Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Για σένα που ρωτάς “γιατί δεν έφευγε;” – Η αληθινή ιστορία της Μάρθας

 Για σένα που ρωτάς “γιατί δεν έφευγε;” – 

Η αληθινή ιστορία της Μάρθας

“Γιατί δεν έφευγε;” μια απορία που (δυστυχώς) πολλοί εκφράζουν σε περιπτώσεις κακοποιητικών σχέσεων ή γάμων.
“Γιατί δεν έφευγε;” μια απορία, που σε δεύτερη ανάγνωση ρίχνει μερίδιο της ευθύνης στην κακοποιημένη γυναίκα, η οποία έχει ήδη πολλά βάρη στην πλάτη της, για να της απιθώνουμε ελαφρά τη καρδία κι άλλα.
“Γιατί δεν έφευγε;” μια απορία, που έκανε την Μάρθα(*), αναγνώστρια της σελίδας μας, να βρει το θάρρος και να μας μιλήσει, ώστε να λύσει την απορία σ’ αυτούς που τολμούν να την εκφράσουν…
Σ’ ένα χειμαρρώδες κείμενο που βρήκαμε στο mail μας, διαβάσαμε για τα πράγματα που βίωσε δίπλα στον κακοποιητικό σύντροφό της, για το “γιατί δεν έφευγε;” και το πώς κατάφερε εντέλει (ευτυχώς) να γλιτώσει.

  • Τα ονόματα της ιστορίας, έχουν αλλαχθεί για ευνόητους λόγους.
  • Το κείμενο έχουν επιμεληθεί άτομα της συντακτικής μας ομάδας, κατόπιν άδειας που μας έδωσε η αναγνώστρια του site μας, για να βοηθήσουμε στην άρτια παράθεση της ιστορίας.

Γνώρισα τον Διονύση(*) πριν περίπου 12 χρόνια. Ήμουν 25 ετών και ζούσα μόνη απ’ τα 20 μου, όπου έχασα τη μητέρα μου – ο πατέρας μου είχε πεθάνει από τότε που ήμουν σχεδόν μωρό. Ζούσα στο ενοίκιο, σ’ ένα μικρό σπίτι, είχα τη δουλειά μου, δυο τρεις καλούς φίλους και μια βαλίτσα όνειρα για το μέλλον. Μπορεί η ζωή να μου είχε στερήσει από μικρή και τους δύο γονείς μου, αλλά με είχε οπλίσει με δύναμη για να παλέψω και αισιοδοξία για να πιστεύω πως θα μπορούσα να τα καταφέρω. Κι όλα πήγαιναν καλά μέχρι που γνώρισα εκείνον…


Ήταν 28, δούλευε στην εστίαση και ζούσε με τους δικούς του. Γνωριστήκαμε σε κοινή παρέα τυχαία κάποιο βράδυ κι αμέσως φάνηκε πως κολλήσαμε. Δεν το κρύβω πως μέσα μου πίστευα πως η ζωή μου τον είχε στείλει, σε αντάλλαγμα για όσα μου είχε στερήσει. Ίσως να ήταν αυτός ο άνθρωπός μου, ο ένας μου… έλεγα. Και ήταν. Στην αρχή. Έδειχνε γλυκός, τρυφερός, προστατευτικός και ερωτευμένος, πολύ ερωτευμένος! Τον ερωτεύτηκα βαθιά κι εγώ και δεν μου φάνηκε καθόλου βιαστικό το να ζήσουμε μαζί μόλις μετά από λίγους μήνες σχέσης.

Στην αρχή όλα έμοιαζαν καλά, αν εξαιρέσεις εκείνες τις μικρές (σε μορφή παράκλησης) παρατηρήσεις για τα ρούχα που φορούσα ή για το αν ήθελα να δω κάποια φίλη μου. Δεν γίνεται έρωτας χωρίς ζήλεια, έλεγα μέσα μου και μέχρι σ’ ένα βαθμό με κολάκευε, αλλά σιγά σιγά όλο αυτό γινόταν όλο και πιο καταπιεστικό… Ίσως εκείνο το σημείο, θα ήταν το σημείο που θα έπρεπε να φύγω, μα ήμουν ερωτευμένη κι ο έρωτας λειτουργεί πολλές φορές ως παραμορφωτικός φακός. Ίσως η ανοχή μου να ήταν το πρώτο λάθος μου, μα αλήθεια -για όλους αυτούς που θα ρωτήσουν “γιατί δεν έφευγες τότε;”- μπορεί κανένας να μου εγγυηθεί με σιγουριά πως ακόμη και τότε, που ήμασταν περίπου ένα χρόνο μαζί, θα μ’ άφηνε όντως να φύγω;

