- ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΟΥ

Κάθε καλοκαίρι που πήγαινα στο χωριό, κοιμόμουν με την αγαπημένη μου γιαγιά. Κάθε χρόνο και κάθε βράδυ το ίδιο παραμύθι, ένα παραμύθι για την πονηριά και ανυπακοή. Δεν ήταν μόνο το παραμύθι, ήταν και ο τρόπος που το περιέγραφε τόσο παραστατικός, τόσο αληθινός. Εναλλαγή φωνών, κάθε φορά με μάγευε ο τρόπος της και η φωνή της. Ακόμα και τώρα που την έχω χάσει, στα αυτιά μου ηχεί αυτό το τόσο διαφορετικό παραμύθι. Τότε δεν μπορούσα να σκεφτώ το δίδαγμα, ακόμα και τώρα ίσως να μην το έχω βρει…

«Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγοράκι. Ζούσε σε μια καλύβα στο δάσος και το μεγάλωνε ένα ελάφι με χρυσά κέρατα. Το ελάφι κάποια στιγμή έπρεπε να φύγει μακριά, να βρει τροφή και να βοσκίσει. Πριν φύγει, είπε στο αγοράκι να μην ανοίξει σε κανέναν. Το αγοράκι έδωσε τον λόγο του.

Το ελάφι πήρε τον δρόμο προς το βουνό και το αγοράκι έμεινε μόνο του. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα, ήταν τα ξωτικά της λίμνης. Το αγοράκι ταράχτηκε. Τα ξωτικά με μια γλυκιά φωνή, του ζητούσαν να μπουν στην καλύβα να ζεσταθούν. Το αγοράκι θυμήθηκε τα λόγια του ελαφιού και δεν άνοιξε. Το βράδυ που γύρισε του διηγήθηκε τι έγινε. Το ελάφι ήταν χαρούμενο που το υπάκουσε.

Την δεύτερη μέρα που έμεινε ξανά μόνο του, ήρθαν και πάλι τα ξωτικά, ήθελαν να πάρουν το αγόρι στην λίμνη να το παχύνουν και να το φάνε. Αυτή την φορά τα παρακάλια ήταν ακόμα πιο δελεαστικά και το αγοράκι είχε την περιέργεια να δει τα ξωτικά.

Τα ξωτικά του έλεγαν την ίδια έκφραση κάθε φορά “Άνοιξέ μας λίγο! Μονό τα δαχτυλάκια θα βάλουμε να ζεσταθούμε και θα φύγουμε!”. Έτσι το αγοράκι υπέκυψε και άνοιξε λίγο την πόρτα. Τα ξωτικά έβαλαν τα χεράκια τους μέσα και μπήκαν, τον πήραν μαζί τους και το έκλεισαν σε ένα κλουβί, του έδιναν συνέχεια φαγητό για να παχύνει και μετά ήθελαν να το βάλουν στο φούρνο και να το φάνε.

Το ελάφι έψαχνε το αγοράκι, αλλά δεν μπορούσε να το βρει.

Τα ξωτικά της λίμνης άρχισαν να ετοιμάζουν την φωτιά. Το αγοράκι είχε τρομάξει, τόσο καιρό νόμιζε ότι το φροντίζουν, δεν ήξερε ότι ήταν πονηρά και θέλαν να τον φάνε.

Μόλις είδε την φωτιά άρχισε να ουρλιάζει, τότε ήταν που το ελάφι άκουσε την φωνή του. Έτρεξε γρήγορα και τον έσωσε από τα χέρια των ξωτικών.

Το αγοράκι ζήτησε συγνώμη από το ελάφι που δεν άκουσε τις συμβουλές του. Που παράκουσε τις εντολές του. Και έτσι δεν το έκανε ξανά, πάντα άκουγε τους μεγαλύτερους.»

Ποιο είναι το δίδαγμα; Ότι πρέπει να ακούμε τους μεγαλύτερους που θέλουν το καλό μας και ότι η περιέργεια μπορεί να φέρει μπελάδες. Επίσης τα λόγια που στάζουν μέλι, δεν είναι πάντα αληθινά, πάντα σε αυτά τα λόγια υπάρχει πονηριά.

Αυτό ήταν το παραμύθι που με διαμόρφωσε στο να είμαι προσεκτική, με αυτό μεγάλωσα και έμαθα τον κόσμο. Η γιαγιά μου ήταν μια γυναίκα δυναμική και πάντα με κάτι τέτοια παραμύθια ήθελε να περνάει ότι η ζωή δεν είναι εύκολή, αλλά θέλει προσοχή και να ξέρεις τι θέλεις. Ευχαριστώ στην αγαπημένη μου γιαγιά, όχι ότι δεν έκανα λάθη, απλά ήξερα μέσα μου ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.

https://gynaikaeimai.com/

Της Άνδρεα Αρβανιτίδου

https://www.andreaarvanitidou.com/