Ακόμα συζητούμε με ζωγραφιές. Η γλώσσα πλέον έχει γίνει τόσο συμβολική που με κουράζει. Βαρέθηκα πλέον τα υπονοούμενα. Το να λες «σ’ αγαπώ» κατάντησε κάτι ύποπτο.
Δεν ξέρω από πότε αποφάσισα να επιδιώξω την αγνότητα. Ίσως, εξαιτίας ενός συμβόλου, που δε μιλούσε. Τότε κατάλαβα την αξία της σιωπής.
Το «αγαπώ» μεταφράζεται σ’ ένα γυμνό σώμα ή σε υποχρέωση συν-παράτασης. Τελικά, είναι και τα δύο παραστάσεις. Πώς να το πω;
Δεν έχουν άνεμο. Πνίγομαι.
Έχω πάντα την εντύπωση πως έχω πεθάνει. Η παλιά μου μνήμη με συγκινεί αφάνταστα, την αγαπάω. Ήταν κάτι σαν τεράστιο λουλούδι, γεμάτο πυροτεχνήματα. Τώρα είναι γεμάτη αιθάλη και στάχτη. Σαν αρχαίος τάφος. Όμως με συγκινεί η ανάμνησή μου, αφάνταστα. Δεν το ’χω ξεπεράσει.
Κάθε φορά που προσπαθώ είναι σαν μια πορεία στο σκοτάδι. Δεν μπορώ να βρω το σημείο που θα κλείσει ο κύκλος ούτε να διακρίνω τις διαφορές των άλλων. Κάποτε, ο Διδάσκαλος είχε τονίσει πως το ότι είμαστε διαφορετικοί είναι αποτέλεσμα της ανάμειξης του Κακού στο πρόσωπό μας. Μήπως ξεπέρασα το Κακό και δεν το γνωρίζω;
Οι ψυχές περιπλανιώνται στο χάος, ζητώντας ένα κορμί για να υπάρξουν. Όμως ακόμα δεν έχουν καταλάβει πως δε φτάνουν τα χέρια, τα μάτια, τα ουρλιαχτά…
Τώρα, που η αξία του συμβόλου έχει διαλυθεί, καταλαβαίνετε πως δε χρειάζεται πια να συζητάμε, ν’ αγγιζόμαστε, να βλεπόμαστε.
Η ύπαρξή μας δεν εξαρτάται απ’ αυτά.
Υπάρχουμε σε μια απόλυτη έννοια, γιατί όλα αυτά είναι άχρηστα για μας, ακόμη κι η απόδειξη…
… εκτός από το φως, που δεν καταφέραμε να το κερδίσουμε, για να ’χουν κάποιο νόημα οι κύκλοι και η σιωπή.
Λέω φως και γίνεται φως.
Στα έγκατα του ουρανού έχει σφηνωθεί ένα κομμάτι της ανάμνησής μου και με παιδεύει. Είναι εκείνο που δέθηκε με το χαμένο αίμα των αθώων παιδιών, εκείνο που περπάτησε στην άκρη της θάλασσας για να κλάψει, εκείνο που ξάπλωσε στον βράχο της ανατολής κι άκουγε.
Θέλω να σηκώσω τη σκιά μου απ’ ό,τι αγάπησα και με πονάει. Καταλαβαίνω πως προσπαθώ άδικα να πετάξω. Αυτές οι φωτογραφίες, που προσπαθώ να τις πάρω μαζί μου, δεν είναι λύση. Ουσιαστικά, με παίρνουν αυτές κι όχι εγώ.
Ν’ ανατινάξω τα έγκατα του ουρανού ή να του έχω εμπιστοσύνη;
Σιγά-σιγά, οι προσηλώσεις γίνονται ένα με το χάος κι ο ουρανός πλέει μέσα στο χάος και γεννάει τις μορφές με κεραυνούς κι αστέρια.
Ταξίδευα με κάθε καινούριο δρομολόγιο κι αγωνιούσα. «Πιο γρήγορα», δεν προλάβαιναν ούτε το τοπίο να δουν. Κανείς δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν θέμα χρόνου ή ταχύτητας, ότι ο χρόνος δεν υπάρχει ούτ’ εγώ που βιαζόμουν. Και η συγκοινωνία τ’ ουρανού ήταν η απόκρυψη του χρόνου ή μάλλον ο συμβιβασμός του στη μυθομανία μας.
Εφτά επίπεδα δημιουργήσαμε με την αμάθειά μας και δύο και τρία κι ακόμα δεν ξεπεράσαμε τον χρόνο.
Αντιαισθητικά πληρώνουμε τις συμβάσεις μας και γερνάμε. Τουλάχιστον, να πεθαίναμε με κάποια αξιοπρέπεια…
Χαίρομαι που οι εκρήξεις μου παρεξηγήθηκαν και θεωρήθηκαν ζωή. Μπορεί να μην είχα έναν καλαίσθητο θάνατο, δεν ήταν όμως ασαφής. Και δεν πρέπει κανείς να νομίζω πως σαφής κι οριστικός κι απόλυτος είναι το ίδιο.
Η μόνη δικαιολογία του θανάτου είναι πως δεν μπορούνε να τον καταλάβουνε. Αυτός είναι ο ορισμός του γνήσιου.
Είμαι ευτυχής για το γνήσιο της πράξης του θανάτου μου, γιατί δεν είναι φυγή αλλά ξεκίνημα, ακόμα και με τη φωτογραφία μου στα έγκατα του ουρανού.
Αυτή εκεί, η γλυκιά μου ανάμνηση που τραγουδούσε, έχει γίνει βρικόλακας. Ισχυρίζεται ότι πέθανε και, κάθε βράδυ, πίνει αίμα. Ισχυρίζεται ότι δε συζητάει και προσπαθεί ν’ αποδείξει την ευφυΐα της. Ισχυρίζεται ότι γέρασε και στολίζει, τον Απρίλη, τα μαλλιά της με λουλούδια.
Ισχυρίζεται πως είναι ιδέα και κοιμάται.
Αυτή η γλυκιά μου ανάμνηση, που είχε εφτά χιλιάδες πόρτες για το φως, έχει βαλσαμώσει μια πεταλούδα και βασανίζεται. Υποπτεύομαι πως κλαίει κάθε Κυριακή κι ετοιμάζει ένα μεγάλο ναρκοπέδιο στον βυθό της θάλασσας. Τα φιτίλια από τις νάρκες είναι πλεξούδες απ’ τα μαλλιά της και τα μάτια της πλέουν πάνω στα κύματα, για να γίνουν φώτα την ώρα της καταστροφής.
Θα τυφλωθείς, ανάμνησή μου.
Θα μείνεις χωρίς μαλλιά, χωρίς μάτια.
Κι όλο αυτό το αίμα, που πίνεις κάθε βράδυ, θα σε καθηλώσει στα ύποπτα χαρακώματα της αγωνίας σου.
Η πικρή μου ανάμνηση, που έφτιαχνε αγχόνες για τα πουλιά, θέλει να ζήσει. Γεννάει κάθε πρωί ένα τυφλό παιδί και το θάβει το βράδυ, επειδή το ’χει μισήσει.
Όταν ο κήπος γεμίσει πτώματα, θα μετακομίσει σ’ έναν άλλο κήπο κι ύστερα σ’ άλλον, μέχρι που θ’ αναγκαστεί να ταξιδέψει μακριά. Τότε θα ξεθάψει τα τυφλά παιδιά της και θα τα γιατρέψει.
Όμως, θα αισθάνεται πάντα μοναξιά.
Η πικρή μου ανάμνηση έχει ξεχάσει σε τι χρησιμεύουν οι κήποι. Θα πεθάνει μέσα σ’ έναν κήπο, χωρίς λουλούδια, χωρίς να μάθει πόσο ωραία παιδιά έχουμε κάνει μαζί.
Αναρωτιέμαι πάντα, πώς με θυμούνται οι αναμνήσεις μου;
Από τη συλλογή Ο θάνατος του χρόνου (2004) της Θεοδώρας Ντάκου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/