Να προσέχεις…
Να τος πάλι καθισμένος στην άκρη της θάλασσας να αγναντεύει τον ορίζοντα κρατώντας σημειώσεις πού και πού σε αυτό το τετραδιάκι γραμμένο με μολύβι.
“Έτοιμος ο καφές κύριε” είπε ο μικρός και τον σέρβιρε σε όμορφο φλυτζάνι και το κρύο νερό δίπλα. Ήπιε μια γουλιά, άναψε την πίπα του και άρχισε να γράφει…
“Να προσέχεις…”. Πάει πολύς καιρός από τότε που το είπε, παίρνοντας για ανταμοιβή ένα χαμόγελο λίγο πικρό και κάποια μάτια να κοιτούν κάτω. Ήταν το τέλος μιας αγάπης δυνατής που σημάδεψε και τους δυο κάποτε. Δυο τελείως διαφορετικοί τύποι βρέθηκαν να ζουν την πιο δύσκολη και απροσδιόριστη σχέση που θα μπορούσε να τους τύχει.
“Να προσέχεις…”. Μέσα εκεί κλείστηκαν τα πιο δυνατά συναισθήματα και των δυο. Είχε φτάσει η ώρα του αποχωρισμού. Όχι γιατί σταμάτησε να αγαπάει ο ένας τον άλλο, αλλά γιατί τον έναν, ο φόβος και οι ανασφάλειες τον είχαν γεμίσει μέχρι πάνω. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση και αντιδρούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο, φεύγοντας, δραπετεύοντας. Πότε φοβόταν την έκθεση, πότε ζητούσε γνώμη από ακατάλληλους ανθρώπους δίπλα του… δεν ήθελε και πολύ και το κακό έγινε. Έμεινε μόνος ο ένας να σκέφτεται.
Είχε περάσει καιρός και δεν θυμόταν καλά καλά την μορφή, το άρωμα, θυμόταν όμως το γέλιο του και τα πειράγματα του. Το περπάτημα, αυτό θυμόταν πιότερο… Και να, εκεί μπροστά στη θάλασσα μια φιγούρα ξεχωρίζει, όσο πάει και έρχεται προς τα εδώ. Σταμάτησε, έριξε πολλά βότσαλα στη θάλασσα και συνέχισε να έρχεται.
Σαν να την γνώριζε αυτή την φιγούρα. Ναι… μάλλον… μπορεί… Αλλά τι γυρεύει εδώ τώρα; Μέχρι να τα σκεφτεί όλα αυτά, η φιγούρα έφτασε πιο κοντά. Ήταν αυτή! Δεν υπάρχει αμφιβολία, αυτή ήταν!
-Μπορώ να καθίσω κοντά σας; ακούστηκε ευγενικά
-Βεβαίως, παρακαλώ καθίστε! απάντησε
Η σιωπή μεταξύ τους κράτησε αρκετή ώρα. Ο ένας κοιτούσε τον άλλο λες και βλεπόντουσαν για πρώτη φορά. Μα μήπως τελικά ήταν η πρώτη φορά;
-Γύρισα… του είπε κοιτάζοντάς τον με ένα βλέμμα υγρό και χείλια που έτρεμαν
-Δεν γύρισες, γιατί δεν έφυγες ποτέ από μέσα μου. Πάντα εδώ ήσουν! της είπε δείχνοντας την καρδιά του. Απλά διόρθωσες την πορεία σου, βρήκες το στίγμα σου, έβαλες σημάδι τον φάρο και ήρθες.
Ακούστηκε ένα “Ναι, έτσι έγινε…”, η σιωπή όμως δεν έλεγε να φύγει.
-Θέλεις να περπατήσουμε λίγο; της είπε
-Το θέλω πολύ. απάντησε
Και τότε, μόλις σηκώθηκαν και οι δυο, έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και τα δάκρυα κυλούσαν, μα τα χείλια ήταν κολλημένα σφιχτά το ένα πάνω στο άλλο. Ήταν ένα φιλί διαρκείας, που έσβησε ό,τι ο εγωισμός είχε καταφέρει…
Περπάτησαν πολύ μέχρι να πουν όλα αυτά που βίωσαν κατά το ταξίδι αυτό.
-Γύρισα… ακούστηκε πάλι αυτή
-Καλώς όρισες! της είπε και την αγκάλιασε πάλι
Μια αγκαλιά σφιχτή τόσο, που την έκανε να νιώσει ότι η αναπνοή της κόβεται. Έμειναν να κοιτάζουν τον ήλιο να πέφτει. Ήταν μαζί, πιο μαζί από ποτέ. Αύριο θα ξημέρωνε η καινούργια μέρα, η καινούργια ζωή.
-Να προσέχεις! της είπε και την σκέπασε σαν μωρό
Κάθισε να την κοιτάζει όλη νύχτα, μέχρι το ξημέρωμα και εκείνη κοιμήθηκε αποκαμωμένη από το μακρύ και δύσκολο ταξίδι της. Είχε γυρίσει λοιπόν, είχε καταφέρει να δει τον φάρο και να φέρει το ταλαιπωρημένο σκαρί στο απάγκιο λιμάνι.
“Να προσέχεις…”.
https://gynaikaeimai.com/
Αναξίμανδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου