Δεν είναι εύκολο να βρεις την ψυχή του ζεϊμπέκικου
Του Νίκου Τσούλια
Ίσως να έλκει την καταγωγή του από εκείνους τους πρωτόγονους χορούς της ιερής μυσταγωγίας, στο θείο, στο άγνωστο, στο μεταφυσικό. Και ανεξάρτητα από το πως γεννήθηκε και μεγαλούργησε το ζεϊμπέκικο στη Σύρο, στη Σμύρνη, στον Πειραιά, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Νέα Υόρκη ενυπάρχουν στον απροσδιόριστο πυρήνα του κάποιες αρχετυπικές όψεις αυτής της εκδήλωσης του ανθρώπου, που προσπαθούσε να ερμηνεύσει τη μαγεία του κόσμου, πολύ πριν ο ορθολογισμός ερμηνεύσει τη Φύση.
Και πρέπει να πω εξαρχής ότι είναι ένας χορός που κατεξοχήν μιλάει μόνο με το σώμα, που εκφράζει ό,τι δεν μπορεί να ειπωθεί με λέξεις και με έννοιες – και είναι πολλά αυτά που μπορούν να εκδηλωθούν μέσα από τις κινήσεις του σώματος. Αλλά πρέπει να ξέρεις τα μυστικά του ζεϊμπέκικου, τα μυστικά της ψυχής του και να τα σμίξεις με εκείνα της ψυχής στου. Γιατί κανένας δεν ξέρει – παρά μόνο ο χορευτής – το που βρίσκονται η σκέψη του και οι πόθοι του.
Και ακόμα ως παρατηρητής πρέπει να ξέρεις να μελετάς το τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτόν που χορεύει. Είναι μια ανάγνωση πολύ δύσκολη, που δεν πρέπει να παγιδεύεται από τις φιγούρες – τότε απλά και μόνο ο χορευτής δίνει το δυνατότητα να κατανοήσουν κάποια πράγματα.
Θέλει εξάσκηση και κυρίως απαιτεί να βρεις το νήμα των πόθων του χορευτή, για να τον κατανοήσεις. Να μελετάς ταυτόχρονα τα χέρια του, τις απλές και βαριές κινήσεις του σώματός του, γιατί ούτε από το πρόσωπό του μπορείς να ερμηνεύσεις κάτι. Δεν αφήνει εκεί κανένα συναίσθημα – έχει πετρώσει την όψη του, δεν είναι η συνηθισμένη.
Μόνο αυτός ξέρει γιατί χορεύει με αυτό τον τρόπο: για έναν καημό, για έναν πόνο σκληρό και ματωμένο, για μια χαρά πρωτόγνωρη, για έναν έρωτα χαμένο και ανεκπλήρωτο, για την ίδια τη ζωή, ναι για τη ζωή, γιατί είναι μια άσκηση φιλοσοφίας.
Όταν χορεύεις το ζεϊμπέκικο, είσαι στον κόσμο σου. Μιλάς μόνο με τον εαυτό σου. Είσαι περίκλειστος. Δεν συνδιαλέγεσαι με τους θεατές. Αν το κάνεις, έχεις αποδράσει από το ζεϊμπέκικο. Θες να γοητεύσεις αλλά είναι μια απόλυτα προσωπική υπόθεση. Και αυτό δεν το κουβεντιάζεις με κανέναν.
Πρέπει να είσαι μάγκας – με όποιες απροσδιοριστίες έχει αυτή η λέξη – για να μπορείς να ανταποκριθείς στο κάλεσμα του Μάρκου, του Τσιτσάνη, του Παπαϊάννου… Πρέπει να πατάς γερά τη γη, να νιώσει το μήνυμα των πατημάτων σου. Να είσαι γήινος. Να βιώνεις τους στίχους με την ψυχή σου.
Να ανταποκριθείς στο κάλεσμα του τραγουδιού.
«Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά,
πιες κι ένα ποτηράκι
κι αν θες ζεϊμπέκικο καλό, ω,
περίμενε λιγάκι»!
Να νιώσεις το χάος του έρωτα και να είσαι πονετικός και μεγαλόψυχος.
«Δε θέλω τα ματάκια σου
για μένανε να κλαίνε
να με αφήσεις ήσυχο
κι εγώ ας τυραννιέμαι».
Να έχεις συγκρουσθεί με τη ζωή.
«Θεέ μου τη δεύτερη φορά
που θα ‘ρθω για να ζήσω
όσο η καρδιά κι αν λαχταρά
δεν θα ξαναγαπήσω».
Να νιώσεις ότι ξαναγεννιέσαι.
«Το γυρισμό σου πάντα περιμένω,
κι αν πέρασε τόσος πολύς καιρός,
δεν ξέχασα γι’ αυτό σου παραγγέλνω,
θα ζω με την ελπίδα `δω και `μπρος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου