Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ .... 2η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

 ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ .... 2η ΣΥΝΕΧΕΙΑ



(Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία ")

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη, εκτός απροόπτου. Σήμερα έχουμε τη δεύτερη συνέχεια, το δεύτερο μισό από το πρώτο κεφάλαιο. Η δράση εκτυλίσσεται επί δικτατορίας, και όπως θα δούμε σήμερα συγκεκριμένα το 1973. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος σε κωμόπολη της Πιερίας.

Το καφενείο είχε την πρόσοψή του στον κεντρικό δρόμο της πόλης και αγνάντευε από μακριά τη θάλασσα, ενώ το πίσω μέρος του έβλεπε σε έναν εσωτερικό, παράλληλο, δρόμο. Καθώς το έδαφος ανηφόριζε λιγάκι, ανάμεσα στους δύο δρόμους υπήρχε κάποια μικρή υψομετρική διαφορά, με αποτέλεσμα τα καφενείο να έχει δύο επίπεδα. Το μπροστινό, χαμηλότερο και μεγαλύτερο, ήταν το κυρίως καφενείο. Είχε δυο μεγάλους καθρέφτες στους τοίχους, αναπαυτικούς καναπέδες από κάτω τους και μια μεγάλη μαντεμένια σόμπα στο κέντρο. Μολονότι οι ιδιοκτήτες (τρία αδέρφια, εγγονοί και κληρονόμοι του ιδρυτή) ήταν δημοκράτες, είχαν παλαιότερα κρεμάσει σε περίοπτη θέση, με υπόδειξη της Ασφάλειας εννοείται, τα έγχρωμα πορτραίτα των βασιλέων, τα οποία όμως, μετά το οπερετικό πραξικόπημα του Κοκού, πάλι με υπόδειξη της Ασφάλειας, τα είχαν αντικαταστήσει με το πουλί της Χούντας. Το πίσω, μικρότερο και ελαφρώς υπερυψωμένο, τμήμα, είχε δυο μπιλιάρδα, τρία φλιπεράκια και ήταν ο χώρος της νεολαίας.

Μπαίνοντας είδε αμέσως τον Τάκη τον Παπαθανασόπουλο, και τον Βάσο τον Αργυριάδη, που πίνανε τον καφέ τους στο καθιερωμένο τους τραπεζάκι, δεξιά μόλις έμπαινες.

«Πώς τα περνάτε;» τους λέει, απαντώντας στον χαιρετισμό τους

«Τα συνηθισμένα. Η καθημερινή κραιπάλη» του λέει ο Βάσος, δείχνοντας με το χέρι του το περιβάλλον.

«Ο Αντρέας πώς και δεν είναι μαζί σας;» ρώτησε καθώς επισήμανε την απουσία του τρίτου τακτικού μέλους της παρέας

«Παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα» του λέει ο Τάκης, χαμογελώντας με νόημα.

Κατάλαβε. Ο εν λόγω Αντρέας ήταν επίσης εκπαιδευτικός, αλλά λόγω φρονημάτων δεν είχε διοριστεί στη Δημόσια Εκπαίδευση. Δούλευε στο μεγαλύτερο φροντιστήριο της πόλης και οι αποδοχές του ξεπερνούσαν κατά πολύ τον μισθό που θα έπαιρνε στο Δημόσιο. Ήταν κι αυτός ανύπαντρος, αλλά σε αντίθεση με τον Δήμο και τη μετρημένη, ρεγουλαρισμένη, ζωή του, είχε τη φήμη γυναικά και ρέμπελου και οι σοβαροφανείς, συντηρητικοί συμπολίτες τους, που δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, τον έλεγαν «ανερμάτιστο».

Από την μεριά του ο Αντρέας, τη γνώμη που είχαν γι΄ αυτόν οι σοβαροφανείς και ευυπόληπτοι, την έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια. Έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν επεδίωξε να κάνει τη γνωριμία τους, ούτε θέλησε να γίνει αποδεκτός στους κύκλους τους. Είχε τη δικιά του παρέα, που την αποτελούσαν κάτι τύποι τελείως ανόμοιοι και ετερογενείς, με μόνα κοινά σημεία, την αίσθηση του χιούμορ, κυρίως δε τη ροπή προς στο κρασί, το τραγούδι, το καλαμπούρι και τον χαβαλέ γενικώς. Είχαν αυτοονομαστεί «τα ρεμάλια της Πιερίας» και σε λίγο έτσι τους έλεγαν όλοι. Επίλεκτα «ρεμάλια» ήταν ο Νίκος, ηλεκτρολόγος το επάγγελμα, ο Λάμπης, κουρέας, ο Απόστολος, τραπεζικός υπάλληλος, ο Στρατής, ο ένας από τους δύο ταξιτζήδες της κωμόπολης, ο Μαθιός, ψαράς, ο Αργύρης, μικροεργολάβος οικοδομών και ο Τάσος με τον Στέφανο, δυο δίδυμα αδέρφια,  μικροκτηματίες.

Στις, συνήθως εβδομαδιαίες, συνάξεις των ρεμαλιών, κάθε μέλος είχε κάποιον προκαθορισμένο ρόλο να παίξει, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε οργανωμένη και σιτεμένη με τα χρόνια παρέα.

