Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Εὐθύμιος Λέν­τζας: Δο­ξα­σμέ­νο τὸ ὄνο­μά του

 Εὐθύμιος Λέν­τζας: Δο­ξα­σμέ­νο τὸ ὄνο­μά του

Posted on  by planodion


Εὐθύμιος Λέν­τζας

Δο­ξα­σμέ­νο τὸ ὄνο­μά του

Α ΠΑΙΔΙΑ πε­τᾶ­νε τὰ σκου­πί­δια καὶ φεύ­γουν. Στὸ Negro μὲ πε­ρι­μέ­νει ὁ κα­λύ­τε­ρός μου φί­λος. Σβή­νω τὰ φῶ­τα στὸ μα­γα­ζί. Κά­θο­μαι στὸ σκαμ­πὸ μπρο­στὰ ἀπὸ τὴν τα­μεια­κὴ μη­χα­νὴ καὶ τε­λειώ­νω τὸ πο­τό μου. Κοι­τά­ζω στὴν πί­σω με­ριά, ἡ αὐ­λὴ μὲ τὴ μι­κρὴ ἐλιὰ στὴ μέ­ση, οἱ κα­ρέ­κλες γυ­ρι­σμέ­νες πά­νω στὰ τρα­πέ­ζια. Οἱ τοῖ­χοι στὸ ἐσω­τε­ρι­κὸ εἶ­ναι ἐπεν­δυ­μέ­νοι μὲ τοῦ­βλα στὸ χρῶ­μα τοῦ κε­ρα­μι­διοῦ. Πε­ρι­με­τρι­κά, κρέ­μον­ται τέσ­σε­ρις πί­να­κες – ἀφί­σες τοῦ Του­λοὺζ Λω­τρέκ. Ὄμορ­φα χρώ­μα­τα. Στὴν αὐ­λὴ πέ­φτουν σκόρ­πια κομ­μά­τια φεγ­γά­ρι. Ὅσο μοῦ τὸ ἐπι­τρέ­πει ὁ δη­μο­τι­κὸς φω­τι­σμὸς ἀπὸ τὴ Φρί­ξου, πα­ρα­μέ­νω στὰ σκο­τει­νά. Στὰ δά­χτυ­λα παί­ζω ἕνα στρι­φτὸ τσι­γά­ρο. Νὰ τὸ ἀνά­ψω; Νὰ μὴν τὸ ἀνά­ψω; Τὸ ἀπό­γευ­μα, πρὶν φύ­γω ἀπὸ τὸ σπί­τι, ἔρι­ξα μιὰ μα­τιὰ στὸν παπ­ποῦ. Ἡ μα­μὰ λέ­ει πὼς ὁ παπ­ποῦς εἶ­ναι στὴ φά­ση ποὺ βλέ­πει ὁρά­μα­τα. Πι­στεύ­ει πὼς ἀνε­βά­ζει τὰ μου­λά­ρια στὴν Κα­ρί­τσα. Τὰ ξύ­λα, λέ­ει. Νὰ φορ­τώ­σου­με τὰ ξύ­λα. Πε­ρισ­σό­τε­ρο μουγ­κρί­ζει πα­ρὰ ἀνα­σαί­νει ὁ παπ­ποῦς. Τε­λι­κὰ τὸ ἀνά­βω τὸ τσι­γά­ρο. Πά­νω ἀπ’ τὸ κε­φά­λι τοῦ παπ­ποῦ, τὸν βλέ­πω σὲ μιὰ φω­το­γρα­φία μὲ τὴ για­γιά, στὸ ἕνα του χέ­ρι κρα­τά­ει τὸ κομ­πο­λόϊ, μὲ τὸ ἄλ­λο ἀγ­κα­λιά­ζει τὴ για­γιά. Τρεῖς ὧρες πά­νω-κά­τω οἱ χά­ντρες μέ­χρι νὰ φτά­σου­με Ἀβδέλ­λα. Καὶ δῶσ’ του ὁ παπ­ποῦς. Σ’ αὐ­τὴ τὴν κο­ρυ­φὴ κοι­μή­θη­κα ἑφτὰ χρο­νῶν, στὴν ἄλ­λη ὀχτώ, στὴν πέ­ρα δώ­δε­κα. Ἐκεῖ, ἐκεῖ, νὰ δεί­χνει μὲ τὸ δά­χτυ­λο ἀνά­με­σα στὰ δέν­τρα. Δο­ξα­σμέ­νο τὸ ὄνο­μά του, λέ­ει καὶ σταυ­ρο­κο­πιέ­ται. Φτύ­νει τὸν κόρ­φο του. Ὅπο­τε μι­λάω γιὰ βου­νά, εἶ­ναι λὲς καὶ μι­λάω γιὰ τὸν παπ­ποῦ. Τὸν πε­ρι­γρά­φω ὅπως θὰ ἔκα­να μὲ τὸν οὐ­ρα­νό, τὰ σύν­νε­φα καὶ τὸν Βε­νέ­τι­κο. Ἡ κά­πα του, ἡ φτώ­χεια του, πεῖ­να του. Ἐδῶ, τὸν βρά­χο δές. Ἀπὸ τὴ μιὰ με­ριὰ στὴν ἄλ­λη, πή­δη­ξε ὁ Μέ­γα Ἀλέ­ξαν­δρος μὲ τὸν Βου­κε­φά­λα. Εἶ­ναι Ἰού­νιος ἢ Ἰού­λιος. Κλει­δώ­νω τὸ μα­γα­ζί. Φτά­νω στὸ Negro. Ὁ Κλε­άν­θης, ἔχει μπρο­στά του δύο πο­τή­ρια βό­τκα. Τὸ ἕνα εἶ­ναι γιὰ μέ­να. Μιὰ πα­ρέα μὲ τρία κο­ρί­τσια κι ἕνα ἀγό­ρι, συ­ζη­τᾶ­νε γιὰ μιὰ θε­α­τρι­κὴ πα­ρά­στα­ση ποὺ εἴ­δα­νε στὸ Κη­πο­θέ­α­τρο. Κου­βέν­τα στὴν κου­βέν­τα, κι ἀπὸ τὴ μιὰ βό­τκα στὴν ἄλ­λη, ὁ φί­λος μου κι ἐγώ, κα­τα­λή­ξα­με νὰ μι­λᾶ­με γιὰ τὸν Λιαν­τί­νη. Ἡ πα­ρέα δί­πλα ἔχει ἀλ­λά­ξει θέ­μα συ­ζή­τη­σης. Κα­νο­νί­ζουν γιὰ τὶς δια­κο­πές τους, σὲ κά­ποιο νη­σὶ τῶν Κυ­κλά­δων. Ὁ θε­ὸς πέ­θα­νε, λέ­ει ὁ Λιαν­τί­νης, θὰ πεῖ πὼς ὁ δά­σκα­λος πέ­θα­νε. Πέ­θα­νε τὸ βι­βλίο. Ἦταν σὲ μιὰ ὁμι­λία του στὸ Ἡρώ­δειο. Ἀπὸ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες του πρὶν τὴν ἀνα­χώ­ρη­ση. Ἀπὸ τὸ Negro φύ­γα­με λι­γά­κι πιω­μέ­νοι, λι­γά­κι χα­ρού­με­νοι. Στὸ ἄλο­γο(*), κά­τω ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀχίλ­λειο, ἔσκυ­ψα νὰ δέ­σω τὰ κορ­δό­νια μου. Ἀπὸ τὴ στρο­φὴ τοῦ δρό­μου, βλέ­πω ὅλα τὰ φῶ­τα στὸ σπί­τι ἀναμ­μέ­να. Ἕνα φῶς θὰ ἔλε­γα θρη­σκευ­τι­κό. Κα­τά­λα­βα πὼς ὁ παπ­ποῦς ἔχει πε­θά­νει.

(*) Στὸ ἄλογο: Το­πόση­μο τῆς Λά­ρι­σας. Ἵπ­πος ἀρ­χε­τυ­πι­κὸς τοῦ λα­ρι­σι­νοῦ πε­δίου. Ἔρ­γο τοῦ Μί­λτου Πα­πα­στερ­γίου. Μπροστὰ στὸν μη­τρο­πο­λι­τι­κὸ ναὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­χιλ­λείου.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας (Λά­ρι­σα, 1986). Ἔχει ἐκ­δώ­σει δύο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές: Οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ ἀγα­πᾶ­με εἶ­ναι θαμ­μέ­νες στὸν κῆ­πο (αὐ­το­έκ­δο­ση, 2020). Τὸ Με­ρί­διο (Θρά­κα, 2022) καὶ μιὰ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Στὰ βρά­χια καὶ στὴ θά­λασ­σα (Γρά­φη­μα, 2023).


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αλτσχάιμερ: Πόσα αυγά πρέπει να τρώνε οι άνω των 50 ετών για να μειώσουν κατά 47% τον κίνδυνο

Αλτσχάιμερ: Πόσα αυγά πρέπει να τρώνε οι άνω των 50 ετών για να μειώσουν κατά 47% τον κίνδυνο Μαριάννα Σπανού   Τα   αυγά   αποτελούσαν βασι...