Το Κατσιπόδι στα χρόνια της Κατοχής
Την Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2014, συμπληρώνονται 74 χρόνια από την έναρξη της αντίστασης στον Ιταλικό και Γερμανικό φασιστικό ζυγό.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε το 1939 με τη Γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Στις 10 Ιουνίου η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο και τον Αύγουστο του 1940, θα προκαλέσει τη χώρα μας με τον τορπιλισμό της «‘Ελλης». Είναι ο προάγγελος της Ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα, που προετοιμάζεται με κάθε μυστικότητα.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα, έπειτα από τελεσίγραφο των Ιταλών, στο οποίο ο Μεταξάς απάντησε το ιστορικό «Όχι», δέχθηκε την επίθεση των Ιταλικών στρατευμάτων που μπήκαν στο ελληνικό έδαφος από την Αλβανία. Η επίθεση αποκρούσθηκε και ο ελληνικός στρατός προχώρησε και κατέλαβε όλη τη Βόρειο Ήπειρο. Αλλά στι 6 Απριλίου, η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας και τις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα είχαν μπει στην Αλβανία.
Η Κατοχή υπήρξε μια από τις δραματικότερες περιόδους της Ελληνικής ιστορίας. Οι κατακτητές συμπεριφέρθηκαν απάνθρωπα, χιλιάδες άνθρωποι φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν και εκτελέσθηκαν και ακόμη περισσότεροι πέθαναν από την πείνα.
Ας δούμε την κατάσταση που επικρατούσε στο Κατσιπόδι (σημερινή Δάφνη) όπως την περιγράφει ο Χρ. Τζουρντός στην αφηγηματική του εμπειρία «ΟΙ ΛΑΔΙΑΡΙΔΕΣ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΑΤΣΙΠΟΔΙ 1943
Μόλις είχε καλοξημερώσει…
Κάτι αγριοφωνάρες και ουρλιαχτά πόνου μας ξύπνησαν.
Η αδελφή μου κι εγώ πεταχτήκαμε έντρομοι από τα κρεβάτια μας. Κολλήσαμε τα γουρλωμένα μάτια μας στις γρίλιες του παραθύρου που έβλεπε στον κύριο δρόμο, στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, όπως λεγόταν ο κεντρικός δρόμος του Κατσιποδιού πριν γίνει ασφάλτινη λεωφόρος και αργότερα ονομαστεί όλη η περιοχή Δάφνη.
Κάτι πάνοπλοι Γερμαναράδες και δύο πολίτες οι οποίοι μίλαγαν ελληνικά, βασάνιζαν ένα νεαρό. Τον έσερναν από τα μαλλιά, γεμάτο αίματα στο δρόμο. ΄΄Μίλα ρε, θα σε σκοτώσουν οι Γερμανοί. Ποιοι ήταν μαζί σου;΄΄
Το αίμα έρανε το χώμα φτιάχνοντας μια περίεργη πλατιά ζικ-ζακ γραμμή σαν τοματοπελτές, ανακατωμένη με μεγάλους σπόρους από κατακόκκινες και ζουμερές ντομάτες.
Γίναμε ένα με τις γρίλιες. Η ανάσα μας έγινε από ζεστή, καυτή. Να κάψει το ξύλο του παραθύρου. Επέστρεφε ατμοποιημένη στο πρόσωπό μας.
Φοβόμαστε μην μας δουν οι Γερμανοί. Είχαν σταματήσει ακριβώς έξω από το υπερυψωμένο παράθυρό μας. Δύο-τρία μέτρα μας χώριζαν από αυτούς τους κακούς ανθρώπους.
Έτσι τους έλεγε συνέχεια η κατατρομαγμένη αδελφή μου, εντεκάχρονο κορίτσι, σε μένα που τότε ήμουν λιγότερο από πέντε.
Ήμασταν μόνοι στο σπίτι.
Και όχι πρώτη φορά.
Ο πατέρας μας αιχμάλωτος στο εργοστάσιο του Μαλτσινιώτη, μετέπειτα Μποδοσάκη και τώρα ΠΥΡ-ΚΑΛ.
Οι Γερμανοί το είχαν επιτάξει. Τους τεχνίτες τους κράταγαν τον περισσότερο καιρό μέσα αιχμάλωτους για ασφάλεια στα πυρομαχικά που παρήγαγε το εργοστάσιο.
Η μάνα μας, ποιος ξέρει που θα βολόδερνε. Ξενόπλενε σε πλουσιόσπιτα ή θα έτρεχε να δει τι κάνει ο άλλος αδελφός, δεκάχρονο αγόρι ο οποίος ήταν μέσα στο νοσοκομείο από αβιταμίνωση, πρησμένος.
Αργότερα, του κολλήσανε το παρατσούκλι ΄΄Το πρησμένο΄΄.
Ο Στέλιος, ο μεγάλος αδελφός, δεκαπεντάχρονος, γύριζε για να μας βρει τίποτε φαγώσιμο. Έλειπε συχνά από το σπίτι και όταν ερχόταν είχε σχεδόν πάντα κάτι μέσα στη σακούλα. Αλεύρι, καραμέλες ή μπομπότα, χαρούπια, λούπινα. Ακόμα ρούχα, λάστιχα για παπούτσια και άλλοτε λάδι. Ήτανε ένας από τους μικρούς αλλά θεόρατους ήρωες της κατοχικής Αθήνας. Ανακατωμένος με άλλους πιτσιρικάδες σε αυτόνομες ΄΄συμμορίες΄΄, εκεί όπου η λογική της ομαδικής αυτοσυντήρησης τους οδηγούσε.
Οι Γερμανοί τον νεαρό τον έσερναν από τα μαλλιά από την πλατεία, την μοναδική τότε, στην αρχή της Βασιλίσσης Σοφίας, μόλις μπαίνουμε από την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε τόσο φαίνεται ότι σταμάταγαν για ανάκριση. Κάτω από το παράθυρό μας έπρεπε να ήταν η τελευταία στάση του βασανιζόμενου νεαρού πριν τον εκτελέσουν λίγο πιο κάτω.
Πολλές φορές αργότερα συζητήσαμε με την αδελφή μου αυτό το γεγονός. Συμφωνήσαμε ότι, πράγματι, ο νεαρός τους έφτυνε και φώναζε ΄΄προδότες-προδότες΄΄ τους δύο με πολιτικά που μιλούσαν ελληνικά. Σε λίγο οι σειρήνες που ήταν τοποθετημένες απέναντι από την τότε Δημαρχία, σε μια ταράτσα ενός ψηλού σπιτιού δίπλα από το δημοτικό, έληξαν την απαγόρευση. Όλοι χύθηκαν στους δρόμους να δουν ποιος ήταν ο νεαρός που βασάνιζαν οι φασίστες. Τα κλάματα και οι φωνές μας κουβάλησαν ένα ολόκληρο ανθρώπινο λεφούσι από την πλατεία και κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας στους ανατολικούς πρόποδες του λοφίσκου με το τότε μικρό εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής.
Ο κόσμος είχε μαζευτεί γύρω-γύρω από το ανοιχτό γωνιακό καταφύγιο, ένα από τα χιλιάδες που είχαν σκάφτει στο τέλος του 1940, στις αρχές του Ελληνο-ιταλικού πολέμου. Με σπρωξιές και περνώντας κάτω από τα πόδια των μεγάλων, χώθηκα ανάμεσα στο περίεργο πλήθος και στη στιγμή βρέθηκα ακριβώς πάνω από το χείλος του καταφυγίου.
Το κεφάλι του είχε πέσει μέσα σ’ ένα πιάτο έτσι που φάνταζε σαν φωτοστέφανο ενός αγίου των Βυζαντινών εικόνων. Λέγανε για θαύμα…
Το πίστευα κι εγώ, καμαρώνοντας που τον είχα δει από κοντά όταν το βασάνιζαν οι Γερμανοί. Έφαγα καρπαζιές και ΄΄σκάσε ρε μούλε, τρελό είναι αυτό!΄΄. Εγώ όμως δεν μπορούσα να τους εξηγήσω ότι είχα μαζί του την πρώτη μου εμπειρία – την πιο βάναυση – της ζωής μου.
Δεν μπορούσα γιατί έκλαιγα από μίσος γι αυτά που για μισή ώρα είχα παρακολουθήσει κολλητός σα βδέλλα στις γρίλιες του παραθύρου. Νόμιζαν ότι έκλαιγα από τις φάπες που μου ρίξανε. Οι ανόητοι…
Συνήλθα στην αγαπημένη αγκαλιά της αδελφής μου, η οποία σα λέαινα κλώτσαγε και έβριζε τους πιο κοντινούς που με είχαν καρπαζώσει, σκουπίζοντας τις μύξες μου στο τσίτινο φουστάνι της. Ποτέ δεν μάθαμε γιατί ο νεαρός Βασιλόπουλος (έτσι είπαν το όνομά του) βασανίστηκε και δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Άλλοι είπαν ότι ήταν σύνδεσμος με την αντίσταση. Άλλοι σαλταδόρος και άλλοι ότι κυνήγαγαν τον μεγάλο του αδελφό, που πράγματι ήταν γραμμένος στην Αντίσταση.
Για μένα ήταν ένας ήρωας, ένας ημίθεος κι ένας άγιος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΠΕΙΝΑ
Μπορεί ένα παιδί να παίζει νηστικό;
Μπορεί ένα παιδί να κάνει σκανταλιές όταν η απειλή κρεμόταν σαν ΄΄δαμόκλειος σπάθη’’ επάνω του; ΄΄Αν δεν κάτσεις φρόνιμα δεν θα φας το φαΐ σου το βράδυ΄΄. Ήταν η συνηθισμένη και εύκολη απειλή.
Εμείς ξέραμε στην πράξη από πείνα και από φόβο. Είχαμε όμως πλήρη άγνοια τι γινόταν τελικά στην πραγματικότητα. Γιατί τόσο μίσος; Γιατί τόση στέρηση;
Μας λέγανε οι μεγάλοι συνεχώς ότι πριν από τον πόλεμο είχαμε ρούχα, παπούτσια, φαγητό και παιγνίδια. Δεν το πιστεύαμε με τίποτα.
Γεννηθήκαμε μεγαλώνοντας με φόβο και στέρηση. Στα πάντα. Δεν ξέραμε τι ήταν οι καραμέλες. Ποτέ δεν χορτάσαμε. Δεν είχαμε τίποτα. Μα τίποτα, εκτός από πείνα, στέρηση και φόβο.
Ένα τρίπτυχο σε γκραν γκινιόλ έργο ΄΄τρελαμένου ζωγράφου΄΄. Το σύνδρομο της πείνας σχεδόν σε όλους της παιδικής ηλικίας της Κατοχής δεν έχει ξεπεραστεί εντελώς έως και σήμερα. Και δεν είναι υπερβολή. Κοιτάτε τα πεινασμένα και αδέσποτα σκυλιά. Έτσι και χειρότερα ήμασταν.
Χιλιάδες βρέθηκαν το χειμώνα του 1941-42 κατάμονα και ξεψυχισμένα με ένα τσίγκινο κατσαρολάκι στο χέρι, αφού ακούστηκε από τα ίδια για τελευταία φορά η μισοσβησμένη φωνή τους. Πεινάωωωω, πεινάωωωω…
Το κάρο της Δημαρχίας γύριζε και μάζευε τα πτώματα στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο σαν σε ντάνες από κούτσουρα. Για χρόνια φοβόμουν.
Η σκέψη μου στριφογύριζε συνεχώς τις νύχτες πάνω στα κρεμασμένα ανάκατα χέρια-πόδια των κοκαλωμένων από την παγωνιά και την πείνα πτωμάτων. Είχε καθιερωθεί να λέμε ότι αυτός είναι τόσο φτωχός που τον πήρε το κάρο της Δημαρχίας.
Μπορείς, όμως, να υποχρεώσεις ένα παιδί να κάτσει ήσυχα όταν όλος ο κόσμος γύρω του θορυβεί και είναι γεμάτος από αναπάντητα ερωτήματα;
Πότε μαμά θα βγούμε από το καταφύγιο;
Θέλω να παίξω. Και όμως, βρίσκαμε τρόπους να παίζουμε κάνοντας συνήθως διαολιές. Χωμένοι μέσα στο βαθύ και σκοτεινό υπόγειο της ΄΄Αγελαδούς΄΄ κοντά στο σπίτι μας, είχαμε βαρεθεί ξαπλωμένοι να παρατηρούμε τα χοντρά κατάμαυρα δοκάρια που κράταγαν κατά μήκος το υπερυψωμένο υπόγειο του μεγάλου σπιτιού.
Πολλές φορές δεν προλάβαιναν να κουβαλήσουν τον πάντα έτοιμο μπόγο για το υπόγειο-καταφύγιο. Μία δύο κουβέρτες, λίγο νερό, μπομπότα ή καμιά σταφίδα, ή κάποιο χυλό κουρκούτι. Πάντα πεινασμένοι και φοβισμένοι, λουφάζαμε για ώρες στις αγκαλιές των μανάδων μας. Όμως ΄΄ξύπναγε μέσα μας ο σατανάς΄΄, έλεγε μια παλιόγρια όταν αρχίζαμε τις λαδιές μας.
Μία σβήναμε το κερί ή τη λάμπα πετρελαίου με το γυαλί ή το καντήλι, ενώ άλλοι στις γωνίες φωνάζαμε ου-ου-ου-ουουου, κάνοντας τα φαντάσματα, ξετρελαίναμε τους μικρούς μπόμπιρες δίχως και εμείς να φεύγουμε από το φόβο. Αλλά μπρος στη βαβούρα τι είναι ο φόβος;
Συχνά ανοίγαμε λακκούβες με κάτι πρόκες ή κλείναμε τις τρύπες των ταλαίπωρων μυρμηγκιών στο χωμάτινο έδαφος, παρακολουθώντας χαιρέκακα τις μανάδες που όλες λέγανε ότι δεν φταίει ο γιος μου αλλά ο άλλος.
Συνήθως όλοι τα βάζανε μαζί μου…
Μόλις οι λυτρωτικές σειρήνες με τον χαρακτηριστικό ήχο σήμαιναν το τέλος της απαγόρευσης, ξεχυνόμασταν σαν τα ζουλάπια να βγούμε πρώτοι-πρώτοι έξω και να φάμε τις λιγότερες φάπες από τους μεγάλους. Γι αυτό βγάζαμε ότι φοράγαμε και χώναμε το κεφάλι μας μέσα για να είναι λιγότερο οδυνηρές οι κατραπακιές που μας έριχναν οι εχθροί μας. Οι μεγάλοι…
Στα καταφύγια περάσαμε αρκετές φορές ατελείωτες ώρες. Συνήθως, στην αρχή και στο τέλος του πολέμου. Όχι λίγα δεινά για την ηλικία μας σε έναν αρκετά περιορισμένο χώρο, με ζέστη, υγρασία, κρύο, σκοτάδι, πολυκοσμία και φόβο από τους βομβαρδισμούς. Περισσότερο οι μεγάλοι φοβόντουσαν για το άγνωστο που θα τους έβρισκε όταν θα έβγαιναν έξω αργότερα.
Η σειρήνα του περιορισμού δεν έδινε αρκετά περιθώρια για να βάλεις αμέσως τις κουρτίνες ή τα βαμμένα χαρτιά για τη συσκότιση στα παράθυρα και να τρέξεις στο κοντινότερο υπόγειο-καταφύγιο. Τα σπίτια στη φτωχογειτονιά ήταν συνήθως μικροκαμαράκια σε μεγάλες αυλές όπου συνήθως δεν είχαν υπόγεια. Πολλές φορές εμείς κρυβόμασταν και δεν πηγαίναμε στο υπόγειο-καταφύγιο, κάνοντας τους δικούς μας να ανησυχούν μέχρι θανάτου ώσπου να μας ξαναβρούν.
Μεγαλώσαμε με ξύλο, πείνα και φόβο.
Αλλά όλο βρίσκαμε να κάνουμε τις λαδιές μας, εξυψώνοντας σε υπέρτατη αρχή: ΄΄Κάντο κι ας θυμώνει τους μεγάλους΄΄. Ανεξάρτητα τις οδυνηρές συνέπειες.
Η μεγαλύτερη αγωνία ήταν όταν τελείωνε ο συναγερμός και προσπαθούσαμε να μάθουμε τι έγινε στη διάρκεια της απαγόρευσης.
Μια φορά είδαμε ένα βομβαρδισμένο σπίτι (το σπίτι του Καρά), απέναντι από του Νιάρχου, να προσπαθούν να βγάλουν τον νεκρό Καρά, παγιδευμένο από σωρούς πέτρες, ξύλα και χώματα. Άλλοτε να δούμε νεκρό τον για ώρες βασανιζόμενο Βασιλόπουλο, την άλλη τις άσκαστες βόμβες στην οδό Αλαμάνας και να παρακολουθούμε το συνεργείο να τις ξεχώσει, ουρλιάζοντας σε μας να απομακρυνθούμε από την επικίνδυνη περιοχή.