Ο Νίκος, ο  ηλεκτρολόγος, είχε ταλέντο να αφηγείται τερατώδεις και πολύ τολμηρές ιστορίες, με πρωταγωνιστές καλόγριες, καλόγερους ή παπάδες.

Οι δίδυμοι είχαν ανακηρυχθεί «τιμωροί των γραφειοκρατών», γιατί είχαν επινοήσει πολλούς τρόπους να κάνουν δύσκολη τη ζωή στους δυνάστες των κρατικών ή δημοτικών υπηρεσιών, που ταλαιπωρούσαν το συναλλασσόμενο με αυτές κοινό. Οι τιμωρίες  που εφάρμοζαν ήταν πολλές και ποικίλες. Η απλούστερη αφορούσε τους δημόσιους υπάλληλους, που απουσιάζανε αδικαιολογήτως από το γραφείο τους και μάλιστα τις ώρες που ήταν ανοιχτό για το κοινό. Ο Τάσος ή ο Στέφανος, όταν έμπαιναν σε ένα γραφείο και δεν υπήρχε, ως όφειλε, κανείς υπάλληλος να τους εξυπηρετήσει, παίρνανε διάφορα χρήσιμα αντικείμενα, που είχαν αφήσει οι απουσιάζοντες, σαν ένδειξη πως είχαν πάει για λίγο σε κάποιο διπλανό γραφείο, να πούμε γυαλιά, στυλό, πακέτα με τσιγάρα κλπ και αδιστάκτως τα πετούσαν από το παράθυρο ή μεταφέρανε έγγραφα και λοιπά χαρτιά, από το ένα γραφείο στα συρτάρια ενός άλλου.

Ο Απόστολος, ο τραπεζικός μπορούσε να μιμηθεί με απόλυτη επιτυχία τις φωνές του δήμαρχου και του νομάρχη, σε σημείο να μην τον ξεχωρίζουν ακόμα και οι δικοί τους όταν τους έπαιρνε τηλέφωνο, κυρίως όμως τους εμιμείτο με ξεκαρδιστικό τρόπο στην εκφώνηση πανηγυρικών λόγων, καθώς επρόκειτο για σοβαροφανή και γελοία υποκείμενα.

Ο Στρατής ο ταξιτζής ήταν στιχοπλόκος πολύ εύστοχων επιγραμμάτων και σατιρικών ποιημάτων.

Ο Μαθιός συνόδευε τα καταπληχτικά θαλασσινά που έφερνε στα συμπόσιά τους με εξίσου καταπληχτικές, όσο και φανταστικές, αφηγήσεις, για το πώς τα είχε πιάσει.

Ο Αργύρης, ο οικοδόμος ήταν ειδικός να σκαρώνει φάρσες, που έμεναν στην ιστορία της μικρής πόλης.

Τέλος ο Λάμπης ο κουρέας, εκτός του ότι τραγουδούσε και έπαιζε ωραία κιθάρα, ήταν η ακένωτη πηγή πληροφοριών για ότι συνέβαινε στον τόπο τους, γιατί δεν ήταν μόνο ομιλητικός αλλά το είχε σύστημα να πιάνει κουβέντα με κάθε πελάτη του.

Έτσι έγινε όταν ο Δήμος, τη δεύτερη βδομάδα της εγκατάστασης του στην κωμόπολη, πήγε στου Λάμπη να κουρευτεί. Είχε καθιερώσει να κουρεύεται κάθε είκοσι μέρες και τηρούσε απαρεγκλίτως αυτό το ρυθμό. Με την πρώτη που μπήκε στο κουρείο, του έκαναν εντύπωση δυο πράγματα: δυο εμαγέ λαβές, εντοιχισμένες στον τοίχο, μπροστά στην πολυθρόνα όπου κάθισε και εκατέρωθεν του καθρέφτη και ένα μικρό σκυλί, που όσο κρατούσε το κούρεμα και το ξύρισμα που επακολουθούσε, καθόταν δίπλα στην πολυθρόνα και παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τη διαδικασία, κουνώντας την ουρά του.

Η αδιάκοπη πολυλογία του κουρέα δεν έκανε εντύπωση στο Δήμο, που τη θεωρούσε μάλιστα σύμφυτη με το επάγγελμα. Εκείνο που τον εντυπωσίασε ήταν πως  ο Λάμπης, ζητώντας συγγνώμη για την φλυαρία του, επικαλέσθηκε τον βασιλιά της αρχαίας Σπάρτης Αρχέλαο.

«Δεν ξέρω αν το έχετε ακουστά αλλά φαίνεται πως οι ομότεχνοί μου ήταν ανέκαθεν φλύαροι. Όταν ο Αρχέλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, πήγε μια φορά να κουρευτεί και ο κουρέας τον ρώτησε….»

«Πώς σε κείρω; Σιωπών έφη» συμπλήρωσε αμέσως, χαμογελώντας, ο Δήμος.

Και οι δύο απόμειναν έκπληκτοι. Ο Δήμος, γιατί δεν περίμενε τέτοιες γνώσεις από έναν κουρέα και ο Λάμπης, που αγνοώντας την ιδιότητα του Δήμου, δεν περίμενε να ξέρει το ανέκδοτο και μάλιστα στα αρχαία ελληνικά. Όπως ήταν επόμενο ενημέρωσε τα υπόλοιπα ρεμάλια στην πρώτη σύναξή τους. Τα ρεμάλια ενδιαφέρθηκαν για τον καινουργιοφερμένο και αναθέσαν στον Αντρέα, ως φιλόλογο, να τον πλησιάσει.

Στον Δήμο, ο Αντρέας του άρεσε, από την αρχή που τον γνώρισε, κυρίως για τον ανοιχτόκαρδο χαρακτήρα του και το χιούμορ του και όταν τον προσκάλεσε, δέχτηκε πρόθυμα να πάρει μέρος σε κάνα δύο γλεντάκια της παρέας του. Από την πρώτη κι όλας συναναστροφή με τα «ρεμάλια» διακρίθηκε, κυρίως για την ωραία του φωνή και το πλήθος των τραγουδιών που ήξερε, προσόντα που δεν είχε ως τότε προβάλει στην κωμόπολη και αποτέλεσαν την ευχάριστη έκπληξη των συμποσιαστών.

Διαπίστωσε αμέσως πως ο Αντρέας ήταν αρχηγός και ψυχή αυτής της ιδιόμορφης ομάδας και πως συναγωνιζόταν επαξίως  όλους και σε όλα, γιατί ήταν αστείρευτη πηγή ανεκδότων, τραγουδούσε υποφερτά, έπαιζε φυσαρμόνικα, απάγγελνε σατιρικά ποιήματα και συχνά τους έκανε τον ταχυδακτυλουργό, με τρομερή επιτυχία. Δεν ήταν μόνο άνθρωπος του κρασιού, του τραγουδιού και του γλεντιού, ήταν και γλυκοαίματος, που εύκολα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των άλλων. Το ότι ήταν γυναικάς οι φίλοι του το θεωρούσαν μάλλον προσόν, παρά μειονέκτημα και, πράγμα παράξενο, η επαρχιώτικη υποκρισία και σεμνοτυφία ανεχόταν τις όποιες και συχνές παρεκτροπές του. Επί πλέον ήταν αριστερός και δεν το έκρυβε, αλλά την πολιτική του αυτή τοποθέτηση, η δημοκρατική, στην πλειοψηφία της, κοινωνία της πόλης, από την οποία ουσιαστικά ξεκίνησε το δεύτερο αντάρτικο, την έβλεπε με συμπάθεια, ενώ η σοβαροφανής ηγεσία της Ασφάλειας, έχοντάς τον κατατάξει αμετάκλητα στους ανώδυνους καλαμπουρτζήδες, δεν του έδινε σημασία.

Για λίγον καιρό οι σχέσεις του Δήμου με τον Αντρέα και τους φίλους του παρέμεναν στο επίπεδο της εγκάρδιας γνωριμίας. Επισήμανε πάντως  πως κανείς τους δεν του έκανε ποτέ τον παραμικρόν υπαινιγμό για τους μοναχικούς απογευματινούς περίπατους, ούτε για τις σχέσεις του με την Ντίνα, μολονότι ήξερε πως ήταν όλοι ενήμεροι και για τα δύο. Αυτή η διακριτικότητα του άρεσε, γιατί μαρτυρούσε πως, παρά τη θορυβώδη ευθυμία τους, ήταν  στο βάθος άνθρωποι πολιτισμένοι. Εκείνο που του έκανε πάντως εντύπωση, ήταν πως και τις τρεις φορές που πήρε μέρος στα γλέντια τους, τον είχε διπλαρώσει ο Νίκος, ο ηλεκτρολόγος, με τον οποίο δεν είχε προηγουμένως καμιά γνωριμία και ο οποίος του έκανε πολλές, ξεκάρφωτες κατά τη γνώμη του, παρατηρήσεις ή ερωτήσεις, που οπωσδήποτε δεν αφορούσαν την προσωπική του ζωή ή το βιογραφικό του.

Μετά από τρία ακόμη τέτοια γλεντάκια, ο Αντρέας του ανακοίνωσε πως τα «ρεμάλια» τον αποδέχτηκαν ως κανονικό μέλος της παρέας τους και πως ένας από τους ρόλους του στις συνάξεις τους ήταν να τραγουδά, όταν το γλέντι καταλάγιαζε και οι γλεντοκόποι πέφτανε σε κάποια νοσταλγική περισυλλογή. Ο φίλος του τον πληροφόρησε επίσης πως έγινε παμψηφεί αποδεκτός και του παρέδωσε το καλλιγραφημένο «πάπλωμα» αποδοχής.

«Ξέρεις, διπλώματα δίνουν σήμερα οι πάντες. Ακόμα και σχολές οικοκυρικής. Εμείς όμως δίνουμε παπλώματα», του δικαιολόγησε την ονομασία του εγγράφου και με την ευκαιρία του εξήγησε πως οι ερωτήσεις του Νίκου στις προηγούμενες συμμετοχές του στις μαζώξεις τους, είχαν το χαρακτήρα δοκιμασίας, για να δουν αν ταιριάζουν τα χνώτα τους, γιατί πολλοί συμπολίτες τους, θελγόμενοι από την ατμόσφαιρα των συνάξεών τους και παραβλέποντας την αποδοκιμαστική στάση των καθώς πρέπει, επιζητούσαν να γίνουν δεκτοί στην παρέα των ρεμαλιών. Τα ρεμάλια όμως περιφρουρούσαν τη στάθμη ποιότητας της παρέας τους και για να σε αποδεχτούνε έπρεπε να πεισθούν πως έχεις το αίσθημα του χιούμορ, πως σηκώνεις το κρασί, πως σου αρέσει το καλαμπούρι και ο χαβαλές, πως δεν είσαι κουτσομπόλης ή σπαγκοραμμένος, ούτε συνηθίζεις να μιλάς στις συνάξεις της παρέας για λεφτά, για επιχειρήσεις, για πολιτική και για ποδόσφαιρο.

Κριτής της καταλληλότητας ή μη, κάθε επίδοξου ρεμαλιού, ήταν ο Νίκος ο  ηλεκτρολόγος, ο οποίος διπλάρωνε τον υποψήφιο και συζητώντας μαζί του, έβγαζε τα συμπεράσματά του, που εν συνεχεία τα ανακοίνωνε στην ολομέλεια. Δεν του έκανε ποτέ ερωτήσεις για τη ζωή του, τις πεποιθήσεις ή τις απόψεις του, αλλά σχόλια και παρατηρήσεις γενικού περιεχομένου και σκοπίμως ξεκάρφωτες. Επίσης του διηγόταν ιστορίες για πρόσωπα και πράγματα. Καθώς την αφήγησή του την εμπλούτιζε με πλήθος λεπτομερειών, επικαλούμενος συνήθως και τη μαρτυρία γνωστών μεν προσώπων, τα οποία όμως συμπτωματικώς λείπανε από τον τόπο τους, ήταν πολύ πειστικός. Από τις αντιδράσεις του υποψήφιου στη «δοκιμασία» και τις αφηγήσεις του Νίκου, τα ρεμάλια κρίνανε αν ήταν κατάλληλος για μέλος τους.

Λίγες βδομάδες μετά την ένταξή του στα ρεμάλια, πήρε και ο Δήμος μέρος στη διαδικασία αποδοχής ενός άλλου επίδοξου μέλους της παρέας, που κρίθηκε όμως παμψηφεί, ακατάλληλος.

Ο Θόδωρος είχε αντιπροσωπεία οικοδομικών υλικών και ειδών υγιεινής και είχε πελάτη του τον Αργύρη, όταν δε τον γνώρισε καλύτερα, αυτόν και την παρέα του, θέλησε, ντε και καλά να γίνει μέλος της. Τα ενδιαφέροντά του απλώνονταν σε πολλούς τομείς, πέρα των επαγγελματικών. Ήθελε να φαίνεται στην κοινωνία της πόλης τους μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, που μπορούσε να έχει έγκυρη γνώμη επί παντός επιστητού. Για να ενισχύσει αυτή την εικόνα, αγόραζε ταχτικά όσα καινούργια βιβλία έφερνε το βιβλιοπωλείο του Μαθιούδη. Στην πραγματικότητα αποστρεφόταν και το διάβασμα και τα βιβλία, τα οποία τιμωρούσε, κατά κάποιον τρόπο, κλειδώνοντάς τα για πάντα στη βιβλιοθήκη του.

«Τα καταδικάζει σε ισόβια ειρκτή» σχολίασε ο Αντρέας όταν το έμαθε.

Ουσιαστικά ήταν ένας επηρμένος ξερόλας και τα προσόντα του για να γίνει μέλος της παρέας των ρεμαλιών ήταν μηδαμινά.

Την ανεπάρκεια του απέδειξε πανηγυρικά ο Νίκος όταν σε μια σύναξη «δοκιμασίας», τον διπλάρωσε και άρχισε να του μιλά για τον Καβάφη, γενικώς και αορίστως, χωρίς να μνημονεύσει την ιδιότητά του. Σα να ήταν συνεννοημένα, όλα τα παρόντα ρεμάλια πήραν μέρος στην κουβέντα τους. Ο ξερόλας ακούγοντας τους όλους, μηδέ του Μαθιού, του ψαρά και του Στρατή, του ταξιτζή, εξαιρουμένων, να αναφέρονται σ΄ αυτόν τον Καβάφη, σα να ήταν κάποιο πολύ οικείο και πασίγνωστο πρόσωπο, δεν κρατήθηκε και ρώτησε, απευθυνόμενος όχι στον Νίκο αλλά στον φίλο του, τον Αργύρη

«Μα ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Καβάφης;»

ο Αργύρης τον κοίταξε καταπρόσωπο, προσποιήθηκε πολύ πειστικά τον κατάπληκτο και τον ρώτησε με κάποιο επιτιμητικό ύφος

«Σοβαρά τώρα ρε Θόδωρε, δεν ξέρεις τον στρατηγό Καβάφη;»

«Ναι κάτι έχω ακούσει» τα μάσησε αυτός

«Μα δε μπορεί να μην ξέρεις τον στρατηγό Καβάφη, το δεξί του Πλαστήρα, που αν δεν τραυματιζόταν στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ, μπορεί να παίρναμε την Άγκυρα;»

«Ναι τώρα που το λες, κάτι θυμήθηκα. Αλλά με μπέρδεψε πως μιλούσατε για ποιήματα»

«Μα αυτό ήταν το κυριότερο γνώρισμα του χαρακτήρα του» πετάχτηκε ο Νίκος «.Στη φωτιά της μάχης και κάτω από τα εχθρικά πυρά, αυτός καθόταν και έγραφε ποιήματα!»

«Πολλά μάλιστα ποιήματά του, μελοποιήθηκαν» συμπλήρωσε ο Απόστολος «τα λόγια των εμβατηρίων «περνάει ο Στρατός της Ελλάδος φρουρός» και «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» είναι από δικά του ποιήματα»

Ακολούθησε μακρά αφήγηση των  κατορθωμάτων του στρατηγού Καβάφη, από τον Αργύρη, που τη συμπλήρωναν τα υπόλοιπα ρεμάλια, με τέτοιες λεπτομέρειες, που ο Θόδωρος αποδέχτηκε τα λεγόμενά τους ως άρθρα πίστεως. Πολύ επηρεάστηκε από την συμμετοχή στη συζήτηση του Δήμου, που είχε ακούσει πως ήταν ο νέος φιλόλογος στο Γυμνάσιο. Έτσι πολύ εντυπωσιασμένος, μετέφερε αυτολεξεί τις περί του στρατηγού Καβάφη πληροφορίες στους γνωστούς του, σε μιαν οικογενειακή βεγγέρα, το επόμενο Σαββατοκύριακο,  οπότε έγινε χαμός.

Παρεμπιπτόντως τα ρεμάλια, σχολιάζοντας τη φάρσα που κατέληξε στην απόρριψη του Θόδωρου, οι καινούργιοι  φίλοι του ενημέρωσαν τον Δήμο για τις λαβές που είδε στο κουρείο του Λάμπη και για τη συμπεριφορά του σκυλιού του κουρέα. Τις λαβές τις είχε τοποθετήσει ο Αργύρης και όσες φορές κάποιο από τα ρεμάλια ξυριζόταν, παρουσία όμως και άλλων πελατών, που περίμεναν τη σειρά τους, κρατιόταν από τις λαβές, δήθεν για να αντέξει στον πόνο που του προκαλούσε το ξύρισμα.

Όσο για το σκυλί, αυτό το είχε εκπαιδεύσει, άγνωστο με ποιον τρόπο, ο Λάμπης, να παρακολουθεί τη διαδικασία του ξυρίσματος με πραγματική λαχτάρα, κουνώντας την ουρά του. Σε τυχόν ερώτηση του πελάτη γιατί το σκυλί συμπεριφέρεται έτσι, ο Λάμπης του έλεγε αφελώς

«Να ξέρετε, άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε και καμιά φορά ξεφεύγει το ξυράφι και πέφτει κανένα αυτί…»

Τα ρεμάλια ενημέρωσαν επίσης τον Δήμο για μιαν άλλη πολύ σοβαρότερη και μεγαλύτερης διαρκείας φάρσα που οργάνωσαν και είχε θύμα τον καινούργιο αρχιμανδρίτη, αρχιερατικό επίτροπο της μητρόπολης. Ήταν τύπος εξουσιαστικός και φανατικός, ο οποίος, μόλις εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη τους, πλήρης ενθέου ζήλου,  αναδιοργάνωσε επί το αυστηρότερον τα κατηχητικά σχολεία, σκάρωσε μια μαχητική ένωση ευσεβών χριστιανών και εγκαινίασε επιθετικά κηρύγματα από του άμβωνος, με τα οποία στηλίτευε τις αμαρτίες γενικώς, ειδικότερα όμως όσες είχαν σχέση με τη σάρκα, τις οποίες και θεωρούσε σοβαρότερες από όλες τις άλλες.

Όταν οι πρωτοβουλίες αυτές του νέου αρχιμανδρίτη άρχισαν να απασχολούν την κοινή γνώμη της κωμόπολης και της περιοχής της, με προτροπή και οργάνωση του Αργύρη, σύσσωμη η παρέα των ρεμαλιών άρχισαν να εκκλησιάζονται ταχτικά και κυρίως έγιναν οι προσεκτικοί ακροατές των κηρυγμάτων του, πράγμα που έκανε μεγάλη αίσθηση στον κόσμο, καθώς ως τότε είχαν τη φήμη αλιβάνιστων. Κατόπιν τα ρεμάλια καθιέρωσαν, ανελλιπώς κάθε Κυριακή, να εξομολογούνται και κατόπιν να κοινωνούν. Το ότι κατάφερε να φέρει στο δρόμο του Θεού τα «ρεμάλια της Πιερίας», για τον βίο και την πολιτεία των οποίων είχε μάθει από το δίκτυο των ευσεβών πληροφοριοδοτών του, ανέβασε πολύ το κύρος του αρχιμανδρίτη στα μάτια των πιστών και στον ίδιον προκάλεσε αρχικά αισθήματα ευφορίας και αυτοπεποίθησης.

Αρχικά όμως, γιατί προϊόντος του χρόνου, άρχισε να αισθάνεται μάλλον άσχημα, καθώς στις εξομολογήσεις τους, τα ρεμάλια, ομολογούσαν, με την προσήκουσα βεβαίως συντριβή και μεταμέλεια, τέτοιες φοβερές αμαρτίες, όλες σχετικές με τη σάρκα, που ο αρχιμανδρίτης, ακούγοντάς τους, έφριττε. Ο νους του δεν το χωρούσε πώς τέτοιοι, κατά τεκμήριον ευυπόληπτοι άνθρωποι, πολίτες υπεράνω πάσης υποψίας, διέπρατταν τέτοιες ανήκουστες αμαρτίες, μπροστά στις οποίες ωχριούσαν η σοδομία, η αιμομιξία, η παιδεραστία ή η κτηνοβασία. Και όσο προχωρούσε ο καιρός και συνεχίζονταν οι ταχτικές κυριακάτικες εξομολογήσεις, ένιωθε όλο και μεγαλύτερη ταραχή.

Άρχισε να τους επιβάλλει αυστηρότατους κανόνες νηστείας και προσευχής, ο δε Αργύρης φρόντισε,  με τη βοήθεια εμπίστων φίλων του, να μαθευτεί στην κοινή γνώμη της κωμόπολης, πως τα ρεμάλια τηρούσαν τους κανόνες του αρχιμανδρίτη. Μάλιστα σε μια συνεστίαση, που οργάνωσε η δημοτική αρχή και είχαν προσκληθεί τα περισσότερα από τα ρεμάλια, επειδή συνέπεσε να είναι Παρασκευή, αρνήθηκαν να «αρτυστούν», επικαλούμενα τον κανόνα που τους είχε επιβάλει ο αρχιμανδρίτης και περιορίστηκαν να φάνε μόνο ανάλαδες σαλάτες και φρούτα.

Ο Αργύρης πάλι, κανόνισε ένα σούρουπο να τον αντιληφθούνε κάποιες περαστικές θεούσες να αυτομαστιγώνεται σε μια οικοδομή, που είχε ξεκινήσει και ήταν ακόμα γιαπί. Τη συνταρακτική είδηση την πρόφτασαν αμέσως στον αρχιμανδρίτη, στον οποίον η επίγνωση πως οι ενορίτες του ήταν τόσο αμαρτωλοί, του είχε γίνει αληθινός βραχνάς και, το χειρότερο, δε μπορούσε να τα πει σε κάποιον και να ξαλαφρώσει, γιατί, τυπολάτρης καθώς ήταν, εμποδιζόταν από το απόρρητο της εξομολόγησης.

Το κακό ήταν πως παρά τις νουθεσίες και τους αυστηρότατους κανόνες του, τα ρεμάλια υπέκυπταν ξανά και ξανά στους πειρασμούς της σάρκας και στο τέλος, όσο το βιολί συνεχιζόταν, του αρχιμανδρίτη άρχισε να του στρίβει.  Στα κηρύγματά του, που είχαν πάρει τώρα μορφή παραληρήματος, καταφερόταν με ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα όχι μόνο κατά της αμαρτίας γενικώς, αλλά και κατά του ποιμνίου του ειδικότερα, που το στηλίτευε σαν εσμό υποκριτών, βουτηγμένων στην αμαρτία, που θα πήγαιναν οπωσδήποτε στην κόλαση.

Ο Δήμος εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη, όταν ο αρχιμανδρίτης μόλις είχε φύγει ή καλύτερα είχε εκδιωχθεί. Αυτό συνέβη όταν ο δεσπότης, καλοκάγαθος και πράος κληρικός, πληροφορήθηκε το περιεχόμενο και το ύφος των κηρυγμάτων του αρχιμανδρίτη, ήρθε επιταυτού από την Κατερίνη και του συνέστησε κάποιο μετριασμό του ζήλου του, οπότε αυτός, σε έξαλλη κατάσταση, τον καθύβρισε, από του άμβωνος μάλιστα, «εμπαίκτη» και «φαρισαίο».

Σιγά σιγά ο Δήμος, κάνοντας ταχτικότερη παρέα  με τον Αντρέα, τον πρόσεξε καλύτερα και με κάποια έκπληξη διαπίστωσε, πως κάτω από το προσωπείο του ρέμπελου και ανέμελου καλαμπουριτζή, κρυβόταν ένας άλλος, πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Αυτό το υποπτεύθηκε για πρώτη φορά, όταν, σε μια κουβέντα που είχαν οι δυο τους, ο Αντρέας του είχε πει.

«Δεν ξέρω αν έχεις υπ΄ όψη σου ένα ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου, (αλήθεια τον έχεις ακουστά;), αλλά το θεωρώ σα να γράφτηκε για σένα»

«Ποιο ποίημα;»

«Αυτό που λέει:

Ειν΄ η ζωή μου εν΄ άδειο ονειροπόλημα
στο φως μιας ανοιξιάτικης λιακάδας
πάντα η ζωή μου εμένα χαραμίζεται
μες στα δεσμά της κρύας της φρονιμάδας

Πότε ποθώ ταξίδια πολυτάραχα
σε κάποια τροπική ονειρώδη χώρα,
πότε ποθώ μια ακράτητη επανάσταση,
σαν που η φρυγμένη γη διψά μια μπόρα.»

Το ήξερε το ποίημα, όπως και πολλά άλλα του Πανσέληνου, αλλά ακούγοντας τον Αντρέα εντυπωσιάστηκε, γιατί, πρώτον: δεν περίμενε από τον ρέμπελο φίλο του, να ξέρει τον ποιητή και το ποίημα και δεύτερον: να τον έχει ψυχολογήσει τόσο καλά. Αυτό το τελευταίο κυριολεκτικά τον κατέπληξε. Ήταν ο μόνος από τους γνωστούς που είχε αποχτήσει σ΄ αυτό το μέρος, ο οποίος διέγνωσε τον πραγματικό χαρακτήρα του και είχε μαντέψει, κατά κάποιον τρόπο, τις κρυφές ονειροπολήσεις του, τα ονειρικά «πολυτάραχα ταξίδια» του, όπως ακριβώς έλεγε το ποίημα.

Κατάληξε στο συμπέρασμα πως, παρά τα φαινόμενα, ο Αντρέας δεν ήταν ούτε ρέμπελος ούτε ανερμάτιστος. Αυτά ήταν τα επιφαινόμενα, που, σαν αόρατη προστατευτική πανοπλία, τον προστάτευαν επικαλύπτοντας τον πραγματικό του χαρακτήρα. Σκέφτηκε πως στο σημείο αυτό και εκείνος έμοιαζε με τον Αντρέα. Κι αυτός, στην πραγματικότητα, κάπως έτσι ήταν. Όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, «έξωθεν ψυχρός και έσωθεν φλεγόμενος».  Κατά βάθος ήταν εύθυμος άνθρωπος και συνήθως όταν ξυπνούσε, είτε όταν πλενόταν, είτε όταν ετοίμαζε το πρωινό του σιγοσφύριζε ή μουρμούριζε κάποιο τραγούδι. Οικογενειακό τους γνώρισμα. Θυμόταν τον παππού του να ψέλνει το πρωί, χαμηλόφωνα, διάφορα τροπάρια ή απολυτίκια και τον πατέρα του να σιγοτραγουδά ρομάντζες του Χαιρόπουλου, του Γιαννίδη και του Αττίκ ή αντάρτικα, ανάλογα με τη διάθεσή του.

Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ανάμεσα σ΄ αυτόν και τον Αντρέα αναπτύχθηκε σιγά σιγά οικειότητα μεγαλύτερη από εκείνη που είχε με τους συναδέλφους του στο Γυμνάσιο ή με τα υπόλοιπα ρεμάλια ή με τους γνωστούς του στο καφενείο, οικειότητα που εξελίχθηκε σε φιλία. Ήταν ουσιαστικά ο πρώτος φίλος που αποχτούσε, καθώς η παρέα της νιότης του, είχε με τον καιρό αποσαθρωθεί από τη ζωή.

Χωρίς να σχολιάσει περισσότερο την απουσία του Αντρέα, πήρε μέρος στη χαμηλόφωνη συζήτηση των άλλων δύο για τις συνταρακτικές ειδήσεις που έρχονταν από την Αθήνα. Κάτι σοβαρό γινόταν από τα νέα παιδιά, που είχαν καταλάβει και κλειδωθεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Λέγανε μάλιστα πως είχαν φτιάσει και ραδιοφωνικό πομπό και εκπέμπανε φλογερές διακηρύξεις κατά της Χούντας και των Αμερικανών! Πρωτοφανή πράγματα. Δυστυχώς κανείς από τους συνομιλητές του δεν κατάφερε να πιάσει αυτό τον σταθμό. Ίσως η εμβέλειά του να ήταν μικρή. Όπως ήταν πια καθιερωμένο, τους είπε τα τελευταία αντιχουντικά ανέκδοτα που είχε ακούσει.

Οχτώ παρά τέταρτο πλήρωσε τον καφέ του, σηκώθηκε και βγήκε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει αλλά εξακολουθούσε να φυσάει γερά. Τάχυνε το βήμα του, αποφεύγοντας τις λακκούβες με τα νερά που αφθονούσαν στο πεζοδρόμιο και στη φθαρμένη άσφαλτο του παραλιακού δρόμου και προσέχοντας να μην πατήσει άχυρα ή κλαδάκια που σχημάτιζαν σταυρό, γιατί το θεωρούσε γρουσουζιά. Δεν ήθελε να χάσει το έργο. Ήταν του Φελίνι, λεγόταν «Λα Στράντα» και έπαιζε ο Άντονυ Κουίν, που τον είχε θαυμάσει πέρσι στο «Βίβα Ζαπάτα», δίπλα στον Μάρλον Μπράντο. Καλησπέρισε τη Μάρω, το γελαστό κορίτσι του ταμείου, πήρε το εισιτήριό του και μπήκε στην αίθουσα, πριν ακόμα σβήσουν τα φώτα. Βρήκε καλή θέση και νοιώθοντας κάτι σαν θαλπωρή, βυθίστηκε στην άνεση της πολυθρόνας του και περίμενε.