Οι μικρές παρατηρήσεις, έγιναν επικριτικά σχόλια και οι μικρές ζήλιες, έγιναν εκρήξεις ζήλιας, μα όλο αυτό έγινε τόσο σταδιακά, που ειλικρινά δεν κατάλαβα πώς φτάσαμε στο πρώτο χαστούκι. Ήμασταν περίπου 2 χρόνια μαζί τότε, μια φίλη μου παντρευόταν κι είχα αγοράσει ένα φουστάνι για το γάμο. Το βρήκε πρόστυχο και υπερβολικά προκλητικό. Τον ενημέρωσα πως λίγες μέρες πριν το γάμο θα βγαίναμε κοριτσοπαρέα σ’ ένα μαγαζί, όπως είθισται. Το βρήκε ανεπίτρεπτο και αισχρό. Ύψωσα ανάστημα και στα δυο, γιατί πίστευα πως δεν ήταν τόσο φοβερό να πιω ένα ποτό με μια φίλη που θα παντρευόταν, ούτε το φουστάνι μου ήταν τόσο αποκαλυπτικό όσο έλεγε. Το χαστούκι που μου έδωσε τη στιγμή που διαφωνούσαμε (δεν ήταν καν καβγάς) μ’ έκανε να παγώσω. Όχι, δεν ήταν τόσο δυνατό. Όχι, δεν πόνεσε τόσο το μάγουλό μου. Αλλά ένιωσα να παγώνω, ένιωσα πως πόνεσε η ψυχή μου, ένιωσα πως ο άνθρωπος που είχα μπροστά μου ήταν ένας ξένος κι όχι ο άντρας που αγαπούσα. Η αντίδρασή του -γνώριμη μάλλον σ’ όσες έχουν βρεθεί στην ίδια θέση με μένα- ήταν να πέσει στα γόνατα και να μου ζητάει συγνώμη, να μου ορκίζεται πως δεν θα επαναληφθεί και πως αναγνωρίζει πως δεν θα έπρεπε ποτέ να σηκώσει το χέρι του. Μα με λύπη πια πιστεύω πως άπαξ κι ένα χέρι σηκωθεί μια φορά, δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει να σηκώνεται…

Τον συγχώρησα κι αυτό ίσως θα πρέπει να καταμετρηθεί σαν δεύτερο λάθος μου και μάλλον αυτή η στιγμή είναι η ώρα για ν’ ακουστεί για δεύτερη φορά η ερώτηση “γιατί δεν έφευγες;”. Η απάντησή μου τότε θα ήταν μάλλον πως ήμουν ερωτευμένη, ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να βγαίνει εκτός εαυτού, πως πείστηκα πως όντως το είχε μετανιώσει. Η απάντησή μου σήμερα θα ήταν πως δεν μπορούσα να πιστέψω πως αυτά που έβλεπα στους τίτλους των ειδήσεων, θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε μένα. Η απάντησή μου σήμερα θα ήταν πως ίσως δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως το τέρας μπορεί να έχει τη μορφή εκείνου που μέχρι χτες σε νανούριζε με φιλιά, που σ’ αγκάλιαζε σφιχτά βλέποντας ταινία ή που σε σκέπαζε για να μην κρυώσεις όταν σ’ έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ. Τώρα πια ξέρω πως αυτά τα τέρατα μπορεί να είναι μπροστά σου στην ουρά μιας δημόσιας υπηρεσίας, μπορεί να είναι εκείνοι που σου δίνουν προτεραιότητα σε μια διάβαση, μπορεί να είναι εκείνοι που κοιμούνται κάθε βράδυ δίπλα σου…

Το δεύτερο χαστούκι -και το τρίτο μου λάθος για σένα που μετράς τα “γιατί δεν έφευγες” σου- ήταν λίγους μήνες αργότερα, όταν μετά από ένα ατύχημα που είχα με το αυτοκίνητο κι αφού πέρασα μία ολόκληρη εβδομάδα στο νοσοκομείο, βγήκα σε αναρρωτική άδεια. Τότε που μέσα στους πόνους μου, δεν μαγείρεψα και γύρισε απ’ τη δουλειά πεινασμένος. Λόγο στο λόγο, του είπα να μ’ αφήσει ήσυχη ν’ αναρρώσω και έκλεισα με δύναμη την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Άνοιξε την πόρτα και το χαστούκι του με σώριασε στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά δεν ζήτησε συγνώμη, δεν είπε ότι έκανε λάθος. Με κοίταξε με ένα βλοσυρό βλέμμα κι απλά έφυγε απ’ το σπίτι. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα στην ίδια θέση, ακίνητη, ανήμπορη να σηκωθώ. Ξέρω μόνο πως είχα νιώσει το αίμα μου να παγώνει και την καρδιά μου να πονάει ανυπόφορα, περισσότερο απ’ την πρώτη φορά. Και τώρα, που είναι η στιγμή για το “γιατί δεν έφευγες;”, θα σου απαντήσω πως την ίδια εκείνη μέρα μάζεψα τα ρούχα του και λίγα προσωπικά του αντικείμενα σε μια βαλίτσα, πήρα τηλέφωνο ένα φίλο του να έρθει να την πάρει, του έστειλα μήνυμα πως χωρίζουμε και άλλαξα κλειδαριά στο σπίτι. Ναι, είχα πάρει την απόφαση να φύγω απ’ αυτή τη σχέση, είχα πάρει την απόφαση να σώσω τον εαυτό μου απ’ αυτόν τον άνθρωπο που με πλήγωνε ψυχή και σώμα. Είχα πάρει την απόφαση, μα ακόμη η ανόητη δεν ένιωθα βαθιά στο πετσί μου φόβο. Πίστευα πως όλα θα είναι απλά. Δεν ήταν…

Για έναν ολόκληρο μήνα παρέμεινε άφαντος. Κι εγώ που στο μεταξύ είχα αναρρώσει και είχα επιστρέψει στη δουλειά, είχα αρχίσει να πιστεύω πως η ιστορία είχε λάβει τέλος. Το μήνυμα που μου έστειλε πως με παρακαλούσε να τον ενημερώσω για το πότε θα μπορούσε να πάρει και τα υπόλοιπα πράγματά του, με βρήκε απόλυτα σίγουρη πως ήμουν δυνατή όπως μου όφειλα και πως είχα φερθεί όπως ακριβώς “έπρεπε”. Ούτε σκέψη πως θα ήμουν σαν εκείνες τις γυναίκες στους τίτλους των ειδήσεων. Τόσο σίγουρη! Μα πόσο εύκολα μπορεί η ζωή να σε κάνει να αυτοαναιρεθείς… Δεν είχε έρθει να πάρει τα πράγματά του. Είχε έρθει με μια αγκαλιά λουλούδια και μια τσάντα με όρκους, υποσχέσεις, παραδοχές και παρακλήσεις. Είχε έρθει με σκοπό να μου ζητήσει μια ακόμη ευκαιρία. Μια ευκαιρία που δεν ήμουν διατεθειμένη να δώσω και την πλήρωσα με ένα μελανιασμένο μπράτσο κι ένα σκισμένο χείλος. Γιατί -για σένα που ρωτάς με “τόσο” ενδιαφέρον “γιατί δεν έφευγες;”- είχα αποφασίσει να φύγω, είχα ήδη φύγει, μόνο που εκείνος αρνιόταν να το δεχτεί. Μέτρα εδώ το τέταρτο λάθος μου. Δεν πήγα στην αστυνομία. Δεν τον κατήγγειλα. Δεν του έκανα μήνυση. Ο γείτονας που είχε ακούσει τη φασαρία και χτυπούσε με μανία την πόρτα μου, τον έκανε να φύγει πριν τα τραύματα στο σώμα μου γίνουν επικίνδυνα. Στην ψυχή μου όμως ήταν…

