-ΚΙΚΗ ΓΙΟΒΑΝΟΠΟΥΛΟΥ- ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΤΟ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕΣ ...


“Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια όμορφη πριγκίπισσα”… κάπως έτσι δεν ξεκινούν όλα τα παραμύθια; Κι ύστερα έρχεται ο πρίγκιπας που την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, την ανεβάζει στο άλογό του, παντρεύονται και ζουν ευτυχισμένοι κι ερωτευμένοι στο κάστρο τους. Για πάντα!

Παραμύθια, θα πει κανείς… Τι σχέση έχουν τα παραμύθια με την ζωή; Ποιος μπορεί να είναι τόσο αφελής, ώστε να πιστεύει στην απόλυτη ευτυχία, στην αθάνατη αγάπη, στον αιώνιο έρωτα; Ποιος μπορεί να είναι τόσο αφελής, ώστε να πιστεύει στο “για πάντα”; Κάποτε ήμουν. Κάποτε πίστευα στα απόλυτα, αθάνατα, αιώνια συναισθήματα. Κάποτε πίστευα στα παραμύθια. Κάποτε πίστευα πως μπορούσα να ζήσω το παραμύθι. Και το έζησα. Έζησα το απόλυτο παραμύθι, το απόλυτο ψέμα! Ένα παραμύθι που δεν έληξε με το “και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”. Ένα ψέμα που τις πληγές του μετράω ακόμη…

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι με μια αθώα, ροζ ψυχή. Κι ήταν κι ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι με ένα όμορφο, λαμπερό χαμόγελο. Για εκείνη, ήταν η πρώτη φορά που της ζήτησε κάποιος να είναι μαζί. Ήταν η πρώτη φορά που της το ζήτησε κάποιος και η πρώτη φορά που είπε το “ναι”. Η πρώτη κι η τελευταία μέχρι σήμερα. Για εκείνον το παραμύθι πήγαινε αλλιώς…

Ξέρεις. Πάντα ξέρεις. Κι εγώ ήξερα. Γιατί δεν μίλησα; Ίσως είχα την ανάγκη να πιστεύω στα παραμύθια. Ίσως είχα ανάγκη να ζω στο ροζ κι ας έβλεπα το μαύρο να με περικυκλώνει σχεδόν απ’ την αρχή.

Ζήσαμε μαζί 34 χρόνια. Για 34 χρόνια ζούσα το παραμύθι κι αγνοούσα επιδεικτικά το ότι ποτέ δεν με ρώτησε αν είμαι καλά. Το ότι ποτέ δεν με ρώτησε πώς ήταν η μέρα μου. Αγνοούσα επιδεικτικά τη μυρωδιά του αλκοόλ και των γυναικείων αρωμάτων στο κορμί και τα ρούχα του, κάθε φορά που γυρνούσε τα ξημερώματα στο σπίτι. Αγνοούσα επιδεικτικά όλα τα σημάδια που ούρλιαζαν κοιτώντας με στα μάτια με θράσος. Κρυβόμουν απ’ την αλήθεια κι απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό. Κρυβόμουν, θαρρείς και μπορείς ποτέ να ξεφύγεις απ’ αυτά, όσο καλά κι αν κρυφτείς…

Χρειάστηκαν μόλις 5 λεπτά για να μαζέψεις τα πράγματά σου και να εξαφανιστείς. Μέσα σε 5 λεπτά, έδωσες την χαριστική βολή στα 34 χρόνια που απ’ την πρώτη στιγμή πυροβολούσες κι εγώ με πείσμα κακομαθημένου, μικρού παιδιού, πάλευα να κρατήσω στη ζωή. Χρειάστηκαν μόλις 5 λεπτά για να γίνεις παρελθόν μου. Εκείνα τα λεπτά ήταν και τα τελευταία που σε είδα, που σε άκουσα. Μετά απ’ αυτό, τίποτα… Απλά χάθηκες και μ’ άφησες πίσω να παλεύω με όσα έδωσα, με όσα έχασα, με όσα δεν θα είχα ποτέ. Μ’ άφησες πίσω να παλεύω με μένα και γαμώτο, συνέχεια χαμένη έβγαινα!

Έκανα πολλές φορές αναδρομή στα περασμένα. Μέτρησα αμέτρητες φορές τα λάθη σου, μα μέτρησα και τα δικά μου. Με δίκασα και με καταδίκασα ξανά και ξανά, αλλά ξέρεις… κατάλαβα πως ότι έγινε δεν αλλάζει πια και πως το μόνο που κρατάμε στα χέρια μας είναι το αύριο. Και τώρα πια γι’ αυτό το αύριο θέλω να παλέψω, γι’ αυτό το αύριο θέλω να προσπαθήσω. Για το δικό μου αύριο κι ας έρχονται στιγμές που αυτός ο ενικός με πονάει.

Δεν σε κατηγορώ ξέρεις πια. Εσύ αυτός ήσουν απ’ την πρώτη στιγμή, εγώ δεν ήθελα να το δω. Εγώ δεν με πρόσεχα, εγώ δεν με φρόντιζα, εγώ δεν με προφύλασσα. Εγώ δεν μ’ αγαπούσα αρκετά και χρειάστηκε να μου δείξει η ζωή με τον δύσκολο τρόπο πως πρέπει να το κάνω.

Το “γιατί” θα υπάρχει πάντα στην άκρη του μυαλού μου, μα η ζωή είναι μπροστά και θέλω επιτέλους να την ζήσω. Για μένα…Η ιστορία της Βίκυς,

γραμμένη από την Κική Γιοβανοπούλου

(author του gynaikaeimai.com)

https://gynaikaeimai.com/