Φυσικά πριν από την ταινία προβλήθηκαν σκηνές από το προσεχές έργο και τα απαραίτητα Επίκαιρα. Λίγο μπαγιάτικα βέβαια, αφού αφορούσαν το προηγούμενο τρίμηνο και γι΄ αυτό δεν προσηλώθηκε στην οθόνη. Δεν άντεχε να βλέπει τη φάτσα του Μαρκεζίνη, που το έπαιζε πρωθυπουργός. Τελικά, σκέφτηκε, ήταν αξιολύπητος άνθρωπος. Με τέτοια φάτσα τι σόι σταδιοδρομία περίμενε να κάνει σαν πολιτικός. Άραγες δεν το ξέρει πως η εξουσία του είναι δοτή από τον Παπαδόπουλο και τη Χούντα; Πρέπει να το ξέρει, γιατί είναι έξυπνος άνθρωπος. Έπαψε να παρακολουθεί τον Μαρκεζίνη και άρχισε να περιεργάζεται τους πλαϊνούς του και, παρά το μισοσκόταδο, αντάλλαξε κάνα δύο χαιρετιστήρια νεύματα με κάποιους γνωστούς. Η αίθουσα στο μεταξύ είχε γεμίσει. Ξαφνικά αναστατώθηκε. Στην οθόνη είδε την Έζμπα! Δεν είχε αντιληφθεί πως από τα πολιτικά και τα διεθνή επίκαιρα είχαν περάσει στις καλλιτεχνικές ειδήσεις και εκείνη τη στιγμή δείχνανε μιαν έκθεση ζωγραφικής με δικά της έργα, που είχε γίνει στην Αθήνα τον περασμένο Αύγουστο!

Κοίταζε το πανί και δεν πίστευε στα μάτια του. Είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που την είδε για τελευταία φορά να στέκει στο μουράγιο του λιμανιού του νησιού της και να τον κοιτάζει με ανείπωτη θλίψη, καθώς απομακρυνόταν το φέρυ μπωτ, που θα τον πήγαινε στον Πειραιά.

Την έβλεπε πολύ συγκινημένος. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, από την τελευταία φορά που την είχε δει, είχε ομορφύνει ακόμα περισσότερο. Φαινόταν φυσικά πιο ώριμη και με μια έκφραση σιγουριάς, που δεν την είχε άλλοτε, αλλά ήταν το ίδιο κομψή και καλοβαλμένη όπως τότε.

Αναστατώθηκε. Όσο κρατούσε η προβολή κοιτούσε σα μαγνητισμένος το πανί, όταν όμως τέλειωσαν τα επίκαιρα και άναψαν για λίγο τα φώτα, πριν αρχίσει το έργο, ένοιωσε να πνίγεται. Δεν άντεχε να μείνει άλλο εκεί μέσα και δεν τον ένοιαζε αν δε θα έβλεπε την ταινία. Ήθελε να βγει οπωσδήποτε έξω να ανασάνει. Σηκώθηκε από τη θέση του και ενοχλώντας τους πλαϊνούς του, βγήκε στο διάδρομο και τράβηξε βιαστικός προς την έξοδο.

«Κάτι ξέχασα, θα ξανάρθω» πέταξε της Μάρως που του έριξε μιαν απορημένη ματιά από το ταμείο της.

Έξω ο καιρός ήταν χάλια. Στον μανιασμένο αγέρα είχε προστεθεί ξανά η βροχή, αλλά αυτό δεν τον επτόησε και άρχισε να βαδίζει άσκοπα σαν υπνωτισμένος. «Κοίτα σύμπτωση» σκέφτηκε «χτες την είδα στον ύπνο μου και σήμερα στα επίκαιρα». Τότε που ήταν ερωτευμένοι, αυτό ήταν ο κανόνας. Όταν την έβλεπε στον ύπνο του την άλλη μέρα θα είχε γράμμα της ή θα του τηλεφωνούσε. Αψηφώντας τις επιθετικές ριπές της βροχής, που την κατακερμάτιζε ο άνεμος, πήρε το δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, προς την ακτή. Σε λίγο αντίκρισε τη θάλασσα και παρά το σκοτάδι ξεχώρισε τα άσπρα μανιασμένα κύματα που τη γέμιζαν.

(Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία ")


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΡΑΤΑ ΠΕΙΝΙΡΛΙ! Μία συνταγή που δεν θα την αλλάζετε με τίποτα! Απο τον Γιώργο Χριστιανό!

  ΑΦΡΑΤΑ ΠΕΙΝΙΡΛΙ! Μία συνταγή που δεν θα την αλλάζετε με τίποτα!  Απο τον Γιώργο Χριστιανό! Last updated: 27 Φεβρουαρίου, 2019 3:17 μμ By t...