«Βιβλιοαναγνώσεις #75» Τζόν Στάινμπεκ:
Τα σταφύλια της οργής
Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράμματα
πηγή: praxis review
Τα σταφύλια της οργής γράφτηκαν το 1939 από τον Τζόν Στάινμπεκ. Περιγράφουν το ταξίδι μιας οικογένειας, στον θρυλικό δρόμο 66 (Route 66)κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης στην Αμερική και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, όπως προφητικά αναφέρει το βιβλίο: Ξέρεις, όλα αυτά δεν σταμάτησαν ποτέ να γίνονται… κι ούτε θα σταματήσουν.
Πρωταγωνιστής ο Tom Joad και η οικογένειά του, που αποφυλακίζεται έχοντας εκτίσει την ποινή του για τον φόνο, σε άμυνα, ενός άλλου ανθρώπου, και επιστρέφοντας στο πατρικό αγρόκτημα τα βλέπει όλα ρημαδιό και την μεγάλη οικογένεια του (παππούδες, γιαγιάδες, γονείς, αδέρφια, αρραβωνιαστικιές, θείοι και ανίψια) να είναι έτοιμη προς αναχώρηση. Μαθαίνει πως οι σοδειές και των δικών του αλλά και όλων των γειτόνων καταστράφηκαν λόγω του καιρού, τα δάνεια με τους υπέρογκους τόκους δεν αποπληρώθηκαν και οι τράπεζες ήρθανε για να πάρουνε τη μοναδική περιουσία όσων τους χρωστούσαν: τα κτήματα τους. Η οικογένεια Joad αλλά και χιλιάδες οικογένειες σαν αυτούς τραβάνε προς τα δυτικά, εκεί που λέγεται πως υπάρχουν δουλειές και ανάγκη για πολλά εργατικά χέρια.
Η οδύσσεια αυτής της οικογένειας, ένα σύνολο υπέροχων, απλών ανθρώπων, είναι η οδύσσεια αμέτρητων ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από τους τόπους που έζησαν δεκαετίες ολόκληρες και υποχρεώθηκαν σε ένα ταξίδι εξαθλίωσης για ένα όνειρο που τις συντριπτικά περισσότερες φορές αποδείχθηκε απατηλό…….
Τα σταφύλια της οργής (αποσπάσματα)
“Δεν έχουμε τη δική μας ψυχή. Έχουμε ένα μέρος από μια μεγάλη ψυχή. Μια μεγάλη ψυχή που ανήκει σε όλους…
Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο.
Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν.
Θα βρίσκομαι εκεί...”
“ Η Καλιφόρνια ήταν πρωτύτερα του Μεξικού και η γης της των Μεξικανών˙ και μια ορδή κουρελιάρηδες και έξαλλοι Αμερικανοί χίμηξαν πάνω της. Και ήταν τόσο πεινασμένοι για ένα κομμάτι γης, που πήραν τη γης, σφετερίστηκαν προνόμια, κατάργησαν προνόμια, φοβέρισαν και τρομοκράτησαν οι πεινασμένοι και έξαλλοι εκείνοι άνθρωποι˙ και φύλαγαν με τα ντουφέκια τη χώρα που είχαν σφετεριστεί.”
“…Μην ανεβάζεις την εμπιστοσύνη σου ψηλά ως τα πουλιά και δεν θα σέρνεσαι κατόπι μαζί με τα σκουλήκια.”
“…Είναι μια χώρα λεύτερη.
Ε, για δοκίμασε να κάνεις χρήση της λευτεριάς σου. Είσαι λεύτερος , σου λέει ο άλλος, μόνο σαν σου βαστά η τσέπη σου να πληρώσεις τη λευτεριά σου.”
“…Ο Κέϊσι είπε: Έχω γυρίσει τον τόπο. Όλοι ρωτούν το ίδιο. Που θα φτάσουμε; Κατά τη γνώμη μου, δε θα φτάσουμε ποτέ μας πουθενά. Πάντα σε πορεία. Θα βρισκόμαστε ακατάπαυστα σε πορεία. Γιατί δεν κάθονται να το σκεφτούν οι άνθρωποι; Τώρα έχουμε ξεσηκωμό. ……
Απ’ τον κατατρεγμό έρχονται οι άνθρωποι σε απελπισία και επαναστατούν.”
“…είχα βαλθεί με όλα μου τα δυνατά να πολεμήσω το διάβολο, γιατί φανταζόμουν πως ο διάβολος ήταν ο εχθρός.
Μα κάτι πολύ χειρότερο απ’ το διάβολο κρατάει στα νύχια του τον τόπο, και δε θα τον παρατήσει αν δεν κοπεί κομματάκια κομματάκια.”
“…..Να φοβάσαι και τη μέρα που θα σταματήσουν οι απεργίες, μ’ όλο που θα υπάρχουν ακόμα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες-γιατί η κάθε μικροαπεργία που χτυπιέται, είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα. Πρέπει κι αυτό να ξέρεις-να φοβάσαι τη μέρα που ο Συνειδητός Άνθρωπος θα πάψει να αγωνίζεται και να πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του Ανθρώπινου Συνειδητού, κι αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπος ένα όν ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν.”
“…Το πρόσεξα όπου κι αν σταθήκαμε. Πεινάνε οι άνθρωποι για κρέας και λαρδί, και όταν το βρούνε δεν τους θρέφει. Κι όταν δεν άντεχαν άλλο την πείνα ζητούσαν προσευχές….Μα δε φελάνε πια οι προσευχές.
Οι προσευχές δεν προμηθέψανε ποτέ λαρδί και κρέας. Για το κρέας και το λαρδί χρειάζονται γουρούνια.(……)
Οι άνθρωποι ζητάνε να ζήσουν μια ζωή πρεπούμενη και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Και σαν γεράσουν πια, να κάθονται στην πόρτα τους και ν’ αγναντεύουν το ηλιοβασίλεμα. Και όσο είναι νέοι, να χορεύουν, να τραγουδούν και να πλαγιάζουν μαζί. Θέλουν να τρώνε, να μεθούν και να δουλεύουν.”
“…..Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. Εύφορη γη, ολοίσιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δεν βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά-πέθανε από υποσιτισμό-γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι.
Οι άνθρωποι έρχονται με δίχτυα να ψαρέψουν πατάτες από το ποτάμι, μα οι φύλακες τους συγκρατούν μακριά˙ έρχονται με αυτοκίνηταπου βροντολογούν για να πάρουν τα πεσμένα πορτοκάλια, μα είναι ραντισμένα με πετρόλαδο. Και στέκονται σιωπηλοίνα παρακολουθούν τις πατάτες να πλέουν μπροστά τους, ακούν τις στριγκλιές των γουρουνιών που τα σφάζουν μέσα σ’ ένα λάκκο και χύνουν πάνω ασβέστη, βλέπουν βουνά πορτοκάλια να λιώνουν σ’ ένα σάπιο πολτό˙ και ο λαός βλέπει τη σημερινή χρεωκοπία˙ και μεσ’ στα μάτια του πεινασμένου λαού η οργή μεστώνει. Μες στην ψυχή του λαού μεστώνουν και βαραίνουν τα σταφύλια της οργής, βαραίνουν για τον τρύγο.”
“…Στην ερημιά για νάβρει την ψυχή του πήγε, μα εκεί ανακάλυψε πως δεν έχει δική του ψυχή. Λέει πως έχει ένα κομματάκι από μια μεγάλη, από μια θεόρατη ψυχή. Λέει πως δε φελλά η ερημιά, γιατί το κομματάκι αυτό η ψυχή του είναι τίποτα, εξόν αν βρίσκεται μαζί με την υπόλοιπη και νά’ ναι μια ολάκερη ψυχή.”
“…Καμιά δουλειά…Δίχως δουλειά, ούτε λεπτά ούτε φαί.
Ένας άνθρωπος που’ χει ένα ζευγάρι άλογα, που τα ζεύει στο αλέτρι κι έπειτα για το αλώνισμα, δεν του περνά ποτέαπ’ το νου πως πρέπει να τα αφάσει να ψοφήσουν της πείνας όσο καιρό σταματά η δουλειά.
Εκείνα είναι άλογα-εμείς είμαστε άνθρωποι.”
(Κι η Αμερική μη νομίζεις πως είναι και τόσο μεγάλη. Δεν υπάρχει χώρος για μένα και για σένα, για τους ομοίους μου και για τους ομοίους σου, δε χωράνε μαζί πλούσιοι και φτωχοί στην ίδια χώρα, δε χωράνε κλέφτες και τίμιοι άνθρωποι μαζί, ούτε η πείνα μαζί με το πάχος.)
Τζον Στάινμπεκ(1902-1968) – Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
https://theshadesmag.wordpress.com/
Το βρήκα στο: https://vequinox.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου