Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ
Συγγραφέας μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και πολυάριθμων πολιτικών και φιλοσοφικών κειμένων, ο Αλμπέρ Καμύ (Alber Camus, 1913-1960), υπήρξε πάνω απ’ όλα ακούραστος μάρτυρας της εποχής του αποτυπώνοντας στα έργα του τον βαθύ του προβληματισμό για την ανθρώπινη κατάσταση.
Γεννημένος το 1913 σε μια φτωχογειτονιά της Αλγερίας, έχασε σχεδόν αμέσως τον πατέρα του και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του με την αναλφάβητη και σχεδόν μουγγή μητέρα του και τον αδελφό του, κάτω από τη σκιά μιας αυταρχικής γιαγιάς που τον πίεσε πολύ νωρίς να κερδίσει τα προς το ζην. Ωστόσο το λαμπρό μυαλό του εντοπίστηκε από έναν από τους δασκάλους του και κάπως έτσι ξεκίνησε σπουδές που θα τον οδηγούσαν σε μια λαμπρή συγγραφική καριέρα που κορυφώθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1957, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Αναμφισβήτητα, το κλειδί για την κατανόηση των έργων του Καμύ είναι η ίδια η φιλοσοφία του συγγραφέα. Τα πιο γνωστά από τα έργα του – τόσο ‘Ο Ξένος’ όσο και ‘Η Πανούκλα’ -επιδέχονται περισσότερες από μια ερμηνείες, ενώ απεικονίζουν την εξέλιξη της φιλοσοφικής του σκέψης. Ο Καμύ ήταν άθεος, ένας πρωτότυπος αναζητητής της αλήθειας, ένας ουμανιστής φιλόσοφος που τόνισε το παράλογο, τη σύγκρουση δηλ. μεταξύ της επιθυμίας για αξία και νόημα και της αδυναμίας να εντοπιστεί κάτι τέτοιο στο ανούσιο και παράλογο σύμπαν μας. Πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει να επαναστατεί ενάντια στο παράλογο, όχι προσφεύγοντας στην αυτοκτονία – που τη θεωρούσε δειλία – ή στη θρησκευτική πίστη, αλλά επιδιώκοντας να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη της ζωής του. Και ο τρόπος για να το πετύχει αυτό είναι μέσω της αναγνώρισης και της απόλαυσης της καλοσύνης και της ομορφιάς σε κάθε περίσταση και αγωνιζόμενος με πείσμα ενάντια στα βάσανα ή και τον θάνατο, ακόμα κι αν οι προσπάθειές αυτές συχνά αποτυγχάνουν. Όπως ακριβώς κάνει και ο κεντρικός ήρωας στην Πανούκλα· παλεύει επίμονα ενάντια στο παράλογο.
Η πανούκλα, εκδηλώνεται στην πόλη Οράν της Αλγερίας κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1940. Η Αλγερία ήταν τότε υπό γαλλική κυριαρχία και όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι Γάλλοι.
Ένα ψόφιο ποντίκι στα σκαλιά του κτιρίου που μένει ο γιατρός Ριέ είναι το πρώτο δείγμα της επερχόμενης επιδημίας. Τις επόμενες μέρες τα ποντίκια εμφανίζονται σε όλα τα σημεία της πόλης και σύντομα παρατηρούνται και περίεργοι θάνατοι. Τόσο οι κάτοικοι όσο και οι αρχές της πόλης αρνούνται να δουν τη σοβαρότητα της κατάστασης, κρύβονται από το προφανές και οι γιατροί φοβούνται ακόμη και να πουν το κακό με το όνομά του αφού ‘Οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα όμως τις παραδέχεσαι όταν σου έρθουν κατακέφαλα’, μέχρι που οι θάνατοι αυξάνονται και ο εχθρός πρέπει να κατονομαστεί. Η βουβωνική πανώλη, η πανούκλα, έχει πλέον επικρατήσει στο Οράν και οι αρχές βάζουν την πόλη σε καραντίνα· κανένας δεν βγαίνει από την πόλη και κανένας δεν μπαίνει σ’ αυτή. Οι κάτοικοι βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο και αντιμέτωποι με το θάνατο.
‘Από κείνη τη στιγμή, μπορούμε να πούμε ότι η πανούκλα άρχισε να μας αφορά όλους. Μέχρι τότε, παρά το σάστισμα και την ανησυχία που τους είχαν προκαλέσει τούτα τα παράδοξα γεγονότα, καθένας απ’ τους συμπολίτες μας συνέχιζε τις ασχολίες του όπως όπως, στο συνηθισμένο του πόστο. Και, χωρίς αμφιβολία, αυτό θα συνεχιζόταν. Μόλις όμως έκλεισαν οι πύλες της πόλης, κατάλαβαν όλοι, καθώς κι ο ίδιος ο αφηγητής, ότι αφού είχαν μπει στο χορό θα ‘πρεπε να χορέψουν. Έτσι, λόγου χάριν, ένα συναίσθημα τόσο προσωπικό όσο ο χωρισμός από ένα αγαπημένο πρόσωπο, άξαφνα, από τις πρώτες κιόλας βδομάδες, έγινε κοινό σε έναν ολόκληρο λαό και αποτέλεσε, μαζί με το φόβο, το μεγαλύτερο μαρτύριο της μακρόχρονης τούτης εξορίας.’
Τις πρώτες μέρες της επιδημίας οι πολίτες του Οράν αδιαφορούν ο ένας για τα βάσανα του άλλου. Όλοι τους παραμένουν κλεισμένοι στην προσωπική τους αγωνία και δεν βλέπουν ότι το πρόβλημα τους αφορά όλους. Πρέπει να περάσει αρκετός καιρός και να θρηνήσουν αρκετούς νεκρούς για να υψωθούν πάνω από τον εαυτό τους και να αναγνωρίσουν την πανούκλα ως συλλογικό πρόβλημα, να σπάσουν το χάσμα της αποξένωσης και να δώσουν νόημα στη ζωή τους θέτοντας τον εαυτό τους στη διάθεση των υπευθύνων. Αυτή θα είναι τελικά και η επανάστασή τους ενάντια στην παράλογη θανατική ποινή που τους όρισε η πανούκλα. Κι αν η εξέγερση ενάντια στον θάνατο είναι μάταιη είναι εντούτοις ένας αγώνας ουσιαστικός, ευγενής και _κατά τον Καμύ_ ο μόνος αγώνας μέσω του οποίου κάποιος μπορεί να ορίσει τον εαυτό του.
Η προφητική αφήγηση του Καμύ είναι μια ευθεία αναφορά στη ναζιστική κατοχή της Γαλλίας, που ξεκίνησε την άνοιξη του 1940, ενώ και το Ολοκαύτωμα ρίχνει τη σκιά του σε αρκετές σκηνές της ιστορίας. Ο Καμύ δημιουργεί έναν κόσμο ερμητικά κλειστό, σαν συνέπεια οποιασδήποτε απειλής αφορά σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων· μια επιδημία, ένας πόλεμος αλλά και μια ιδεολογία που μοιάζει με μικρόβιο μπορούν ανά πάσα στιγμή να μολύνουν μια κοινωνία και να την οδηγήσουν στην απομόνωση, τον πόνο και τον θάνατο.
Ο Καμύ για να γράψει την Πανούκλα διάβασε για τον Μαύρο Θάνατο που σκότωσε 50 εκατ. ανθρώπους στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα, για την πανούκλα που άφησε το 1629 χιλιάδες θύματα στις πεδιάδες της Λομβαρδίας και του Βένετο, και 50 χρόνια αργότερα αφάνισε σχεδόν τον μισό πληθυσμό του Λονδίνου, διάβασε για λοιμούς που κατέστρεψαν πόλεις στην Κίνα τον 18ο και τον 19ο αιώνα, για την πανούκλα της Κωνσταντινούπολης για τον λοιμό των Αθηνών. Περιγράφει με λεπτομέρειες την καθημερινή καταμέτρηση των νεκρών, την απομόνωση όσων είχαν έρθει σε επαφή με κάποιον άρρωστο, τις μαζικές ταφές ή αποτεφρώσεις, τους περιορισμούς στην κίνηση των πολιτών, τις ελλείψεις στα είδη πρώτης ανάγκης, τις καθυστερήσεις στην επικοινωνία με το υπόλοιπο κόσμο, το ατελείωτο ρεύμα των ανέργων που διοχετεύθηκε στη διαχείριση ασθενών και νεκρών. Εκτός όμως από τις πρακτικές συνέπειες που επιφέρει μια τέτοια απειλή στη ζωή μιας πόλης, ο συγγραφέας δεν παρέλειψε να επισημάνει και τις ψυχολογικές. Αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο το Οράν παρουσιάζει κάθε μέρα και περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας πόλης που έχει παγιδευτεί σε μια φυσική καταστροφή. Παντού επικρατεί μια ατμόσφαιρα φόβου και ασφυξίας που παραχωρεί αμαχητί το βήμα στις προκαταλήψεις, τη μαύρη αγορά και άλλες μορφές καιροσκοπισμού.
‘Η Πανούκλα’ γράφτηκε λίγα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπό το πρίσμα του πολύ δημοφιλούς, εκείνη την εποχή, υπαρξισμού, είναι σημαντικό ότι ο Καμύ επιλέγει να ασχοληθεί με μια ανελεύθερη κοινωνία που πρέπει να αντιμετωπίσει μια άκρως μεταδοτική και θανατηφόρα ασθένεια. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος μπροστά στη θανάσιμη απειλή υιοθετούν διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης, και αποτελούν καθολικά παραδείγματα ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στο κακό.
Αφηγητής και κύριος χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο γιατρός Μπερνάρ Ριέ. Θλιμμένος από τον πρόσφατο αποχωρισμό του από τη γυναίκα του – η οποία πηγαίνει σ’ ένα σανατόριο στο βουνό για θεραπεία -, έρχεται αντιμέτωπος με έναν απρόσμενο εχθρό, την πανούκλα, που απειλεί τις ζωές των συμπολιτών του. Ο γιατρός Ριέ δεν διστάζει να θέσει τον εαυτό του με όλες του τις δυνάμεις στην υπηρεσία του γενικού καλού.
‘Η σιγουριά βρισκόταν εκεί στην καθημερινή δουλειά. Τα υπόλοιπα κρέμονταν από κλωστές και από ασήμαντες κινήσεις, πράγματα που δεν άξιζαν τον κόπο να σταθείς σ’αυτά. Η ουσία ήταν να κάνει ο καθένας τη δουλειά του.’
Ο Ριέ αντιπροσωπεύει τον επαναστατημένο άνθρωπο που μάχεται με όλη τη δύναμη που μπορεί να αντλήσει από την ίδια την πραγματικότητα. Οι πράξεις και η προσωπικότητά του υποδηλώνουν ότι πιστεύει σε έναν προσωπικό αλλά και σε έναν κοινωνικό κώδικα ηθικής ενώ η τάξη αυτού του κόσμου προκαλεί μέσα του μια εξέγερση. Γι’ αυτόν, το κύριο πράγμα είναι να κάνει καλά τη δουλειά του ενώ δεν παύει ούτε στιγμή να διατηρεί με πείσμα την πίστη του στον άνθρωπο. Είναι άθεος και σαν γιατρός έχει συναντηθεί με το θάνατο πάρα πολλές φορές για να δεχτεί την ιδέα ενός παντοδύναμου Θεού που σπέρνει δυστυχία, αρρώστιες και θάνατο. ‘Λοιπόν, αφού η τάξη του κόσμου διέπεται από το θάνατο, ίσως να είναι καλύτερα για το Θεό να μην πιστεύουμε σ’ Εκείνον και ν’ αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις ενάντια στο θάνατο, χωρίς να υψώνουμε τα μάτια στον ουρανό όπου Εκείνος σωπαίνει.’ Σε μία από τις πιο σπαρακτικές σκηνές του μυθιστορήματος όπου περιγράφεται η τρομερή αγωνία για το θάνατο ενός μικρού παιδιού, του γιου του δικαστή Οτόν, ο Ριέ συνομιλώντας με τον Πανελού λέει ‘[…] έχω διαφορετική ιδέα για την αγάπη. Και θ’ αρνούμαι μέχρι θανάτου ν’ αγαπώ ετούτη την πλάση όπου τυραννιούνται τα παιδιά.’
Εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του Καμύ, ο Ριέ δεν επιδιώκει να αναγνωριστεί ως ήρωας ή ως άγιος. Αυτό που επιδιώκει είναι να ανακουφίσει τα θύματα της πανούκλας και έτσι να δώσει νόημα στη ζωή του μένοντας αλληλέγγυος σε όσους υποφέρουν ‘αισθάνομαι περισσότερη αλληλεγγύη προς τους νικημένους παρά προς τους αγίους’, λέει, ‘Ο ηρωισμός και η αγιότητα δεν με συγκινούν. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να είμαι άνθρωπος.’
Στο πλευρό του Ριέ βρίσκεται σύντομα ο Ταρού , ένας εύπορος Γάλλος που κάνει διακοπές στο Οράν και συμβάλλει στον αγώνα κατά της πανούκλας οργανώνοντας εθελοντικές ομάδες από ελεύθερους πολίτες. Ο Ταρού είναι ο συγγραφέας ενός αφηγήματος στο οποίο αποτυπώνονται οι πεποιθήσεις του για την προσωπική και κοινωνική ευθύνη – που δεν απέχουν και πολύ από εκείνες του Ριέ. Ούτε αυτός πιστεύει στον Θεό, επομένως δεν πιστεύει στην ψευδαίσθηση ενός λογικού και ηθικού νοήματος στον θάνατο ενώ η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά νόημα μόνο με την ελεύθερη συμμετοχή στον αγώνα ενάντια στο θάνατο και τα δεινά· έναν αγώνα που είναι έτσι κι αλλιώς χαμένος. ‘…έμαθα πως είμαστε όλοι μολυσμένοι από το κακό, από την πανούκλα, κι έχασα τη γαλήνη μου. Σήμερα την αναζητώ ακόμα προσπαθώντας να τους καταλάβω όλους και να μην είμαι θανάσιμος εχθρός κανενός. […]Ξέρω, και είμαι σίγουρος γι’ αυτό που λέω, πως ο καθένας μας την κουβαλάει μέσα του την πανούκλα, γιατί κανείς, όχι, κανείς στον κόσμο δεν είναι απρόσβλητος απ’ αυτήν. Και χρειάζεται να επαγρυπνούμε ασταμάτητα για να μην αφεθούμε, σε μια στιγμή αφηρημάδας, και ρίξουμε το χνότο μας πάνω στο πρόσωπο κάποιου άλλου και του μεταδώσουμε έτσι το μικρόβιο.’
Ο Ραμπέρ, ο Γάλλος δημοσιογράφος που εγκλωβίστηκε στο Οράν και έμεινε μέχρι το τέλος της καραντίνας μακριά από την αγαπημένη του είναι ο άλλος χαρακτήρας που καταλήγει να συμμεριστεί τη στάση του Ριέ και ένας από τους πιο ανθρώπινους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ενώ στην αρχή ο Ραμπέρ κάνει τα πάντα για να μπορέσει να φύγει από την πόλη, όταν τελικά βρίσκει την ευκαιρία να απεμπλακεί από τον κίνδυνο της πανούκλας, αποκηρύσσει την αναζήτηση της εγωιστικής ευτυχίας του και επιλέγει να μείνει στο Οράν και να συμμετέχει ενεργά στον αγώνα ενάντια στη μάστιγα που πλήττει τον πληθυσμό της πόλης. ‘Πίστευα πάντα πως ήμουν ξένος σ’ αυτή την πόλη και πως δεν είχα τίποτα να κάνω εδώ. Τώρα όμως που είδα όσα είδα, ξέρω ότι ανήκω εδώ, είτε το θέλω είτε όχι. Αυτή η ιστορία μας αφορά όλους.’
Το αδιέξοδο της θρησκείας μπροστά στη συμφορά εκπροσωπείται στο βιβλίο μέσω ενός ιησουίτη ιερέα, του Πανελού, ο οποίος στην αρχή της επιδημίας, μπροστά στο φοβισμένο εκκλησίασμά του, κηρύσσει ότι η πανούκλα είναι η μάστιγα που έστειλε ο Θεός για να τιμωρήσει τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους αφού μόνο με τα βάσανα και τον θάνατο μπορούν να εξαγοράσουν τα λάθη τους. Όταν όμως βλέπει τον μικρό γιο του Οτόν να πεθαίνει αλλάζει και βλέπει πλέον την πανούκλα ως υπέρτατη δοκιμασία πίστης.
Μέσα σ’ αυτή την ιστορία του φόβου, της απομόνωσης και του θανάτου ο μόνος χαρακτήρας που ο Καμύ αποκαλεί ρητά ηρωικό είναι ο Ζοζέφ Γκραν, ένας ταπεινός υπάλληλος της δημαρχίας που διακριτικά συμμετείχε στην προσπάθεια κατά της πανούκλας χωρίς δισταγμό. Ένα αληθινό παράδειγμα ήρεμης δύναμης που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τις εθελοντικές ομάδες. ΄Κι ενώ ο Ριέ τον ευχαριστούσε θερμά, εκείνος απορούσε : «Αυτό δεν είναι το πιο δύσκολο. Υπάρχει πανούκλα, πρέπει ν’ αμυνθούμε, είναι φανερό. Αχ! Να ήταν όλα τόσο απλά!»’. Εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του και καθηλωμένος στο ίδιο χαμηλό εργασιακό πόστο για χρόνια, ο Γκραν έχει μια μοναδική χαρά στη ζωή του. Την αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων για τη σύνταξη του τέλειου βιβλίου. Οι λέξεις όμως του ξεφεύγουν και ποτέ δεν μπορεί να ξεπεράσει την εισαγωγική πρόταση. Η επιμονή του για τελειότητα, παρότι συνειδητοποιεί το μάταιο των προσπαθειών του, είναι ο δικός του ηρωικός ασκητισμός για να αντισταθεί στο χάος του κόσμου.
Υπάρχουν κι άλλοι χαρακτήρες στο βιβλίο όπως ο κυνικός Κοτάρ, που βλέπει το ξέσπασμα της Πανούκλας σαν ευκαιρία από τη μια για να γλυτώσει από τις συνέπειες των πράξεών του και από την άλλη για να αποκτήσει χρήματα μέσω του λαθρεμπορίου, και ο γέρος που καλεί τις γάτες από το μπαλκόνι του και μόλις εκείνες πλησιάζουν τις φτύνει, βάζοντας σ’ αυτή την ανούσια πράξη του όλο του το μίσος για τον κόσμο.
Οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι ελάχιστοι στο βιβλίο και εμφανίζονται στο περιθώριο με τη μορφή της άρρωστης συζύγου του Ριέ ή της μακρινής συντρόφου του Ραμπέρ ή της μητέρας που μαθαίνει ότι το παιδί της έχει προσβληθεί από την πανούκλα, ή ακόμη και στη γυναικεία φιγούρα που προσπαθεί ο Γκραντ να περιγράψει στο μυθιστόρημά του. Ανάμεσα σ’ αυτές εμφανίζεται και ένα σπάνιο πορτραίτο γυναίκας στο πρόσωπο της μητέρας του Ριέ που αντιμετωπίζει την κατάσταση με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια.
-Φοβάσαι, μητέρα;
-Στην ηλικία μου, δεν φοβάσαι πια πολλά πράγματα.
–Οι μέρες είναι ατέλειωτες κι εγώ σχεδόν πάντα λείπω.
-Δεν με πειράζει να σε περιμένω σαν ξέρω πως θα γυρίσεις. Και σαν λείπεις, σκέφτομαι τι κάνεις.
Όλοι οι χαρακτήρες, άντρες και γυναίκες μαθαίνουν για τον εαυτό τους και ο ένας για τον άλλον, ενώ παλεύουν με την πανούκλα. Συνειδητοποιούν ότι η ζωή είναι κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους και την πόλη τους. Με την καραντίνα αισθάνονται ότι αιχμαλωτίζονται αλλά είναι πραγματικά αμφίβολο αν ήταν πραγματικά ελεύθεροι πριν από αυτή. Τώρα κατανοούν ότι η ζωή τους ήταν ασυνείδητα υποδουλωμένη στις συνήθειές τους και συνειδητοποιούν την μοναξιά τους.
Όταν πια η πανούκλα υποχωρεί το Οράν δεν είναι πια το ίδιο. Ούτε και όσοι έζησαν αυτό το διάστημα εκεί.
Οι πύλες της πόλης ανοίγουν, ο κόσμος γιορτάζει, οι νεκροί και οι αγωνίες ξεχνιούνται και ο Ριέ ή ο Καμύ κλείνει το χρονικό της Πανούκλας :
‘Ήξερε όμως ότι αυτό το χρονικό δεν μπορούσε να είναι το χρονικό της τελικής νίκης. Θα ήταν μόνο η μαρτυρία όλων εκείνων που είχε χρειαστεί να κάνει ο ίδιος και που θα ‘πρεπε οπωσδήποτε να συνεχίσουν στο μέλλον, παρά τον τρόμο που χτυπάει ακούραστα, παρά τους προσωπικούς τους σπαραγμούς, όλοι οι άνθρωποι που, μη μπορώντας να είναι άγιοι και μη θέλοντας να υποταχτούν στις μάστιγες, πασχίζουν παρ’ όλα αυτά να παραμένουν γιατροί.
Ακούγοντας τις κραυγές χαράς που υψώνονταν από την πόλη, ο Ριέ δεν ξεχνούσε ότι τούτη η αγαλλίαση ήταν πάντα υπό απειλή. Γιατί, ακριβώς, γνώριζε αυτό που αγνοούσε εκείνο το χαρούμενο πλήθος, και που μπορούμε να το διαβάσουμε στα βιβλία : ότι δηλαδή ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε εξαφανίζεται ποτέ, ότι μπορεί να κοιμάται δεκάδες χρόνια μέσα στα έπιπλα και στα ρούχα, να προσμένει υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα σεντούκια, στα μαντίλια και στα χαρτιά, κι ότι ίσως θα ερχόταν μια μέρα όπου, προς γνώση και συμμόρφωση των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να πεθάνουν σε μια ευτυχισμένη πολιτεία.’
Το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ ‘Η Πανούκλα’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου