὅλοι νόμιζαν πὼς τὸ θέμα εἶχε σβήσει. Μά, νά, ἔτσι μέσα σὲ πέντε λεπτὰ τῆς ὥρας ὁ τύπος ξαναγύρισε κρατῶντας ἕνα μεταλλικὸ σωλῆνα στὰ χέρια, εἶπε κάτι στὰ Ἀραβικὰ μᾶλλον καὶ κατέβασε μὲ δύναμη τὸ σωλῆνα στὸ κεφάλι τοῦ ἄντρα ποὺ κάθονταν ἀκόμα μπροστὰ στὸ παράθυρο. Τοῦ ἄνοιξε τὸ κεφάλι, δὲν σταματοῦσε νὰ τὸν χτυπάει, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄντρας ἔπεσε αἱμόφυρτος στὸ πάτωμα, ἀκόμα κι ὅταν ἦταν πιὰ νεκρός, ἐκεῖνος συνέχιζε νὰ τὸν βαράει μὲ λύσσα τόσο ποὺ πιὰ δὲν ἤξερες ποιός ἦταν πιὰ ὁ ἄντρας στὸ πάτωμα. Ἀνάμεσα σὲ σελίδες ἀθλητικῶν ἐφημερίδων, δελτία στοιχήματος καὶ σπασμένα γυαλιὰ∙ ἦταν νεκρὸς Νίτσα, πάει τὰ εἶχε τινάξει. Κι ὁ τύπος μὲ τὸν σωλῆνα ἀκόμα στὰ χέρια, δὲν ἔκανε καμιὰ κίνηση νὰ φύγει. Ἔμεινε ἔτσι ὄρθιος πάνω ἀπ’ τὸ πτῶμα, ἀνασαίνοντας βαριά, μέχρι ποὺ ἔφτασε ἡ ἄμεση δράση καὶ τὸν μπαγλάρωσε. Εἴπανε πὼς ἦταν ἀπὸ τὸ Ἀφγανιστάν. Ἀκοῦς Νίτσα…;»
Ἡ Νίτσα ἔψαχνε στὸν ἄντρα ποὺ τῆς μιλοῦσε νὰ βρεῖ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγάπησε, τὴ ζεστὴ φωνὴ καὶ τὰ δεμένα χέρια σὲ ἕναν ὄμορφο ἴσκιο.
«Τὴν ἄλλη βδομάδα ἔχουμε νὰ κάνουμε τὴ δεύτερη δόση τοῦ ἐμβολίου», εἶπε ἡ Νίτσα. «Ναί, ναί…» εἶπε ὁ Γιάννης. «Τὴ δεύτερη δόση.» Πάσχιζε νὰ τὸν θυμηθεῖ χαρούμενο. Ὄχι εὐτυχισμένο, οὔτε ἐκείνη ἦταν εὐτυχισμένη, ἀκόμα κι ὅταν γέννησε∙ δὲν ἦταν σίγουρη πιά. Καὶ τὸ εἶχε συνήθειο νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ∙ νόμιζε πὼς ἔβρισκε παρηγοριά, πίστευε πὼς ἦταν πιστή. Κι ὅλο τὴν ἔπνιγε ἡ ἰδέα πὼς δὲν ἦταν εὐτυχισμένη παρ’ ὅλο ποὺ εἶχε γίνει μάνα καὶ γιαγιά. Ποιά ἦταν ἡ ἁμαρτία της δὲν ἤξερε. Καὶ θυμιάτιζε τὸ σπίτι καὶ σταυροκοπιόταν καὶ καμιὰ φορὰ ἔκλαιγε πάνω ἀπὸ τὴν κατσαρόλα.
Ἕνα ἀπόγευμα, θυμήθηκε τότε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ὅταν ὁ Γιῶργος ἦταν ἀκόμα παιδί, ὁ Γιάννης μπῆκε στὸ σπίτι μὲ ἕνα καρπούζι στὴν ἀγκαλιὰ∙ πῆρε ἕνα μεγάλο μαχαίρι καὶ φώναξε τὸ γιό του νά ‘ρθει κοντά. Ἔφερε τὰ χεράκια τοῦ μικροῦ στὰ δικά του, ἔπιασαν μαζὶ τὸ μαχαίρι κι ἔκοψαν τὸ καρπούζι στὴ μέση.
«Κοίτα νὰ ξυριστεῖς πρὶν ἔρθουν τὰ παιδιά» εἶπε ἡ Νίτσα. «Θὰ τρομάξουν μὲ τέτοιο πρόσωπο καὶ δὲν θὰ σὲ πλησιάζουν∙ ἂν σὲ ἐνδιαφέρει», τοῦ εἶπε. Ὁ Γιάννης κούνησε τὸ κεφάλι. Ἡ Νίτσα σηκώθηκε νὰ μαζέψει τὸ τραπέζι. Ὁ Γιάννης τῆς κράτησε τὸ χέρι. «Λοιπόν…» τῆς εἶπε. «Τί θὰ γίνει μὲ αὐτὰ τὰ μυρμήγκια..;». Ἡ Νίτσα κοίταξε τὴ σακούλα μὲ τὸ ψωμὶ καὶ εἶπε ξεφυσῶντας: «Ἄχ, Θεέ μου… ἄχ, Θεέ μου…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου