Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ ( ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ

 ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ ( ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ)


(Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία ")

Οι δημοσιεύσεις θα γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη, εκτός απροόπτου. Σήμερα θα βάλω το μισό πρώτο κεφάλαιο. Όπως θα δείτε η δράση ξεκινάει στο τέλος της δεκαετίας του 1960.

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ

ΕΝΑ

Η κρυφή ζωή του Δήμου Παπανίκα

Τον ξύπνησε ο επαναλαμβανόμενος κρότος από ένα παντζούρι, που ο άνεμος το χτυπούσε, με εκνευριστική συνέχεια και συνέπεια, στον τοίχο του γειτονικού σπιτιού. Σηκώθηκε κακόκεφος και, τουρτουρίζοντας, πήγε στο μπάνιο. Η φάτσα που είδε στον καθρέφτη δεν του άρεσε καθόλου: αναστατωμένα μαλλιά, που είχαν γκριζάρει σε μεγάλο ποσοστό, κομμένα μάτια, ρυτίδες παντού. Έπλυνε τα δόντια του, πλύθηκε, ξυρίστηκε, χτενίστηκε, η φάτσα του σουλουπώθηκε κάπως, αλλά η κακοκεφιά δεν έλεγε να του περάσει.

Ένδειξη της κακής του διάθεσης ήταν και το τραγούδι που, κατά την πάγια συνήθεια του,  σιγομουρμούριζε καθώς ετοίμαζε το πρωινό του. Το σημερινό ήταν θλιβερό, κάτι σα μανιάτικο μοιρολόι, που του είχε κολλήσει από τότε που σηκώθηκε από το κρεβάτι. Με τη σχολαστική μεθοδικότητα, που του είχε γίνει δεύτερη φύση, έβαλε νερό στο μπρίκι, άναψε τη γκαζιέρα και περίμενε να ζεστάνει το νερό, έριξε μέσα το τσάι, το σούρωσε στο φλιτζάνι, πρόσθεσε μια κουταλιά ζάχαρη, έβαλε το φλιτζάνι στο δίσκο, μαζί με παξιμάδια, τυρί και ελιές και τα πήγε με προσοχή στο τραπέζι του. Πίνοντας το τσάι του, βουτώντας μέσα παξιμάδια και τρώγοντας τυρί, συνειδητοποίησε της αιτία της κακοκεφιάς του. Ήταν το όνειρο που είχε δει στον ύπνο του. Όχι πως αυτό καθεαυτό το όνειρο ήταν άσκημο. Κάθε άλλο. Είδε στον ύπνο του την Έζμπα! Πάντα μ΄αυτό το όνομα – το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο – την έφερνε στο νου του. Σπανίως με το πραγματικό της, που ήταν άλλωστε πολύ κοινό: Βασιλική.

Πάντοτε σαν την έβλεπε στον ύπνο του, την άλλη μέρα ένοιωθε αναστατωμένος. Αυτή τη φορά όμως η αναστάτωση που του προκάλεσε το όνειρο ήταν πολύ πιο έντονη και οφειλόταν στο περιεχόμενό του. Είδε πως την είχε, επιτέλους, πείσει να παντρευτούν και όχι μόνον αυτό, αλλά πως είχαν και παιδιά. Στο όνειρο τα παιδιά δεν έπαιρναν ενεργό μέρος, αλλά η ύπαρξή τους υποδηλωνόταν, υπαινικτικά μεν, αλλά με σαφήνεια. Τα παιδιά άλλωστε αποτελούσαν πάντοτε την αγάπη του και, όπως φαίνεται, η παρουσία τους στο όνειρό του αποτελούσε προβολή της μύχιας επιθυμίας του, να κάνανε με την Έζμπα παιδιά. Πιο πολύ θυμόταν την ατμόσφαιρα που επικρατούσε (στο όνειρο πάντα): την τρυφερότητα και τη γαλήνη. Από τότε που τη γνώρισε, αυτό ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα που ένοιωθε κοντά της: Τρυφερότητα και γαλήνη. Τώρα πώς τα κατάφεραν και ύστερα από πέντε χρόνια συμβίωσης στράβωσαν τα πράματα και ο δεσμός τους κόπηκε, ποτέ του δε μπόρεσε να το εξηγήσει, αλλά μέσα του έριχνε το σφάλμα στον εαυτό του, χωρίς να το αναλύει περισσότερο.

Το περπάτημα από το σπίτι του ως το Γυμνάσιο, δεν έστρωσε το κέφι του. Εκτός που είχε ανεμόβροχο και η ομπρέλα δεν τον προστάτευε αρκετά, η κακοκαιρία μεγάλωνε την κακοκεφιά του. Συνέχισε να σιγομουρμουρίζει το πένθιμο τραγούδι με το οποίο ξύπνησε, ώσπου έφτασε στο σχολείο. Αλλά την κακή του διάθεση δεν την απομάκρυνε ούτε η ρουτίνα της καθημερινότητας. Όσην ώρα δίδασκε, ο νους του δεν ήταν στο μάθημα, αλλά σ΄ εκείνη. Καταλάβαινε κι ο ίδιος πως το μάθημα που έκανε ήταν ανιαρό και άψυχο. Το επιβεβαίωσαν τα απορημένα βλέμματα του Γεωργόπουλου, του Δημητριάδη και του Αποστολέλλη, των τριών καλύτερων μαθητών του, που χωρίς να το δείχνει φανερά, υπολόγιζε τη γνώμη τους. Ακόμα, πράγμα πρωτοφανές, ανέχθηκε χωρίς να αντιδράσει τη φασαρία που κάνανε στα πίσω θρανία ο Πίκουλας και ο Χατζηγεωργίου. Έκανε πως δεν τους έβλεπε να καρπαζώνονται,  κάτι που σε κανονικές συνθήκες δεν θα το επέτρεπε με κανένα τρόπο.

Χωρίς να είναι τυραννικός ή έστω αυστηρός (απεχθανόταν τις φωνές και το ξύλο και δεν είχε κρατήσει ποτέ του βέργα ή χάρακα, ούτε είχε σκαμπιλίσει μαθητή), είχε καταφέρει να  επιβάλλεται με τη στάση και τη συμπεριφορά του. Η μόνη τιμωρία που συνήθιζε να επιβάλει ήταν να πετάει τους ατακτούντες έξω από την τάξη και με τον καιρό η απειλή

«Πρόσεξε, γιατί θα σε πετάξω έξω»

αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματική, γιατί και καλό μάθημα έκανε και τη συμπάθεια των παιδιών είχε κερδίσει.

Ανάμεσα σ΄ αυτόν και τους μαθητές του είχε αναπτυχθεί κάποια αδιόρατη φιλική σχέση, ιδίως όταν τους δίδαξε τον Επιτάφιο του Περικλή, από τον Θουκυδίδη. Η παράδοσή του δεν περιορίστηκε στη γλωσσική και φιλολογική ανάλυση, όπως γινόταν κατά κανόνα, αλλά μπήκε στα νοήματα του κειμένου, στις αξίες του ελληνικού πνεύματος, στην ανεκτικότητα, στη φιλοκαλία και κυρίως στην αγάπη της ελευθερίας. Θυμόταν ακόμα με πόση ένταση τον κοίταζαν στα μάτια, όταν τους διάβασε τον ορισμό της Δημοκρατίας: το μη ες ολίγους αλλ΄ ες πλείονας οικείν, Δημοκρατία κέκληται και τους το μετέφρασε: το να μη διοικούν οι λίγοι αλλά οι πολλοί, αυτό λέγεται Δημοκρατία και τόνισε πως η λέξη αυτούσια υπάρχει στη γλώσσα μας δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Και, καθώς είχε πάρει φόρα, τους ανέφερε και το απόσπασμα του Δημόκριτου: «Η φτώχεια με δημοκρατία είναι τόσο προτιμότερη από αυτό που οι δυνάστες ονομάζουν ευημερία, όσο είναι η ελευθερία από τη δουλεία». Κι αυτά, τον τρίτο χρόνο της Δικτατορίας.

Την επόμενη χρονιά τους είχε διδάξει, με συναρπαστικό τρόπο, την Αντιγόνη και, χωρίς να τους πει ξεκάθαρα τίποτα, κατάλαβε, από την έκφραση που είχαν πάρει τα πρόσωπά τους, πως είχανε πιάσει το πνεύμα της αντίστασης στην καταπίεση, που αντιπροσώπευε η ηρωίδα του Σοφοκλή.

Πέρσι πάλι, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο θεολόγος που είχαν και άργησε κάπου ένα τρίμηνο να έρθει καινούργιος, ο Γυμνασιάρχης του ανέθεσε να κάνει αυτός τα θρησκευτικά. Ξεκίνησε τη Γένεση, απαγγέλλοντας, σαν πρόλογο, το ποίημα του Λασκαράτου

Όντις έπλασε ο Θiός την Οικουμένη,
το Ληξούρι και τόσους άλλους τόπους,
είπε στο νου του, «τώρα δε μου μένει
παρά να πλάσω, γιε μου, και τς ανθρώπους».
Κι όπως εκράτγε τον Αδάμ στερνόνε
τού  ΄πε: «συ να΄σαι Αδάμ το ζω των ζώνε».

…………………………………………..

και ούτω καθεξής

Οι μαθητές του στην αρχή τα χάσανε. Δεν περίμεναν τέτοια εισαγωγή στο μάθημα των θρησκευτικών. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα όμως, γέλασαν με την καρδιά τους και ζήτησαν να τους πει και άλλα ποιήματα του Λασκαράτου, για τον οποίο οι περισσότεροι δεν είχαν ακούσει καν το όνομα και αυτός τους το υποσχέθηκε για μιαν άλλη φορά. Φαίνεται όμως πως, κάποιοι το συζήτησαν στο σπίτι με τους γονείς τους και τελικά το έμαθε ο Γυμνασιάρχης, που τον κάλεσε στο γραφείο του και τον επέπληξε.

Ήταν η δεύτερη φορά που του έκανε παρατηρήσεις. Η πρώτη ήταν όταν οργάνωσε έκθεση ζωγραφικής με έργα όσων μαθητών του Γυμνασίου είχαν παρόμοια έφεση και την οποία έκθεση ονόμασε «η Κουλτούρα στο σχολείο». Ο Γυμνασιάρχης, στενοκέφαλος και τυπολάτρης, ήταν κατά κανόνα αντίθετος σε τέτοιες  πρωτοβουλίες και επιπλέον τον είχε εξαγριώσει ο όρος «κουλτούρα» που τον θεωρούσε περίπου κομμουνιστικό σύνθημα!

Σχολώντας από το γυμνάσιο, πέρασε από τη «Φωλιά», κάθισε στην κατοχυρωμένη θέση του, άνοιξε τα «Νέα», που τα διάβασε τρώγοντας μοσχάρι κοκκινιστό με πατάτες και πίνοντας ένα καρτούτσο ρετσίνα. Μια δυο απόπειρες του κυρ Αναστάση, του εστιάτορα, να ανοίξει κουβέντα μαζί του, αποκρούστηκαν με την επίμονη σιωπή του.