Συχνά τρέχαμε στο 13 να δούμε ποιους εκτέλεσαν οι βρωμοτσολιάδες, ή ποιος γλύτωσε από τα μπλόκα, ποιους εκτέλεσαν και ποιους έστειλαν στο Χαϊδάρι, στο μεγάλο μπλόκο του Φάρου που εκτελέστηκαν γύρω στους 130 ομήρους, σ’ ένα οικόπεδο κοντά στο σπίτι μας. Το 13 ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο, μακρόστενο, κοντά στο ρέμα, απέναντι από της Βαγγέλαινας το κτήμα (εκεί που είναι τα σχολεία της Δάφνης), στο χώρο που αράζουν τα σκουπιδιάρικα του δήμου Δάφνης. Αυτό το οικόπεδο ήταν ο φόβος και ο εφιάλτης μας. Ήταν ο τόπος εκτελέσεων όλων των παρατάξεων από τους Γερμανούς, τους τσολιάδες, του Χίτες, έως του Αριστερούς στα Δεκεμβριανά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Τελικά, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Ήταν 12 Οκτώβρη 1944.
Οι γιορτές και τα πανηγύρια στους δρόμους και στα σπίτια, τ’ αγκαλιάσματα και τα φιλιά απ’ όλους σ’ όλους μ’ έβγαλαν για λίγο από τις μαύρες σκέψεις μου για τον άδικο χαμό του Στέλιου μας.
Στις 14 Οκτώβρη ο λαός ΄΄συν γυναιξί και τέκνοις΄΄, όπως λέγανε οι μεγάλοι, βρέθηκε ξανά στους δρόμους προς το Σύνταγμα.
Το τριήμερο πανηγύρι όχι μόνο δεν μας είχε κουράσει αλλά είχε δώσει κουράγιο, δύναμη, αντοχή και όνειρα για το ελπιδοφόρο αύριο, όπως συχνά μας λέγανε οι μεγάλοι.
Λέγαμε με το Νικολάκη το γαλατά, το Γιώργο τον απέναντι και τον Σπύρο τον ψείρα, τον ξάδελφο: ΄΄Ρε σεις, θα τρώμε τώρα πολύ και θα παίζουμε όλη την ημέρα έξω. Από δω και πέρα δεν θα μας εμποδίζει κανείς. Θα κάνουμε ότι θέλουμε…΄΄.
Πηδάγαμε, παίζαμε, κάναμε κωλοτούμπες και ξεφωνίζαμε από τη χαρά μας. ΄΄Πανζουρλισμός΄΄, έλεγαν οι μεγάλοι.
Ποιος ήξερε τάχα μου τι γινόταν στα παρασκήνια;
Ποιος ήταν ο νέος πρωθυπουργός και τι συμφώνησαν οι μεγάλοι;
Από πότε θα κάναμε ότι θέλαμε;
Θα παίζαμε; Θα τρώγαμε; Θα ’χαμε όμορφα ρούχα;
Όταν ρωτάγαμε τους μεγάλους, λέγανε τη μια πως δεν ξέρανε και την άλλη, για να δούμε. Μας είχαν μπερδέψει….
Βαδίζαμε προς το Σύνταγμα. Μπουλούκια-μπουλούκια από τις γύρω συνοικίες.
Η Βουλιαγμένης έγινε ένα ανθρώπινο ποτάμι.
Σταματήσαμε στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, κοντά στο Ζάππειο. Είχε γίνει το αδιαχώρητο.
Εγώ, ανεβασμένος στις πλάτες του πατέρα μου, μαζί με τα αδέλφια μου και την μάνα μου, όπως όλοι από το Κατσιπόδι, μπερδεμένοι σ’ ένα δάσος από κόκκινα πανό του Κ.Κ.Ε., του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και άλλων, πανηγυρίζαμε τη νίκη της ΄΄λαοκρατίας΄΄ όπως έλεγε ο Παπανδρέου τότε, ενώ ο κόσμος χειροκροτούσε παθιασμένα.
Το ΕΑΜ και το Κ.Κ.Ε. κυριαρχούσαν σε συνθήματα και παλμό, από τις νότιες και ανατολικές συνοικίες του Βύρωνα, Καισαριανή, Κατσιπόδι, Μπραχάμι, Γούβα, Υμηττό και Δουργούτη. Με σηκωμένο το αριστερό χέρι ψηλά τονίζαμε τις αγριοφωνάρες μας.
https://dafninews.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου