Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ ( ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ

 ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ ( ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ)


(Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία ")

Οι δημοσιεύσεις θα γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη, εκτός απροόπτου. Σήμερα θα βάλω το μισό πρώτο κεφάλαιο. Όπως θα δείτε η δράση ξεκινάει στο τέλος της δεκαετίας του 1960.

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ

ΕΝΑ

Η κρυφή ζωή του Δήμου Παπανίκα

Τον ξύπνησε ο επαναλαμβανόμενος κρότος από ένα παντζούρι, που ο άνεμος το χτυπούσε, με εκνευριστική συνέχεια και συνέπεια, στον τοίχο του γειτονικού σπιτιού. Σηκώθηκε κακόκεφος και, τουρτουρίζοντας, πήγε στο μπάνιο. Η φάτσα που είδε στον καθρέφτη δεν του άρεσε καθόλου: αναστατωμένα μαλλιά, που είχαν γκριζάρει σε μεγάλο ποσοστό, κομμένα μάτια, ρυτίδες παντού. Έπλυνε τα δόντια του, πλύθηκε, ξυρίστηκε, χτενίστηκε, η φάτσα του σουλουπώθηκε κάπως, αλλά η κακοκεφιά δεν έλεγε να του περάσει.

Ένδειξη της κακής του διάθεσης ήταν και το τραγούδι που, κατά την πάγια συνήθεια του,  σιγομουρμούριζε καθώς ετοίμαζε το πρωινό του. Το σημερινό ήταν θλιβερό, κάτι σα μανιάτικο μοιρολόι, που του είχε κολλήσει από τότε που σηκώθηκε από το κρεβάτι. Με τη σχολαστική μεθοδικότητα, που του είχε γίνει δεύτερη φύση, έβαλε νερό στο μπρίκι, άναψε τη γκαζιέρα και περίμενε να ζεστάνει το νερό, έριξε μέσα το τσάι, το σούρωσε στο φλιτζάνι, πρόσθεσε μια κουταλιά ζάχαρη, έβαλε το φλιτζάνι στο δίσκο, μαζί με παξιμάδια, τυρί και ελιές και τα πήγε με προσοχή στο τραπέζι του. Πίνοντας το τσάι του, βουτώντας μέσα παξιμάδια και τρώγοντας τυρί, συνειδητοποίησε της αιτία της κακοκεφιάς του. Ήταν το όνειρο που είχε δει στον ύπνο του. Όχι πως αυτό καθεαυτό το όνειρο ήταν άσκημο. Κάθε άλλο. Είδε στον ύπνο του την Έζμπα! Πάντα μ΄αυτό το όνομα – το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο – την έφερνε στο νου του. Σπανίως με το πραγματικό της, που ήταν άλλωστε πολύ κοινό: Βασιλική.

Πάντοτε σαν την έβλεπε στον ύπνο του, την άλλη μέρα ένοιωθε αναστατωμένος. Αυτή τη φορά όμως η αναστάτωση που του προκάλεσε το όνειρο ήταν πολύ πιο έντονη και οφειλόταν στο περιεχόμενό του. Είδε πως την είχε, επιτέλους, πείσει να παντρευτούν και όχι μόνον αυτό, αλλά πως είχαν και παιδιά. Στο όνειρο τα παιδιά δεν έπαιρναν ενεργό μέρος, αλλά η ύπαρξή τους υποδηλωνόταν, υπαινικτικά μεν, αλλά με σαφήνεια. Τα παιδιά άλλωστε αποτελούσαν πάντοτε την αγάπη του και, όπως φαίνεται, η παρουσία τους στο όνειρό του αποτελούσε προβολή της μύχιας επιθυμίας του, να κάνανε με την Έζμπα παιδιά. Πιο πολύ θυμόταν την ατμόσφαιρα που επικρατούσε (στο όνειρο πάντα): την τρυφερότητα και τη γαλήνη. Από τότε που τη γνώρισε, αυτό ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα που ένοιωθε κοντά της: Τρυφερότητα και γαλήνη. Τώρα πώς τα κατάφεραν και ύστερα από πέντε χρόνια συμβίωσης στράβωσαν τα πράματα και ο δεσμός τους κόπηκε, ποτέ του δε μπόρεσε να το εξηγήσει, αλλά μέσα του έριχνε το σφάλμα στον εαυτό του, χωρίς να το αναλύει περισσότερο.

Το περπάτημα από το σπίτι του ως το Γυμνάσιο, δεν έστρωσε το κέφι του. Εκτός που είχε ανεμόβροχο και η ομπρέλα δεν τον προστάτευε αρκετά, η κακοκαιρία μεγάλωνε την κακοκεφιά του. Συνέχισε να σιγομουρμουρίζει το πένθιμο τραγούδι με το οποίο ξύπνησε, ώσπου έφτασε στο σχολείο. Αλλά την κακή του διάθεση δεν την απομάκρυνε ούτε η ρουτίνα της καθημερινότητας. Όσην ώρα δίδασκε, ο νους του δεν ήταν στο μάθημα, αλλά σ΄ εκείνη. Καταλάβαινε κι ο ίδιος πως το μάθημα που έκανε ήταν ανιαρό και άψυχο. Το επιβεβαίωσαν τα απορημένα βλέμματα του Γεωργόπουλου, του Δημητριάδη και του Αποστολέλλη, των τριών καλύτερων μαθητών του, που χωρίς να το δείχνει φανερά, υπολόγιζε τη γνώμη τους. Ακόμα, πράγμα πρωτοφανές, ανέχθηκε χωρίς να αντιδράσει τη φασαρία που κάνανε στα πίσω θρανία ο Πίκουλας και ο Χατζηγεωργίου. Έκανε πως δεν τους έβλεπε να καρπαζώνονται,  κάτι που σε κανονικές συνθήκες δεν θα το επέτρεπε με κανένα τρόπο.

Χωρίς να είναι τυραννικός ή έστω αυστηρός (απεχθανόταν τις φωνές και το ξύλο και δεν είχε κρατήσει ποτέ του βέργα ή χάρακα, ούτε είχε σκαμπιλίσει μαθητή), είχε καταφέρει να  επιβάλλεται με τη στάση και τη συμπεριφορά του. Η μόνη τιμωρία που συνήθιζε να επιβάλει ήταν να πετάει τους ατακτούντες έξω από την τάξη και με τον καιρό η απειλή

«Πρόσεξε, γιατί θα σε πετάξω έξω»

αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματική, γιατί και καλό μάθημα έκανε και τη συμπάθεια των παιδιών είχε κερδίσει.

Ανάμεσα σ΄ αυτόν και τους μαθητές του είχε αναπτυχθεί κάποια αδιόρατη φιλική σχέση, ιδίως όταν τους δίδαξε τον Επιτάφιο του Περικλή, από τον Θουκυδίδη. Η παράδοσή του δεν περιορίστηκε στη γλωσσική και φιλολογική ανάλυση, όπως γινόταν κατά κανόνα, αλλά μπήκε στα νοήματα του κειμένου, στις αξίες του ελληνικού πνεύματος, στην ανεκτικότητα, στη φιλοκαλία και κυρίως στην αγάπη της ελευθερίας. Θυμόταν ακόμα με πόση ένταση τον κοίταζαν στα μάτια, όταν τους διάβασε τον ορισμό της Δημοκρατίας: το μη ες ολίγους αλλ΄ ες πλείονας οικείν, Δημοκρατία κέκληται και τους το μετέφρασε: το να μη διοικούν οι λίγοι αλλά οι πολλοί, αυτό λέγεται Δημοκρατία και τόνισε πως η λέξη αυτούσια υπάρχει στη γλώσσα μας δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Και, καθώς είχε πάρει φόρα, τους ανέφερε και το απόσπασμα του Δημόκριτου: «Η φτώχεια με δημοκρατία είναι τόσο προτιμότερη από αυτό που οι δυνάστες ονομάζουν ευημερία, όσο είναι η ελευθερία από τη δουλεία». Κι αυτά, τον τρίτο χρόνο της Δικτατορίας.

Την επόμενη χρονιά τους είχε διδάξει, με συναρπαστικό τρόπο, την Αντιγόνη και, χωρίς να τους πει ξεκάθαρα τίποτα, κατάλαβε, από την έκφραση που είχαν πάρει τα πρόσωπά τους, πως είχανε πιάσει το πνεύμα της αντίστασης στην καταπίεση, που αντιπροσώπευε η ηρωίδα του Σοφοκλή.

Πέρσι πάλι, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο θεολόγος που είχαν και άργησε κάπου ένα τρίμηνο να έρθει καινούργιος, ο Γυμνασιάρχης του ανέθεσε να κάνει αυτός τα θρησκευτικά. Ξεκίνησε τη Γένεση, απαγγέλλοντας, σαν πρόλογο, το ποίημα του Λασκαράτου

Όντις έπλασε ο Θiός την Οικουμένη,
το Ληξούρι και τόσους άλλους τόπους,
είπε στο νου του, «τώρα δε μου μένει
παρά να πλάσω, γιε μου, και τς ανθρώπους».
Κι όπως εκράτγε τον Αδάμ στερνόνε
τού  ΄πε: «συ να΄σαι Αδάμ το ζω των ζώνε».

…………………………………………..

και ούτω καθεξής

Οι μαθητές του στην αρχή τα χάσανε. Δεν περίμεναν τέτοια εισαγωγή στο μάθημα των θρησκευτικών. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα όμως, γέλασαν με την καρδιά τους και ζήτησαν να τους πει και άλλα ποιήματα του Λασκαράτου, για τον οποίο οι περισσότεροι δεν είχαν ακούσει καν το όνομα και αυτός τους το υποσχέθηκε για μιαν άλλη φορά. Φαίνεται όμως πως, κάποιοι το συζήτησαν στο σπίτι με τους γονείς τους και τελικά το έμαθε ο Γυμνασιάρχης, που τον κάλεσε στο γραφείο του και τον επέπληξε.

Ήταν η δεύτερη φορά που του έκανε παρατηρήσεις. Η πρώτη ήταν όταν οργάνωσε έκθεση ζωγραφικής με έργα όσων μαθητών του Γυμνασίου είχαν παρόμοια έφεση και την οποία έκθεση ονόμασε «η Κουλτούρα στο σχολείο». Ο Γυμνασιάρχης, στενοκέφαλος και τυπολάτρης, ήταν κατά κανόνα αντίθετος σε τέτοιες  πρωτοβουλίες και επιπλέον τον είχε εξαγριώσει ο όρος «κουλτούρα» που τον θεωρούσε περίπου κομμουνιστικό σύνθημα!

Σχολώντας από το γυμνάσιο, πέρασε από τη «Φωλιά», κάθισε στην κατοχυρωμένη θέση του, άνοιξε τα «Νέα», που τα διάβασε τρώγοντας μοσχάρι κοκκινιστό με πατάτες και πίνοντας ένα καρτούτσο ρετσίνα. Μια δυο απόπειρες του κυρ Αναστάση, του εστιάτορα, να ανοίξει κουβέντα μαζί του, αποκρούστηκαν με την επίμονη σιωπή του.

Γύρισε στο σπίτι του κατά τις τρεις, γδύθηκε, φόρεσε τις πυτζάμες του και πήρε τον μεταμεσημεριανό του υπνάκο. Ο κόσμος να χαλούσε δε θα παράλειπε να τον πάρει, χειμώνα καλοκαίρι. Όπως έλεγε, μ΄ αυτήν τη σιέστα, ξανακούρδιζε το βιολογικό του ρολόι. Κατάφερνε μάλιστα να βλέπει και όνειρα, τα οποία θυμόταν όταν ξυπνούσε. Τα ενύπνια όνειρα, γενικώς, παίζανε σοβαρό ρόλο στη ζωή του, μολονότι δεν τους έδωσε ποτέ προφητικό χαρακτήρα. Ήταν σα να ζούσε σ΄ αυτά μια δεύτερη, παράλληλη, ζωή. Όταν κατά τις πέντε τον ξύπνησε το  γνωστό, σιγανό, χτύπημα στην πόρτα του, διαπίστωσε ευχαριστημένος πως η κακοκεφιά του είχε φύγει. Όπως γινόταν καθημερινά, κάθισαν με την Ντίνα να πιουν τον καφέ τους κουβεντιάζοντας.

Όταν πριν εφτά χρόνια τοποθετήθηκε καθηγητής στο γυμνάσιο της μικρής αυτής πόλης, είχε νοικιάσει αυτό το διαμέρισμα, που το βρήκε του γούστου του. Ήταν σε κέντρο απόκεντρο. Πολύ κοντά στην αγορά, το Γυμνάσιο και το Δημαρχείο και ταυτόχρονα σε έναν δρομάκο καθόλου πολυσύχναστο, από όπου σπανίως περνούσαν οχήματα. Είχε έτσι την ησυχία του σα να έμενε στην άκρη του οικισμού και ταυτόχρονα απείχε από τη δουλειά του δυο βήματα.

Με τη σπιτονοικοκυρά του, που κρατούσε για κατοικία της το ισόγειο, ταίριασε με την πρώτη. Πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν όμως αρκετά καλοκαμωμένη και έδειχνε πολύ νεότερη. Ήταν χωρισμένη και τα παιδιά της, είχε δυο γιους, την είχαν απορρίψει και ζούσαν με τον πατέρα τους. Ήταν άνθρωπος ανεξάρτητος και ντόμπρος. Δούλευε πρακτική νοσηλεύτρια στο τοπικό Κέντρο Υγείας, νοίκιαζε δωμάτια του σπιτιού της και δεν είχε οικονομικά προβλήματα. Το κυριότερο της πρόβλημα ήταν η μοναξιά και η πλήξη.

Από την αρχή καθιέρωσαν να πίνουν μαζί τον απογευματινό καφέ τους, που τον έφτιαχνε φυσικά εκείνη, συζητώντας. Το ότι ένας καθηγητής Γυμνασίου, πρωτευουσιάνος, μορφωμένος και πολιτισμένος άνθρωπος, της έκανε παρέα και της φερνόταν ισότιμα, την κολάκευε. Στο Κέντρο Υγείας οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, αλλά και οι διοικητικοί υπάλληλοι, την αντιμετώπιζαν με κάποια έπαρση, σαν υποδεέστερη και μερικοί της είχαν ριχτεί, χωρίς αποτέλεσμα, γιατί, μολονότι κατά βάθος ερωτιάρα, είχε σαν κανόνα να μην ανακατεύει τις ερωτικές δοσοληψίες με τα υπηρεσιακά της.

Θέλοντας να του ανταποδώσει την προσήνειά του, προσφέρθηκε να του πλένει και να του σιδερώνει τα ρούχα, να του ράβει κανένα κουμπί και γενικά να τον φροντίζει, χωρίς να δεχτεί κουβέντα για πρόσθετη χρηματική αμοιβή αυτής της μέριμνάς της, μολονότι αυτός της το πρότεινε. Εφτά μήνες από τη γνωριμία τους και συγκεκριμένα στη γιορτή της, Κωνσταντίνου και Ελένης, ο Δήμος της έκανε ένα ωραίο δώρο, μιαν ασημένια καρφίτσα και της πρότεινε να φάνε μαζί σε ένα καλό εξοχικό κέντρο, κάπου δυο χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Δέχτηκε με φανερή ευχαρίστηση και πήγαν με το αυτοκίνητό, που μόλις είχε αγοράσει και ήταν περήφανος γι΄ αυτό.

Αρκετά στο κέφι, σιγοτραγουδώντας μάλιστα στο δρόμο, γύρισαν στο σπίτι.. Μπαίνοντας, ο Δήμος ένοιωσε διαφορετικά. Το κρασί που ήπιαν, η εγκάρδια κουβέντα που είχαν, το τραγούδι στον γυρισμό, τον έκαναν να αισθάνεται σαν νεαρός. Απροειδοποίητα, χωρίς καμιά σχετική εισαγωγή, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Ως τότε τηρούσε προσεχτικά τις αποστάσεις και ποτέ δεν είχε αποτολμήσει να κάνει την παραμικρή χειρονομία ή κίνηση, που να ξέφευγε από τα καθιερωμένα, γι΄ αυτό και χάρηκε πολύ, όταν εκείνη ανταποκρίθηκε πολύ πρόθυμα. Παίρνοντας μεγαλύτερο θάρρος, προχώρησε σε πιο τολμηρά χάδια και άρχισε να της βγάζει τα ρούχα της. Αυτή χωρίς να πάψει να τον φιλά, τον μιμήθηκε και στο τέλος πέσανε μισόγυμνοι στο κρεβάτι.

Ήταν πολύ ωραίο το σμίξιμό τους. Αποδείχτηκε πως η Ντίνα ήταν θερμή γυναίκα, που χαιρόταν τις σαρκικές επαφές και αρκετά πεπειραμένη σ΄ αυτές. Κατάλαβε πάντως πως πρέπει να ήταν πολύς καιρός που δεν είχε κάνει έρωτα, γιατί η συμπεριφορά της του θύμισε το λεγόμενο «σαν τη χήρα στο κρεβάτι». Κι εκείνος άλλωστε δεν πήγαινε παρακάτω. Δεν είχαν περάσει ούτε οχτώ μήνες που μετατέθηκε σ΄ αυτή τη μικρή πόλη και φυσικά ούτε συζήτηση να επισκεπτόταν, καθηγητής άνθρωπος, τα πορνεία της, αν υπήρχαν φυσικά, γιατί ούτε να ρωτήσει κανέναν επ΄ αυτού, δεν τόλμησε, ούτε ζήτησε πληροφορίες αν υπήρχαν στην πόλη τους κάποιες μεμονωμένες πόρνες, που εκείνος αγνοούσε την ύπαρξή τους.

Σημείωσε πάντως πως δεν του ζήτησε να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό και αυτό από τη μια τον ευχαρίστησε κι από την άλλη τον παραξένεψε. Δεν κρατήθηκε και όπως μένανε ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, ενώ οι αναπνοές τους εύρισκαν τον κανονικό τους ρυθμό, τη ρώτησε

«Μήπως έπρεπε να πάρω κάποιες προφυλάξεις;»

Αυτή κατάλαβε τι εννοούσε, γέλασε ξένοιαστα και του λέει

«Δε χρειάζεται καλέ μου, εδώ και ένα χρόνο δε βλέπω περίοδο»

Ένοιωσε ανακούφιση και ταυτόχρονα σκέφτηκε πόσο ειλικρινής και απαλλαγμένη από σεμνοτυφίες γυναίκα ήταν.

Από τότε γίνανε κανονικοί εραστές, χωρίς όμως να προχωρήσουν σε φανερή συμβίωση. Δεν το ήθελαν και οι δύο. Δεν έπρεπε να δώσουν αφορμές σε σχόλια. Εκτός του ότι στα πίσω δωμάτια και του ισογείου και του ορόφου, μένανε άλλοι νοικάρηδες, ο ένας μάλιστα αξιωματικός της χωροφυλακής, στο σπίτι μπαινοβγαίνανε, συνεχώς και απροειδοποίητα, συνάδελφοι και συγγενείς της Ντίνας. Έτσι, τηρούσαν τα προσχήματα. Πήγαιναν καμιά φορά μαζί στο σινεμά, στην απογευματινή προβολή και σπανιότερα βγαίνανε μαζί το βράδυ έξω για φαΐ. Είχαν κανονίσει να πηγαίνουνε με το αυτοκίνητό του σε μια κοντινή πόλη.  Συνήθως κάνανε έρωτα δυο φορές τη βδομάδα, πάντα στο διαμέρισμα του Δήμου, πριν ή μετά τον απογευματινό καφέ. Σ΄ αυτό τους διευκόλυνε το ότι το χωλ του διαμερίσματος του Δήμου στον όροφο και το χωλ της Ντίνας στο ισόγειο, επικοινωνούσαν με ιδιαίτερη σκάλα. Αργότερα βέβαια, όταν πέρασε η πρώτη έξαρση, αραίωσαν τα σμιξίματά τους. Τώρα το κάνανε μια φορά τη βδομάδα ή και πιο αραιά.

Του Δήμου του άρεσε αυτή η εξέλιξη, πολύ περισσότερο που η Ντίνα δεν του έκανε ποτέ καμιά νύξη για γάμο. Αυτό τον παραξένεψε στην αρχή, αλλά κατάλαβε πως οφειλόταν στην απόφασή της να είναι απολύτως ανεξάρτητη και αδέσμευτη. Ο ντόμπρος χαρακτήρας της την έφερε πιο κοντά του. Μαθαίνοντας πως στη γειτονική τους Κατερίνη λειτουργούσε νυκτερινή σχολή παραϊατρικών επαγγελμάτων, ΣΒΙΕ τη λέγανε που, μολονότι ιδιωτική, έδινε διπλώματα που αναγνώριζε η Πολιτεία, την έπεισε να γραφτεί, ώστε να αποχτήσει πτυχίο νοσηλεύτριας,  προσφέρθηκε μάλιστα δυο ή τρεις φορές τη βδομάδα, όχι μόνο να την πηγαίνει με το αμάξι του, αλλά και να τη φέρνει πίσω, στις εννιά τη νύχτα.

Εκείνο το απόγεμα δεν έκαναν έρωτα, αλλά περιορίστηκαν να κουβεντιάσουν, πίνοντας τον καφέ τους. Του μετέφερε φυσικά όλα τα νέα της γειτονιάς, της είπε κι αυτός τα δικά του κι έτσι πέρασε η ώρα τους.

«Τι θα κάνεις το βράδυ; Δεν πιστεύω να πας βόλτα με τέτοιον καιρό;» τον ρώτησε, όταν η κουβέντα τους ξεψύχησε.

Από τότε που τον ήξερε, τον έβλεπε να φεύγει καθημερινά από το σπίτι όταν σουρούπωνε και να κάνει, όπως γρήγορα εξακρίβωσε, μακρινούς μοναχικούς περιπάτους, είτε στην ακρογιαλιά, είτε στο κοντινό δασάκι, είχε δε επισημάνει πως ο Δήμος σ΄ αυτούς τους περιπάτους, αλλά και σε όλες σχεδόν τις μετακινήσεις του μέσα στην πόλη δε χρησιμοποιoύσε το αυτοκίνητο του, αλλά πήγαινε πάντα με τα πόδια.

«Τι έχει ο καιρός; Φυσάει μόνο, δε βρέχει πια».

«Να ντυθείς όμως καλά»

«Μη νοιάζεσαι. Κατόπιν λέω να πάω σινεμά. Φέρανε ένα καλό ιταλικό έργο και δε θέλω να το χάσω. Μια που δεν έχεις μάθημα απόψε, έρχεσαι;»

«Θα το ήθελα πολύ, αλλά πρέπει να πάω να δω την Ελένη. Είναι άρρωστη η καημένη και με χρειάζεται»

Έβαλε το χοντρό παλτό του και βγήκε. Απόψε τράβηξε προς τον πευκόφυτο λόφο, που προστάτευε την πόλη από τους βοριάδες. Το δάσος (η ονομασία ήταν μάλλον καταχρηστική) ήταν φυσικά έρημο.

Περπατώντας στις νοτισμένες πευκοβελόνες επιδόθηκε στην ταχτική,  καθημερινή του ονειροπόληση.

Όταν χώρισαν με την Έζμπα, ένοιωσε πως άδειασε ο κόσμος γύρω του. Ήταν σα να πέθανε ένα κομμάτι του εαυτού του. Από ιδιοσυγκρασία, όταν κάτι του άρεσε αφοσιωνόταν ολόψυχα σ΄αυτό. Είτε αυτό το κάτι ήταν μια απασχόληση, ένα βιβλίο, μια ιδέα. Πόσο μάλλον μια τόσο τρυφερή και όμορφη γυναίκα.

Τρυφερότητα και γαλήνη ήταν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν στη σχέση τους κι αν κάπου κάπου διαφωνίες και μαλώματα αντικαθιστούσαν προσωρινά αυτή τη γαλήνη, η συμφιλίωση που την ξανάφερνε ήταν  τόσο γλυκιά, που σκεφτόταν πως και τα διαλείμματα αυτά άξιζαν τον κόπο.

Παρά τις λογομαχίες και τις συγκρούσεις τους, που τελευταία ήταν πολύ συχνές, του ήταν αδιανόητο να ζήσει μακριά της. Και όταν αυτό το αδιανόητο έγινε πραγματικότητα, του φάνηκε πως ήταν αδύνατο να το αντέξει, όσο κι αν προσπάθησε.

Στην αρχή δοκίμασε να αντιμετωπίσει το ανυπόφορο κενό που είχε νοιώσει, με τη λογική: «Εντάξει – και τι θα γινόταν δηλαδή, αν δεν είχες πάει σ΄ αυτό το πάρτι της Κατερίνας;» συλλογίστηκε και με αυτή τη βάση – τι θα γινόταν αν δεν…. προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή του. Αποδείχτηκε όμως πως αυτό ήταν αδύνατο. Η ανάμνηση της ίδιας και των στιγμών που ζήσανε μαζί, ήταν αβάσταχτα οδυνηρή.

Αμέσως μόλις επέστρεψε από την Αίγινα στην Αθήνα, οι μνήμες τον κύκλωσαν ασφυκτικά. Είχε το καταραμένο προσόν να θυμάται τα πάντα και με κάθε λεπτομέρεια. Περνώντας από τα σημεία της πόλης – και  του κέντρου και της Κυψέλης και της Ηλιούπολης – όπου είχαν περπατήσει μαζί, από τα εστιατόρια ή τα ταβερνάκια όπου είχαν φάει, από τα θέατρα ή τους κινηματογράφους όπου είχαν παρακολουθήσει σπουδαίες παραστάσεις και είχαν δει αλησμόνητες ταινίες, οι μνήμες τον κυνηγούσαν αδιάκοπα. Ακόμα και η σιλουέτα του νησιού της, που διαγραφόταν βιολετιά στον ορίζοντα όταν καμιά φορά περπατούσε ή διέτρεχε την παραλιακή λεωφόρο, τον έκανε να πονά. Σταμάτησε λοιπόν να κατεβαίνει στο Φάληρο και τη Γλυφάδα. Έκοψε τις ταχτικές επαφές του με τον Αλέκο και την Κατερίνα καθώς και με τον Κώστα και τη Λούλα. Δε μπορούσε όμως να αποφύγει τις τυχαίες συναντήσεις με άλλους γνωστούς και φίλους, που γίνονταν πρόσθετες πηγές πόνου.

Σχέσεις με άλλες γυναίκες δεν επιδίωξε να συνάψει. Εκτός που δεν υπήρξε ποτέ του γυναικάς, το αντίθετο μάλιστα, με το άλλο φύλο ήταν πάντα συνεσταλμένος, ήξερε πως δεν υπήρχε στον κόσμο άλλη γυναίκα που θα μπορούσε να μπει στη θέση της και φοβόταν την απογοήτευση από τη σύγκριση που αναπόφευκτα θα έκανε.

Αποτραβήχτηκε στον εαυτό του. Σπίτι – δουλειά – σπίτι. Διάβαζε πολύ, μιλούσε ελάχιστα, σχεδόν αποκλειστικά με τους γονιούς του, που τη χαρά τους γιατί ξαναγύρισε κοντά τους το μοναχοπαίδι τους, τη σκίαζε η λύπη τους, βλέποντάς πόσο βαριά πήρε τον χωρισμό. Άντεξε αυτό το μαρτύριο έναν ολόκληρο χρόνο και τελικά κατάλαβε πως η μόνη λύση που του έμενε, ήταν να φύγει από την Αθήνα. Όταν τους είπε την απόφασή του, οι γέροι του, απροσδόκητα, συμφώνησαν μαζί του, γιατί καταλαβαίνανε τον πόνο του.

Η φυγή του αποδείχτηκε σχετικά εύκολη υπόθεση. Έμαθε πως κάποιος συνάδελφος και γνωστός του, προσπαθούσε, δυο χρόνια τώρα, να μετατεθεί από τους Σοφάδες, όπου είχε διοριστεί, στην Αθήνα, κοντά στην οικογένειά του και το σπίτι του. Συνεννοήθηκε μαζί του και με τις συνδυασμένες ενέργειες τους, εκμεταλλευόμενοι κάποιες γραφειοκρατικές διατάξεις, το κατάφεραν. Πέτυχε το σκοπό του και κέρδισε την ευγνωμοσύνη του συναδέλφου.

Η προσαρμογή του στη νέα του θέση, από υπηρεσιακής πλευράς ήταν ομαλή και εύκολη, από ψυχολογικής όμως πολύ δυσκολότερη. Πρώτα πρώτα το μέρος δεν του άρεσε. Αποστρεφόταν τα καμποχώρια και την έλλειψη αγνάντιου. Του έλειπε πολύ η γειτνίαση της θάλασσας. Ύστερα τον τσάκιζε η μοναξιά. Οι συνάδελφοι του στο Γυμνάσιο ήταν μεγαλύτεροι του στην ηλικία και παντρεμένοι. Η επαφή μαζί τους δεν ξεπέρασε ποτέ το υπηρεσιακό επίπεδο. Διάφορα μικρά προβλήματα της καθημερινότητας, του κάναν ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή. Δεν ήταν δυνατό να πλένει και να σιδερώνει τα ασπρόρουχά του, ή να ράβει τα κουμπιά που πέφτανε. Η σπιτονοικοκυρά του, ύστερα από πολλά ζόρια, του βρήκε μια γυναίκα που τον εξυπηρετούσε, έναντι αμοιβής, η οποία του φάνηκε μάλλον μεγάλη.

Καθώς δεν υπήρξε ποτέ του καφενόβιος, συνήθιζε, πριν καταλήξει στο σπίτι για ύπνο, να περιπλανιέται για κάμποσην ώρα άσκοπα στους δρόμους, αλλά τώρα αυτό του έγινε αβάσταχτο. Το να γυρίζει στους έρημους, λασπωμένους συνήθως, δρόμους και να βλέπει τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών, αποδείχτηκε αληθινό μαρτύριο. Σκεφτόταν πως εκεί ζούσαν άνθρωποι σαν κι αυτόν, που είχαν όμως γυναίκα και παιδιά και απολάμβαναν την οικογενειακή ζεστασιά. Έφτασε στο σημείο να περιμένει τις διακοπές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του καλοκαιριού, για να πάει στην Αθήνα, να νοιώσει κάποια οικογενειακή θαλπωρή στο πατρικό του σπίτι.

Τελικά σε δυο χρόνια, χωρίς μάλιστα να το επιδιώξει ο ίδιος, τον μετάθεσαν από τους Σοφάδες στην τωρινή του θέση. Αυτή η μικρή πόλη της Πιερίας μπορεί να μην ήταν παραθαλάσσια, αλλά η θάλασσα απείχε λιγότερο από δυο χιλιόμετρα, αστεία απόσταση γι΄ αυτόν. Επί πλέον είχε πιο ανεπτυγμένο κόσμο και περισσότερη κίνηση. Έτσι, προσαρμόστηκε ευκολότερα στο καινούργιο περιβάλλον. Απέκτησε μερικούς ενδιαφέροντες γνωστούς, τα έφτιαξε με την Ντίνα, χωρίς όμως να δεθεί μαζί της και γενικά άρχισε να νοιώθει κάτι σαν γαλήνη.

Εκτός από τη θάλασσα, άλλο θέλγητρο της πόλης ήταν το μικρό πευκόδασος, στο λόφο του μοναστηριού, που την έκλεινε από τα βορειοδυτικά και από την αρχή συνήθισε να κάνει, είτε σ΄αυτό είτε στην απέραντη ακρογιαλιά, μακρινούς μοναχικούς περιπάτους, σχεδόν ανελλιπώς κάθε βράδυ και ανεξαρτήτως καιρού. Συνήθως δε συναντούσε ψυχή κι έτσι μπορούσε απερίσπαστα να ονειροπολεί και αυτό τον γαλήνευε. Η συνήθειά του αυτή, όπως ήταν επόμενο έγινε αμέσως αντιληπτή από τη πλήττουσα και κουτσομπόλα τοπική κοινωνία, αλλά γρήγορα σταμάτησαν να ενδιαφέρονται, όταν εξακρίβωσαν (σ΄ έναν μικρόν τόπο όλα μαθαίνονται), πως δεν επρόκειτο ούτε για γυναικοδουλειές ούτε για καμιά παράνομη πολιτική δραστηριότητα (στο μεταξύ είχε κηρυχθεί η απριλιανή δικτατορία), ούτε για τίποτα παραβάσεις του ποινικού κώδικα.

Το ίδιο έπαψαν να ενδιαφέρονται και στην Ασφάλεια, όπου, τους πρώτους μήνες της εγκατάστασής του, είχαν επάνω του το μάτι τους, όπως έκαναν για κάθε καινούργιο δημόσιο υπάλληλο. Τελικά, όλοι τον θεώρησαν απλώς ιδιόρρυθμο τύπο, ένα ψώνιο, και έπαψαν να ασχολούνται μαζί του. Την άποψη αυτή την ενίσχυε το γεγονός ότι σπανιότατα χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του, σε μιαν εποχή που η μόδα να έχουν αμάξι είχε κυριεύσει τους πάντες, που πήγαιναν εποχούμενοι να αγοράσουν εφημερίδα ή τσιγάρα, με αποτέλεσμα οι ήδη στενοί δρόμοι του κέντρου της κωμόπολης να καταντήσουν σχεδόν αδιάβατοι.

Ο ίδιος το αμάξι του το χρησιμοποιούσε σε διαδρομές έξω από τα όρια του οικισμού, ουδέποτε δε στους μοναχικούς του περιπάτους, που τους έκανε καθημερινά σχεδόν και οι οποίοι αποτελούσαν κάποιο είδος φυγής και μέσο απολύτρωσης από τις τυραννικές μνήμες του. Γιατί δεν ήταν μόνο οι μοναχικοί περίπατοι αλλά κυρίως οι ονειροπολήσεις που τους συνόδευαν και οι οποίες, όσο προσαρμοζόταν στο νέο περιβάλλον, τόσο πιο συστηματικές γίνονταν και τόσο πιο καθοριστικής σημασίας έγιναν για τη ζωή του.

Σιγά σιγά και μεθοδικά, δημιούργησε δυο προσωπικότητες. Η μία ήταν αυτή που ξέρανε όλοι: ο ευσυνείδητος, ανεπίληπτος και μετρημένος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, με λίγους φίλους, χωρίς πάρε δώσε με γυναίκες, χωρίς πάθη, αριστερός μεν αλλά νομοταγής, που η μόνη αντιστασιακή, να την πούμε έτσι, δράση του, περιοριζόταν στη διάδοση αντιχουντικών ανεκδότων.

Την  άλλη προσωπικότητά του, την ονειρική, την ήξερε μόνον αυτός. Στις ονειροπολήσεις που έκανε περπατώντας στην ακτή ή στο δασάκι, γινόταν τολμηρός, πολιτικοποιημένος, αριστερός δημοκράτης, που συνέχιζε την παράδοση των επονιτών και των λαμπράκηδων, που ήταν ενταγμένος σε παράνομες αντιδικτατορικές οργανώσεις, και είχε όνειρό του να ανατινάξει μια μέρα το άγαλμα του Τρούμαν. Στις ονειροπολήσεις αυτές βίωνε κατά κάποιον τρόπο παλιές ανεκπλήρωτες χίμαιρες, που δεν πρόφτασαν να γίνουν, έστω, ωραία λάθη.

Με τον καιρό, επιστρατεύοντας τη φαντασία του, την οποία διέθετε σε υπερεπάρκεια, άρχισε να προσθέτει λεπτομέρειες στις ονειροπολήσεις αυτές. Εμπλούτισε τον χαρακτήρα και τη δράση αυτού του δεύτερου εαυτού του με πιο ακραία γνωρίσματα. Έγινε ριψοκίνδυνος μέχρι τυχοδιωκτισμού και η δράση του βγήκε από τα όρια της πόλης και της χώρας. Δεν τον ικανοποιούσε πια η ανατίναξη αγαλμάτων. Τώρα επιχειρούσε ταξίδια πολυτάραχα, σε μακρινές εξωτικές χώρες, όπου έπαιρνε ενεργό μέρος σε επαναστάσεις, συνομωσίες και εξεγέρσεις, και στο ενδιάμεσο του, έμενε καιρός για θυελλώδεις σχέσεις με πεντάμορφες και πρόθυμες γυναίκες.

Αυτόν τον διαφορετικό Δήμο συναντούσε στις ονειροπολήσεις του και πραγματικά ένοιωθε μαζί του τόση ευχαρίστηση και ανακούφιση, ώστε τυχόν ματαίωση, λόγω καιρού ή έκτακτων απασχολήσεων, των μοναχικών περιπάτων του, τον έβγαζε κυριολεκτικά από τα νερά του.

Η ανάμνηση της Έζμπας είχε εξοβελιστεί, τόσο από τη φανερή ζωή του, όσο και από την ονειρική. Τώρα πια μόνο στα ανεξέλεγκτα, ενύπνια, όνειρά του ερχόταν, προκαλώντας την πρόσκαιρη αναστάτωσή του. Στις ονειροπολήσεις, που έκανε στον ξύπνιο του, η Έζμπα απουσίαζε. Δεν τον συνόδεψε ποτέ ούτε στη Λέρο ή στα Γιούρα, ούτε στην Κύπρο ή τον Λίβανο, στη Σιέρα Μαέστρα, τη Χιλή ή τη Βολιβία ή την Αγκόλα.

Είχε ακόμα καθιερώσει, γυρίζοντας από τους περιπάτους του στο σπίτι, αφού έφερνε και την Ντίνα από τη σχολή της (πράγμα που δε γινόταν βέβαια κάθε βράδυ), να ανακεφαλαιώνει, με τη συστηματικότητα, που του είχε γίνει δεύτερη φύση,  τις ονειροπολήσεις του. Η τεράστια μνήμη του, στην αρχή του επαρκούσε για να αναπλάθει και να ξαναθυμάται με κάθε λεπτομέρεια, τις φανταστικές αυτές δραστηριότητες. Ύστερα όμως από ένα χρόνο δεν επαρκούσε πια. Τα φανταστικά γεγονότα και πρόσωπα συνωστίζονταν μέσα στο μυαλό του ασφυκτικά και άρχισε να χάνει το λογαριασμό. Τότε εφάρμοσε τρίτο μέσο φυγής. Αγόρασε μια γραφομηχανή και όταν, κουρασμένος από την πεζοπορία, καταστάλαζε σπίτι του, κατέγραφε τις ονειροπολήσεις του μεθοδικά, επί ένα σχεδόν δίωρο κάθε νύχτα.

Με την καταγραφή των ονειροπολήσεών του στο χαρτί, άρχισε να πλαισιώνει τον δεύτερον, ονειρικό Δήμο, με πολλά, φανταστικά επίσης, πρόσωπα, που τώρα όμως είχαν όνομα και επώνυμο, πράγμα που ήταν πολύ δύσκολο, πρακτικώς αδύνατο, να κάνει όταν τις κατέγραφε μόνο στο μυαλό του. Από μαθητής, στο Γυμνάσιο ακόμα, είχε έφεση στο γράψιμο και ο ελληνιστής τους συχνά διάβαζε στην τάξη τις εκθέσεις του, επαινώντας το γράψιμό του και μάλιστα κάποτε προφήτεψε πως θα γινόταν καλός συγγραφέας. Προφητεία που μετά από είκοσι χρόνια δεν έδειχνε να επαληθεύεται.

Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, αυτά τα πρόσωπα που δημιούργησε η  φαντασία του, με την καταγραφή τους στο χαρτί, αποχτούσαν δικιά τους υπόσταση και χαρακτηριστικά. Δημιούργησε έναν ταβερνιάρη, Φίλιππα ονόματι, γύρω από τον οποίο και την ταβέρνα του, είχε σχηματιστεί φιλικός κύκλος από ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ήταν το ζευγάρι του Κώστα και της Μαρίας και οι κουμπάροι τους ο Γιάννης και η Άννα, που απαραιτήτως τρώγανε τα βράδια κάθε Σαββατοκύριακο στην ταβέρνα του. Ο Φίλιππας ήταν πολύ εντάξει τύπος και πολλές φορές, αν έπαιρνε από καλό μάτι τους πελάτες του, δε δεχόταν να πληρώσουν όλο το κρασί που πίνανε στην ταβέρνα του

«Το κερνάει το κατάστημα» έλεγε συνήθως.

Του άρεσε επίσης να πιάνει κουβέντα με τους πελάτες του, όσους βέβαια συμπαθούσε κι όσους δέχονταν να τα λένε μαζί του.

Όλοι αυτοί ήταν δημοκράτες, ενταγμένοι πριν από τη δικτατορία στην ΕΔΑ. Ο Φίλιππας μάλιστα είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση.

Σ΄ αυτό το δίωρο, δεν επέτρεπε σε κανέναν και πρώτα πρώτα στην Ντίνα, να τον ενοχλήσει. Οι ελάχιστοι γνωστοί του είχαν ειδοποιηθεί πως δε μπορούσαν να τον επισκεφθούν ή να του τηλεφωνήσουν, μολονότι καλού κακού κατέβαζε το ακουστικό από τη συσκευή του τηλεφώνου. Σιγά σιγά, με πρώτη πηγή πληροφοριών την Ντίνα, άρχισε να διαδίδεται στην πόλη, πως ετοίμαζε κάποιο σημαντικό, επιστημονικό βεβαίως, σύγγραμμα. Η αλήθεια είναι πως τα δακτυλόγραφά του, με τον καιρό, γέμιζαν ολόκληρα συρτάρια.

Στην αποψινή ονειροπόληση του, συνόδεψε τον Μίκη Θεοδωράκη και την ορχήστρα του στη Χιλή. Απόλαυσε τη Δανάη, να τραγουδά «Επιτάφιο» και «Επιφάνεια», το πλήθος να ψάλλει εν χορώ το «Κάντο Χενεράλ», ζητωκραύγασε τον Αλλιέντε…  Κατόπιν περιπλανήθηκε στους δρόμους του Σαντιάγκο με μια θορυβώδη πολυεθνική παρέα και τελικά είχε ένα πολύ θερμό τετ-α-τετ με μια ωραία κρεολή.

Κάποτε κουράστηκε να περπατά και να ονειροπολεί και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Δεν ήταν ακόμα ούτε εφτάμισι και καθώς άρχισε πάλι να ψιλοβρέχει κατέφυγε στο «Πανελλήνιον», που ήταν άλλωστε στο δρόμο του. Σχεδόν κάθε βράδυ θα περνούσε από το συγκεκριμένο, ιστορικό κατά κάποιον τρόπο, καφενείο, όπου όλο και θα συναντούσε κάποιον γνωστό του να πούνε δυο κουβέντες.

(Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου " οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία ")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΡΑΤΑ ΠΕΙΝΙΡΛΙ! Μία συνταγή που δεν θα την αλλάζετε με τίποτα! Απο τον Γιώργο Χριστιανό!

  ΑΦΡΑΤΑ ΠΕΙΝΙΡΛΙ! Μία συνταγή που δεν θα την αλλάζετε με τίποτα!  Απο τον Γιώργο Χριστιανό! Last updated: 27 Φεβρουαρίου, 2019 3:17 μμ By t...