Γύρισε στο σπίτι του κατά τις τρεις, γδύθηκε, φόρεσε τις πυτζάμες του και πήρε τον μεταμεσημεριανό του υπνάκο. Ο κόσμος να χαλούσε δε θα παράλειπε να τον πάρει, χειμώνα καλοκαίρι. Όπως έλεγε, μ΄ αυτήν τη σιέστα, ξανακούρδιζε το βιολογικό του ρολόι. Κατάφερνε μάλιστα να βλέπει και όνειρα, τα οποία θυμόταν όταν ξυπνούσε. Τα ενύπνια όνειρα, γενικώς, παίζανε σοβαρό ρόλο στη ζωή του, μολονότι δεν τους έδωσε ποτέ προφητικό χαρακτήρα. Ήταν σα να ζούσε σ΄ αυτά μια δεύτερη, παράλληλη, ζωή. Όταν κατά τις πέντε τον ξύπνησε το  γνωστό, σιγανό, χτύπημα στην πόρτα του, διαπίστωσε ευχαριστημένος πως η κακοκεφιά του είχε φύγει. Όπως γινόταν καθημερινά, κάθισαν με την Ντίνα να πιουν τον καφέ τους κουβεντιάζοντας.

Όταν πριν εφτά χρόνια τοποθετήθηκε καθηγητής στο γυμνάσιο της μικρής αυτής πόλης, είχε νοικιάσει αυτό το διαμέρισμα, που το βρήκε του γούστου του. Ήταν σε κέντρο απόκεντρο. Πολύ κοντά στην αγορά, το Γυμνάσιο και το Δημαρχείο και ταυτόχρονα σε έναν δρομάκο καθόλου πολυσύχναστο, από όπου σπανίως περνούσαν οχήματα. Είχε έτσι την ησυχία του σα να έμενε στην άκρη του οικισμού και ταυτόχρονα απείχε από τη δουλειά του δυο βήματα.

Με τη σπιτονοικοκυρά του, που κρατούσε για κατοικία της το ισόγειο, ταίριασε με την πρώτη. Πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν όμως αρκετά καλοκαμωμένη και έδειχνε πολύ νεότερη. Ήταν χωρισμένη και τα παιδιά της, είχε δυο γιους, την είχαν απορρίψει και ζούσαν με τον πατέρα τους. Ήταν άνθρωπος ανεξάρτητος και ντόμπρος. Δούλευε πρακτική νοσηλεύτρια στο τοπικό Κέντρο Υγείας, νοίκιαζε δωμάτια του σπιτιού της και δεν είχε οικονομικά προβλήματα. Το κυριότερο της πρόβλημα ήταν η μοναξιά και η πλήξη.

Από την αρχή καθιέρωσαν να πίνουν μαζί τον απογευματινό καφέ τους, που τον έφτιαχνε φυσικά εκείνη, συζητώντας. Το ότι ένας καθηγητής Γυμνασίου, πρωτευουσιάνος, μορφωμένος και πολιτισμένος άνθρωπος, της έκανε παρέα και της φερνόταν ισότιμα, την κολάκευε. Στο Κέντρο Υγείας οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, αλλά και οι διοικητικοί υπάλληλοι, την αντιμετώπιζαν με κάποια έπαρση, σαν υποδεέστερη και μερικοί της είχαν ριχτεί, χωρίς αποτέλεσμα, γιατί, μολονότι κατά βάθος ερωτιάρα, είχε σαν κανόνα να μην ανακατεύει τις ερωτικές δοσοληψίες με τα υπηρεσιακά της.

Θέλοντας να του ανταποδώσει την προσήνειά του, προσφέρθηκε να του πλένει και να του σιδερώνει τα ρούχα, να του ράβει κανένα κουμπί και γενικά να τον φροντίζει, χωρίς να δεχτεί κουβέντα για πρόσθετη χρηματική αμοιβή αυτής της μέριμνάς της, μολονότι αυτός της το πρότεινε. Εφτά μήνες από τη γνωριμία τους και συγκεκριμένα στη γιορτή της, Κωνσταντίνου και Ελένης, ο Δήμος της έκανε ένα ωραίο δώρο, μιαν ασημένια καρφίτσα και της πρότεινε να φάνε μαζί σε ένα καλό εξοχικό κέντρο, κάπου δυο χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Δέχτηκε με φανερή ευχαρίστηση και πήγαν με το αυτοκίνητό, που μόλις είχε αγοράσει και ήταν περήφανος γι΄ αυτό.

Αρκετά στο κέφι, σιγοτραγουδώντας μάλιστα στο δρόμο, γύρισαν στο σπίτι.. Μπαίνοντας, ο Δήμος ένοιωσε διαφορετικά. Το κρασί που ήπιαν, η εγκάρδια κουβέντα που είχαν, το τραγούδι στον γυρισμό, τον έκαναν να αισθάνεται σαν νεαρός. Απροειδοποίητα, χωρίς καμιά σχετική εισαγωγή, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Ως τότε τηρούσε προσεχτικά τις αποστάσεις και ποτέ δεν είχε αποτολμήσει να κάνει την παραμικρή χειρονομία ή κίνηση, που να ξέφευγε από τα καθιερωμένα, γι΄ αυτό και χάρηκε πολύ, όταν εκείνη ανταποκρίθηκε πολύ πρόθυμα. Παίρνοντας μεγαλύτερο θάρρος, προχώρησε σε πιο τολμηρά χάδια και άρχισε να της βγάζει τα ρούχα της. Αυτή χωρίς να πάψει να τον φιλά, τον μιμήθηκε και στο τέλος πέσανε μισόγυμνοι στο κρεβάτι.

Ήταν πολύ ωραίο το σμίξιμό τους. Αποδείχτηκε πως η Ντίνα ήταν θερμή γυναίκα, που χαιρόταν τις σαρκικές επαφές και αρκετά πεπειραμένη σ΄ αυτές. Κατάλαβε πάντως πως πρέπει να ήταν πολύς καιρός που δεν είχε κάνει έρωτα, γιατί η συμπεριφορά της του θύμισε το λεγόμενο «σαν τη χήρα στο κρεβάτι». Κι εκείνος άλλωστε δεν πήγαινε παρακάτω. Δεν είχαν περάσει ούτε οχτώ μήνες που μετατέθηκε σ΄ αυτή τη μικρή πόλη και φυσικά ούτε συζήτηση να επισκεπτόταν, καθηγητής άνθρωπος, τα πορνεία της, αν υπήρχαν φυσικά, γιατί ούτε να ρωτήσει κανέναν επ΄ αυτού, δεν τόλμησε, ούτε ζήτησε πληροφορίες αν υπήρχαν στην πόλη τους κάποιες μεμονωμένες πόρνες, που εκείνος αγνοούσε την ύπαρξή τους.

Σημείωσε πάντως πως δεν του ζήτησε να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό και αυτό από τη μια τον ευχαρίστησε κι από την άλλη τον παραξένεψε. Δεν κρατήθηκε και όπως μένανε ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, ενώ οι αναπνοές τους εύρισκαν τον κανονικό τους ρυθμό, τη ρώτησε

«Μήπως έπρεπε να πάρω κάποιες προφυλάξεις;»

Αυτή κατάλαβε τι εννοούσε, γέλασε ξένοιαστα και του λέει

«Δε χρειάζεται καλέ μου, εδώ και ένα χρόνο δε βλέπω περίοδο»

Ένοιωσε ανακούφιση και ταυτόχρονα σκέφτηκε πόσο ειλικρινής και απαλλαγμένη από σεμνοτυφίες γυναίκα ήταν.

Από τότε γίνανε κανονικοί εραστές, χωρίς όμως να προχωρήσουν σε φανερή συμβίωση. Δεν το ήθελαν και οι δύο. Δεν έπρεπε να δώσουν αφορμές σε σχόλια. Εκτός του ότι στα πίσω δωμάτια και του ισογείου και του ορόφου, μένανε άλλοι νοικάρηδες, ο ένας μάλιστα αξιωματικός της χωροφυλακής, στο σπίτι μπαινοβγαίνανε, συνεχώς και απροειδοποίητα, συνάδελφοι και συγγενείς της Ντίνας. Έτσι, τηρούσαν τα προσχήματα. Πήγαιναν καμιά φορά μαζί στο σινεμά, στην απογευματινή προβολή και σπανιότερα βγαίνανε μαζί το βράδυ έξω για φαΐ. Είχαν κανονίσει να πηγαίνουνε με το αυτοκίνητό του σε μια κοντινή πόλη.  Συνήθως κάνανε έρωτα δυο φορές τη βδομάδα, πάντα στο διαμέρισμα του Δήμου, πριν ή μετά τον απογευματινό καφέ. Σ΄ αυτό τους διευκόλυνε το ότι το χωλ του διαμερίσματος του Δήμου στον όροφο και το χωλ της Ντίνας στο ισόγειο, επικοινωνούσαν με ιδιαίτερη σκάλα. Αργότερα βέβαια, όταν πέρασε η πρώτη έξαρση, αραίωσαν τα σμιξίματά τους. Τώρα το κάνανε μια φορά τη βδομάδα ή και πιο αραιά.

Του Δήμου του άρεσε αυτή η εξέλιξη, πολύ περισσότερο που η Ντίνα δεν του έκανε ποτέ καμιά νύξη για γάμο. Αυτό τον παραξένεψε στην αρχή, αλλά κατάλαβε πως οφειλόταν στην απόφασή της να είναι απολύτως ανεξάρτητη και αδέσμευτη. Ο ντόμπρος χαρακτήρας της την έφερε πιο κοντά του. Μαθαίνοντας πως στη γειτονική τους Κατερίνη λειτουργούσε νυκτερινή σχολή παραϊατρικών επαγγελμάτων, ΣΒΙΕ τη λέγανε που, μολονότι ιδιωτική, έδινε διπλώματα που αναγνώριζε η Πολιτεία, την έπεισε να γραφτεί, ώστε να αποχτήσει πτυχίο νοσηλεύτριας,  προσφέρθηκε μάλιστα δυο ή τρεις φορές τη βδομάδα, όχι μόνο να την πηγαίνει με το αμάξι του, αλλά και να τη φέρνει πίσω, στις εννιά τη νύχτα.

Εκείνο το απόγεμα δεν έκαναν έρωτα, αλλά περιορίστηκαν να κουβεντιάσουν, πίνοντας τον καφέ τους. Του μετέφερε φυσικά όλα τα νέα της γειτονιάς, της είπε κι αυτός τα δικά του κι έτσι πέρασε η ώρα τους.

«Τι θα κάνεις το βράδυ; Δεν πιστεύω να πας βόλτα με τέτοιον καιρό;» τον ρώτησε, όταν η κουβέντα τους ξεψύχησε.

Από τότε που τον ήξερε, τον έβλεπε να φεύγει καθημερινά από το σπίτι όταν σουρούπωνε και να κάνει, όπως γρήγορα εξακρίβωσε, μακρινούς μοναχικούς περιπάτους, είτε στην ακρογιαλιά, είτε στο κοντινό δασάκι, είχε δε επισημάνει πως ο Δήμος σ΄ αυτούς τους περιπάτους, αλλά και σε όλες σχεδόν τις μετακινήσεις του μέσα στην πόλη δε χρησιμοποιoύσε το αυτοκίνητο του, αλλά πήγαινε πάντα με τα πόδια.

«Τι έχει ο καιρός; Φυσάει μόνο, δε βρέχει πια».

«Να ντυθείς όμως καλά»

«Μη νοιάζεσαι. Κατόπιν λέω να πάω σινεμά. Φέρανε ένα καλό ιταλικό έργο και δε θέλω να το χάσω. Μια που δεν έχεις μάθημα απόψε, έρχεσαι;»

«Θα το ήθελα πολύ, αλλά πρέπει να πάω να δω την Ελένη. Είναι άρρωστη η καημένη και με χρειάζεται»

Έβαλε το χοντρό παλτό του και βγήκε. Απόψε τράβηξε προς τον πευκόφυτο λόφο, που προστάτευε την πόλη από τους βοριάδες. Το δάσος (η ονομασία ήταν μάλλον καταχρηστική) ήταν φυσικά έρημο.

Περπατώντας στις νοτισμένες πευκοβελόνες επιδόθηκε στην ταχτική,  καθημερινή του ονειροπόληση.

Όταν χώρισαν με την Έζμπα, ένοιωσε πως άδειασε ο κόσμος γύρω του. Ήταν σα να πέθανε ένα κομμάτι του εαυτού του. Από ιδιοσυγκρασία, όταν κάτι του άρεσε αφοσιωνόταν ολόψυχα σ΄αυτό. Είτε αυτό το κάτι ήταν μια απασχόληση, ένα βιβλίο, μια ιδέα. Πόσο μάλλον μια τόσο τρυφερή και όμορφη γυναίκα.

Τρυφερότητα και γαλήνη ήταν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν στη σχέση τους κι αν κάπου κάπου διαφωνίες και μαλώματα αντικαθιστούσαν προσωρινά αυτή τη γαλήνη, η συμφιλίωση που την ξανάφερνε ήταν  τόσο γλυκιά, που σκεφτόταν πως και τα διαλείμματα αυτά άξιζαν τον κόπο.

Παρά τις λογομαχίες και τις συγκρούσεις τους, που τελευταία ήταν πολύ συχνές, του ήταν αδιανόητο να ζήσει μακριά της. Και όταν αυτό το αδιανόητο έγινε πραγματικότητα, του φάνηκε πως ήταν αδύνατο να το αντέξει, όσο κι αν προσπάθησε.

Στην αρχή δοκίμασε να αντιμετωπίσει το ανυπόφορο κενό που είχε νοιώσει, με τη λογική: «Εντάξει – και τι θα γινόταν δηλαδή, αν δεν είχες πάει σ΄ αυτό το πάρτι της Κατερίνας;» συλλογίστηκε και με αυτή τη βάση – τι θα γινόταν αν δεν…. προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή του. Αποδείχτηκε όμως πως αυτό ήταν αδύνατο. Η ανάμνηση της ίδιας και των στιγμών που ζήσανε μαζί, ήταν αβάσταχτα οδυνηρή.

Αμέσως μόλις επέστρεψε από την Αίγινα στην Αθήνα, οι μνήμες τον κύκλωσαν ασφυκτικά. Είχε το καταραμένο προσόν να θυμάται τα πάντα και με κάθε λεπτομέρεια. Περνώντας από τα σημεία της πόλης – και  του κέντρου και της Κυψέλης και της Ηλιούπολης – όπου είχαν περπατήσει μαζί, από τα εστιατόρια ή τα ταβερνάκια όπου είχαν φάει, από τα θέατρα ή τους κινηματογράφους όπου είχαν παρακολουθήσει σπουδαίες παραστάσεις και είχαν δει αλησμόνητες ταινίες, οι μνήμες τον κυνηγούσαν αδιάκοπα. Ακόμα και η σιλουέτα του νησιού της, που διαγραφόταν βιολετιά στον ορίζοντα όταν καμιά φορά περπατούσε ή διέτρεχε την παραλιακή λεωφόρο, τον έκανε να πονά. Σταμάτησε λοιπόν να κατεβαίνει στο Φάληρο και τη Γλυφάδα. Έκοψε τις ταχτικές επαφές του με τον Αλέκο και την Κατερίνα καθώς και με τον Κώστα και τη Λούλα. Δε μπορούσε όμως να αποφύγει τις τυχαίες συναντήσεις με άλλους γνωστούς και φίλους, που γίνονταν πρόσθετες πηγές πόνου.

Σχέσεις με άλλες γυναίκες δεν επιδίωξε να συνάψει. Εκτός που δεν υπήρξε ποτέ του γυναικάς, το αντίθετο μάλιστα, με το άλλο φύλο ήταν πάντα συνεσταλμένος, ήξερε πως δεν υπήρχε στον κόσμο άλλη γυναίκα που θα μπορούσε να μπει στη θέση της και φοβόταν την απογοήτευση από τη σύγκριση που αναπόφευκτα θα έκανε.

Αποτραβήχτηκε στον εαυτό του. Σπίτι – δουλειά – σπίτι. Διάβαζε πολύ, μιλούσε ελάχιστα, σχεδόν αποκλειστικά με τους γονιούς του, που τη χαρά τους γιατί ξαναγύρισε κοντά τους το μοναχοπαίδι τους, τη σκίαζε η λύπη τους, βλέποντάς πόσο βαριά πήρε τον χωρισμό. Άντεξε αυτό το μαρτύριο έναν ολόκληρο χρόνο και τελικά κατάλαβε πως η μόνη λύση που του έμενε, ήταν να φύγει από την Αθήνα. Όταν τους είπε την απόφασή του, οι γέροι του, απροσδόκητα, συμφώνησαν μαζί του, γιατί καταλαβαίνανε τον πόνο του.

Η φυγή του αποδείχτηκε σχετικά εύκολη υπόθεση. Έμαθε πως κάποιος συνάδελφος και γνωστός του, προσπαθούσε, δυο χρόνια τώρα, να μετατεθεί από τους Σοφάδες, όπου είχε διοριστεί, στην Αθήνα, κοντά στην οικογένειά του και το σπίτι του. Συνεννοήθηκε μαζί του και με τις συνδυασμένες ενέργειες τους, εκμεταλλευόμενοι κάποιες γραφειοκρατικές διατάξεις, το κατάφεραν. Πέτυχε το σκοπό του και κέρδισε την ευγνωμοσύνη του συναδέλφου.

Η προσαρμογή του στη νέα του θέση, από υπηρεσιακής πλευράς ήταν ομαλή και εύκολη, από ψυχολογικής όμως πολύ δυσκολότερη. Πρώτα πρώτα το μέρος δεν του άρεσε. Αποστρεφόταν τα καμποχώρια και την έλλειψη αγνάντιου. Του έλειπε πολύ η γειτνίαση της θάλασσας. Ύστερα τον τσάκιζε η μοναξιά. Οι συνάδελφοι του στο Γυμνάσιο ήταν μεγαλύτεροι του στην ηλικία και παντρεμένοι. Η επαφή μαζί τους δεν ξεπέρασε ποτέ το υπηρεσιακό επίπεδο. Διάφορα μικρά προβλήματα της καθημερινότητας, του κάναν ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή. Δεν ήταν δυνατό να πλένει και να σιδερώνει τα ασπρόρουχά του, ή να ράβει τα κουμπιά που πέφτανε. Η σπιτονοικοκυρά του, ύστερα από πολλά ζόρια, του βρήκε μια γυναίκα που τον εξυπηρετούσε, έναντι αμοιβής, η οποία του φάνηκε μάλλον μεγάλη.

Καθώς δεν υπήρξε ποτέ του καφενόβιος, συνήθιζε, πριν καταλήξει στο σπίτι για ύπνο, να περιπλανιέται για κάμποσην ώρα άσκοπα στους δρόμους, αλλά τώρα αυτό του έγινε αβάσταχτο. Το να γυρίζει στους έρημους, λασπωμένους συνήθως, δρόμους και να βλέπει τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών, αποδείχτηκε αληθινό μαρτύριο. Σκεφτόταν πως εκεί ζούσαν άνθρωποι σαν κι αυτόν, που είχαν όμως γυναίκα και παιδιά και απολάμβαναν την οικογενειακή ζεστασιά. Έφτασε στο σημείο να περιμένει τις διακοπές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του καλοκαιριού, για να πάει στην Αθήνα, να νοιώσει κάποια οικογενειακή θαλπωρή στο πατρικό του σπίτι.

Τελικά σε δυο χρόνια, χωρίς μάλιστα να το επιδιώξει ο ίδιος, τον μετάθεσαν από τους Σοφάδες στην τωρινή του θέση. Αυτή η μικρή πόλη της Πιερίας μπορεί να μην ήταν παραθαλάσσια, αλλά η θάλασσα απείχε λιγότερο από δυο χιλιόμετρα, αστεία απόσταση γι΄ αυτόν. Επί πλέον είχε πιο ανεπτυγμένο κόσμο και περισσότερη κίνηση. Έτσι, προσαρμόστηκε ευκολότερα στο καινούργιο περιβάλλον. Απέκτησε μερικούς ενδιαφέροντες γνωστούς, τα έφτιαξε με την Ντίνα, χωρίς όμως να δεθεί μαζί της και γενικά άρχισε να νοιώθει κάτι σαν γαλήνη.

Εκτός από τη θάλασσα, άλλο θέλγητρο της πόλης ήταν το μικρό πευκόδασος, στο λόφο του μοναστηριού, που την έκλεινε από τα βορειοδυτικά και από την αρχή συνήθισε να κάνει, είτε σ΄αυτό είτε στην απέραντη ακρογιαλιά, μακρινούς μοναχικούς περιπάτους, σχεδόν ανελλιπώς κάθε βράδυ και ανεξαρτήτως καιρού. Συνήθως δε συναντούσε ψυχή κι έτσι μπορούσε απερίσπαστα να ονειροπολεί και αυτό τον γαλήνευε. Η συνήθειά του αυτή, όπως ήταν επόμενο έγινε αμέσως αντιληπτή από τη πλήττουσα και κουτσομπόλα τοπική κοινωνία, αλλά γρήγορα σταμάτησαν να ενδιαφέρονται, όταν εξακρίβωσαν (σ΄ έναν μικρόν τόπο όλα μαθαίνονται), πως δεν επρόκειτο ούτε για γυναικοδουλειές ούτε για καμιά παράνομη πολιτική δραστηριότητα (στο μεταξύ είχε κηρυχθεί η απριλιανή δικτατορία), ούτε για τίποτα παραβάσεις του ποινικού κώδικα.

Το ίδιο έπαψαν να ενδιαφέρονται και στην Ασφάλεια, όπου, τους πρώτους μήνες της εγκατάστασής του, είχαν επάνω του το μάτι τους, όπως έκαναν για κάθε καινούργιο δημόσιο υπάλληλο. Τελικά, όλοι τον θεώρησαν απλώς ιδιόρρυθμο τύπο, ένα ψώνιο, και έπαψαν να ασχολούνται μαζί του. Την άποψη αυτή την ενίσχυε το γεγονός ότι σπανιότατα χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του, σε μιαν εποχή που η μόδα να έχουν αμάξι είχε κυριεύσει τους πάντες, που πήγαιναν εποχούμενοι να αγοράσουν εφημερίδα ή τσιγάρα, με αποτέλεσμα οι ήδη στενοί δρόμοι του κέντρου της κωμόπολης να καταντήσουν σχεδόν αδιάβατοι.

Ο ίδιος το αμάξι του το χρησιμοποιούσε σε διαδρομές έξω από τα όρια του οικισμού, ουδέποτε δε στους μοναχικούς του περιπάτους, που τους έκανε καθημερινά σχεδόν και οι οποίοι αποτελούσαν κάποιο είδος φυγής και μέσο απολύτρωσης από τις τυραννικές μνήμες του. Γιατί δεν ήταν μόνο οι μοναχικοί περίπατοι αλλά κυρίως οι ονειροπολήσεις που τους συνόδευαν και οι οποίες, όσο προσαρμοζόταν στο νέο περιβάλλον, τόσο πιο συστηματικές γίνονταν και τόσο πιο καθοριστικής σημασίας έγιναν για τη ζωή του.

Σιγά σιγά και μεθοδικά, δημιούργησε δυο προσωπικότητες. Η μία ήταν αυτή που ξέρανε όλοι: ο ευσυνείδητος, ανεπίληπτος και μετρημένος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, με λίγους φίλους, χωρίς πάρε δώσε με γυναίκες, χωρίς πάθη, αριστερός μεν αλλά νομοταγής, που η μόνη αντιστασιακή, να την πούμε έτσι, δράση του, περιοριζόταν στη διάδοση αντιχουντικών ανεκδότων.

Την  άλλη προσωπικότητά του, την ονειρική, την ήξερε μόνον αυτός. Στις ονειροπολήσεις που έκανε περπατώντας στην ακτή ή στο δασάκι, γινόταν τολμηρός, πολιτικοποιημένος, αριστερός δημοκράτης, που συνέχιζε την παράδοση των επονιτών και των λαμπράκηδων, που ήταν ενταγμένος σε παράνομες αντιδικτατορικές οργανώσεις, και είχε όνειρό του να ανατινάξει μια μέρα το άγαλμα του Τρούμαν. Στις ονειροπολήσεις αυτές βίωνε κατά κάποιον τρόπο παλιές ανεκπλήρωτες χίμαιρες, που δεν πρόφτασαν να γίνουν, έστω, ωραία λάθη.

Με τον καιρό, επιστρατεύοντας τη φαντασία του, την οποία διέθετε σε υπερεπάρκεια, άρχισε να προσθέτει λεπτομέρειες στις ονειροπολήσεις αυτές. Εμπλούτισε τον χαρακτήρα και τη δράση αυτού του δεύτερου εαυτού του με πιο ακραία γνωρίσματα. Έγινε ριψοκίνδυνος μέχρι τυχοδιωκτισμού και η δράση του βγήκε από τα όρια της πόλης και της χώρας. Δεν τον ικανοποιούσε πια η ανατίναξη αγαλμάτων. Τώρα επιχειρούσε ταξίδια πολυτάραχα, σε μακρινές εξωτικές χώρες, όπου έπαιρνε ενεργό μέρος σε επαναστάσεις, συνομωσίες και εξεγέρσεις, και στο ενδιάμεσο του, έμενε καιρός για θυελλώδεις σχέσεις με πεντάμορφες και πρόθυμες γυναίκες.

Αυτόν τον διαφορετικό Δήμο συναντούσε στις ονειροπολήσεις του και πραγματικά ένοιωθε μαζί του τόση ευχαρίστηση και ανακούφιση, ώστε τυχόν ματαίωση, λόγω καιρού ή έκτακτων απασχολήσεων, των μοναχικών περιπάτων του, τον έβγαζε κυριολεκτικά από τα νερά του.

Η ανάμνηση της Έζμπας είχε εξοβελιστεί, τόσο από τη φανερή ζωή του, όσο και από την ονειρική. Τώρα πια μόνο στα ανεξέλεγκτα, ενύπνια, όνειρά του ερχόταν, προκαλώντας την πρόσκαιρη αναστάτωσή του. Στις ονειροπολήσεις, που έκανε στον ξύπνιο του, η Έζμπα απουσίαζε. Δεν τον συνόδεψε ποτέ ούτε στη Λέρο ή στα Γιούρα, ούτε στην Κύπρο ή τον Λίβανο, στη Σιέρα Μαέστρα, τη Χιλή ή τη Βολιβία ή την Αγκόλα.

Είχε ακόμα καθιερώσει, γυρίζοντας από τους περιπάτους του στο σπίτι, αφού έφερνε και την Ντίνα από τη σχολή της (πράγμα που δε γινόταν βέβαια κάθε βράδυ), να ανακεφαλαιώνει, με τη συστηματικότητα, που του είχε γίνει δεύτερη φύση,  τις ονειροπολήσεις του. Η τεράστια μνήμη του, στην αρχή του επαρκούσε για να αναπλάθει και να ξαναθυμάται με κάθε λεπτομέρεια, τις φανταστικές αυτές δραστηριότητες. Ύστερα όμως από ένα χρόνο δεν επαρκούσε πια. Τα φανταστικά γεγονότα και πρόσωπα συνωστίζονταν μέσα στο μυαλό του ασφυκτικά και άρχισε να χάνει το λογαριασμό. Τότε εφάρμοσε τρίτο μέσο φυγής. Αγόρασε μια γραφομηχανή και όταν, κουρασμένος από την πεζοπορία, καταστάλαζε σπίτι του, κατέγραφε τις ονειροπολήσεις του μεθοδικά, επί ένα σχεδόν δίωρο κάθε νύχτα.

Με την καταγραφή των ονειροπολήσεών του στο χαρτί, άρχισε να πλαισιώνει τον δεύτερον, ονειρικό Δήμο, με πολλά, φανταστικά επίσης, πρόσωπα, που τώρα όμως είχαν όνομα και επώνυμο, πράγμα που ήταν πολύ δύσκολο, πρακτικώς αδύνατο, να κάνει όταν τις κατέγραφε μόνο στο μυαλό του. Από μαθητής, στο Γυμνάσιο ακόμα, είχε έφεση στο γράψιμο και ο ελληνιστής τους συχνά διάβαζε στην τάξη τις εκθέσεις του, επαινώντας το γράψιμό του και μάλιστα κάποτε προφήτεψε πως θα γινόταν καλός συγγραφέας. Προφητεία που μετά από είκοσι χρόνια δεν έδειχνε να επαληθεύεται.

Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, αυτά τα πρόσωπα που δημιούργησε η  φαντασία του, με την καταγραφή τους στο χαρτί, αποχτούσαν δικιά τους υπόσταση και χαρακτηριστικά. Δημιούργησε έναν ταβερνιάρη, Φίλιππα ονόματι, γύρω από τον οποίο και την ταβέρνα του, είχε σχηματιστεί φιλικός κύκλος από ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ήταν το ζευγάρι του Κώστα και της Μαρίας και οι κουμπάροι τους ο Γιάννης και η Άννα, που απαραιτήτως τρώγανε τα βράδια κάθε Σαββατοκύριακο στην ταβέρνα του. Ο Φίλιππας ήταν πολύ εντάξει τύπος και πολλές φορές, αν έπαιρνε από καλό μάτι τους πελάτες του, δε δεχόταν να πληρώσουν όλο το κρασί που πίνανε στην ταβέρνα του

«Το κερνάει το κατάστημα» έλεγε συνήθως.

Του άρεσε επίσης να πιάνει κουβέντα με τους πελάτες του, όσους βέβαια συμπαθούσε κι όσους δέχονταν να τα λένε μαζί του.

Όλοι αυτοί ήταν δημοκράτες, ενταγμένοι πριν από τη δικτατορία στην ΕΔΑ. Ο Φίλιππας μάλιστα είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση.

Σ΄ αυτό το δίωρο, δεν επέτρεπε σε κανέναν και πρώτα πρώτα στην Ντίνα, να τον ενοχλήσει. Οι ελάχιστοι γνωστοί του είχαν ειδοποιηθεί πως δε μπορούσαν να τον επισκεφθούν ή να του τηλεφωνήσουν, μολονότι καλού κακού κατέβαζε το ακουστικό από τη συσκευή του τηλεφώνου. Σιγά σιγά, με πρώτη πηγή πληροφοριών την Ντίνα, άρχισε να διαδίδεται στην πόλη, πως ετοίμαζε κάποιο σημαντικό, επιστημονικό βεβαίως, σύγγραμμα. Η αλήθεια είναι πως τα δακτυλόγραφά του, με τον καιρό, γέμιζαν ολόκληρα συρτάρια.

Στην αποψινή ονειροπόληση του, συνόδεψε τον Μίκη Θεοδωράκη και την ορχήστρα του στη Χιλή. Απόλαυσε τη Δανάη, να τραγουδά «Επιτάφιο» και «Επιφάνεια», το πλήθος να ψάλλει εν χορώ το «Κάντο Χενεράλ», ζητωκραύγασε τον Αλλιέντε…  Κατόπιν περιπλανήθηκε στους δρόμους του Σαντιάγκο με μια θορυβώδη πολυεθνική παρέα και τελικά είχε ένα πολύ θερμό τετ-α-τετ με μια ωραία κρεολή.

Κάποτε κουράστηκε να περπατά και να ονειροπολεί και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Δεν ήταν ακόμα ούτε εφτάμισι και καθώς άρχισε πάλι να ψιλοβρέχει κατέφυγε στο «Πανελλήνιον», που ήταν άλλωστε στο δρόμο του. Σχεδόν κάθε βράδυ θα περνούσε από το συγκεκριμένο, ιστορικό κατά κάποιον τρόπο, καφενείο, όπου όλο και θα συναντούσε κάποιον γνωστό του να πούνε δυο κουβέντες.

(Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία ")

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ .... 2η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

 ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ .... 2η ΣΥΝΕΧΕΙΑ



(Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία ")

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη, εκτός απροόπτου. Σήμερα έχουμε τη δεύτερη συνέχεια, το δεύτερο μισό από το πρώτο κεφάλαιο. Η δράση εκτυλίσσεται επί δικτατορίας, και όπως θα δούμε σήμερα συγκεκριμένα το 1973. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος σε κωμόπολη της Πιερίας.

Το καφενείο είχε την πρόσοψή του στον κεντρικό δρόμο της πόλης και αγνάντευε από μακριά τη θάλασσα, ενώ το πίσω μέρος του έβλεπε σε έναν εσωτερικό, παράλληλο, δρόμο. Καθώς το έδαφος ανηφόριζε λιγάκι, ανάμεσα στους δύο δρόμους υπήρχε κάποια μικρή υψομετρική διαφορά, με αποτέλεσμα τα καφενείο να έχει δύο επίπεδα. Το μπροστινό, χαμηλότερο και μεγαλύτερο, ήταν το κυρίως καφενείο. Είχε δυο μεγάλους καθρέφτες στους τοίχους, αναπαυτικούς καναπέδες από κάτω τους και μια μεγάλη μαντεμένια σόμπα στο κέντρο. Μολονότι οι ιδιοκτήτες (τρία αδέρφια, εγγονοί και κληρονόμοι του ιδρυτή) ήταν δημοκράτες, είχαν παλαιότερα κρεμάσει σε περίοπτη θέση, με υπόδειξη της Ασφάλειας εννοείται, τα έγχρωμα πορτραίτα των βασιλέων, τα οποία όμως, μετά το οπερετικό πραξικόπημα του Κοκού, πάλι με υπόδειξη της Ασφάλειας, τα είχαν αντικαταστήσει με το πουλί της Χούντας. Το πίσω, μικρότερο και ελαφρώς υπερυψωμένο, τμήμα, είχε δυο μπιλιάρδα, τρία φλιπεράκια και ήταν ο χώρος της νεολαίας.

Μπαίνοντας είδε αμέσως τον Τάκη τον Παπαθανασόπουλο, και τον Βάσο τον Αργυριάδη, που πίνανε τον καφέ τους στο καθιερωμένο τους τραπεζάκι, δεξιά μόλις έμπαινες.

«Πώς τα περνάτε;» τους λέει, απαντώντας στον χαιρετισμό τους

«Τα συνηθισμένα. Η καθημερινή κραιπάλη» του λέει ο Βάσος, δείχνοντας με το χέρι του το περιβάλλον.

«Ο Αντρέας πώς και δεν είναι μαζί σας;» ρώτησε καθώς επισήμανε την απουσία του τρίτου τακτικού μέλους της παρέας

«Παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα» του λέει ο Τάκης, χαμογελώντας με νόημα.

Κατάλαβε. Ο εν λόγω Αντρέας ήταν επίσης εκπαιδευτικός, αλλά λόγω φρονημάτων δεν είχε διοριστεί στη Δημόσια Εκπαίδευση. Δούλευε στο μεγαλύτερο φροντιστήριο της πόλης και οι αποδοχές του ξεπερνούσαν κατά πολύ τον μισθό που θα έπαιρνε στο Δημόσιο. Ήταν κι αυτός ανύπαντρος, αλλά σε αντίθεση με τον Δήμο και τη μετρημένη, ρεγουλαρισμένη, ζωή του, είχε τη φήμη γυναικά και ρέμπελου και οι σοβαροφανείς, συντηρητικοί συμπολίτες τους, που δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, τον έλεγαν «ανερμάτιστο».

Από την μεριά του ο Αντρέας, τη γνώμη που είχαν γι΄ αυτόν οι σοβαροφανείς και ευυπόληπτοι, την έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια. Έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν επεδίωξε να κάνει τη γνωριμία τους, ούτε θέλησε να γίνει αποδεκτός στους κύκλους τους. Είχε τη δικιά του παρέα, που την αποτελούσαν κάτι τύποι τελείως ανόμοιοι και ετερογενείς, με μόνα κοινά σημεία, την αίσθηση του χιούμορ, κυρίως δε τη ροπή προς στο κρασί, το τραγούδι, το καλαμπούρι και τον χαβαλέ γενικώς. Είχαν αυτοονομαστεί «τα ρεμάλια της Πιερίας» και σε λίγο έτσι τους έλεγαν όλοι. Επίλεκτα «ρεμάλια» ήταν ο Νίκος, ηλεκτρολόγος το επάγγελμα, ο Λάμπης, κουρέας, ο Απόστολος, τραπεζικός υπάλληλος, ο Στρατής, ο ένας από τους δύο ταξιτζήδες της κωμόπολης, ο Μαθιός, ψαράς, ο Αργύρης, μικροεργολάβος οικοδομών και ο Τάσος με τον Στέφανο, δυο δίδυμα αδέρφια,  μικροκτηματίες.

Στις, συνήθως εβδομαδιαίες, συνάξεις των ρεμαλιών, κάθε μέλος είχε κάποιον προκαθορισμένο ρόλο να παίξει, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε οργανωμένη και σιτεμένη με τα χρόνια παρέα.

Ο Νίκος, ο  ηλεκτρολόγος, είχε ταλέντο να αφηγείται τερατώδεις και πολύ τολμηρές ιστορίες, με πρωταγωνιστές καλόγριες, καλόγερους ή παπάδες.

Οι δίδυμοι είχαν ανακηρυχθεί «τιμωροί των γραφειοκρατών», γιατί είχαν επινοήσει πολλούς τρόπους να κάνουν δύσκολη τη ζωή στους δυνάστες των κρατικών ή δημοτικών υπηρεσιών, που ταλαιπωρούσαν το συναλλασσόμενο με αυτές κοινό. Οι τιμωρίες  που εφάρμοζαν ήταν πολλές και ποικίλες. Η απλούστερη αφορούσε τους δημόσιους υπάλληλους, που απουσιάζανε αδικαιολογήτως από το γραφείο τους και μάλιστα τις ώρες που ήταν ανοιχτό για το κοινό. Ο Τάσος ή ο Στέφανος, όταν έμπαιναν σε ένα γραφείο και δεν υπήρχε, ως όφειλε, κανείς υπάλληλος να τους εξυπηρετήσει, παίρνανε διάφορα χρήσιμα αντικείμενα, που είχαν αφήσει οι απουσιάζοντες, σαν ένδειξη πως είχαν πάει για λίγο σε κάποιο διπλανό γραφείο, να πούμε γυαλιά, στυλό, πακέτα με τσιγάρα κλπ και αδιστάκτως τα πετούσαν από το παράθυρο ή μεταφέρανε έγγραφα και λοιπά χαρτιά, από το ένα γραφείο στα συρτάρια ενός άλλου.

Ο Απόστολος, ο τραπεζικός μπορούσε να μιμηθεί με απόλυτη επιτυχία τις φωνές του δήμαρχου και του νομάρχη, σε σημείο να μην τον ξεχωρίζουν ακόμα και οι δικοί τους όταν τους έπαιρνε τηλέφωνο, κυρίως όμως τους εμιμείτο με ξεκαρδιστικό τρόπο στην εκφώνηση πανηγυρικών λόγων, καθώς επρόκειτο για σοβαροφανή και γελοία υποκείμενα.

Ο Στρατής ο ταξιτζής ήταν στιχοπλόκος πολύ εύστοχων επιγραμμάτων και σατιρικών ποιημάτων.

Ο Μαθιός συνόδευε τα καταπληχτικά θαλασσινά που έφερνε στα συμπόσιά τους με εξίσου καταπληχτικές, όσο και φανταστικές, αφηγήσεις, για το πώς τα είχε πιάσει.

Ο Αργύρης, ο οικοδόμος ήταν ειδικός να σκαρώνει φάρσες, που έμεναν στην ιστορία της μικρής πόλης.

Τέλος ο Λάμπης ο κουρέας, εκτός του ότι τραγουδούσε και έπαιζε ωραία κιθάρα, ήταν η ακένωτη πηγή πληροφοριών για ότι συνέβαινε στον τόπο τους, γιατί δεν ήταν μόνο ομιλητικός αλλά το είχε σύστημα να πιάνει κουβέντα με κάθε πελάτη του.

Έτσι έγινε όταν ο Δήμος, τη δεύτερη βδομάδα της εγκατάστασης του στην κωμόπολη, πήγε στου Λάμπη να κουρευτεί. Είχε καθιερώσει να κουρεύεται κάθε είκοσι μέρες και τηρούσε απαρεγκλίτως αυτό το ρυθμό. Με την πρώτη που μπήκε στο κουρείο, του έκαναν εντύπωση δυο πράγματα: δυο εμαγέ λαβές, εντοιχισμένες στον τοίχο, μπροστά στην πολυθρόνα όπου κάθισε και εκατέρωθεν του καθρέφτη και ένα μικρό σκυλί, που όσο κρατούσε το κούρεμα και το ξύρισμα που επακολουθούσε, καθόταν δίπλα στην πολυθρόνα και παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τη διαδικασία, κουνώντας την ουρά του.

Η αδιάκοπη πολυλογία του κουρέα δεν έκανε εντύπωση στο Δήμο, που τη θεωρούσε μάλιστα σύμφυτη με το επάγγελμα. Εκείνο που τον εντυπωσίασε ήταν πως  ο Λάμπης, ζητώντας συγγνώμη για την φλυαρία του, επικαλέσθηκε τον βασιλιά της αρχαίας Σπάρτης Αρχέλαο.

«Δεν ξέρω αν το έχετε ακουστά αλλά φαίνεται πως οι ομότεχνοί μου ήταν ανέκαθεν φλύαροι. Όταν ο Αρχέλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, πήγε μια φορά να κουρευτεί και ο κουρέας τον ρώτησε….»

«Πώς σε κείρω; Σιωπών έφη» συμπλήρωσε αμέσως, χαμογελώντας, ο Δήμος.

Και οι δύο απόμειναν έκπληκτοι. Ο Δήμος, γιατί δεν περίμενε τέτοιες γνώσεις από έναν κουρέα και ο Λάμπης, που αγνοώντας την ιδιότητα του Δήμου, δεν περίμενε να ξέρει το ανέκδοτο και μάλιστα στα αρχαία ελληνικά. Όπως ήταν επόμενο ενημέρωσε τα υπόλοιπα ρεμάλια στην πρώτη σύναξή τους. Τα ρεμάλια ενδιαφέρθηκαν για τον καινουργιοφερμένο και αναθέσαν στον Αντρέα, ως φιλόλογο, να τον πλησιάσει.

Στον Δήμο, ο Αντρέας του άρεσε, από την αρχή που τον γνώρισε, κυρίως για τον ανοιχτόκαρδο χαρακτήρα του και το χιούμορ του και όταν τον προσκάλεσε, δέχτηκε πρόθυμα να πάρει μέρος σε κάνα δύο γλεντάκια της παρέας του. Από την πρώτη κι όλας συναναστροφή με τα «ρεμάλια» διακρίθηκε, κυρίως για την ωραία του φωνή και το πλήθος των τραγουδιών που ήξερε, προσόντα που δεν είχε ως τότε προβάλει στην κωμόπολη και αποτέλεσαν την ευχάριστη έκπληξη των συμποσιαστών.

Διαπίστωσε αμέσως πως ο Αντρέας ήταν αρχηγός και ψυχή αυτής της ιδιόμορφης ομάδας και πως συναγωνιζόταν επαξίως  όλους και σε όλα, γιατί ήταν αστείρευτη πηγή ανεκδότων, τραγουδούσε υποφερτά, έπαιζε φυσαρμόνικα, απάγγελνε σατιρικά ποιήματα και συχνά τους έκανε τον ταχυδακτυλουργό, με τρομερή επιτυχία. Δεν ήταν μόνο άνθρωπος του κρασιού, του τραγουδιού και του γλεντιού, ήταν και γλυκοαίματος, που εύκολα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των άλλων. Το ότι ήταν γυναικάς οι φίλοι του το θεωρούσαν μάλλον προσόν, παρά μειονέκτημα και, πράγμα παράξενο, η επαρχιώτικη υποκρισία και σεμνοτυφία ανεχόταν τις όποιες και συχνές παρεκτροπές του. Επί πλέον ήταν αριστερός και δεν το έκρυβε, αλλά την πολιτική του αυτή τοποθέτηση, η δημοκρατική, στην πλειοψηφία της, κοινωνία της πόλης, από την οποία ουσιαστικά ξεκίνησε το δεύτερο αντάρτικο, την έβλεπε με συμπάθεια, ενώ η σοβαροφανής ηγεσία της Ασφάλειας, έχοντάς τον κατατάξει αμετάκλητα στους ανώδυνους καλαμπουρτζήδες, δεν του έδινε σημασία.

Για λίγον καιρό οι σχέσεις του Δήμου με τον Αντρέα και τους φίλους του παρέμεναν στο επίπεδο της εγκάρδιας γνωριμίας. Επισήμανε πάντως  πως κανείς τους δεν του έκανε ποτέ τον παραμικρόν υπαινιγμό για τους μοναχικούς απογευματινούς περίπατους, ούτε για τις σχέσεις του με την Ντίνα, μολονότι ήξερε πως ήταν όλοι ενήμεροι και για τα δύο. Αυτή η διακριτικότητα του άρεσε, γιατί μαρτυρούσε πως, παρά τη θορυβώδη ευθυμία τους, ήταν  στο βάθος άνθρωποι πολιτισμένοι. Εκείνο που του έκανε πάντως εντύπωση, ήταν πως και τις τρεις φορές που πήρε μέρος στα γλέντια τους, τον είχε διπλαρώσει ο Νίκος, ο ηλεκτρολόγος, με τον οποίο δεν είχε προηγουμένως καμιά γνωριμία και ο οποίος του έκανε πολλές, ξεκάρφωτες κατά τη γνώμη του, παρατηρήσεις ή ερωτήσεις, που οπωσδήποτε δεν αφορούσαν την προσωπική του ζωή ή το βιογραφικό του.

Μετά από τρία ακόμη τέτοια γλεντάκια, ο Αντρέας του ανακοίνωσε πως τα «ρεμάλια» τον αποδέχτηκαν ως κανονικό μέλος της παρέας τους και πως ένας από τους ρόλους του στις συνάξεις τους ήταν να τραγουδά, όταν το γλέντι καταλάγιαζε και οι γλεντοκόποι πέφτανε σε κάποια νοσταλγική περισυλλογή. Ο φίλος του τον πληροφόρησε επίσης πως έγινε παμψηφεί αποδεκτός και του παρέδωσε το καλλιγραφημένο «πάπλωμα» αποδοχής.

«Ξέρεις, διπλώματα δίνουν σήμερα οι πάντες. Ακόμα και σχολές οικοκυρικής. Εμείς όμως δίνουμε παπλώματα», του δικαιολόγησε την ονομασία του εγγράφου και με την ευκαιρία του εξήγησε πως οι ερωτήσεις του Νίκου στις προηγούμενες συμμετοχές του στις μαζώξεις τους, είχαν το χαρακτήρα δοκιμασίας, για να δουν αν ταιριάζουν τα χνώτα τους, γιατί πολλοί συμπολίτες τους, θελγόμενοι από την ατμόσφαιρα των συνάξεών τους και παραβλέποντας την αποδοκιμαστική στάση των καθώς πρέπει, επιζητούσαν να γίνουν δεκτοί στην παρέα των ρεμαλιών. Τα ρεμάλια όμως περιφρουρούσαν τη στάθμη ποιότητας της παρέας τους και για να σε αποδεχτούνε έπρεπε να πεισθούν πως έχεις το αίσθημα του χιούμορ, πως σηκώνεις το κρασί, πως σου αρέσει το καλαμπούρι και ο χαβαλές, πως δεν είσαι κουτσομπόλης ή σπαγκοραμμένος, ούτε συνηθίζεις να μιλάς στις συνάξεις της παρέας για λεφτά, για επιχειρήσεις, για πολιτική και για ποδόσφαιρο.

Κριτής της καταλληλότητας ή μη, κάθε επίδοξου ρεμαλιού, ήταν ο Νίκος ο  ηλεκτρολόγος, ο οποίος διπλάρωνε τον υποψήφιο και συζητώντας μαζί του, έβγαζε τα συμπεράσματά του, που εν συνεχεία τα ανακοίνωνε στην ολομέλεια. Δεν του έκανε ποτέ ερωτήσεις για τη ζωή του, τις πεποιθήσεις ή τις απόψεις του, αλλά σχόλια και παρατηρήσεις γενικού περιεχομένου και σκοπίμως ξεκάρφωτες. Επίσης του διηγόταν ιστορίες για πρόσωπα και πράγματα. Καθώς την αφήγησή του την εμπλούτιζε με πλήθος λεπτομερειών, επικαλούμενος συνήθως και τη μαρτυρία γνωστών μεν προσώπων, τα οποία όμως συμπτωματικώς λείπανε από τον τόπο τους, ήταν πολύ πειστικός. Από τις αντιδράσεις του υποψήφιου στη «δοκιμασία» και τις αφηγήσεις του Νίκου, τα ρεμάλια κρίνανε αν ήταν κατάλληλος για μέλος τους.

Λίγες βδομάδες μετά την ένταξή του στα ρεμάλια, πήρε και ο Δήμος μέρος στη διαδικασία αποδοχής ενός άλλου επίδοξου μέλους της παρέας, που κρίθηκε όμως παμψηφεί, ακατάλληλος.

Ο Θόδωρος είχε αντιπροσωπεία οικοδομικών υλικών και ειδών υγιεινής και είχε πελάτη του τον Αργύρη, όταν δε τον γνώρισε καλύτερα, αυτόν και την παρέα του, θέλησε, ντε και καλά να γίνει μέλος της. Τα ενδιαφέροντά του απλώνονταν σε πολλούς τομείς, πέρα των επαγγελματικών. Ήθελε να φαίνεται στην κοινωνία της πόλης τους μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, που μπορούσε να έχει έγκυρη γνώμη επί παντός επιστητού. Για να ενισχύσει αυτή την εικόνα, αγόραζε ταχτικά όσα καινούργια βιβλία έφερνε το βιβλιοπωλείο του Μαθιούδη. Στην πραγματικότητα αποστρεφόταν και το διάβασμα και τα βιβλία, τα οποία τιμωρούσε, κατά κάποιον τρόπο, κλειδώνοντάς τα για πάντα στη βιβλιοθήκη του.

«Τα καταδικάζει σε ισόβια ειρκτή» σχολίασε ο Αντρέας όταν το έμαθε.

Ουσιαστικά ήταν ένας επηρμένος ξερόλας και τα προσόντα του για να γίνει μέλος της παρέας των ρεμαλιών ήταν μηδαμινά.

Την ανεπάρκεια του απέδειξε πανηγυρικά ο Νίκος όταν σε μια σύναξη «δοκιμασίας», τον διπλάρωσε και άρχισε να του μιλά για τον Καβάφη, γενικώς και αορίστως, χωρίς να μνημονεύσει την ιδιότητά του. Σα να ήταν συνεννοημένα, όλα τα παρόντα ρεμάλια πήραν μέρος στην κουβέντα τους. Ο ξερόλας ακούγοντας τους όλους, μηδέ του Μαθιού, του ψαρά και του Στρατή, του ταξιτζή, εξαιρουμένων, να αναφέρονται σ΄ αυτόν τον Καβάφη, σα να ήταν κάποιο πολύ οικείο και πασίγνωστο πρόσωπο, δεν κρατήθηκε και ρώτησε, απευθυνόμενος όχι στον Νίκο αλλά στον φίλο του, τον Αργύρη

«Μα ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Καβάφης;»

ο Αργύρης τον κοίταξε καταπρόσωπο, προσποιήθηκε πολύ πειστικά τον κατάπληκτο και τον ρώτησε με κάποιο επιτιμητικό ύφος

«Σοβαρά τώρα ρε Θόδωρε, δεν ξέρεις τον στρατηγό Καβάφη;»

«Ναι κάτι έχω ακούσει» τα μάσησε αυτός

«Μα δε μπορεί να μην ξέρεις τον στρατηγό Καβάφη, το δεξί του Πλαστήρα, που αν δεν τραυματιζόταν στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ, μπορεί να παίρναμε την Άγκυρα;»

«Ναι τώρα που το λες, κάτι θυμήθηκα. Αλλά με μπέρδεψε πως μιλούσατε για ποιήματα»

«Μα αυτό ήταν το κυριότερο γνώρισμα του χαρακτήρα του» πετάχτηκε ο Νίκος «.Στη φωτιά της μάχης και κάτω από τα εχθρικά πυρά, αυτός καθόταν και έγραφε ποιήματα!»

«Πολλά μάλιστα ποιήματά του, μελοποιήθηκαν» συμπλήρωσε ο Απόστολος «τα λόγια των εμβατηρίων «περνάει ο Στρατός της Ελλάδος φρουρός» και «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» είναι από δικά του ποιήματα»

Ακολούθησε μακρά αφήγηση των  κατορθωμάτων του στρατηγού Καβάφη, από τον Αργύρη, που τη συμπλήρωναν τα υπόλοιπα ρεμάλια, με τέτοιες λεπτομέρειες, που ο Θόδωρος αποδέχτηκε τα λεγόμενά τους ως άρθρα πίστεως. Πολύ επηρεάστηκε από την συμμετοχή στη συζήτηση του Δήμου, που είχε ακούσει πως ήταν ο νέος φιλόλογος στο Γυμνάσιο. Έτσι πολύ εντυπωσιασμένος, μετέφερε αυτολεξεί τις περί του στρατηγού Καβάφη πληροφορίες στους γνωστούς του, σε μιαν οικογενειακή βεγγέρα, το επόμενο Σαββατοκύριακο,  οπότε έγινε χαμός.

Παρεμπιπτόντως τα ρεμάλια, σχολιάζοντας τη φάρσα που κατέληξε στην απόρριψη του Θόδωρου, οι καινούργιοι  φίλοι του ενημέρωσαν τον Δήμο για τις λαβές που είδε στο κουρείο του Λάμπη και για τη συμπεριφορά του σκυλιού του κουρέα. Τις λαβές τις είχε τοποθετήσει ο Αργύρης και όσες φορές κάποιο από τα ρεμάλια ξυριζόταν, παρουσία όμως και άλλων πελατών, που περίμεναν τη σειρά τους, κρατιόταν από τις λαβές, δήθεν για να αντέξει στον πόνο που του προκαλούσε το ξύρισμα.

Όσο για το σκυλί, αυτό το είχε εκπαιδεύσει, άγνωστο με ποιον τρόπο, ο Λάμπης, να παρακολουθεί τη διαδικασία του ξυρίσματος με πραγματική λαχτάρα, κουνώντας την ουρά του. Σε τυχόν ερώτηση του πελάτη γιατί το σκυλί συμπεριφέρεται έτσι, ο Λάμπης του έλεγε αφελώς

«Να ξέρετε, άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε και καμιά φορά ξεφεύγει το ξυράφι και πέφτει κανένα αυτί…»

Τα ρεμάλια ενημέρωσαν επίσης τον Δήμο για μιαν άλλη πολύ σοβαρότερη και μεγαλύτερης διαρκείας φάρσα που οργάνωσαν και είχε θύμα τον καινούργιο αρχιμανδρίτη, αρχιερατικό επίτροπο της μητρόπολης. Ήταν τύπος εξουσιαστικός και φανατικός, ο οποίος, μόλις εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη τους, πλήρης ενθέου ζήλου,  αναδιοργάνωσε επί το αυστηρότερον τα κατηχητικά σχολεία, σκάρωσε μια μαχητική ένωση ευσεβών χριστιανών και εγκαινίασε επιθετικά κηρύγματα από του άμβωνος, με τα οποία στηλίτευε τις αμαρτίες γενικώς, ειδικότερα όμως όσες είχαν σχέση με τη σάρκα, τις οποίες και θεωρούσε σοβαρότερες από όλες τις άλλες.

Όταν οι πρωτοβουλίες αυτές του νέου αρχιμανδρίτη άρχισαν να απασχολούν την κοινή γνώμη της κωμόπολης και της περιοχής της, με προτροπή και οργάνωση του Αργύρη, σύσσωμη η παρέα των ρεμαλιών άρχισαν να εκκλησιάζονται ταχτικά και κυρίως έγιναν οι προσεκτικοί ακροατές των κηρυγμάτων του, πράγμα που έκανε μεγάλη αίσθηση στον κόσμο, καθώς ως τότε είχαν τη φήμη αλιβάνιστων. Κατόπιν τα ρεμάλια καθιέρωσαν, ανελλιπώς κάθε Κυριακή, να εξομολογούνται και κατόπιν να κοινωνούν. Το ότι κατάφερε να φέρει στο δρόμο του Θεού τα «ρεμάλια της Πιερίας», για τον βίο και την πολιτεία των οποίων είχε μάθει από το δίκτυο των ευσεβών πληροφοριοδοτών του, ανέβασε πολύ το κύρος του αρχιμανδρίτη στα μάτια των πιστών και στον ίδιον προκάλεσε αρχικά αισθήματα ευφορίας και αυτοπεποίθησης.

Αρχικά όμως, γιατί προϊόντος του χρόνου, άρχισε να αισθάνεται μάλλον άσχημα, καθώς στις εξομολογήσεις τους, τα ρεμάλια, ομολογούσαν, με την προσήκουσα βεβαίως συντριβή και μεταμέλεια, τέτοιες φοβερές αμαρτίες, όλες σχετικές με τη σάρκα, που ο αρχιμανδρίτης, ακούγοντάς τους, έφριττε. Ο νους του δεν το χωρούσε πώς τέτοιοι, κατά τεκμήριον ευυπόληπτοι άνθρωποι, πολίτες υπεράνω πάσης υποψίας, διέπρατταν τέτοιες ανήκουστες αμαρτίες, μπροστά στις οποίες ωχριούσαν η σοδομία, η αιμομιξία, η παιδεραστία ή η κτηνοβασία. Και όσο προχωρούσε ο καιρός και συνεχίζονταν οι ταχτικές κυριακάτικες εξομολογήσεις, ένιωθε όλο και μεγαλύτερη ταραχή.

Άρχισε να τους επιβάλλει αυστηρότατους κανόνες νηστείας και προσευχής, ο δε Αργύρης φρόντισε,  με τη βοήθεια εμπίστων φίλων του, να μαθευτεί στην κοινή γνώμη της κωμόπολης, πως τα ρεμάλια τηρούσαν τους κανόνες του αρχιμανδρίτη. Μάλιστα σε μια συνεστίαση, που οργάνωσε η δημοτική αρχή και είχαν προσκληθεί τα περισσότερα από τα ρεμάλια, επειδή συνέπεσε να είναι Παρασκευή, αρνήθηκαν να «αρτυστούν», επικαλούμενα τον κανόνα που τους είχε επιβάλει ο αρχιμανδρίτης και περιορίστηκαν να φάνε μόνο ανάλαδες σαλάτες και φρούτα.

Ο Αργύρης πάλι, κανόνισε ένα σούρουπο να τον αντιληφθούνε κάποιες περαστικές θεούσες να αυτομαστιγώνεται σε μια οικοδομή, που είχε ξεκινήσει και ήταν ακόμα γιαπί. Τη συνταρακτική είδηση την πρόφτασαν αμέσως στον αρχιμανδρίτη, στον οποίον η επίγνωση πως οι ενορίτες του ήταν τόσο αμαρτωλοί, του είχε γίνει αληθινός βραχνάς και, το χειρότερο, δε μπορούσε να τα πει σε κάποιον και να ξαλαφρώσει, γιατί, τυπολάτρης καθώς ήταν, εμποδιζόταν από το απόρρητο της εξομολόγησης.

Το κακό ήταν πως παρά τις νουθεσίες και τους αυστηρότατους κανόνες του, τα ρεμάλια υπέκυπταν ξανά και ξανά στους πειρασμούς της σάρκας και στο τέλος, όσο το βιολί συνεχιζόταν, του αρχιμανδρίτη άρχισε να του στρίβει.  Στα κηρύγματά του, που είχαν πάρει τώρα μορφή παραληρήματος, καταφερόταν με ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα όχι μόνο κατά της αμαρτίας γενικώς, αλλά και κατά του ποιμνίου του ειδικότερα, που το στηλίτευε σαν εσμό υποκριτών, βουτηγμένων στην αμαρτία, που θα πήγαιναν οπωσδήποτε στην κόλαση.

Ο Δήμος εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη, όταν ο αρχιμανδρίτης μόλις είχε φύγει ή καλύτερα είχε εκδιωχθεί. Αυτό συνέβη όταν ο δεσπότης, καλοκάγαθος και πράος κληρικός, πληροφορήθηκε το περιεχόμενο και το ύφος των κηρυγμάτων του αρχιμανδρίτη, ήρθε επιταυτού από την Κατερίνη και του συνέστησε κάποιο μετριασμό του ζήλου του, οπότε αυτός, σε έξαλλη κατάσταση, τον καθύβρισε, από του άμβωνος μάλιστα, «εμπαίκτη» και «φαρισαίο».

Σιγά σιγά ο Δήμος, κάνοντας ταχτικότερη παρέα  με τον Αντρέα, τον πρόσεξε καλύτερα και με κάποια έκπληξη διαπίστωσε, πως κάτω από το προσωπείο του ρέμπελου και ανέμελου καλαμπουριτζή, κρυβόταν ένας άλλος, πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Αυτό το υποπτεύθηκε για πρώτη φορά, όταν, σε μια κουβέντα που είχαν οι δυο τους, ο Αντρέας του είχε πει.

«Δεν ξέρω αν έχεις υπ΄ όψη σου ένα ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου, (αλήθεια τον έχεις ακουστά;), αλλά το θεωρώ σα να γράφτηκε για σένα»

«Ποιο ποίημα;»

«Αυτό που λέει:

Ειν΄ η ζωή μου εν΄ άδειο ονειροπόλημα
στο φως μιας ανοιξιάτικης λιακάδας
πάντα η ζωή μου εμένα χαραμίζεται
μες στα δεσμά της κρύας της φρονιμάδας

Πότε ποθώ ταξίδια πολυτάραχα
σε κάποια τροπική ονειρώδη χώρα,
πότε ποθώ μια ακράτητη επανάσταση,
σαν που η φρυγμένη γη διψά μια μπόρα.»

Το ήξερε το ποίημα, όπως και πολλά άλλα του Πανσέληνου, αλλά ακούγοντας τον Αντρέα εντυπωσιάστηκε, γιατί, πρώτον: δεν περίμενε από τον ρέμπελο φίλο του, να ξέρει τον ποιητή και το ποίημα και δεύτερον: να τον έχει ψυχολογήσει τόσο καλά. Αυτό το τελευταίο κυριολεκτικά τον κατέπληξε. Ήταν ο μόνος από τους γνωστούς που είχε αποχτήσει σ΄ αυτό το μέρος, ο οποίος διέγνωσε τον πραγματικό χαρακτήρα του και είχε μαντέψει, κατά κάποιον τρόπο, τις κρυφές ονειροπολήσεις του, τα ονειρικά «πολυτάραχα ταξίδια» του, όπως ακριβώς έλεγε το ποίημα.

Κατάληξε στο συμπέρασμα πως, παρά τα φαινόμενα, ο Αντρέας δεν ήταν ούτε ρέμπελος ούτε ανερμάτιστος. Αυτά ήταν τα επιφαινόμενα, που, σαν αόρατη προστατευτική πανοπλία, τον προστάτευαν επικαλύπτοντας τον πραγματικό του χαρακτήρα. Σκέφτηκε πως στο σημείο αυτό και εκείνος έμοιαζε με τον Αντρέα. Κι αυτός, στην πραγματικότητα, κάπως έτσι ήταν. Όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, «έξωθεν ψυχρός και έσωθεν φλεγόμενος».  Κατά βάθος ήταν εύθυμος άνθρωπος και συνήθως όταν ξυπνούσε, είτε όταν πλενόταν, είτε όταν ετοίμαζε το πρωινό του σιγοσφύριζε ή μουρμούριζε κάποιο τραγούδι. Οικογενειακό τους γνώρισμα. Θυμόταν τον παππού του να ψέλνει το πρωί, χαμηλόφωνα, διάφορα τροπάρια ή απολυτίκια και τον πατέρα του να σιγοτραγουδά ρομάντζες του Χαιρόπουλου, του Γιαννίδη και του Αττίκ ή αντάρτικα, ανάλογα με τη διάθεσή του.

Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ανάμεσα σ΄ αυτόν και τον Αντρέα αναπτύχθηκε σιγά σιγά οικειότητα μεγαλύτερη από εκείνη που είχε με τους συναδέλφους του στο Γυμνάσιο ή με τα υπόλοιπα ρεμάλια ή με τους γνωστούς του στο καφενείο, οικειότητα που εξελίχθηκε σε φιλία. Ήταν ουσιαστικά ο πρώτος φίλος που αποχτούσε, καθώς η παρέα της νιότης του, είχε με τον καιρό αποσαθρωθεί από τη ζωή.

Χωρίς να σχολιάσει περισσότερο την απουσία του Αντρέα, πήρε μέρος στη χαμηλόφωνη συζήτηση των άλλων δύο για τις συνταρακτικές ειδήσεις που έρχονταν από την Αθήνα. Κάτι σοβαρό γινόταν από τα νέα παιδιά, που είχαν καταλάβει και κλειδωθεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Λέγανε μάλιστα πως είχαν φτιάσει και ραδιοφωνικό πομπό και εκπέμπανε φλογερές διακηρύξεις κατά της Χούντας και των Αμερικανών! Πρωτοφανή πράγματα. Δυστυχώς κανείς από τους συνομιλητές του δεν κατάφερε να πιάσει αυτό τον σταθμό. Ίσως η εμβέλειά του να ήταν μικρή. Όπως ήταν πια καθιερωμένο, τους είπε τα τελευταία αντιχουντικά ανέκδοτα που είχε ακούσει.

Οχτώ παρά τέταρτο πλήρωσε τον καφέ του, σηκώθηκε και βγήκε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει αλλά εξακολουθούσε να φυσάει γερά. Τάχυνε το βήμα του, αποφεύγοντας τις λακκούβες με τα νερά που αφθονούσαν στο πεζοδρόμιο και στη φθαρμένη άσφαλτο του παραλιακού δρόμου και προσέχοντας να μην πατήσει άχυρα ή κλαδάκια που σχημάτιζαν σταυρό, γιατί το θεωρούσε γρουσουζιά. Δεν ήθελε να χάσει το έργο. Ήταν του Φελίνι, λεγόταν «Λα Στράντα» και έπαιζε ο Άντονυ Κουίν, που τον είχε θαυμάσει πέρσι στο «Βίβα Ζαπάτα», δίπλα στον Μάρλον Μπράντο. Καλησπέρισε τη Μάρω, το γελαστό κορίτσι του ταμείου, πήρε το εισιτήριό του και μπήκε στην αίθουσα, πριν ακόμα σβήσουν τα φώτα. Βρήκε καλή θέση και νοιώθοντας κάτι σαν θαλπωρή, βυθίστηκε στην άνεση της πολυθρόνας του και περίμενε.

Φυσικά πριν από την ταινία προβλήθηκαν σκηνές από το προσεχές έργο και τα απαραίτητα Επίκαιρα. Λίγο μπαγιάτικα βέβαια, αφού αφορούσαν το προηγούμενο τρίμηνο και γι΄ αυτό δεν προσηλώθηκε στην οθόνη. Δεν άντεχε να βλέπει τη φάτσα του Μαρκεζίνη, που το έπαιζε πρωθυπουργός. Τελικά, σκέφτηκε, ήταν αξιολύπητος άνθρωπος. Με τέτοια φάτσα τι σόι σταδιοδρομία περίμενε να κάνει σαν πολιτικός. Άραγες δεν το ξέρει πως η εξουσία του είναι δοτή από τον Παπαδόπουλο και τη Χούντα; Πρέπει να το ξέρει, γιατί είναι έξυπνος άνθρωπος. Έπαψε να παρακολουθεί τον Μαρκεζίνη και άρχισε να περιεργάζεται τους πλαϊνούς του και, παρά το μισοσκόταδο, αντάλλαξε κάνα δύο χαιρετιστήρια νεύματα με κάποιους γνωστούς. Η αίθουσα στο μεταξύ είχε γεμίσει. Ξαφνικά αναστατώθηκε. Στην οθόνη είδε την Έζμπα! Δεν είχε αντιληφθεί πως από τα πολιτικά και τα διεθνή επίκαιρα είχαν περάσει στις καλλιτεχνικές ειδήσεις και εκείνη τη στιγμή δείχνανε μιαν έκθεση ζωγραφικής με δικά της έργα, που είχε γίνει στην Αθήνα τον περασμένο Αύγουστο!

Κοίταζε το πανί και δεν πίστευε στα μάτια του. Είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που την είδε για τελευταία φορά να στέκει στο μουράγιο του λιμανιού του νησιού της και να τον κοιτάζει με ανείπωτη θλίψη, καθώς απομακρυνόταν το φέρυ μπωτ, που θα τον πήγαινε στον Πειραιά.

