Εὐθύμιος Λέντζας: Ὁ τελευταῖος κάτοικος
Posted on 27 Φεβρουάριος 2025 by planodion
Εὐθύμιος Λέντζας
Ὁ τελευταῖος κάτοικος
ΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΝΑ μεγάλο τραπέζι. Ἁγίου Πνεύματος στὸ χωριό. Εἶναι τὰ ξαδέρφια τοῦ πατέρα μου. Ὅλοι ἔχουμε κάτι νὰ ποῦμε. Ἡ Στέλλα, λέει, πὼς δὲν τὴν παλεύει καὶ πολὺ μὲ τὴ μητέρα της στὸ σπίτι. Εἶναι καὶ ἡ μικρὴ ποὺ δὲν ξέρει τί τῆς γίνεται. Τί θὰ γίνει μὲ αὐτὸ τὸ κορίτσι, λέει.
Ἡ Στέλλα γιὰ νὰ μὴ τρελαθεῖ τὸ ἔχει ρίξει στὸ καραόκε. Γίνεται ἐκφραστική: σπάει τὴ μέση, σηκώνει τὰ χέρια της στὸν ἀέρα, γέρνει τὸ κεφάλι δεξιὰ κι ἀριστερά. Ὁ Μῆτσος, εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴν παρέα. Κάθεται στὴ μία κεφαλὴ τοῦ τραπεζιοῦ. Ἐγώ, εἶμαι ὁ μικρότερος, κάθομαι ἀντικριστά του. Ἡ πλατεῖα ξεχειλίζει τσίπουρα, μπίρες, κρασί. Γιορτὴ μεγάλη. Τὰ πιάτα πᾶνε κι ἔρχονται: μπακαλιάροι, σαγανάκια, χωριάτικες, μπιφτέκια, ἀρνιά, κεμπὰπ καὶ σουβλάκια. Μεγάλη γιορτή.
Ἡ κομπανία δέχεται παραγγελιές. Ἀκούγονται φωνές. Γειά σου Τσιοτίκα μὲ τὸ κλαρῖνο σου. Νὰ ἀλλάζουν χέρια τα εἰκοσάευρα. Παίρνει ὁ Μῆτσος τὸ λόγο. Κι ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἄντρας, λέει, δὲν παρελαύνω μὲ τὰ ἀρχίδια μου ἀπ’ ἔξω. Τί νὰ πῶ; Πὼς εἶμαι ἀρσενικός; Ἄντρας εἶμαι ρὲ πούστη μου. Καὶ δὲν μὲ νοιάζει τί κάνει ὁ καθένας στὸ κρεβάτι του, λέει ὁ Μῆτσος, μὰ πῶς νὰ τὸ πῶ; Εἶναι ζήτημα αἰσθητικῆς. Ὁ Τάσος, μιὰ καρέκλα δίπλα μου, ἦρθε στὸ κέφι, τραγουδάει: βάλε τὰ στρώματα διπλά, διπλὰ τὰ μαξιλάρια…
Πετάγομαι κι ἐγὼ σὰν κάπως νὰ ἄναψα. Ἀρχίζω μὲ τὸν Μὰρξ καὶ τὴ δικτατορία τοῦ προλεταριάτου, καὶ καταλήγω λέγοντας γιὰ τὴ δικτατορία τοῦ δικαιωματισμοῦ. Μαζεύονται σύννεφα, λιγάκι δροσίζει. Ξεκουμπώνω τὸ πουκάμισό μου. Πίνω τὴ μπίρα μου ἀπ’ τὸ μπουκάλι. Κάπως συνέρχομαι. Τὸ πρωί, ἔφτασα πέρα, μέχρι τὰ Μανάκια. Πυκνὲς καὶ καταπράσινες οἱ φτέρες. Τόπος νὰ ξαπλωθεῖς νὰ πεθάνεις. Ὅπου φτάνει τὸ μάτι, νὰ στέκεται ὁ νοῦς – οὐρανὸς καὶ κουκουνάρι, τουφέκι, ἄρμεγμα καὶ γαλοτύρι.
Ὁ Μῆτσος μὲ κοιτάζει καὶ χαμογελάει. Οἱ ἄλλοι δὲν κατάλαβαν. Ἡ Εὔα, λέει γιὰ χθὲς τὸ βράδυ. Ἀργά, στὰ ὄργανα στὸν Μπαρμπέρη, βάζει τὸ χέρι της μὲς στὸ μπουφὰν καὶ βρίσκει ἕνα βρακί. Πὼς βρέθηκε ἐκεῖ, πότε τὸ ἔχωσε στὴν τσέπη δὲν θυμᾶται. Σκᾶμε στὰ γέλια. Ἡ Εὔα, εἶναι καμπύλη ἀπὸ οὐράνιο τόξο, μὰ περισσότερο εἶναι τόξο. Ὁ Σάκης, λέει, πὼς στὴ Λάρισα πίνουμε τὸ καθαρότερο νερό. Προσπάθησαν, λέει, οἱ Γάλλοι νὰ μποῦνε στὸ κόλπο μὰ δὲν τὰ κατάφεραν. Κάτι ἀκούγεται, λέει, γιὰ τὸν Μπόμπολα μὲ τὸν Βαρδινογιάννη. Ποιός ξέρει, λέει. Ποιός ξέρει. Μοῦ λέει ἡ Μαίρη, κάτι νὰ κάνουμε μὲ τὸν μπάρμπα σου, νὰ τοῦ στείλουμε ροῦχα καινούρια —πουκάμισα καὶ παντελόνια— κρῖμα μονάχος ἄντρας, χειμῶνα καλοκαίρι ἐδῶ ψηλὰ τί θὰ ἀπογίνει;
Τὸ βράδυ, ἀδειάζει τὸ χωριό. Γρήγορα καὶ μεθοδικά. Θέλω νὰ εἶμαι χαρούμενος κι ὅμως δὲν εἶμαι. Σκέφτομαι πὼς ἔχω καιρὸ μπροστά μου καὶ νιώθω ἀνακούφιση. Θὰ σὲ μιλήσω διάθεση νὰ ἀνθίσεις, ὡς τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ἔτσι τὸ γράφει ὁ ποιητής. Κι ὅλοι μας, μιὰ πλήξη τὴν κουβαλᾶμε κάπου-κάπου. Εἴπαμε, ἦταν μεγάλη γιορτή. Ἁγίου Πνεύματος. Πάει πέρασε κι αὐτό. Λὲς καὶ σωθήκανε ὅλα μαζὶ τὰ κάρβουνα σὲ αὐτὸν τὸν τόπο. Δὲν ὑπάρχει καπνός. Ὅσοι ἀπομένουμε στὸ χωριό, τὴ νύχτα ἀνάβουμε τὰ φῶτα στὶς ἐξώπορτες. Ἐλπίζω σὲ καλύτερες μέρες καὶ ἀποκοιμιέμαι βαθιά.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, βρίσκω στὸ πάτωμα τὸ βιβλίο τοῦ Καλβίνο. Στὸ δεξί μου χέρι κρατάω ἕνα στυλό. Τὸ ἀριστερό, τὸ νιώθω μουδιασμένο. Δὲν ξέρω τί τὸ πλάκωσε. Βγαίνω στὴ βεράντα καὶ περιμένω. Περιμένω, σὰν νὰ εἶμαι ὁ τελευταῖος κάτοικος σὲ μιὰ ἀόρατη πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου