Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

ΕΣΕΙΣ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΛΗΣΜΟΝΙΑ; ΑΓΙΑΖΙ; ΑΛΑΡΓΙΝΟ;

 ΕΣΕΙΣ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΛΗΣΜΟΝΙΑ; ΑΓΙΑΖΙ; ΑΛΑΡΓΙΝΟ;


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία "


Θα αναδημοσιεύσω σήμερα ένα άρθρο του Δημήτρη Ρηγόπουλου, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην Καθημερινή.  Όπως θα δείτε, στο τέλος του άρθρου λέω κι εγώ κάποια πράγματα, διότι είχαμε μια συζήτηση με τον συντάκτη, που μου ζήτησε την  άποψή  μου για το ερώτημα του υποτίτλου, «τι καταλαβαίνουν οι 16χρονοι όταν  ακούν τραγούδια του 60». Σημειώνω πως ο τίτλος του δικού μας άρθρου είναι παραλλαγή του τίτλου του άρθρου της Καθημερινής,  που ήταν  «Φιλαράκι, μήπως ξέρεις τι θα πει λησμονιά;»

Το  θέμα έχει δύο πλευρές, νομίζω. Αφενός το γλωσσικό, δηλ. την  αέναη  γλωσσική αλλαγή, εδώ  σε επίπεδο λεξιλογίου, καθώς παλιότερες ξένες λέξεις παύουν να χρησιμοποιούνται. Και όχι μόνο λέξεις που εκφράζουν θεσμούς που δεν υπάρχουν πια, που η  παρακμή τους είναι αυτονόητη, όπως είναι οι λέξεις του οθωμανικού παρελθόντος. Ζαπτιέδες και μπαϊρακτάρηδες δεν υπάρχουν πια, αλλά πρωινό κρύο υπάρχει πάντα, απλώς οι νεότεροι δεν το λένε αγιάζι.

Η δεύτερη πλευρά είναι πολιτισμική. Θέλω να πω, νομίζω ότι οι σημερινοί 16χρονοι ή 25χρονοι στην Ελλάδα έρχονται σε  επαφή με τραγούδια και ταινίες της  δεκαετίας του 60 πολύ περισσότερο απ’ όσο οι ομήλικοί τους σε άλλες χώρες. Από τη μικρή εποπτεία που έχω από τη γαλλική ραδιοτηλεόραση, δεν νομίζω ότι παίζονται διαρκώς ταινίες του Φερναντέλ και τραγούδια του Μπρασένς στους σταθμούς γενικής πρόσβασης. Αντίθετα, στους ελληνικούς σταθμούς σχεδόν  καθημερινά θα υπάρχει κάπου μία παλιά ελληνική ταινία (πχ χτες η ΕΡΤ έπαιζε το Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός, του 1961) ενώ στο μουσικό ραδιόφωνο τα τραγούδια του 60-70 έχουν εντονότατη παρουσία. Αυτά τα διαπιστώνω, δεν τα επικρίνω.

Στο κείμενο που έστειλα στον κ. Ρηγόπουλο υπήρχε κι  ένα απόσπασμα που το ανέπτυξε περισσότερο στην αρχή του άρθρου του. Εγώ είχα γράψει το εξής:

Αλλά και λιγότερο σπάνιες λέξεις, ας πούμε όπως αυτές που χρησιμοποιεί ο έξοχος Λευτέρης Παπαδόπουλος στους στίχους του, μπορεί να  ξενίζουν τους νέους:  το αγιάζι, το αλαργινό, το τσέρκι -συνήθως ξέρουν ή υποθέτουν τι σημαίνουν, αλλά δεν τις χρησιμοποιούν ενεργητικά. Στα σόσιαλ θα βρείτε έξυπνες διακωμωδήσεις του λεξιλογίου αυτού, όπως από τον λογαριασμό Λε.Παπ. στο Τουίτερ, που παρωδούσε το ύφος του Λ. Παπαδόπουλου χρησιμοποιώντας λέξεις από τραγούδια του (πχ: «Στου Δεριγνύ που κάποτε μαζευόμασταν πιτσιρικαρία και κυλάγαμε το τσέρκι και το τόπι…») ή από τον σκιτσογράφο Αντώνη Βαβαγιάννη που σε σατιρικό του βίντεο ισχυριζόταν, χιουμοριστικά, ότι «Λέξη ‘μεθυσμενάκι’ δεν  υπάρχει» και έστειλα στον κ. Ρηγόπουλο και το παλιό μας άρθρο για το Μεθυσμενάκι, όπου υπάρχει και το βίντεο του Βαβαγιάννη.

Παραθέτω λοιπόν το άρθρο της  Καθημερινής, μαζί με τη φωτογραφία που το συνόδευε και μετά προσθέτω κάποια πράγματα.

ΠΑΛΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, ΝΕΟΙ ΑΚΡΟΑΤΕΣ

Φιλαράκι, μήπως ξέρεις τι θα πει λησμονιά;

Τι καταλαβαίνουν οι δεκαεξάρηδες όταν ακούν τραγούδια του ’60

Tον Ιούνιο του 2020, εκεί που προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από την πρώτη, καραντίνα του κορωνοϊού, ο κομίστας Αντώνης Βαβαγιάννης ανέβασε στο Διαδίκτυο ένα χιουμοριστικό βίντεο στο οποίο ισχυριζόταν με ξεκαρδιστική σοβαροφάνεια και τον απαραίτητο καταγγελτικό οίστρο ότι η λέξη «μεθυσμενάκι» από τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου στην πασίγνωστη (και πολυτραγουδισμένη) «Τζαμάικα» του Μάνου Λοΐζου δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αλλά την οφείλουμε αποκλειστικά στη γλωσσοπλαστική δεινότητα του κορυφαίου στιχουργού.

Ακόμη κι αν ο Βαβαγιάννης πίστευε ότι πραγματικά το «μεθυσμενάκι» ήταν μια ευρηματική επινόηση του Λευτέρη Παπαδόπουλου (παρεμπιπτόντως, η λέξη εμφανίζεται σε ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη από το 1922, αλλά και σε χρονογράφημα του Μίλτου Λιδωρίκη το 1935) ο σατιρικός υπαινιγμός του έκανε άθελά του γκελ στην πραγματικότητα: ένας αναπάντεχα μεγάλος αριθμός λέξεων που ακούγονται σε ορισμένες από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού τραγουδιού στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (τραγούδια που έχουν περάσει στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ως «κλασικά») όχι μόνο τελούν σε καθεστώς πλήρους απόσυρσης από το καθημερινό λεξιλόγιο των ενηλίκων, αλλά πολλές από αυτές συνιστούν ένα μερικώς άγνωστο, σχεδόν απροσπέλαστο σύμπαν για τους σημερινούς εφήβους που δυσκολεύονται είτε να τις αναγνωρίσουν είτε να προσδιορίσουν το νόημά τους.

Επιχειρώντας, λοιπόν, να «ενώσουμε» αυτούς τους δύο φαινομενικά αγεφύρωτους κόσμους, τον κόσμο του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Νίκου Γκάτσου, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου, και τον κόσμο των σημερινών δεκαεξάρηδων και των δεκαεπτάρηδων, δοκιμάσαμε ένα, δημοσιογραφικό «πείραμα»: συναντήσαμε έξι μαθητές της Α΄ και της Β΄ Λυκείου ενός ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου «μεσαίου» μεγέθους στα όρια Καρέα και Βύρωνα Αττικής (της «Σύγχρονης Παιδείας») και τους ζητήσαμε να μας πουν τι σκέφτονται όταν ακούν ή διαβάζουν 20 συγκεκριμένες λέξεις που έχουν σημείο αναφοράς τα τραγούδια που μεγάλωσαν τους παππούδες τους και (οριακά) και τους γονείς τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πιο χαρακτηριστικές: αγιάζι, λησμονιά, καημός, μεράκι, γιαλός, ακρογιάλι, ξεροβόρι, σιγαλιά, περβάζι, βάλσαμο, δροσοσταλιά, σοκάκι, θύμηση κ.ά. Στους έξι αυτούς «γενναίους» μαθητές και μαθήτριες που δέχθηκαν να λάβουν μέρος σε αυτό το σύντομο γλωσσικό παιχνίδι (στην Κατερίνα Κ., στον Ιάσονα Θ., στην Ερμιόνη Σ., στον Αγγελο Λ., στην Κωνσταντίνα Δ. και στην Ερμιόνη Κ.) δόθηκαν δέκα λεπτά για να σκεφθούν το νόημα αυτών των είκοσι λέξεων και όσα σημείωσαν στα χαρτιά που τους έδωσε η καθηγήτρια κοινωνιολογίας (και πολύτιμη αρωγός μας) Βασιλική Αρματά ήταν πολύ κοντά στις αρχικές μας υποψίες. Το γλωσσικό χάσμα με το συναισθηματικό λεξιλόγιο της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι αρκετά μεγάλο, αλλά επιβιώνουν αναπάντεχοι και αρκετοί υπόγειοι δίαυλοι επικοινωνίας που δεν μας επιτρέπουν να βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα. Ναι, υπήρξαν λέξεις (μόλις δύο, ευτυχώς) που όλες και όλοι απέφυγαν να «ακουμπήσουν»· υπό την έννοια ότι δεν τους έλεγαν ή δεν τους θύμιζαν κάτι για να αποπειραθούν να σκεφτούν κάποιο συνώνυμο. Σε αυτή την κατηγορία, άτυποι «πρωταθλητές» αναδείχθηκαν το «ξεροβόρι» και η «σιγαλιά», λέξεις που τα παιδιά ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ. Στην αντίπερα όχθη, το «σοκάκι», η «κάμαρα», ο «γιαλός», η «θύμηση» και το «ακρογιάλι» αναγνωρίστηκαν με χαρακτηριστική ευκολία. Υπάρχει και μια ενδιάμεση κατηγορία με συνώνυμες λέξεις που είτε τις πέτυχαν ή πλησίασαν αρκετά το νοηματικό τους περιεχόμενο (π.χ. «απατηλός»: 4 στις 6) είτε εμφανίζεται καθολική δυστοκία ερμηνείας, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις λέξεις «λησμονιά» (0/6), «ντουνιάς» (0/6) και «αγιάζι» (1/6). Το συνολικό «ισοζύγιο» κατέγραψε 51 απολύτως σωστές απαντήσεις, 35 με αδυναμία διατύπωσης συνώνυμης λέξης και 34 λανθασμένες απόπειρες απόδοσης της σωστής ερμηνείας.

Οικεία ακούσματα

Το κλισέ λέει ότι οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τη γλώσσα και για τραγούδια. Αυτό καταδείχθηκε πανηγυρικά στη συζήτηση που ακολούθησε μετά το πρόχειρο τεστ. Αρχικά, ακούσαμε μαζί μερικά «κλασικά» ελληνικά τραγούδια σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τον βαθμό εξοικείωσης των παιδιών. Τα είχαν ακούσει; Και αν ναι, από πού; Ο ήχος τους φαινόταν ελκυστικός ή τα απωθούσε; Πρώτο κρατούμενο: ήταν ακούσματα οικεία. Μπορεί να μην αναγνώριζαν τίτλους τραγουδιών, συνθέτες ή ερμηνευτές, αλλά σχεδόν όλα κάτι τους έλεγαν (επικράτησε συγκρατημένος αλλά πηγαίος ενθουσιασμός με την «Τζαμάικα» χωρίς, πάντως, κάποια αναφορά στη λέξη «μεθυσμενάκι»…).

Πηγές «ενημέρωσης» φαίνεται να είναι κυρίως οι παππούδες και δευτερευόντως οι γονείς ή άλλοι συγγενείς (μιλάμε για παιδιά γεννημένα το 2007 και το 2008). Κάθε ενεργός δεσμός με τόπο καταγωγής σε νησί ή γενικά στην επαρχία ενισχύει σημαντικά τον βαθμό εξοικείωσης με την ελληνική μουσική εκείνης της περιόδου. Ρόλο στη διατήρηση μιας στοιχειώδους επαφής με τη γλώσσα των συγκεκριμένων τραγουδιών φαίνεται ότι διατηρούν ακόμη οι παλιές ελληνικές ταινίες. Το σημαντικότερο; Οταν ζητήσαμε από τα παιδιά να διαλέξουν ανάμεσα στη συγκίνηση και στην αδιαφορία για να χαρακτηρίσουν τη σχέση τους με αυτά τα τραγούδια και τον κόσμο που αντιπροσωπεύουν, όλα διάλεξαν αυθόρμητα και σε χρόνο ρεκόρ τη λέξη «συγκίνηση». Οπως το έθεσε πολύ ωραία η Ερμιόνη Σ., «ανεξάρτητα αν καταλαβαίνω τι σημαίνει η μία ή η άλλη λέξη, υπάρχει κάτι βαθύτερο που με συνδέει με αυτούς τους ήχους και με αυτά τα τραγούδια ακόμη κι αν δεν τα έχω στην καθημερινότητά μου. Υπάρχει κάτι καθησυχαστικό σε αυτή την αίσθηση συνέχειας ανάμεσα στο “τότε” και στο “τώρα”».

Ο «ντεμοντέ» Καβάφης

Μπορούμε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο; Ιδίως αν παραδεχθούμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις έχουν εξαφανιστεί από την καθομιλουμένη εδώ και μερικές δεκαετίες; Ποιος σημερινός σαραντάρης ή πενηντάρης περιλαμβάνει στην καθημερινότητά του τη «λησμονιά» ή το «αγιάζι»; Οταν μιλάω με τον Γιώργο Νταλάρα, έναν άνθρωπο που τραγούδησε πολλά από αυτά τα τραγούδια, μου ζητάει να μην είμαστε βιαστικοί στις κρίσεις μας για τα τραγούδια και τη γλώσσα. «Ξέρετε, στην εποχή μου, όταν ήμουν εγώ πιτσιρικάς, θεωρούσαμε τον Καβάφη “ντεμοντέ”. Και όμως, οι εποχές και οι μόδες έκαναν τον κύκλο τους και σήμερα επιστρέφουμε στον Καβάφη ξανά και ξανά». Ο Νταλάρας πιστεύει ότι τη γλώσσα και τις λέξεις τις φτιάχνουν η ζωή. Και ότι με τη ζωή δεν μπορεί να τα βάλεις. «Μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ’50 σε μια φτωχική συνοικία με ανθρώπους πληγωμένους από τον Εμφύλιο και με Μικρασιάτες που ήταν πρώτης ή το πολύ δεύτερης γενιάς πρόσφυγες, το αυτί μου από μικρό παιδάκι έπιανε ήχους, λέξεις και ντοπιολαλιές από μια τεράστια ανθρωπολογική και γλωσσολογική γκάμα. Τις λέξεις που έβαζαν στα τραγούδια τις ακούγαμε στον δρόμο. Μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και σήμερα;» αναρωτιέται. Ο Γιώργος Νταλάρας ζητάει να είμαστε ρεαλιστές και σε κάθε περίπτωση να μην τα βάζουμε με τα παιδιά. «Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τα γεγονότα, γιατί είναι πιο μεγάλα από εμάς. Και να μην ξεχνάμε κάτι: κάθε εποχή και κάθε γενιά θα κάνει το ξεκαθάρισμά της. Αυτό που αξίζει να κρατηθεί θα κρατηθεί. Κι εκεί που θα πρέπει να επιστρέψουμε θα επιστρέψουμε».

Λησμονιά και λεμονιά

Αν υπάρχει μια στιχουργός που τόλμησε να μιλήσει μια άλλη γλώσσα στο ελληνικό τραγούδι, εκεί κάπου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, αυτή ήταν η Λίνα Νικολακοπούλου. Της μεταφέρω ενδεικτικά ευρήματα της πρόχειρης άσκησης που βάλαμε στους μαθητές και στις μαθήτριες του λυκείου της «Σύγχρονης Παιδείας». «Με συγκίνηση προσεγγίζω τις απαντήσεις των παιδιών, βλέπω, ας πούμε, τα δύο παιδιά που “διάβασαν” τη λησμονιά ως μυρωδιά επειδή μάλλον η πιο κοντινή σύνδεση που έκαναν ήταν με τη λεμονιά». Η Λίνα Νικολακοπούλου παρατηρεί τις «απώλειες στον δρόμο», όπως λέει χαρακτηριστικά, ή τα προφανή «χάσματα» ανάμεσα στη γλώσσα του τότε και στη γλώσσα του τώρα. Βρίσκω την ευκαιρία, όμως, και τη ρωτάω αν ήταν γραφτό να χαθούν αυτές οι λέξεις από τη ζωή μας κι από τις ζωές των παιδιών; «Σίγουρα υπάρχουν λέξεις σε κάθε γλώσσα, που γίνονται “άγνωστες” με το πέρασμα των χρόνων. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί όμως είναι με τι τρόπο και μέσα από ποια ερεθίσματα είναι δυνατό να εμπλουτίζεται το λεξιλόγιο κάθε νέας γενιάς, για να έχει εργαλεία η σκέψη και πλούτο η διατύπωσή της». Θα μπορούσε να σκεφτεί η ίδια μια νέα γλώσσα στο σημερινό ελληνικό τραγούδι; «Νομίζω αυτή είναι η τραπ, με την έννοια μιας γλώσσας που οι νεότερες γενιές καταλαβαίνουν και η οποία αποπειράται να αφηγηθεί τα πράγματα με έναν διαφορετικό τρόπο».

Γλωσσοδιορθωτές

Ο μελετητής της γλώσσας και εμπνευστής του ιστολογίου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» Νίκος Σαραντάκος είναι αυτός που εντόπισε το αμφιλεγόμενο «μεθυσμενάκι» σε μεσοπολεμικά γραπτά του Λαπαθιώτη και του Λιδωρίκη. «Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός που συνεχώς εξελίσσεται. Καθώς αλλάζει η κοινωνία, λέξεις που χρησιμοποιούνταν επειδή αποτύπωναν μια κοινωνική πραγματικότητα παύουν να ακούγονται. Αυτό είναι προφανές, π.χ., για λέξεις που απηχούν θεσμούς πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους –ας πούμε, ο μπίμπασης (χιλίαρχος) και ο μπαϊρακτάρης (σημαιοφόρος) επιβιώνουν πια μόνο ως επίθετα– αλλά ισχύει ακόμη και για λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι γονείς μας. Στην εποχή μας, επειδή εξακολουθούν να ακούγονται τραγούδια και να προβάλλονται ταινίες που δημιουργήθηκαν πριν από μισόν αιώνα και βάλε, κάποιος νέος μπορεί να πέσει πάνω σε λέξεις εντελώς άγνωστες· ποιος ξέρει σήμερα τι είναι ο “κουρνάζος τελώνης” στο γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη για το “Βαπόρι απ’ την Περσία”, ή τι εννοεί ο Βέγγος στον “Ατσίδα” (1962) όταν λέει “Είναι το ίρτζι μου!”; Φυσιολογικά είναι όλα αυτά, που ίσως ενισχύονται από το ότι, λόγω της τεχνολογίας αλλά όχι μόνον, οι ταινίες και τα τραγούδια του 1960 έχουν ακόμη έντονη παρουσία. Επομένως, δεν έχω στοιχεία ότι συντελείται “φτωχοποίηση” της γλώσσας· ωστόσο, ίσως υπάρχει μια τάση για στένεμα της πολυτυπίας υπό την επιρροή και των διάφορων ψηφιακών γλωσσοδιορθωτών».

Aυτό που λέω στο τέλος είναι μια υπόθεση  που κάνω, που δεν την  έχω ακόμα επιβεβαιώσει, ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει ένα στένεμα και μορφολογικό και λεξιλογικό, υπό την επιρροή της άποψης ότι μόνο ένας τυπος μπορεί  να  είναι σωστός: ποιο από τα δύο είναι σωστό; με ρωτούν συχνά, ενώ μπορεί θαυμάσια να είναι δεκτά και τα δύο -όπως στο κλασικό «ακόμα  ή ακόμη;». Σε λεξιλογικό επίπεδο, ίσως έχουμε μια τάση να επιλέγουμε πάντα την ίδια λέξη για μιαν έννοια,  κι έτσι τα συνώνυμα να πέφτουν σε αχρησία, όπως ο αλαργινός που δεν ακούγεται πια ως εναλλακτική του μακρινού. Αλλά αυτά που λέω είναι εικασίες διότι δεν ξέρω αν το 1970, που ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε για το αλαργινό, η λέξη ακουγόταν αισθητά περισσότερο ή αν και τότε ήταν  μόνο σε ποιητική χρήση. 

Κλείνω με κάτι που  έγραψε, ακριβώς σαν  σχόλιο για το άρθρο αυτό, η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου:

Αυτό το ποίημα, σύμφωνα με τα αρχεία μου, το είχα γράψει το 2017, μετά από συζήτηση ομοτέχνων όπου έλεγαν ότι σήμερα δεν γίνεται να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις «σιγαλιά» , «χινόπωρο» κλπ. Και βέβαια τις χρησιμοποίησα όλες, με σκωπτική διάθεση.

Είδα ότι το θέμα έχει ανακινηθεί πρόσφατα σε άρθρο όπου τοποθετήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο φίλος Nikos Sarantakos.

Το ερώτημα που μου δημιουργήθηκε, είναι το εξής. Εμείς, η παλαιότερη γενιά έστω, που γνωρίζουμε αυτές τις λέξεις, θα πρέπει να τις στερηθούμε και να μην τις χρησιμοποιούμε επειδή δεν τις γνωρίζουν οι νεότεροι; Από τη μια, μου είναι εύκολο να χρησιμοποιώ λέξεις που γνωρίζω καλά, όπως το «αγιάζι» και τη «λησμονιά», από την άλλη δεν θα ήθελα να μην με διαβάζουν οι νεώτεροι επειδή δεν καταλαβαίνουν τι λέω. Και δεν φανταζόμουν ότι δεν τις γνωρίζει η νέα γενιά αυτές τις λέξεις. (Στα σχόλια το επίμαχο άρθρο).

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΝ

Ένα γλυκό χινόπωρο, στην άκρα σιγαλιά
της θάλασσας, πως μ’ έθελξε και πάλι η τρανοσύνη!
Η μοναξιά μου μ’ έζωσε, ασφυκτική αγκαλιά,
που μ’ αγωνία ανοίχτηκε στην απεραντοσύνη.

Το θάρρος μ’ εγκατέλειψε και η παλληκαριά
έδωσε αργά τη θέση της σε νέα μελαγχολία.
Η ποίηση μ’ απόμεινε – στερνή παρηγοριά
και η σιωπή ολόγυρα, απ’ τα παλιά βιβλία.

Σημειώνω ακόμα ότι σε τεστ που έκανα σε νεότερες (στις κόρες μου), πράγματι κάποιες από τις λέξεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω τις ξέρουν μεν αλλά δεν είναι βέβαιες για τη σημασία τους. 

Εγώ συμπεράσματα δεν έχω, αλλά περιμένω τα σχόλιά σας,  και βέβαια όχι μόνο αν ξέρετε τι θα πει λησμονιά,  αγιάζι ή αλαργινός. 

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία "



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σύνοψη του διάσημου μυθιστορήματος Madhyaratka Bacha του Salman Rushdie

  Σύνοψη του διάσημου μυθιστορήματος Madhyaratka Bacha του Salman Rushdie Midnight's Children  - Salman Rushdie Narayan Giri, Okhaldhung...