Την έβλεπε πολύ συγκινημένος. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, από την τελευταία φορά που την είχε δει, είχε ομορφύνει ακόμα περισσότερο. Φαινόταν φυσικά πιο ώριμη και με μια έκφραση σιγουριάς, που δεν την είχε άλλοτε, αλλά ήταν το ίδιο κομψή και καλοβαλμένη όπως τότε.

Αναστατώθηκε. Όσο κρατούσε η προβολή κοιτούσε σα μαγνητισμένος το πανί, όταν όμως τέλειωσαν τα επίκαιρα και άναψαν για λίγο τα φώτα, πριν αρχίσει το έργο, ένοιωσε να πνίγεται. Δεν άντεχε να μείνει άλλο εκεί μέσα και δεν τον ένοιαζε αν δε θα έβλεπε την ταινία. Ήθελε να βγει οπωσδήποτε έξω να ανασάνει. Σηκώθηκε από τη θέση του και ενοχλώντας τους πλαϊνούς του, βγήκε στο διάδρομο και τράβηξε βιαστικός προς την έξοδο.

«Κάτι ξέχασα, θα ξανάρθω» πέταξε της Μάρως που του έριξε μιαν απορημένη ματιά από το ταμείο της.

Έξω ο καιρός ήταν χάλια. Στον μανιασμένο αγέρα είχε προστεθεί ξανά η βροχή, αλλά αυτό δεν τον επτόησε και άρχισε να βαδίζει άσκοπα σαν υπνωτισμένος. «Κοίτα σύμπτωση» σκέφτηκε «χτες την είδα στον ύπνο μου και σήμερα στα επίκαιρα». Τότε που ήταν ερωτευμένοι, αυτό ήταν ο κανόνας. Όταν την έβλεπε στον ύπνο του την άλλη μέρα θα είχε γράμμα της ή θα του τηλεφωνούσε. Αψηφώντας τις επιθετικές ριπές της βροχής, που την κατακερμάτιζε ο άνεμος, πήρε το δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, προς την ακτή. Σε λίγο αντίκρισε τη θάλασσα και παρά το σκοτάδι ξεχώρισε τα άσπρα μανιασμένα κύματα που τη γέμιζαν.

(Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία ")


Πώς θα προετοιμαστείτε κατάλληλα για ένα βαρύ χειμώνα;

 Πώς θα προετοιμαστείτε κατάλληλα για ένα βαρύ χειμώνα;

Αρθρογράφος υγείας, MSc

Φέτος, ο χειμώνας μας έδειξε για τα καλά τα δόντια του. Χιόνι και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, συνθέτουν το σκηνικό του καιρού εδώ και μερικές εβδομάδες. Αυτή η κακοκαιρία ενδέχεται να συνεχίσει να υφίσταται για αρκετές ημέρες ακόμη και όλοι μας καλούμαστε να προστατευθούμε, να παραμείνουμε ζεστοί και ασφαλείς στα σπίτια μας.

Πιο κάτω, οι ειδικοί μοιράζονται μαζί μας τρόπους που θα μας βοηθήσουν να προετοιμαστούμε κατάλληλα για οποιεσδήποτε καταστάσεις προκύψουν. (Τί πρέπει να προσέξουν οι μεγαλύτεροι όταν ασκούνται στο κρύο;)

Πώς θα παραμείνετε ασφαλείς εν μέσω βαρυχειμωνιάς;

1. Παραμείνετε ζεστοί

Ο καλύτερος τρόπος για να παραμείνετε ζεστοί είναι να μένετε σε εσωτερικούς χώρους και να περιορίζετε τη συνολική σας έκθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες.

Σύμφωνα με τον Joseph Basile, MD, MBA, FACEP, προσωρινό πρόεδρο του Τμήματος Επείγουσας Ιατρικής στο Staten Island University Hospital, η παραμονή σε εξωτερικούς χώρους για παρατεταμένες περιόδους μπορεί να οδηγήσει σε υποθερμία και κρυοπαγήματα.

Αν πρέπει να παραμείνετε έξω για κάποιο λόγο ενώ κάνει παγωνιά, φροντίστε να είστε κατάλληλα ντυμένοι και να διατηρείτε καλυμμένα τα μέρη του σώματός σας που είναι πιο ευάλωτα στα κρυοπαγήματα όπως τα χέρια, η μύτη, τα δάκτυλα των ποδιών, τα μάγουλα και το πηγούνι. Δώστε επίσης προσοχή στα συμπτώματα της υποθερμίας:

2. Αποθηκεύστε φαγητό στο σπίτι

Τα ακραία καιρικά φαινόμενα δυσκολεύουν συνήθως τις αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων να καλύψουν όλες τους τις ανάγκες και παρόλο που το να συσσωρεύετε άσκοπα στο σπίτι μεγάλες ποσότητες τροφίμων δεν βοηθά αυτή την κατάσταση, είναι πολύ σημαντικό να έχετε  ποσότητες που θα μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες σας σε περίπτωση που θα είναι ανέφικτο να βγείτε από το σπίτι για μερικές ημέρες.

Σύμφωνα με την Rachel Dowty Beech, PhD, επίκουρη καθηγήτρια του προγράμματος διαχείρισης έκτακτης ανάγκης στο Πανεπιστήμιο του New Haven, το κάθε νοικοκυριό πρέπει να έχει στο σπίτι του τρόφιμα θρεπτικά και πλούσια σε πρωτεΐνες, όπως:

  • Μπάρες δημητριακών
  • Ξηρούς καρπούς (Ποια τα οφέλη των ξηρών καρπών;)
  • Κράκερ
  • Ξηρά δημητριακά
  • Άφθονο νερό
  • Σούπες
  • Κονσερβοποιημένα τρόφιμα (Επιβάλλεται να έχετε στο σπίτι σας ένα ανοιχτήρι)
  • Ζυμαρικά
  • Βρώμη

3. Δημιουργείστε ένα σχέδιο αντιμετώπισης διαφόρων πιθανών καταστάσεων

Πέραν από την ζεστασιά και την τροφή, η προετοιμασία για έναν παγωμένο χειμώνα σημαίνει και την δημιουργία ενός σχεδίου αντιμετώπισης διαφόρων πιθανών καταστάσεων, όπως η διακοπή ρεύματος.

Σύμφωνα με τον Beech, το σχέδιο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενέργειες:

  • Φροντίστε τα κινητά σας -και άλλες ηλεκτρικές συσκευές- να είναι πλήρως φορτισμένα για να μπορείτε να επικοινωνείτε με τον έξω κόσμο σε περίπτωση διακοπής ρεύματος.
  • Αγοράστε ένα ραδιόφωνο με μπαταρίες.
  • Φροντίστε να έχετε στο σπίτι σας φακούς επαναφορτιζόμενους ή με μπαταρίες.
  • Αν γνωρίζετε ότι η θερμοκρασία θα πέσει πολύ χαμηλά, τότε φροντίστε οι βρύσες του σπιτιού σας να μην στάζουν, γιατί αυτό θα οδηγήσει σε συσσώρευση πάγου στο εσωτερικό τους.
  • Φροντίστε να ανοίγετε τα ντουλάπια κάτω από τους νεροχύτες ώστε η θερμοκρασία του σπιτιού να φτάνει στους σωλήνες και να αποτρέπεται το πάγωμα.

4. Προσέξτε τις μετακινήσεις σας

Όταν ρίχνει χιόνι ή χιονόνερο, τα ταξίδια αποθαρρύνονται γιατί υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για ατυχήματα. Σε περίπτωση που πρέπει να ταξιδέψετε για κάποιο σημαντικό λόγο, είναι καλό να προτιμήσετε τη δημόσια συγκοινωνία παρά την οδήγηση. Αν όμως, πρέπει να οδηγήσετε, ο Basile συνιστά να είστε προσεκτικοί και να χρησιμοποιείτε κύριους δρόμους και αυτοκινητοδρόμους, στους οποίους μπορείτε να εντοπιστείτε εύκολα αν υπάρξει ανάγκη.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία πρέπει στο αυτοκίνητό σας να έχετε πάντα ένα κιτ επιβίωσης, για να το χρησιμοποιήσετε σε περίπτωση εγκλωβισμού, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει:

  • Φακό με μπαταρίες
  • Κουτί πρώτων βοηθειών
  • Βρεφικές πάνες, φόρμουλα και τροφή (Εάν έχετε μαζί σας μωρό)
  • Τρόφιμα που δεν αλλοιώνονται (Κονσέρβες)
  • Αρκετό νερό
  • Κιτ εργαλείων με πένσα, κλειδί και κατσαβίδι
  • Προμήθειες για κατοικίδια (Εάν έχετε κατοικίδιο)
  • Ραδιόφωνο με μπαταρία
  • Φτυάρι για να σκάψετε, αν χρειαστεί
  • Ξύστρα πάγου
  • Επιπλέον ρούχα και κουβέρτες

+ 2 πηγές

 ©2019 WikiHealth All Rights Reserved
https://wikihealth.gr/

Βρετανία: Αεροπλάνο «παλεύει» να προσγειωθεί στο Χίθροου μέσα στη θύελλα

 Βρετανία: Αεροπλάνο «παλεύει» να προσγειωθεί στο Χίθροου μέσα στη θύελλαCopyright: AP

Copyright: AP

Στιγμές τρόμου έζησαν οι επιβάτες αεροσκάφους της British Airways στο Χίθροου του Λονδίνου καθώς ο πιλότος κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για αν προσγειώσει το αεροπλάνο εν μέσω θύελλας.

Όπως φαίνεται στο βίντεο που κάνει τις τελευταίες ώρες τον γύρο του Διαδικτύου. Ενώ αρχικά φαινόταν πως το Airbus A321neo θα είχε μία προσγείωση ρουτίνας, άμεσα έγινε αντιληπτό ότι το αεροσκάφος πάλευε μέσα σε μία ριπή ανέμων.

Ο πιλότος δεν μπορούσε να ακουμπήσει και τη δεύτερη ρόδα του Airbus στο έδαφος με αποτέλεσμα εκείνο σχεδόν να «χορεύει» ελάχιστα μέτρα πάνω από τον αεροδιάδρομο. Τελικά, και ενώ έβλεπε πως ο διάδρομος προσγείωσης τελείωνε, ο πιλότος αποφάσισε να ξανασηκώσει το αεροπλάνο στον αέρα και να επιχειρήσει ξανά να προσγειωθεί.

Η δεύτερη προσπάθεια αποδείχθηκε καρποφόρα καθώς το αεροπλάνο έφτασε ομαλά στο έδαφος. Οι προσπάθειες του πιλότου καταγράφηκαν από την πλατφόρμα ζωντανής ροής «BIG JET TV», η οποία τονίζει ότι εκείνος θα πρέπει αν λάβει μετάλλιο για την προσπάθειά του.

Σημειώνεται πως τις τελευταίες ώρες η Βρετανία έχει χτυπηθεί από τη θύελλα Κάρι, η οποία έχει προκαλέσει σημαντικά προβλήματα.

https://www.ethnos.gr/


Καίτη Γκρέυ: Πέθανε σε ηλικία 101 ετών η σπουδαία τραγουδίστρια

  Καίτη Γκρέυ: Πέθανε σε ηλικία 101 ετών η σπουδαία τραγουδίστρια NDP Εδινε μάχη με διάφορα προβλήματα υγείας τους τελευταίους μήνες Έφυγε ...