Το επόμενο διάστημα ήταν εφιαλτικό. Εμφανιζόταν στη δουλειά μου, τον έβλεπα να με περιμένει κοντά στο αυτοκίνητό μου, κρυβόταν απέναντι απ’ το σπίτι μου. Τον απέφευγα. Γύρισα πολλές φορές με τα πόδια στο σπίτι μου, γιατί δεν ήθελα να πλησιάσω το αυτοκίνητό μου, αφού τον είχα δει πως ήταν εκεί. Έμεινα πολλά βράδια με τα παντζούρια και τα φώτα κλειστά στο σπίτι για να νομίζει ότι λείπω. Είχα ζητήσει αλλαγή πόστου στη δουλειά για να μην βρίσκομαι στην εξυπηρέτηση πελατών, ώστε να μπορεί να μου απευθύνει το λόγο. Η πίεση που ένιωθα ήταν αφόρητη. Είχα μιλήσει στους φίλους του, να προσπαθήσουν να τον λογικέψουν. Έφτασα στο σημείο να τηλεφωνήσω ακόμη και στη μητέρα του και να της πω ότι φοβόμουν κι ότι δεν ήθελα να καταστρέψω τη ζωή του, πηγαίνοντας στην αστυνομία. Την παρακάλεσα να του μιλήσει. Μου το ορκίστηκε κλαίγοντας με λυγμούς. Τι έφταιγε κι εκείνη αλήθεια…


Κατά διαστήματα χανόταν και με το που ένιωθα πως έπαιρνα ανάσα πια, εμφανιζόταν ξανά. Άλλοτε με λουλούδια που έστελνε στο σπίτι ή στη δουλειά μου, άλλοτε με γράμματα που άφηνε στο γραμματοκιβώτιο της πολυκατοικίας ή μικρά σημειώματα στον υαλοκαθαριστήρα του αυτοκινήτου μου κι άλλοτε με τη φυσική του παρουσία, χωρίς όμως να με πλησιάζει για να μου μιλήσει. Στεκόταν απλά και με κοίταζε με θλιμμένο βλέμμα, προσπαθώντας ίσως να δείξει πως δεν θέλει να με τρομάξει. Μάλλον δεν μπορούσε να φανταστεί πως ήταν από καιρό ο χειρότερος εφιάλτης μου. Στα γράμματά του έλεγε πόσο μ’ αγαπάει, πόσο δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς εμένα, πόσο δεν θα άντεχε το γεγονός να με δει να μοιράζομαι τη ζωή μου με κάποιον άλλον. Τη μέρα που βρήκα ένα σημείωμα στο αυτοκίνητό μου, που έλεγε πως αν δει άλλον να μ’ αγγίζει, θα τον σκοτώσει και θα σκοτωθεί, αποφάσισα πως έπρεπε να κάνω κάτι ριζικό, το καμπανάκι του κινδύνου άρχισε να χτυπά επικίνδυνα μέσα μου, το ένστικτό μου για πρώτη φορά άρχισε να μου ουρλιάζει πως έπρεπε με κάθε τρόπο να προστατευτώ. Και το άκουσα. Με πόνο ψυχής άλλαξα δουλειά και μετακόμισα (νύχτα-με τη βοήθεια φίλων) σε άλλη συνοικία. Άλλαξα αριθμό τηλεφώνου και τον έκανα απόρρητο. Έπρεπε να χάσει τα ίχνη μου. Έπρεπε να νιώσω ασφαλής. Ίσως έτσι με τον καιρό να ηρεμούσε. Κι εκείνος κι εγώ.

Του πήρε μόλις δύο μήνες να με βρει. Όταν τον είδα να στέκεται μπροστά στο αυτοκίνητό μου, ένα πρωινό που είχα βγει απ’ το σπίτι για να πάω στη δουλειά, έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Τα μηνίγγιά μου άρχισαν να χτυπούν ανεξέλεγκτα. Είχα φύγει! Είχα φύγει, όπως με τόσο πάθος ακούω κάποιους να ρωτάνε. Εγώ είχα φύγει. Εκείνος όχι… Δεν κρύφτηκα, μάζεψα όσο θάρρος είχα μέσα μου και πήγα κοντά του. Κάτι πήγε να πει αλλά δεν τον άφησα. Του είπα πως αν τον ξαναδώ κοντά μου θα πήγαινα στην αστυνομία. Μπήκα στο αυτοκίνητο κι έφυγα. Έφυγα! Ακούς; Έφυγα! Έφυγα και δυο μέρες αργότερα, με μάζεψαν χτυπημένη απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας μου. Έφυγα, μα το τέρας είχε αποφασίσει να καταπιεί κάθε μόριο της ψυχής μου, είχε αποφασίσει να με καταστρέψει. Έφυγα, μα μάλλον όχι τόσο μακριά όσο έπρεπε για να γλιτώσω.

Δεν με ξαναπλησίασε για καιρό. Δεν τον κατήγγειλα ποτέ. Ένιωθα όμως πως η μόνη σωτηρία μου θα ήταν να εξαφανιστώ. Να φύγω τόσο μακριά που να μη μπορεί να με πλησιάσει. Να αλλάξω όλη τη ζωή μου, για να μπορέσω να τη διατηρήσω. Και το έκανα. Έφυγα. Μια καλή μου φίλη, μου άπλωσε το χέρι. Έμενε στο εξωτερικό και με βοήθησε να πάω εκεί. Ήμουν τυχερή που την είχα. Αν δεν την είχα πόσο πιο δύσκολο θα ήταν; Ήμουν τυχερή που δεν είχα οικογένεια -δες κάτι παράδοξο! Ένιωθα τυχερή που δεν είχα οικογένεια και δεν θα άφηνα κανέναν πίσω για τον οποίο θα έπρεπε να φοβάμαι. Ήμουν τυχερή που δεν είχα παιδιά -δες ακόμη ένα παράξενο! Ένιωθα τυχερή που δεν είχα κάνει παιδιά μαζί του (παρότι προσπάθησε πολύ να με πείσει να κάνουμε) και δεν θα είχα κανένα νομικό ή άλλου είδους δέσιμο μαζί του! Έφυγα, αφήνοντας πίσω την πατρίδα και τους φίλους μου. Έφυγα, αφήνοντας πίσω την δουλειά μου και όλα τα όνειρα που είχα κάνει μέχρι τότε. Πρόσεξε όμως τη λεπτομέρεια… “ήμουν τυχερή!”. Ήμουν τυχερή σε συγκεκριμένα κομμάτια, ώστε να μπορώ να κάνω αυτή την κίνηση. Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν δεν “ήμουν τυχερή”;


Και τώρα, αν έχεις καταφέρει να διαβάσει όλη την ιστορία μου, πάρε ένα λεπτό σιωπής και σκέψου πόσες γυναίκες έχουν βιώσει τον εφιάλτη χωρίς να είναι τόσο “τυχερές”; Πάρε ένα λεπτό σιωπής και μέτρα ένα ένα τα λάθη που έκανα. Γι’ αυτά μου τα λάθη (ή κι άλλα 100 ακόμη), θα μου άξιζε να χάσω τη ζωή μου; Πάρε ένα λεπτό σιωπής και πες μου, αν τύχει κι ακούσεις μια άλλη ιστορία κακοποίησης, πόσο εύκολα θα ξεστομίσεις αυτό το καταραμένο “γιατί δεν έφευγε;”.


https://thewomen.gr/

ΓΡΑΜΜΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ SOS 15900 ΓΙΑ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Συντάκτης

  • TheWomen

    Γυναίκα…Σύζυγος, εργαζόμενη, μητέρα, νοικοκυρά, ερωμένη… 1000 ρόλοι να χωρέσουν ασφυκτικά σε ένα έρμο 24ώρο! Μαζί θα γελάσουμε, θα κλάψουμε, θα προβληματιστούμε, θα συζητήσουμε με & για όλα όσα απασχολούν τη σημερινή γυναίκα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για ένα ποιοτικό άλμα στην Δικαιοσύνη

  Για ένα ποιοτικό άλμα στην Δικαιοσύνη Αντικλείδι Το σύστημα της απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα το 2024, πέραν του ότι δεν έχει κατακτήσ...