Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Εὐθύμιος Λέντζας: Ὁ τελευταῖος κάτοικος

Εὐθύμιος Λέντζας: Ὁ τελευταῖος κάτοικος

Posted on  by planodion

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας 

Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κά­τοι­κος

 

ΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΝΑ με­γά­λο τρα­πέ­ζι. Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος στὸ χω­ριό. Εἶ­ναι τὰ ξα­δέρ­φια τοῦ πα­τέ­ρα μου. Ὅλοι ἔχου­με κά­τι νὰ ποῦ­με. Ἡ Στέλ­λα, λέ­ει, πὼς δὲν τὴν πα­λεύ­ει καὶ πο­λὺ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της στὸ σπί­τι. Εἶ­ναι καὶ ἡ μι­κρὴ ποὺ δὲν ξέ­ρει τί τῆς γί­νε­ται. Τί θὰ γί­νει μὲ αὐ­τὸ τὸ κο­ρί­τσι, λέ­ει.

       Ἡ Στέλ­λα γιὰ νὰ μὴ τρε­λα­θεῖ τὸ ἔχει ρί­ξει στὸ κα­ρα­ό­κε. Γί­νε­ται ἐκ­φρα­στι­κή: σπά­ει τὴ μέ­ση, ση­κώ­νει τὰ χέ­ρια της στὸν ἀέ­ρα, γέρ­νει τὸ κε­φά­λι δε­ξιὰ κι ἀρι­στε­ρά. Ὁ Μῆ­τσος, εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος στὴν πα­ρέα. Κά­θε­ται στὴ μία κε­φα­λὴ τοῦ τρα­πε­ζιοῦ. Ἐγώ, εἶ­μαι ὁ μι­κρό­τε­ρος, κά­θο­μαι ἀν­τι­κρι­στά του. Ἡ πλα­τεῖα ξε­χει­λί­ζει τσί­που­ρα, μπί­ρες, κρα­σί. Γιορ­τὴ με­γά­λη. Τὰ πιά­τα πᾶ­νε κι ἔρ­χον­ται: μπα­κα­λιά­ροι, σα­γα­νά­κια, χω­ριά­τι­κες, μπι­φτέ­κια, ἀρ­νιά, κε­μπὰπ καὶ σου­βλά­κια. Με­γά­λη γιορ­τή.

       Ἡ κομ­πα­νία δέ­χε­ται πα­ραγ­γε­λιές. Ἀκού­γον­ται φω­νές. Γειά σου Τσιο­τί­κα μὲ τὸ κλα­ρῖ­νο σου. Νὰ ἀλ­λά­ζουν χέ­ρια τα εἰ­κο­σά­ευ­ρα. Παίρ­νει ὁ Μῆ­τσος τὸ λό­γο. Κι ἐγὼ ποὺ εἶ­μαι ἄν­τρας, λέ­ει, δὲν πα­ρε­λαύ­νω μὲ τὰ ἀρ­χί­δια μου ἀπ’ ἔξω. Τί νὰ πῶ; Πὼς εἶ­μαι ἀρ­σε­νι­κός; Ἄν­τρας εἶ­μαι ρὲ πού­στη μου. Καὶ δὲν μὲ νοιά­ζει τί κά­νει ὁ κα­θέ­νας στὸ κρε­βά­τι του, λέ­ει ὁ Μῆ­τσος, μὰ πῶς νὰ τὸ πῶ; Εἶ­ναι ζή­τη­μα αἰ­σθη­τι­κῆς. Ὁ Τά­σος, μιὰ κα­ρέ­κλα δί­πλα μου, ἦρ­θε στὸ κέ­φι, τρα­γου­δά­ει: βά­λε τὰ στρώ­μα­τα δι­πλά, δι­πλὰ τὰ μα­ξι­λά­ρια…

       Πε­τά­γο­μαι κι ἐγὼ σὰν κά­πως νὰ ἄνα­ψα. Ἀρ­χί­ζω μὲ τὸν Μὰρξ καὶ τὴ δι­κτα­το­ρία τοῦ προ­λε­τα­ριά­του, καὶ κα­τα­λή­γω λέ­γον­τας γιὰ τὴ δι­κτα­το­ρία τοῦ δι­καιω­μα­τι­σμοῦ. Μα­ζεύ­ον­ται σύν­νε­φα, λι­γά­κι δρο­σί­ζει. Ξε­κουμ­πώ­νω τὸ που­κά­μι­σό μου. Πί­νω τὴ μπί­ρα μου ἀπ’ τὸ μπου­κά­λι. Κά­πως συ­νέρ­χο­μαι. Τὸ πρωί, ἔφτα­σα πέ­ρα, μέ­χρι τὰ Μα­νά­κια. Πυ­κνὲς καὶ κα­τα­πρά­σι­νες οἱ φτέ­ρες. Τό­πος νὰ ξα­πλω­θεῖς νὰ πε­θά­νεις. Ὅπου φτά­νει τὸ μά­τι, νὰ στέ­κε­ται ὁ νοῦς – οὐ­ρα­νὸς καὶ κου­κου­νά­ρι, του­φέ­κι, ἄρ­μεγ­μα καὶ γα­λο­τύ­ρι.

