Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

Οι τρεις λούστροι της πλατείας Λαυρίου (διήγημα του Gpointofview)

 Οι τρεις λούστροι της πλατείας Λαυρίου (διήγημα του Gpointofview)


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα και άλλα λογοτεχνικά κείμενα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν τα Χριστούγεννα κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Η σημερινή δημοσίευση έχει και ετυμολογικό-γλωσσικό ενδιαφέρον. Ο Τζι παίζει, ήδη από τον τίτλο και από το μότο,  με τη φράση «τρεις λούστροι» και το tre lustri που ακούγεται στην αγαπημένη του όπερα, τον Χορό  μεταμφιεσμένων του Βέρντι. Στα  ιταλικά, tre lustri θα πει «τρεις πενταετίες», lustro είναι η πενταετία. Είναι όμως  και το λούστρο, η λάμψη. Εμείς πήραμε από τους Ιταλούς το lustro και κάναμε το λούστρο, τον λούστρο, το λουστρίνι, το λουστράρω κτλ. 

Την ομοηχία του ιταλ. lustro την είχα κι εγώ προσέξει, αλλά δεν την είχα ερευνήσει. Κοιτάζω τώρα και βλέπω ότι αρχικά lustrum σήμαινε «κάθαρση». Στην αρχαία Ρώμη υπήρχε το έθιμο μιας καθαρτήριας θυσίας που γινόταν  μια φορά κάθε πέντε χρόνια, οπότε από εκεί lustrum ονομάστηκε το διάστημα της  πενταετίας (και κατ΄ επέκταση, στα ιταλικά πια, lustro η πενταετία και γενικά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα). Αυτό το lustrum συνδεόταν ετυμολογικά με το lustrare που σήμαινε «λάμπω» (ιδίως για τα ουράνια σώματα).

Οι τρεις λούστροι της Πλατείας Λαυρίου (και το Κασελάκι τους)

(*)Son servo del conte, son suo marinaro: la morte per esso più volte ho sfidato; tre lustri son corsi del                                                     vivere amaro, tre lustri che nulla s’ è fatto per me. (από την όπερα του Verdi, Un ballo in Maschera )

Η πλατεία Λαυρίου είναι μια θεωρητική πλατεία, είναι απλά μια μικρή λωρίδα κατά μήκος της Γ’ Σεπτεμβρίου, παράλληλη με τον δρόμο μεταξύ των οδών Βερανζέρου και Χαλκοκονδύλη. Στην απέναντι πλευρά από την πλατεία ήταν η αφετηρία δυο λεωφορείων για την Κυψέλη (Ανω και Νέα) δημιουργώντας μια μικρή πιάτσα για τρεις λούστρους σε εποχές που το επάγγελμα ήταν ακόμα σε ζήτηση, λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση.

Παλιά ήτανε πιο πολλοί, μα λίγο-λίγο κυκλοφορούσανε τα αθλητικά (ελβιέλες τα λέγανε τότε) και η αδιαφορία για το καλογυαλισμένο παπούτσι. Οι μη πιστοί, οι ευκαιριακοί του επαγγέλματος, αποχωρήσανε γι’ άλλα μεροκάματα. Μερικοί όμως ήτανε γεννημένοι λούστροι, δεν θάκαναν ποτέ άλλη δουλειά. Τούτος εδώ. με τα μαλλιά μεταξύ ξανθού και γκρίζου και τη μπλε φόρμα, δίπλα στο γεράκο, με μάτια αετού και χείλια σφιγμένα, έβλεπε το κόσμο να περνά βιαστικός. Ολοι τρέχανε να προλάβουνε. Τί ; τί ;

Το βλέμμα του μόνο με τα πλαϊνά του έψαχνε τον πελάτη, ευθεία ήτανε καρφωμένο στο περίπτερο που πούλαγε λαθραία αμερικάνικα τσιγάρα. Και πριν, επί χούντας και μετά. Πελάτης κανένας. Προεκλογική περίοδος κι’ ο θοδωράκης έλεγε ή καραμανλής ή τανκς, ο μαύρος πάλευε την Ένωση Κέντρου κι ο αντρέας προβάριζε το ζιβάγκο γι’ αργότερα. Φρέσκος στη πολιτική ο λαός, (επτά χρόνια στο γύψο) χωρίς τίποτε να καταλαβαίνει, στο βάθος ψαχνόταν από κάπου ν’ αρπαχτεί:

Ζιβάγκο ; πα-πα-πα (δεν είχε έρθει ακόμα στη μόδα).

Ο μαύρος ; αυτόν δεν τον είχε ο Ελεύθερος Κόσμος-εφημερίδα της χούντας- σαν εγκληματία κατά της πατρίδας τόσα χρόνια ;

Νωρίς γι’ αριστερά, βάστα και καμμιά πισινή- ποτέ δεν ξέρεις.

Καλά λέει ο θοδωράκης, καραμανλής, φρέσκος-φρέσκος απ’ το Παρίσι, εξαγνισμένος στην αυτοεξορία, είναι και φίλος με τον ζισκάρ ντ’εσταίν.

Στα τανκς την δώσαμε την ευκαιρία, έ αφού έγινε το Πολυτεχνείο -δεν το κατάλαβαν;- πρέπει να φύγουν, είμαστε πιά αντιστασιακοί.

Πελάτης κανένας, οι λίγοι προτιμούσαν τον γεράκο, φαινόταν πιο προσηλωμένος στη δουλειά του. Αυτό, το κολλημένο στο περίπτερο βλέμμα του, τρόμαζε όποιον ήθελε να βάψει τα παπούτσια του. Μόνο βιαστικός, που δεν θα περίμενε στην ουρά τον γεράκο, θάβαζε το πόδι του στο κασελάκι του. Οταν αυτό γινότανε, ο λουστράκος αφού έβαζε το δίφραγκο στο συρταράκι, έριχνε μια κλεφτή ματιά προς Ομόνοια. Εβλεπε το κόσμο βιαστικό κι’ ονειροπαρμένο απ’ το αίσθημα της ελευθερίας να κατηφορίζει το πεζοδρόμιο της Τρίτης Σεπτεμβρίου και τότε φώναζε:

Α ρε νούμερα Ελληνες…

Μετά ξανακαρφωνότανε στο περίπτερο.

Τον είχαν για τρελλό.

 

Ο γεράκος παρότι στην μέση συγκέντρωνε την περισσότερη πελατεία μάλλον γιατί το πρόσωπό του ήταν πάντοτε ξέγνοιαστο. Στην ηλικία του με μια μπριζόλα πέρναγε τρεις μέρες, δεν είχε το άγχος για το μεροφάι κι από την άλλη ο φόβος μην του πάρουνε οι κομμουνιστές το κασελάκι του τελείωσε με την εθνοσωτήριο, ούτε τώρα με την (νέα) δημοκρατία φοβότανε, μέχρι που νομιμοποιήσανε το ΚΚΕ και κάποιος του εξήγησε πως τώρα που οι κομμουνιστές είναι νόμιμοι δεν κάνουν τέτοια πράγματα και τον πίστεψε. Είχε και κάποια μικροπροβλήματα της ηλικίας και θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που είδε στην τηλεόραση τον παττακό να σηκώνει το κύπελλο Ευρώπης στο Καλλιμάρμαρο και τον ασλανίδη επικεφαλής της ελληνικής ομάδας στον τελικό του Γουέμπλεϋ-μόνο έλληνες είχαμε- και παρηγοριά, είπε ο Διακογιάννης, ήταν που το κύπελλο σήκωσε ο βαλκάνιος αρχηγός της ολλανδικής ομάδας- άσε που ήταν εβραίοι οι περισσότεροι ολλανδοί!

Ποια άλλη γενιά είχε ζήσει ως τότε τέτοια μεγαλεία !!

Το μυστρί για τα εγκαίνια είναι στην κωλότσεπη, δεν φαίνεται

Κάποια στιγμή, όταν τα μίνι ήταν της μόδας και δεν τα μέτραγε με την μεζούρα στην Σταδίου η χούντα, πλησίασε το κασελάκι του μια ψηλή καλλίγραμμη κοπέλλα με μίνι και μπότες μέχρι πάνω από το γόνατο και του ζήτησε να τις γυαλίσει. Ο γεράκος τρομαγμένος ζήτησε διπλή ταρίφα , θα χρειαζότανε περισσότερο βερνίκι απ’ όσο έβαζε στα παπούτσια. Χαμογελώντας η κοπελλιά έβγαλε ένα τάλιρο και του το έδωσε. Ποιών την ανάγκη φιλοτιμία ο γεράκος άρχισε να γυαλίζει το κάτω μέρος με την γνωστή του ταχύτητα αλλά ανεβαίνοντας δυσκολεύτηκε γιατί δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιες κινήσεις. Προχωρούσε αργά προς τα πάνω κι όταν πέρασε το γόνατο σήκωσε το κεφάλι κι ολοκληρώνοντας το γυάλισμα καθώς έβλεπε την ζωή του να πηγαίνει στα χαμένα, άφησε ένα στεναγμό και μια κραυγή :           – Αχ, εσύ νάθελες και γω να μπορούσα …

 

Ο τρίτος λούστρος ήταν περίεργος τύπος, κανείς δεν τον είχε ακούσει ποτέ να μιλά, η συνεννόηση γινότανε με κτυπήματα της βούρτσας στο κασελάκι : ένα σιγανό το ναι, πολλά και γρήγορα το όχι, αραιά και σίγουρα κτυπήματα οι αριθμοί. Ένα πλαϊνό κτυπηματάκι στο παπούτσι ειδοποιούσε τον πελάτη ν’ αλλάξει πόδι κι ένα κούνημα της κεφαλής ήταν ο χαιρετισμός κι ο αποχαιρετισμός σ’ αυτούς και τους συναδέλφους του. Ωράριο σταθερό δεν είχε, δεν φαινότανε να αγχώνεται για την δουλειά. Φόραγε πάντοτε μαύρα γυαλιά και το σουλούπι του ήταν ταιριαστό σε ηλικίες από τα 30 μέχρι τα 50 χρόνια. Γενικά ήταν από τους τύπους που δεν «έδινε πρόσωπο» όπως λέγεται για τους πορτοφολάδες και άλλες ειδικότητες της πολυκοσμίας, μόλις έπαιρνες το βλέμμα από πάνω του εξαφανιζότανε και η εικόνα του. Τις περισσότερες φορές δεν σταύρωνε πελάτη και καθότανε ευθυτενής στο σκαμνάκι του ενώ κάθε τόσο έφερνε στο στόμα του ένα μπουκαλάκι που δεν άδειαζε ποτέ-η αλήθεια ήταν πως είχε περισσότερα από ένα μπουκαλάκια στις τσέπες του                                                                                                                                             Κι όμως το όνομά του ήταν γνωστό στην πιάτσα, Ιάκωβος, κι ας μη μίλαγε ποτέ. Το είχανε μάθει από την γυναίκα του, μια συφοριασμένη πενηντάρα που ερχότανε και τον ξεφώνιζε βρίζοντας, όποτε της έκλεβε κάνα φράγκο για να γεμίσει τα μπουκαλάκια του κρασί. Τότε με απίστευτη αξιοπρέπεια μάζευε τα συμπράγκαλά του και την ακολουθούσε αμίλητος σαν βρεμένο σκυλί στο σπίτι. Ηταν ο πιο συμπαθητικός μεθύστακας που είχα συναντήσει.

H πλατεία Λαυρίου σήμερα

 

(*) ελεύθερη μετάφραση

Είμαι στην υπηρεσία του καπετάνιου, είμαι ο ναύτης του, για χάρη του τον θάνατο πολλές φορές προκάλεσα, τρία τέρμινα περάσανε ζώντας πικρά, τρία τέρμινα (15 χρόνια) και τίποτε δεν έγινε για μένα

Στο 6.20 του βίδδεο :

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις;

  Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις; – Θώμη Μπαλτσαβιά – GynaikaEimai 15 Ιανουαρίου 2025 Υπάρχουν πολλά στάδια που πέρασα με σένα και τη...