       Ὁ Μῆ­τσος μὲ κοι­τά­ζει καὶ χα­μο­γε­λά­ει. Οἱ ἄλ­λοι δὲν κα­τά­λα­βαν. Ἡ Εὔα, λέ­ει γιὰ χθὲς τὸ βρά­δυ. Ἀρ­γά, στὰ ὄρ­γα­να στὸν Μπαρ­μπέ­ρη, βά­ζει τὸ χέ­ρι της μὲς στὸ μπου­φὰν καὶ βρί­σκει ἕνα βρα­κί. Πὼς βρέ­θη­κε ἐκεῖ, πό­τε τὸ ἔχω­σε στὴν τσέ­πη δὲν θυ­μᾶ­ται. Σκᾶ­με στὰ γέ­λια. Ἡ Εὔα, εἶ­ναι καμ­πύ­λη ἀπὸ οὐ­ρά­νιο τό­ξο, μὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο εἶ­ναι τό­ξο. Ὁ Σά­κης, λέ­ει, πὼς στὴ Λά­ρι­σα πί­νου­με τὸ κα­θα­ρό­τε­ρο νε­ρό. Προ­σπά­θη­σαν, λέ­ει, οἱ Γάλ­λοι νὰ μποῦ­νε στὸ κόλ­πο μὰ δὲν τὰ κα­τά­φε­ραν. Κά­τι ἀκού­γε­ται, λέ­ει, γιὰ τὸν Μπόμ­πο­λα μὲ τὸν Βαρ­δι­νο­γιάν­νη. Ποιός ξέ­ρει, λέ­ει. Ποιός ξέ­ρει. Μοῦ λέ­ει ἡ Μαί­ρη, κά­τι νὰ κά­νου­με μὲ τὸν μπάρ­μπα σου, νὰ τοῦ στεί­λου­με ροῦ­χα και­νού­ρια —που­κά­μι­σα καὶ παν­τε­λό­νια— κρῖ­μα μο­νά­χος ἄν­τρας, χει­μῶ­να κα­λο­καί­ρι ἐδῶ ψη­λὰ τί θὰ ἀπο­γί­νει;

       Τὸ βρά­δυ, ἀδειά­ζει τὸ χω­ριό. Γρή­γο­ρα καὶ με­θο­δι­κά. Θέ­λω νὰ εἶ­μαι χα­ρού­με­νος κι ὅμως δὲν εἶ­μαι. Σκέ­φτο­μαι πὼς ἔχω και­ρὸ μπρο­στά μου καὶ νιώ­θω ἀνα­κού­φι­ση. Θὰ σὲ μι­λή­σω διά­θε­ση νὰ ἀν­θί­σεις, ὡς τὸ τέ­λος τοῦ κό­σμου. Ἔτσι τὸ γρά­φει ὁ ποι­η­τής. Κι ὅλοι μας, μιὰ πλή­ξη τὴν κου­βα­λᾶ­με κά­που-κά­που. Εἴ­πα­με, ἦταν με­γά­λη γιορ­τή. Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Πά­ει πέ­ρα­σε κι αὐ­τό. Λὲς καὶ σω­θή­κα­νε ὅλα μα­ζὶ τὰ κάρ­βου­να σὲ αὐ­τὸν τὸν τό­πο. Δὲν ὑπάρ­χει κα­πνός. Ὅσοι ἀπο­μέ­νου­με στὸ χω­ριό, τὴ νύ­χτα ἀνά­βου­με τὰ φῶ­τα στὶς ἐξώ­πορ­τες. Ἐλ­πί­ζω σὲ κα­λύ­τε­ρες μέ­ρες καὶ ἀπο­κοι­μιέ­μαι βα­θιά.

       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρωί, βρί­σκω στὸ πά­τω­μα τὸ βι­βλίο τοῦ Καλ­βί­νο. Στὸ δε­ξί μου χέ­ρι κρα­τάω ἕνα στυ­λό. Τὸ ἀρι­στε­ρό, τὸ νιώ­θω μου­δια­σμέ­νο. Δὲν ξέ­ρω τί τὸ πλά­κω­σε. Βγαί­νω στὴ βε­ράν­τα καὶ πε­ρι­μέ­νω. Πε­ρι­μέ­νω, σὰν νὰ εἶ­μαι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κά­τοι­κος σὲ μιὰ ἀό­ρα­τη πό­λη.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο ποιητικὲς συλ­λογές: Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐ­το­έκδοση, 2020) Τὸ Μερίδιο (Θράκα, 2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων Στὰ βρά­χια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα, 2023).


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εὐθύμιος Λέντζας: Ὁ τελευταῖος κάτοικος

Εὐθύμιος Λέντζας: Ὁ τελευταῖος κάτοικος Posted on   27 Φεβρουάριος 2025   by planodion Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας  Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κά­τοι­κος   ΙΜΑ...