Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΑΝ ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ-ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ Α. ΣΟΥΡΟΥΝΗ

Να είσαι και αν μην είσαι (διήγημα του Αντώνη Σουρούνη)

Posted by sarant στο 9 Οκτωβρίου, 2016
Ο συγγραφέας Αντώνης Σουρούνης πέθανε προχτές στα 74 χρόνια του. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, είχε ζήσει αρκετά χρόνια στη (Δυτική, τότε) Γερμανία για σπουδές και κάνοντας διάφορες δουλειές και τα πρώτα του έργα αφηγούνταν εμπειρίες από τη ζωή του αυτή. Εννοώ τα μυθιστορήματα «Οι συμπαίχτες» και «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι» και τις συλλογές διηγημάτων «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» και «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», που εκδόθηκαν από το 1977 έως το 1985.
Μου είχαν αρέσει πάρα πολύ αυτά τα βιβλία, τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα, και νομίζω ότι σε ένα βαθμό έχουν επηρεάσει τα διηγήματα που έγραψα τότε. Ύστερα, ξενιτεύτηκα εγώ στην Ευρώπη και ήρθα να ζήσω στο περιβαλλον των βιβλίων του Σουρούνη ενώ εκείνος συνέχισε με ελλαδική θεματολογία -και περιέργως ή όχι τα έργα του μου άρεσαν λιγότερο. Εννοώ το Πάσχα στο χωριό, ενώ τον Γκας τον γκάγκστερ δεν μπόρεσα να τον αρχίσω, ίσως όμως να φταίω εγώ. Μου είπε ένας φίλος που τον εμπιστεύομαι ότι το Μονοπάτι στη θάλασσα, γραμμένο το 2006, όπου περιγράφει τα παιδικά του βιώματα από τη Θεσσαλονίκη, είναι εξαιρετικό, ενώ δεν έχω διαβάσει τον Χορό των ρόδων, που πήρε κρατικό βραβείο.
Αλλά και μόνο τους Συμπαίχτες και τα Μερόνυχτα Φραγκφούρτης να ‘χε γράψει, θα είχε κερδίσει μιαν από τις πρώτες θέσεις στον λογοτεχνικό μας κανόνα.
Τα Μερόνυχτα δεν τα έχω εδώ μαζί μου, οπότε διάλεξα σήμερα να παρουσιάσω το διήγημα «Να είσαι και να μην είσαι» από τα Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου -με εμπειρίες όχι πια από τη Γερμανία και τη χαρτοπαιξία, αλλά από τα χρόνια που δούλεψε ναυτικός. Μονοτονίζω.

Να είσαι και να μην είσαι
Ξαναμέτρησα τα λεφτά μου. Δεν είχε άλλάξει τίποτα — ήταν πάντα εννιά δολάρια. Ούτε και σε μένα είχε αλλάξει τί­ποτα — ήμουν ακόμα στην Κωνστάντζα. Για να φτάσω στη Θεσσαλονίκη και να χαρώ τον κόλπο της και τον κόλπο τής Σοφίας, έπρεπε να διασχίσω ολόκληρη Ρουμανία και Γιουγ­κοσλαβία. Αποφάσισα να μη βγω και να πέσω για ύπνο. Ή­μουν υπεύθυνος γι’ αυτό το ανήλικο ποσό και είχα καθή­κον να το προστατέψω από τις κακοτοπιές, πού σίγουρα θα παρασυρόταν μαζί μου.
Ξύπνησα πολύ νωρίς και μέτρησα πάλι τα δολάρια· τουλάχιστον ήταν ακόμη εννιά. Βγήκα στο αποχωρητήριο του διαδρόμου και γυρνώντας σκόνταψα πάνω σε μια γυ­ναίκα που σφουγγάριζε.
— Συγνώμη…
Σήκωσε απότομα το κεφάλι.
— Έλληνας είσαι, γιε μου;
— Μάλιστα.
— Από πού είσαι, παιδί μου;
— Από τη Θεσσαλονίκη.
—  Άαα, τη θυμάμαι τη Θεσσαλονίκη… Εγώ είμαι από τη Δράμα. Ναυτικός είσαι;
— Μάλιστα.
— Και γυρίζεις τώρα στην Πατρίδα, κανακάρη μου;
— Αν θέλει ο Θεός, θεία…
— Ο Θεός πάντα θέλει, γιε μου. Οι άλλοι δεν θέλουν…
Είχε δίκιο. Σηκώθηκε και μ’ ακολούθησε στο δωμάτιο.
—  Εγώ σ’ αυτό το ξενοδοχείο βλέπω πολλούς Έλληνες. Καμιά φορά τυχαίνει να ‘ναι τόσοι πολλοί, που νομίζω πώς βρίσκομαι στην Πατρίδα…
Καθώς έφτιαχνα τα πράματά μου, τράβηξα από το σά­κο μια κολόνια κι ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες. Αυτά κατάφερα και τα ‘σωσα· και από τις γυναίκες και από τούς άν­τρες. Οι τελωνειακοί στο λιμάνι με είχαν αφανίσει. Με υπο­χρέωσαν και τ’ άπλωσα όλα στο πάτωμα, λες και τα είχα για πούλημα. Φώναξαν κι άλλους από τα γύρω γραφεία, με κύ­κλωσαν κι άρχισε ένας περίεργος σαματάς, σαν να θέλανε στ’ αλήθεια να τα παζαρέψουν. Ώσπου να μου δώσουν το ελεύθερο να περάσω, τα μισά μου υπάρχοντα είχαν εξαφανιστεί. Γνώριζαν πως δεν έφευγα από τη σκάλα του βαπο­ριού και πως θα κάνω το κορόιδο — όπως και το ‘κανα.
—  Να, πάρε αυτά, θεία… Εμένα δεν μου χρειάζονται πια. Ένα για σένα κι ένα για την κόρη σου…
—  Αχ, σ’ ευχαριστώ, γιε μου… να ‘σαι καλά και να ‘χεις την ευχή μου. Εγώ μόνο αυτό μπορώ να σου δώσω — την ευχή μου. Με το καλό να σε δει ή μανούλα σου και το κορίτσι σου…
—  Θεία, μήπως υπάρχει εδώ μέσα κανένας καλός άνθρωπος να μας αλλάξει αυτά τα τέσσερα δολάρια; Είναι μεγάλη ανάγκη…
— Δώσ’ τα, παιδί μου… Θα δω τι μπορώ να κάνω.
Γύρισε τόσο γρήγορα, που σκέφτηκα πως ο μαυραγορίτης θα περίμενε έξω από την πόρτα. Της έδωσα κι εγώ την ευχή μου κι αποχαιρετιστήκαμε.
Έμεινα δυο ώρες στο καφενείο του σταθμού περιμένοντας το τρένο και χαζεύοντας τούς άλλους. Οι άλλοι ήταν πιο τυχεροί — χάζευαν εμένα. Από το σάκο μου κρέμονταν δυο σπαθιά αφρικάνικα κι ένα πολύχρωμο ψάθινο καπέλο. Τα είχα αγοράσει στην Γκάνα για τη Σοφία. Λαϊκή τέχνη. Της άρεζαν κάτι τέτοια. Λαϊκή μουσική, λαϊκή ζωγραφική, λαϊκή χειροτεχνία, λαϊκή τέτοια, λαϊκή αλλιώτικια. Το σπίτι της μπορεί να μη βρισκόταν σε λαϊκή συνοικία, όμως ήταν γεμάτο απ’ όλα αυτά που ανέφερα. Ακόμα κι εγώ ό ίδιος σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες ανήκα.
Στο Βουκουρέστι θα με περίμενε ο Νικόδημος, για να μου βγάλει το εισιτήριο και να συνεχίσουμε παρέα. Δέκα ή ώρα το βράδυ στην μπιραρία του σταθμού. Αυτός έφευγε κανονικά με φυλλάδιο και μπροστάντζα. Θα υπήρχε και μή­νυμά του στη δεξιά κάτω γωνιά της πόρτας από την τελευ­ταία τουαλέτα. Το τρίμηνο που πέρασε είχαμε δώσει οι δυο μας τέσσερις ή πέντε παραιτήσεις, που ο καπετάνιος τις κομμάτιαζε μπροστά μας. Ώσπου έδωσε λόγο, πως στην Κωνστάντζα θα μάς άφηνε να φύγουμε. Πρωί πρωί τη μέ­ρα που ήταν να σαλπάρουμε ο Νικόδημος έφερε με τις φω­νές του το βαπόρι τα πλώρα-πρύμνα, μέχρι που ο καπετά­νιος του ‘δωσε το φυλλάδιο για να ξεκουμπιστεί. Εγώ ό­μως έπρεπε να μείνω, μέχρι να κλείσουμε και το τελευταίο αμπάρι και να ρίξουμε την τελευταία μουσαμαδιά. Είχα δώ­σει κι εγώ το λόγο μου κι έμεινα. Δεν μπόρεσα να τον πάρω πίσω κι ήταν γραφτό από τότε να ζώ δίχως λόγο. Τυλίξαμε το βαπόρι στα φασκιά του κι έψαξα για τον καπετάνιο, όμως δεν βρισκόταν. Είχε γίνει άφαντος. Οι αστυνομικοί είχαν τε­λειώσει το ψάξιμο με τα καθρεφτάκια, ούτε κι αυτοί βρήκαν τίποτα κι έδωσαν το ελεύθερο για αναχώρηση. Και τότε εμφανίζεται ο καπετάνιος στη βαρδιόλα.
— Βίρα!…
Σαλτάρω στο αμπάρι τής πλώρης, για να με βλέπει κα­λά.
— Καπετάνιε! Είχες πει…
— Βίρα, είπα!…
Τα φοβόμουν κάτι τέτοια και είχα το σάκο έτοιμο ανάμεσα στα δυο αμπάρια. Τον αρπάζω και τον πετάω έξω στο μουράγιο. Οι κάβοι είχαν λασκάρει και το πλοίο απομακρυ­νόταν σιγά σιγά από τη στεριά. Ανεβαίνω στην κουπαστή και πηδάω και πέφτω στην αγκαλιά του σάκου μου. Γυρνώντας ν’ αποχαιρετήσω τούς συντρόφους μου από το κά­τεργο, βλέπω τον καπετάν-μαλάκα να έχει βγάλει το φυλ­λάδιό μου από την τσέπη και να μου το κουνάει σαν κουδουνίστρα. Τον άφησα λίγο, μέχρι να καυλώσει με το παι­χνίδι του, για να τη φάει δυνατότερα. Είχα φλος. Ο κόσμος είναι γεμάτος από κακούς ανθρώπους και όσα περισσότερα χαρτιά κουβαλάς μαζί σου, τόσο ευκολότερα μπορείς να τούς ξεφεύγεις. Βγάζω λοιπόν κι εγώ το διαβατήριο και του το παίζω με τον ίδιο τρόπο. Λίγο ακόμα και το βαπόρι θα γι­νόταν κομμάτια πάνω στον ντόκο. Οι θεατές, που ως εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσαν το παιχνίδι με θλίψη, αμόλησαν τούς κάβους από τα χέρια, για να χειροκροτήσουν. Κα­ταπληκτική παρτίδα. Η καλύτερη που έπαιξα πάνω στο κωλοβάπορο.
Το πρώτο που έκανα φτάνοντας στο Βουκουρέστι ή­ταν να κατεβώ στις τουαλέτες. Χρειαζόμουν κιόλας ένα κα­τούρημα. Όπως το φοβόμουν, η τελευταία ήταν πιασμένη. Η τελευταία είναι πάντα πιασμένη. Αν όχι από κάποιον που χέζει, από κάποιον που ψάχνει ή ψάχνεται. Κατούρησα κι έ­κοβα βόλτες πάνω κάτω με το σάκο κρεμασμένο στον ώμο, απ’ όπου κρέμονταν τα πράματα τής Σοφίας. Μπήκαν δυο τρεις και βγήκαν άλλοι τόσοι κοιτώντας με όλοι μ’ ένα μάτι. Κάποτε άδειασε κι αυτός που μ’ ενδιέφερε αδειάζοντάς μου και τη γωνιά. Μπήκα μέσα, μαντάλωσα, κι αυτό που αντίκρισα με κατατρόμαξε. Η πόρτα ήταν βαμμένη με με­λάνι. Ακόμη και τα μεγάλα γράμματα ήταν γεμάτα με μικρά γράμματα. Γονάτισα να ψάξω. Μαζί με μένα γονάτισαν κι οι ελπίδες μου. Υπήρχαν σε διάφορες γλώσσες διάφορες συμβουλές και παροτρύνσεις, αλλά για μένα ούτε λέξη. Έψαξα και στην άλλη γωνιά, μήπως έγινε κάποιο λάθος, κι έ­πειτα και στις άλλες γωνιές. Τίποτα. Σκέφτηκα πως ίσως να μη βρήκε κενό χώρο στις γωνιές και ακουμπώντας το σάκο καταγής, έψαξα πόντο πόντο ολόκληρη την πόρτα. Βρήκα κι ένα ελληνικό «ΓΑΜΙΕΣΑΙ», αλλ’ αυτό βέβαια δεν αφορούσε εμένα. Αν έγραφε κάτι τέτοιο ο Νικόδημος, θα το ‘γραφε στη γωνιά που είχαμε συμφωνήσει, για να το βρω αμέσως.
Ανέβηκα στο καφενείο και ήπια μια μπίρα. Κάποιος πλησίασε και με ρώτησε αν πουλάω τα σπαθιά. Όχι. Το τζιν που φοράω; Ούτε. Ήπια κι άλλη μπίρα. Πλησίαζε η ώ­ρα δέκα και όπου να ‘ναι έπρεπε να φανεί ο Νικόδημος. Ξύ­πνιο παιδί, ο μπαγάσας — η αλήθεια να λέγεται. Στα λιμάνια σπάνια βλέπανε τον παρά του, γι’ αυτό και ήταν πάντα φορ­τωμένος. Τζάμπα έπινε, τζάμπα γαμούσε. Όχι επειδή ήταν τίποτε ωραίος, αλλά είχε γερά πόδια κι έτρεχε. Κι επειδή συνήθως βγαίναμε παρέα, έπρεπε να τρέχω κι εγώ ξοπίσω του.
Η ώρα δέκα ήρθε, αλλά όχι κι ο Νικόδημος. Με ζώσα­νε μαύρα φίδια. Έμεινα άλλη μισή ώρα εκεί ελπίζοντας κι έπειτα σηκώθηκα και έψαξα σ’ όλο το σταθμό για κείνο το μουστερή με τα σπαθιά. Είχε χαθεί. Το μόνο γνωστό πράμα που βρήκα εκεί μέσα, ήταν ένα τηλέφωνο. Στάθηκα μπρο­στά του κοιτώντας το. Έξω είχε πέσει μαύρη νύχτα «Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος». Σαν τί φύσαγε; Σαν γύφτος, σου λέω. Να πάρει ο διάβολος! Σ’ αυτή την πόλη ζούσε κάποιος που είχε σπαράξει την εφηβική μου καρδιά και μου είχε δη­μιουργήσει την εντύπωση πως ή ζωή δεν είναι άλλο, παρά «ο λάκκος των λεόντων». Άνοιξα τον κατάλογο κι έψαξα, αλλά το όνομά του δεν υπήρχε. Σταμάτησα στο πρώτο ελ­ληνικό όνομα που είδα. Σκηνοθέτης, έγραφε δίπλα. Καλό αυτό, σκέφτηκα, άνθρωπος με φαντασία. Πήρα τον αριθμό και περίμενα. Κάτι ακούστηκε στην άλλη άκρη.
— Με συγχωρείτε. Έλληνας είστε;
Το κάτι που ακούστηκε πριν, ξανακούστηκε. Συνέχισα.
—  Είμαι ναυτικός κι έχω ξεμείνει στο Βουκουρέστι. Δεν έχω ούτε λεφτά ούτε γνωστούς. Μήπως ξέρετε πού θα μπορούσα να πάω, για να περάσω τη νύχτα;
Περίμενα. Θα ‘χει πλάκα, λέω, τώρα να μου πει, «Εδώ, παιδί μου, εδώ. Το κρεβάτι τής κόρης μου είναι αρκετά φαρδύ και θα βολευτείτε. Νύχτα είν’ αυτή, θα περάσει….» Όμως δεν ακούστηκε τίποτα — ούτε εκείνο το κάτι.
— Αν δεν ξέρετε εσείς, δώστε μου το τηλέφωνο του κυ­ρίου Λουντέμη. Αυτός θα καταλάβει τη θέση μου.
— Πάρτε την κυρία Τάδε στον αριθμό τάδε.
Κι έκλεισε. Πήρα την κυρία Τάδε κι επανέλαβα το κεί­μενό μου, αλλά αυτήν τη φορά έβαλα περισσότερο αίσθη­μα στη φωνή μου. Την έπεισα.
— Καλώς ήρθατε. Είναι στον αριθμό έτσι κι έτσι.
Μόλις άκουσα τη φωνή, κατάλαβα πως μιλάω με συγ­γραφέα. Του είπα τα ίδια και με το ίδιο αίσθημα — τη φορά αυτή ήταν αληθινό. Δίστασε λίγο. Δικαιολογημένα — βρι­σκόμαστε στα 1971…
— Πού είστε τώρα;
—  Στο σταθμό. Παίρνω από το τηλέφωνο δίπλα από την είσοδο…
—  Μείνετε εκεί. Σε δέκα λεπτά θα έρθει ή γυναίκα μου να σάς πάρει…
Δόξα Σοι! Δόξα στους συγγραφείς και στα τηλέφωνα και στις γυναίκες των συγγραφέων!… Ακόμα και στο χαμούρη τον Νικόδημο λίγη δόξα, που πήγε να μου κάνει κακό και μου ‘βγαινε σε καλό.
Μόλις την είδα, τη γνώρισα. Εδώ είχαμε τα ίδια γούστα με τον μπαρμπα-Λουντέμη. Φορούσε μπότες, μπερέ και καμπαρντίνα. Έμοιαζε με ρωσίδα πριγκίπισσα, που είχε ασπαστεί το σοσιαλισμό εξαιτίας του έρωτά της για κάποιο συνάδελφο, να πούμε. Ήταν πολύ όμορφη και τις πολύ όμορφές γυναίκες μόνο συγγραφείς θα ‘πρεπε να τις πιά­νουν στα χέρια τους. Η ομορφιά για να μείνει ομορφιά και να μείνει και κοντά σου, χρειάζεται συνέχεια σκάλισμα και πότισμα και τέτοια γαϊδουρινή υπομονή μόνο τα γαϊδούρια και οι συγγραφείς έχουν. ‘Ακόμα και συγγραφείς σαν και μένα, που δεν έχουν γράψει τίποτα προς το παρόν — αυτοί κι αν πρέπει να ‘χουν υπομονή…
—  Πώς είναι να ζει κανείς με ένα μεγάλο συγγραφέα; τη ρωτάω στο δρόμο.
— Πολύ ωραία και πολύ άσχημα…
Όπως και με μένα, δηλαδή. Νόμιζα πως άκουγα τη Σο­φία. Εγώ δεν είχα γράψει σχεδόν τίποτα ακόμη, αλλά το πράμα μιλούσε από μόνο του. Σταματήσαμε σε μια μονοκα­τοικία. Φαντάστηκα πως θα ήταν να ζούσα εγώ σ’ αυτό το σπίτι μ’ αυτήν τη γυναίκα.
—  Ωραίο σπίτι… λέω δήθεν αδιάφορα. Εδώ γίνεσαι συγ­γραφέας και χωρίς να ‘σαι…
Χαμογέλασε ευγενικά. Περάσαμε ένα δωμάτιο, όπου βρισκόταν το γραφείο, και μπήκαμε σ’ ένα άλλο, όπου βρι­σκόταν ο Λουντέμης. Ήταν ξαπλωμένος στην πολυθρόνα με το πόδι πάνω σε σκαμνί κι έβλεπε τηλεόραση. Πρώτη φορά αντίκριζα ένα συγγραφέα εκτός από μένα τον ίδιο, και ή διαφορά ήταν τεράστια. Στο μόνο που βρήκα κάποια ομοιότητα ήταν το βλέμμα, όμως το βλέμμα θεωρείται εργαλείο στο συγγραφέα κι όλα τα κατσαβίδια λίγο πολύ μοιάζουνε.
Η γυναίκα έφερε ένα μπουκάλι ούζο και μεζέδες κι εγώ άρχισα την ιστορία μου. Στα μισά με διέκοψε ο Λουν­τέμης, τράβηξε ένα χέσιμο τούς εφοπλιστές και μετά συνέ­χισα. Βγήκα από την ιστορία μου ρακένδυτος και κακομοί­ρης, αλλά τροπαιοΰχος σαν ήρωας ιστορίας δικιάς του.
— Θα κοιμηθείς εδώ απόψε… λέει συγκινημένος.
Φρέσκα νέα από την Πατρίδα δεν είχα και σε λίγο πιάσαμε να μιλάμε για τούς ‘Έλληνες ποιητές και συγγραφείς.
Ο μπαρμπα-Λουντέμης γέμισε ολόκληρο κενοτάφιο, αλλά ποιους έθαψε και πού τούς έθαψε, αυτό δεν το μαρτυράω. Εξάλλου εγώ κρατούσα το φανάρι, να τού φέγγω. Όταν σιγουρεύτηκα πως δεν υπήρχε άλλος κενός χώρος στο μνημούρι, αποκάλυψα το αληθινό μου πρόσωπο.
— Ξέρετε, γράφω κι εγώ… τού λέω κοιτώντας εκείνη.
Ο Λουντέμης γύρισε απότομα και με κοίταξε με κείνο το βλέμμα του, που μου θύμιζε το δικό μου, μέχρι που πεί­στηκα πως κατά κάποιο τρόπο είχα προδώσει τον ίδιο μου τον εαυτό. Πήγα κι ήρθα πάνω στην καρέκλα.
—  Ά, μπα!… έκανε και πήγε κι ήρθε κι αυτός πάνω στην ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ. Ελπίζω να διαβάσω κάποτε κάτι δικό σου. Το γράψιμο είναι μεγάλη τέχνη, αγαπητέ μου… Να, ας σου πει η γυναίκα μου τί έκανε όταν μετέφραζε κάποιο βιβλίο μου. Ήταν στο γραφείο της και με πήρε τηλέφωνο. Πες του τι έγινε…
—  Έκλαιγα… Του τηλεφώνησα και του είπα, δεν μπορώ άλλο, κλαίω συνέχεια.
Δεν μίλησα. Ο καθένας έχει τον τρόπο του.
—  Να μεταδίνεις στον άλλο τη συγκίνησή σου… Τότε θα μπορέσεις να γράψεις. Καταλαβαίνεις τί θέλω να πω;
— Μάλιστα…
Ένα δείγμα τής μαστοριάς μου είχα φανερώσει κιόλας με την ιστορία μου, όμως δεν είπα τίποτα. Ό,τι και να ‘λεγα δεν θα ‘βρισκα το δίκαιό μου. Έπιασε από το ράφι ένα χον­τρό φάκελο.
—  Μπορείς να περάσεις αυτό το χειρόγραφο στην Πατρί­δα; Είναι το τελευταίο μου μυθιστόρημα.
— Και βέβαια μπορώ.
Μιλήσαμε κάμποσο γι’ αυτό το μυθιστόρημα κι έπειτα η γυναίκα σηκώθηκε. Πλησίαζαν μεσάνυχτα.
— Πάω να σάς στρώσω…
—  Μια στιγμή… κάνει σκεφτικός ο Μέλιος. Νομίζω πως θα ‘ταν καλύτερα αν κοιμόταν στο ξενοδοχείο. Τον τελευταίο καιρό μου κάνουν πολύ συχνά έλεγχο… τονίζει γυρνώντας σε μένα.
— Όπως θέλετε…
Άφησα με τρόπο το προτελευταίο μπουκάλι ουίσκι δί­πλα από την καρέκλα που καθόμουν και σηκώθηκα.
— Το χειρόγραφο;
— Χειρόγραφο; Ά, δεν βαριέσαι… Ας μείνει εδώ…
Βέβαια, και να έμενε εκεί, δεν θα χαλούσε. Ίσως να είχε γνωρίσει κι εκείνος στο βλέμμα μου το βλέμμα του, ί­σως πάλι να ήταν προληπτικός και να πίστευε πως δεν θα ξημέρωνε η μέρα, έτσι και κοιμόμασταν οι δυο μας κάτω από την ίδια στέγη. Αντί το χειρόγραφο, μου έδωσε ένα τυπωμένο βιβλίο.
— Γράφετε «και για τη Σοφία» παρακαλώ; του λέω καθώς έγραφε την αφιέρωση. Σάς αγαπάει πολύ…
Μου έδωσε και τριακόσια λέι. Του είπα πως τα παίρνω δανεικά και πως κάποτε θα του επέστρεφα τα λέι μαζί μ’ έ­να βιβλίο δικό μου. Το ‘κανα. Το σωστό θα ήταν να του επέστρεφα τα λέι μαζί με δυο βιβλία δικά μου. Του ευχήθηκα να τον ξαναδώ στην Ελλάδα πια και χωρίσαμε. Μπήκα με τη γυναίκα στο αυτοκίνητο και πήραμε πάλι τούς δρό­μους. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο χωρίς να πούμε λέξη κι άποχαιρετιστήκαμε μπροστά στο σκοπό χωροφύλακα. Δεν την ξανάδα — ούτε και τον Λουντέμη. Το πρωί που κατέβη­κα, έμαθα πως ο λογαριασμός ήταν πληρωμένος· κι ακόμα πως το ρουμάνικο χρήμα δεν είχε πέραση στη Γιουγκοσλαβία. Έβγαλα εισιτήριο μέχρι τη Θεσσαλονίκη και μου έμει­ναν και μια χούφτα λέι για φάγωμα. Όλο το ταξίδι το πέρασα στο μπαρ του τρένου. Είχα αφήσει τα λεφτά πάνω στο τραπέζι και είπα στο γκαρσόνι να φέρνει και να παίρνει. Ή­μασταν μόνοι εκεί μέσα και τόσο σιωπηλοί, που ο καθένας μας ένιωθε δυο φορές μόνος. Σκεφτόμουν. Η επαφή μου μ’ ένα συγγραφέα με είχε κολλήσει «συγγραφικότητα» και βιαζόμουν να βρεθώ κοντά στη Σοφία για ν’ αρχίσω κι εγώ να γράφω τα «πάθια μου». Έφτασα στα σύνορα μόνο με κείνα τα πέντε δολαριάκια και οι Γιουγκοσλάβοι τα θέλανε όλα για τη βίζα. Τούς τα ‘δωσα.
Βράδιαζε όταν αντίκρισα το σπίτι της Σοφίας. Η θυρωρίνα μου έπιασε το χέρι κι άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε όχι σαν να φτάνω, αλλά σαν να φεύγω. Ακόμα δεν ήξερα γιατί. Την παρακάλεσα να πληρώσει το ταξί και να μου ανοίξει την πόρτα από το διαμέρισμα. Τα έκανε όλα κλαίγοντας.
Ξάπλωσα στο στενό κρεβάτι τής Σοφίας κι αποκοιμήθηκα αμέσως. Με ξύπνησε ο ήλιος και το χέρι που μάλαζε την πλάτη μου. Όλοι ήμασταν εδώ, λοιπόν. Γύρισα. Ή Σο­φία μου χαμογελούσε με κείνο το πονεμένο της χαμόγελο, που ευχόσουν καλύτερα να μη σου χαμογελάει. Το ‘βλεπες, πως υπόφερε για λογαριασμό σου. Είχε μπανιαριστεί και φορούσε μπουρνούζι. Το άνοιξα για να δω και τα βυζιά της· μου είχαν λείψει περισσότερο κι από την ίδια.
— Όχι… πρέπει να φύγω…
Την τράβηξα πάνω μου και με βοήθησε να τής βγάλω το μπουρνούζι. Έπειτα μ’ έπιασε με το χεράκι της και με οδήγησε στη σπηλιά, που κάποτε παίζαμε, φοβούμενη ίσως πως μόνος μου δεν θα ‘βρισκα πια το δρόμο. Έτσι ήταν ή Σοφία — βοηθούσε όλο τον κόσμο. Όση ώρα καθόταν πά­νω μου κουνιόταν μπρος πίσω, έτσι όπως κουνιούνται και οι μοιρολογήτρες. Το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει και τα δάκρυα κατρακυλούσαν στα μούτρα μου και ήταν σαν να γαμώ κάποια που μόλις κήδεψε τον αγαπητικό της ή σαν να γαμούσε εκείνη το πτώμα του. Όταν φτάσαμε στο τέρμα, ξεκαβαλίκεψε απότομα και βγήκε από το δωμάτιο. Γύρισε σχεδόν αμέσως ντυμένη και με το ταγάρι της φουσκωμένο.
— Μπορείς να μείνεις εδώ δυο τρεις μέρες. Χάρηκα που είσαι καλά… Πρέπει να σου πω ότι αγαπάω ένα συγγρα­φέα…
Έμεινα στο κρεβάτι και άκουγα τις πόρτες μια μια ν’ ανοίγουν και να κλείνουν. Πρώτα εκείνη του διαμέρισματος, μετά του ασανσέρ, ξανά του ασανσέρ και τέλος τη με­γάλη εξώπορτα. Τότε σηκώθηκα να ετοιμαστώ κι εγώ. Με­τά τόσες μέρες ξεκρέμασα τα σπαθιά και το καπέλο από το σάκο και τ’ άφησα στο τραπέζι. Επιτέλους, απαλλαγόμουν άπ’ αυτές τις έγχρωμες μαλακίες. Μαζί άφησα και το βιβλίο του Λουντέμη.
Αντικρίζοντάς με ή θυρωρίνα έβαλε πάλι τα κλάματα.
— Φεύγετε, ε;
Κούνησα το κεφάλι. Αυτηνής ήμουν ο τύπος της.
— Πού θα πάτε — ακόμα δεν ήρθατε…
—  Στον Πειραιά… Μήπως έχετε τίποτε λεφτά να μου δανείσετε για το εισιτήριο;
Έβγαλε το πορτοφολάκι και κλαίγοντας το αναποδογύρισε πάνω στο θυρωρείο. Μου τα μέτρησε όλα στη χού­φτα, ακόμα και τα κέρματα. Όσο κράτησε αυτή ή δουλειά, κουνούσε το κεφάλι — πως δεν καταλάβαινε τίποτε πια. Εγώ καταλάβαινα· ούτε και φέτος θα γινόμουν συγγρα­φέας.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΡΥΛΙΚΟΥ PACK- MAN

Η ιστορία του θρυλικού Pac-Man

pacman13-734x459Το υψηλότερο σκορ, οι στρατηγικές των φαντασμάτων και μία μισοφαγωμένη πίτσα – Πράγματα που ίσως δεν γνωρίζατε με αφορμή τα 36α γενέθλια του παιχνιδιού.
Το Pac-Man ξεκίνησε σαν ένα βιντεοπαιχνίδι, αλλά εξελίχτηκε σε κάτι πολύ περισσότερο: ένα σύμβολο της ποπ κουλτούρας που σαν φιγούρα χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να βρίσκεται σε χώρους και αντικείμενα, άσχετα με τον κόσμο των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.
Το ημερολόγιο έδειχνε 22 Μάιου, του 1980, πριν ακριβώς 36 χρόνια, όταν το εμβληματικό παιχνίδι μπήκε για πρώτη φορά σε ένα ιαπωνικό «ουφάδικο». Το κλασικό arcade κυκλοφόρησε αρχικά στην Ιαπωνία και στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους στην Αμερική.
Εξαρχής, είχε αποφασιστεί το το Pac-Man να διαφοροποιηθεί από οτιδήποτε κυκλοφορούσε εκεί έξω, μιας και στις αρχές του ‘80 τα περισσότερα arcade ζητούσαν από τον παίκτη να πυροβολεί εξωγήινους εισβολείς. Αντίθετα, στο νέο παιχνίδι, πρωταγωνιστής ήταν ένα μικρό, κιτρινωπό καρτούν με έναν αχαλίνωτο εθισμό να καταπίνει άσπρες κουκίδες, αποφεύγοντας την απειλή φαντασμάτων με μεγάλα, αγχωτικά μάτια που περιπολούσαν το ταμπλό.
Τίποτα δεν προμήνυε την επιτυχία που θα ακολουθούσε, επιτυχία που ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί του Pac-Man ανέμεναν, ενώ και οι αντιδράσεις του κοινού ήταν ανάμικτες.
Με αφορμή, λοιπόν, τα 36α γενέθλια του καλτ παιχνιδιού, ας δούμε 10 πράγματα που ίσως δεν γνωρίζατε για το Pac-Man…
Ο σχεδιαστής του Pac-Man δεν είχε εμπειρία στο σχεδιασμό και τον προγραμματισμό
pacman2Όταν ο Τόρου Ιβατάνι, δημιουργός του Pac-Man, ξεκίνησε το 1977, σε ηλικία 22 ετών, να εργάζεται στη Namco, δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο σχεδιασμό βιντεοπαιχνιδιών. Στην πραγματικότητα, ο Ιβατάνι περίμενε ότι θα εργάζονταν στα φλιπεράκια, αλλά κατέληξε να σχεδιάζει παιχνίδια τύπου Breakout όπως τα Gee Bee (1978), Bomb Bee και Cutie Q (1979).

Σχεδιασμένο με στόχο το γυναικείο κοινό
129951Τα ιαπωνικά «ουφάδικα» στα τέλη του ’70 και στις αρχές του ’80, ήταν σκοτεινά μέρη όπου σύχναζαν κυρίως άντρες. Τα παιχνίδια που κυριαρχούσαν ήταν shooting, εμπνευσμένα από την τεράστια επιτυχία του Space Invaders, μεταξύ αυτών μάλιστα και το δημοφιλές Galaxian της Namco. Έτσι, ο Ιβατάνι αποφασίζει να σχεδιάσει ένα παιχνίδι που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στον ανταγωνισμό.
pacman11«Όλα τα διαθέσιμα παιχνίδια υπολογιστών την εποχή εκείνη ήταν βίαια, πολεμικά παιχνίδια και τύπου Space Invader. Δεν υπήρχαν παιχνίδια που θα μπορούσε να απολαύσει ο καθένας και σίγουρα όχι οι γυναίκες. Ήθελα να σχεδιάσω ένα ‘αστείο’ παιχνίδι που και οι γυναίκες θα μπορούσαν να απολαύσουν», δήλωνε ο Ιβατάνι το 1986.
Έτσι, ο δημιουργός άρχισε να αναζητά ιδέες γύρω από τη λέξη «taberu» που σημαίνει «να τρως». Σταδιακά, στο μυαλό του άρχισε να σχηματοποιείται ιδέα ενός παιχνιδιού ονόματι«Pakku-Man» (προερχόταν από το «πάκου- πάκου» που στην ιαπωνική αργκό σήμαινε κάτι παρόμοιο με το «μασουλάω»).
Ο μύθος της πίτσας ως πηγή έμπνευσης του Pac-Man
pacman1Ένας ευρέως διαδεδομένος θρύλος θέλει τον Ιβατάνι να εμπνέεται τον πρωταγωνιστή του βιντεοπαιχνιδιού την ώρα που έτρωγε μια πίτσα. Κοίταξε τη στρογγυλή πίτσα με το ένα κομμάτι να λείπει, λέει ο θρύλος, και χρησιμοποίησε το περίγραμμα για τον ιδιαίτερο σχεδιασμό του Pac-Man.
Ο ίδιος ο Ιβατάνι φρόντισε να τροφοδοτήσει το θρύλο, ποζάροντας σε φωτογράφιση με μια μισοφαγωμένη πίτσα, όταν η φρενίτιδα για το παιχνίδι ήταν στο απόγειό της. Ωστόσο, σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1986, παραδέχτηκε εν τέλει ότι ο θρύλος ήταν αληθής μόνο «κατά το ήμισυ».
«Στην Ιαπωνία, ο χαρακτήρας του στόματος (kuchi) είναι ένα τετράγωνο σχήμα. Δεν είναι κυκλικό σαν την πίτσα, όμως αποφάσισα να το στρογγυλοποιήσω», δήλωσε.
Το gameplay και τα φαντάσματα ήταν εμπνευσμένα από χαρακτήρες κόμικ
pacman6Καθώς ο Ιβατάνι συνέχιζε την ανάπτυξη ενός παιχνιδιού γύρω από την ιδέα του φαγητού, πρόσθεσε αρχικά το λαβύρινθο και κατόπιν σκέφτηκε τις μεγαλύτερες κουκίδες («power pills») που επιτρέπουν στον Pac-Man να τρώει τους εχθρούς του. Αργότερα, ο ίδιος αποκάλυψε πως εμπνεύστηκε την ιδέα των power pills από τον Ποπάυ, ο οποίος συχνά νικούσε τον αντίπαλό του τρώγοντας σπανάκι!
Από χαρακτήρες κόμικς εμπνεύστηκε, όμως, και τα φαντάσματα και συγκεκριμένα από τον Κάσπερ, αλλά και ένα manga, ονόματι Obake no Q-taro, ένα άτακτο φάντασμα που διασκέδαζε κλέβοντας φαγητό!
Το Pac-Man ήταν ένα από τα πρώτα βιντεοπαιχνίδια με σκηνές βίντεο
pacman4Στην κλασική έκδοση του βιντεοπαιχνιδιού, ο παίκτης ανά διαστήματα έκανε παύση μεταξύ των πιστών προκειμένου να παρακολουθήσει μικρές σεκάνς με ένα Pac-Man να κυνηγά ένα «τρομακτικό» φάντασμα. Ο ίδιος ο Ιβατάνι ονομάτισε τις σκηνές αυτές «coffee breaks» (διαλείμματα για καφέ) και τα υιοθέτησε σαν προκειμένου οι παίκτες να συνεχίζουν να παίζουν στην επόμενη πίστα.
Οι προγραμματιστές εμφανίστηκαν αρχικά απρόθυμοι στην ιδέα αυτή, επισημαίνοντας ότι τα ιντερλούδια δεν προσέφεραν τίποτα. Ωστόσο, ο Ιβατάνι επέμεινε και τελικά οι περίφημες σκηνές ενσωματώθηκαν στο παιχνίδι.
Ο σχεδιασμός της περίπλοκης κίνησης των φαντασμάτων
pacman8Ο Ιβατάνι ήταν ο ιθύνων νους πίσω από το Pac-Man, όμως μια τετραμελής ομάδα ήταν αυτή που έφερε το παιχνίδι στη ζωή. Μεταξύ αυτών ο προγραμματιστής Shigeo Funaki και ο υπεύθυνος ήχου Toshio Kai. Για την ανάπτυξη του παιχνιδιού απαιτήθηκαν 18 μήνες, μία αρκετά μακρά περίοδο για τα δεδομένα της εποχής, με την κύρια ευθύνη γι’ αυτό να βρίσκεται στη συμπεριφορά των φαντασμάτων, η κίνηση των οποίων αποτέλεσε μέγιστη πρόκληση.
Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Ιβατάνι, «δεν υπάρχει ιδιαίτερη διασκέδαση με ένα παιχνίδι φαγητού κι έτσι αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε εχθρούς προκειμένου να προσθέσουμε λίγο ενθουσιασμό και ένταση».
Ως γνωστών, το κάθε φάντασμα, οι εχθροί του Pac-Man, συμπεριφέρεται διαφορετικά από τους ομοίους του: Το ένα κυνηγά απλά τον ήρωα, δύο προσπαθούν να του επιτεθούν από μπροστά και το τέταρτο κυνηγά και ξαφνικά αλλάζει εντελώς κατεύθυνση. «Ήταν δύσκολο, επειδή οι κινήσεις των τεράτων είναι αρκετά περίπλοκες. Αυτή είναι η καρδιά του παιχνιδιού», έχει δηλώσει ο Ιβατάνι, προσθέτοντας πως «η τεχνητή νοημοσύνη σε αυτό το παιχνίδι με εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα».
Τίποτα δεν προμήνυε την επιτυχία που το παιχνίδι θα γνώριζε
pacman3Το πρώτο μηχάνημα Pac-Man, που τότε αποκαλούνταν Puck-Man, εγκαταστάθηκε σε ένα σινεμά του Τόκυο, στις 22 Μαΐου του 1980. Το παιχνίδι δικαίωσε τους δημιουργούς του, καθώς έγινε δημοφιλές μεταξύ των γυναικών και των παικτών μικρών σε ηλικία. Ωστόσο, οι σκληροπυρηνικοί gamers, συνηθισμένοι σε παιχνίδια shooting, αρχικά του γύρισαν την πλάτη.
Η αβεβαιότητα συνεχίστηκε και σε μια εμπορική έκθεση λίγο καιρό αργότερα, όπου οι αμερικανοί ιδιοκτήτες «ουφάδικων» έδειξαν να προτιμούν ένα άλλο παιχνίδι της Namco, το «Rally X». Ωστόσο, το παιχνίδι πήρε η εταιρεία Bally/Midway, η οποία άλλαξε το όνομα από Puck-Man σε Pac-Man και τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Λέγεται μάλιστα ότι η αλλαγή του ονόματος έγινε επειδή το «Puck-Man» θα μπορούμε να μετατραπεί σε υβριστική έκφραση με την αντικατάσταση του γράμματος P σε F!
Παρότι το Pac-Man εξελίχθηκε σε ένα από τα δημοφιλέστερα arcade όλων των εποχών, οι δημιουργοί δεν πλούτισαν
pacman5Μέσα σε 18 μήνες από την κυκλοφορία του, το Pac-Man κατόρθωσε να πουλήσει 350.000 μηχανήματα, αποφέροντας εκατομμύρια δολάρια σε κέρδη και να εξελιχθεί σε διεθνές φαινόμενο. Ωστόσο, ο Ιβατάνι, όπως και πολλοί σχεδιαστές και προγραμματιστές της Ιαπωνίας της εποχής εκείνης, δεν κέρδισε επιπλέον χρήματα από την επιτυχία. Το ίδιο είχε συμβεί άλλωστε και με το δημιουργό του Space Invader, Tomohiro Nishikado.
«Η αλήθεια για το θέμα αυτό είναι ότι δεν υπάρχουν ανταμοιβές per se για την επιτυχία του Pac-Man. Ήμουν απλά ένας υπάλληλος. Δεν υπήρξε μεταβολή του μισθού μου, ούτε μπόνους, ούτε επίσημη μνεία οποιουδήποτε είδους», είχε δηλώσει το 1987 ο Ιβατάνι.
Παρά τις τρεις δεκαετίες το Pac-Man παραμένει εξίσου δημοφιλές
pacman12Όταν το 2010, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την κυκλοφορία του Pac-Man, η Google τοποθετούσε το παιχνίδι στην κεντρική της σελίδα, κανείς δεν φανταζόταν τι θα ακολουθούσε. Επρόκειτο για μια έκδοση που όποιος επισκεπτόταν τη μηχανή αναζήτησης μπορούσε να παίξει. Τελικά, σύμφωνα με μια αναφορά, η σύντομη αυτή εμφάνιση του παιχνιδιού (για μόλις ένα 24ωρο), κατάφερε να «κλέψει» συνολικά 4,8 εκατ. εργατοώρες!
Μάλιστα, το πρώτο αυτό doodle που ο χρήστης μπορούσε να παίξει, μπορεί ακόμη να βρεθεί με ένα κλικ εδώ.
Το υψηλότερο δυνατό σκορ που μπορεί να επιτευχθεί είναι 3.333.360 πόντοι
pacman7Παρότι θεωρητικά το Pac-Man δεν τελειώνει ποτέ, στην πραγματικότητα το τελευταίο επίπεδο είναι ο λαβύρινθος 256, όποτε κι ένα σφάλμα στον κώδικα οδηγεί σε «νεκρή οθόνη». Συγκεκριμένα, το παιχνίδι προσπαθεί να δημιουργήσει 256 φρούτα και αποτυγχάνει. Αυτό σημαίνει ότι εάν κάθε κουκκίδα, κάθε φρούτο, στοιχείο και εχθρός «φαγωθεί» σε όλα τα 255 επίπεδα, το μέγιστο δυνατό σκορ είναι 3.333.360 πόντοι! Αυτό αποκαλείται ως «τέλειο παίξιμο» και ο πρώτος που το κατάφερε ήταν ο Billy Mitchell, ο οποίος στις 3 Ιουλίου 1999 σκόραρε το μέγιστο, πριν πέσει σε «νεκρή οθόνη».

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ.

W.G Hegel “η επιστήμη της λογικής”

by selana019

W.G Hegel “η επιστήμη της λογικής”

«Η Καντιανή φιλοσοφία είναι κριτική, αλλά λησμόνησε ότι με πεπερασμένες κατηγορίες δεν μπορεί κανείς να συγκροτήσει το άπειρο. Ειδικότερα δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι κάθε γνώση μπορεί να είναι άμεση, συγχρόνως όμως κάθε άμεση γνώση εμμεσοποιείται. Τούτο το γνωρίζουμε συνειδησιακά και το συναντούμε στα πιο γενικά φαινόμενα. Λέμε π.χ. ότι ιδού, γνωρίζω άμεσα την Αμερική, όμως η γνώση αυτή είναι έμμεση. Στέκομαι στην Αμερική, βλέπω το έδαφός της, αλλά πρωτύτερα έπρεπε να ταξιδέψω σ’ αυτήν, ο Κολόμβος χρειάστηκε κάποτε να την ανακαλύψει, έπρεπε πρώτα να κατασκευαστούν πλοία κ.λπ. Όλα αυτά τα προαπαιτούμενα προηγούνται. Ό,τι γνωρίζουμε άμεσα αποτελεί προϊόν άπειρων μεσολαβήσεων. Μόλις βλέπω ένα ορθογώνιο τρίγωνο, γνωρίζω ότι το τετράγωνο των καθέτων ισούται με το τετράγωνο της υποτείνουσας. Το γνωρίζω άμεσα, αλλά στην πραγματικότητα το έχω μάθει έμμεσα έχοντας πειστεί από τη μεσολάβηση της απόδειξης. Η άμεση γνώση πάντοτε εμμεσοποιείται. Συνεπώς εύκολα γίνεται κατανοητό ότι και η άμεση γνώση περί θεού είναι στην πραγματικότητα έμμεση» Γκέοργκ Χέγκελ

Η Επιστήμη της Λογικής, έργο που δύο σχεδόν αιώνες μετά την πρώτη του έκδοση στη Νυρεμβέργη, εξακολουθεί να κατέχει δεσπόζουσα θέση στον φιλοσοφικό κανόνα, σηματοδότησε αξεπέραστα το “τέλος εποχής” για την κλασική μεταφυσική σκέψη. Κείμενο-κλειδί για την κατανόηση της Εγελιανής φιλοσοφίας και μάλλον το πλέον απαιτητικό έργο του Γκέοργκ Χέγκελ, η “Επιστήμη της Λογικής” αποτελεί μια ρωμαλέα φιλοσοφική “απάντηση” στο καντιανό μεταφυσικό σύστημα, όπως αυτό διατυπώθηκε στην Κριτική του Καθαρού Λόγου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Κατεβάστε το βιβλίο από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Στεκιού Παίρνω Αμπάριζα εδώ

πηγή:

 

https://grassrootreuter.wordpress.com/2016/10/08/hegelhepistimitislogikis/

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΤΖΑΜΑΪΚΑ


Ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά 

με τη Τζαμάικα



σημαία Τζαμάικα
Τζαμάικα , ένα νησί της Καραϊβικής έθνος, έχει μια πλούσια μορφολογία των βουνών, τροπικά δάση και ύφαλο επένδυση παραλίες.
Το επίσημο όνομα της χώρας είναι Τζαμάικα .
Οι χώρες πιο κοντά στην Τζαμάικα είναι η Κούβα, η  Αϊτή και η Δομινικανή Δημοκρατία .
Η επίσημη γλώσσα είναι η Αγγλική.
Από την 1η Ιανουαρίου 2016, η πληθυσμός της Τζαμάικα εκτιμάται ότι είναι 2.798.802 άτομα .
Με μια περιοχή της 10.911 τετραγωνικά χιλιόμετρα (4.213 τετραγωνικά μίλια), Τζαμάικα είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί των Μεγάλες Αντίλλες, μετά από την Κούβα και Ισπανιόλα.
Kingston είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Τζαμάικα, βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού. Πιέζονται μεταξύ των Blue Mountains και το έβδομο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι του κόσμου, Kingston σας εντυπωσιάζει ταυτόχρονα με τη ρύθμιση και σας κατακλύζει με το μέγεθος, το θόρυβο και την κίνηση του.
jamaican Kingston
Η Τζαμάικα είναι η κορυφή ενός βουνού αυξάνεται από τον πυθμένα της θάλασσας. Σχεδόν το μισό του νησιού είναι περισσότερο από 330 μέτρα (1.000 πόδια) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.Υπάρχουν καταπράσινους λόφους που είναι ιδανικές για τη γεωργία και τις παράκτιες παραλία περιοχές που είναι δημοφιλής στους τουρίστες.
Blue Mountain Peak είναι το ψηλότερο βουνό της Τζαμάικα και μία από τις υψηλότερες κορυφές στην Καραϊβική στα 2.256 μέτρα (7.402 πόδια) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας .
μπλε κορυφή του βουνού
Τζαμάικα έχει μήκος ακτογραμμής των 1.022 χιλιομέτρων (635 μίλια).
ακτογραμμή της Τζαμάικα είναι το σπίτι σε μερικές από τις πιο όμορφες παραλίες στην Καραϊβική, αντλώντας εκατομμύρια λάτρεις του ήλιου κάθε χρόνο.
Negril Beach είναι ένα κλασικό Καραϊβικής - 8 χιλιόμετρα (5 μίλια) από λευκό, με δυτικό προσανατολισμό άμμο που ρηχά τζιν-καθαρό νερό. Πολλά από αυτά έχει αναπτυχθεί και υπάρχουν δεκάδες μπαρ και εστιατόρια.
παραλία Negril
Οι προστατευόμενες περιοχές στην Τζαμάικα περιλαμβάνουν πάρκα, εθνικά πάρκα, δρυμοί, και περιοχές διαχείρισης των δασών και ιερά ψάρια.
Μπλε και John Crow βουνά του Εθνικού Πάρκου είναι ένα εθνικό πάρκο στην Τζαμάικα. Το πάρκο καλύπτει 495 τετραγωνικά χιλιόμετρα (191 τετραγωνικά μίλια) και αντιπροσωπεύει το 4,5% της επιφάνειας της γης Τζαμάικα. Το πάρκο είναι παγκοσμίως γνωστή για τη βιοποικιλότητά της. Η UNESCO που απαριθμούνται Μπλε και John Crow Όρη ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς στις 3 Ιουλίου 2015.
μπλε και john κοράκι βουνά του Εθνικού Πάρκου
Περιλαμβάνοντας 180 μέτρα (590 πόδια) απαλά ενωμένος καταρράκτες, Dunn του River Falls είναι ένα από τα πιο διάσημα φυσικά αξιοθέατα της Τζαμάικα. Οι καταρράκτες ενωμένος σαν γίγαντας φυσικού σκάλες αν Μερικές ενσωματώνουν τεχνητές βελτιώσεις. Πολλές μικρές λιμνοθάλασσες διάσπαρτα ανάμεσα στα κατακόρυφα τμήματα των πτώσεων.
πτώσεις ποτάμι Dunns
Ο Μάρλεϊ Μουσείο Bob , στο πρώην σπίτι του σούπερ σταρ της reggae, που βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της πρωτεύουσας, Kingston. Είναι πιο-επισκέφθηκε έλξη της Kingston και η ιστοσελίδα του στούντιο ηχογράφησης Tuff Gong. Τα κυριότερα σημεία είναι υπνοδωμάτιο του Μάρλεϊ με σχήμα αστεριού κιθάρα του από το κρεβάτι.
μουσείο Bob Marley
Χτισμένο το 1770, Rose Hall είναι ένα αναπαλαιωμένο σπίτι φυτεία με όμορφη θέα στον ωκεανό. Είναι ευρέως θεωρείται ότι είναι ένα οπτικά εντυπωσιακό σπίτι και το πιο διάσημο στην Τζαμάικα.Σύμφωνα με το μύθο, μια "λευκή μάγισσα" που ονομάζεται "Annie Palmer" που δολοφόνησε τρεις συζύγους στοιχειώνει το ακίνητο. Μια έρευνα του μύθου, το 2007 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιστορία ήταν φανταστική.
Rose Hall Τζαμάικα
Dolphin Cove Τζαμάικα είναι ένα θαλάσσιο έλξη στην Τζαμάικα κατά την οποία οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν και να κολυμπήσετε με τα δελφίνια Τζαμάικας στο φυσικό τους περιβάλλον, ενώ απολαμβάνουν τη συγκίνηση και αγάπη από αυτά τα καταπληκτικά θαλάσσια θηλαστικά. Οι επισκέπτες μπορούν επίσης να κολυμπήσουν, να κατέχει, ζωοτροφές, και να μάθουν για τα εξελικτική μυστικά των καρχαριών της Καραϊβικής.
δελφίνι όρμο Τζαμάικα
Οι άνθρωποι Taino έφτασαν από τη Νότια Αμερική στον έβδομο αιώνα και κάλεσε το νησί Xaymaca , «γη του ξύλου και του νερού ,« λόγω του πράσινου πυκνό δάσος και τα εκατοντάδες ορμητικά ρεύματα που κάποτε κάλυπταν το τοπίο.
Κολόμβος προσγειώθηκε εδώ το 1494, και η ισπανική σύντομα έφερε σε σκλάβους, όπως οι αυτόχθονες Ινδιάνοι Arawak πέθανε έξω-σήμερα περισσότερο από το 90 τοις εκατό του πληθυσμού είναι αφρικανικής καταγωγής. Η βρετανική κατέλαβαν το νησί το 1655, για τη χορήγηση ανεξαρτησίας το 1962.
Ο τουρισμός, η γεωργία, και την εξόρυξη είναι οι πιο σημαντικές βιομηχανίες στην Τζαμάικα. Ο επικεφαλής των καλλιεργειών είναι το ζαχαροκάλαμο, αλλά τις μπανάνες, καφέ, μπαχάρι, και γλυκοπατάτες αποτελούν βασικά γεωργικά προϊόντα.
Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται Τζαμάικα σκέφτονται Reggae, ή " Ragged Music ". Η μουσική γεννήθηκε στη δεκαετία του 1950 και του '60 από τα μουσικά στυλ της mento, ska, και Rocksteady. Το πιο διάσημο αστέρι reggae ήταν Bob Marley, ο οποίος υποστηρίζεται από την ομάδα του οι Wailers. Άλλα διάσημα αστέρια reggae περιλαμβάνουν Desmond Dekkar, Jimmy Cliff, ο Peter Tosh και Burning Spear.
reggae
Τζαμαϊκανός κουζίνα είναι ένα χωνευτήρι που αντανακλούν τις διάφορες κουλτούρες που επηρέασαν το νησί κατά τη διάρκεια των ετών. Ackee και Saltfish είναι το εθνικό πιάτο της Τζαμάικα . Ένα θρεπτικό φρούτο βουτύρου με-γεύση καρυδιού, ackee μοιάζει με ομελέτα, όταν βράζεται. Τζαμαϊκανοί σοτάρουμε το βρασμένο ackee με saltfish (μπακαλιάρο στο αλάτι), τα κρεμμύδια και τις ντομάτες.Μερικές φορές το πιάτο σερβίρεται στην κορυφή bammy (τηγανητά κέικ μανιόκα) με τηγανητό των Αντιλλών.
ackee και saltfish
Ρούμι είναι το εθνικό ποτό της Τζαμάικα .
Ορχιδέες μεγαλώνουν άγρια σε όλη την Τζαμάικα, μερικά 200 είδη από αυτά, 73 από τα οποία βρίσκονται πουθενά αλλού.
Παρατηρητές πουλιών απολαμβάνουν τα 250 είδη πουλιών που μπορεί να δει κανείς στο νησί, συμπεριλαμβανομένων των 26 πτηνών που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού.
Το νησί φιλοξενεί το απειλούμενο swallowtail Όμηρος , η μεγαλύτερη πεταλούδα στο δυτικό ημισφαίριο. Εκπέτασμα του είναι 25 εκατοστά (6 ίντσες), γεγονός που καθιστά αυτό το έντομο μεγαλύτερο από ό, τι πολλά από τα πουλιά του νησιού.
Το 1988, η Τζαμάικα έγινε η πρώτη τροπική χώρα για να εισάγετε ένα συμβάν Χειμερινούς Ολυμπιακούς . Ήταν το έλκηθρο εκδήλωση. Η ταινία, Cool Runnings, αφηγείται την ιστορία της πρώτη εισβολή της Τζαμάικα για να τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.
Όταν το πλοίο του βυθίστηκε στα ανοικτά της Τζαμάικας ακτή, Chris Blackwell - ο παραγωγός ο οποίος ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά ο Bob Marley - Βρέθηκε κοντά στο θάνατο από κάποιους ψαράδες Rasta. Τον ανέθρεψε πίσω στην πλήρη υγεία, σχηματίζοντας έναν δεσμό με τον πολιτισμό τους που έγινε η βάση για την περίφημη επένδυσή του στη μουσική του νησιού.
Σοκολάτα γάλακτος εφευρέθηκε από Τζαμαϊκανοί , στη συνέχεια διαδόθηκε στην Ευρώπη από μια ιρλανδική βοτανολόγος που πούλησε ως φάρμακο.

Η ΤΟΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΩΒ ΦΩΤΟΤΡΥΠΑΣ

Η ΤΟΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΩΒ ΦΩΤΟΤΡΥΠΑΣ

 
Από τον Νώντα Κούκα

Τσεκάροντας το διανοητικό μας σθένος

Ας κάνουμε μια διανοητική άσκηση. Φανταζόμαστε έναν κβαντικό υπερυπολογιστή να λαμβάνει δέσμες κβαντωμένων πληροφοριών από το μέλλον, να τις επεξεργάζεται, να τις αναλύει στο παρόν και να τις μετατρέπει σε «πραγματικό» παρελθόν. Ο εν λόγω q(uantum) bit υπολογιστής δεν κατατρύχεται από την (ψυχολογική) αβεβαιότητα «είτε το ένα είτε το άλλο». Πραγματώνει και υλοποιεί και το ένα και άλλο, όπως και κάθε γεγονός που πλαισιώνει και τα δύο.

Ουσιαστικά, η κεντρική πληροφορία που λαμβάνει ο κβαντικός υπολογιστής μας από τον «ανώνυμο» πληροφοριοδότη του είναι: «υλοποίησε διακριτά και οικονομικά το μέλλον σε παρελθόν».

Η εντολή «διακριτά και οικονομικά» μεταφράζεται από τον υπερυπολογιστή μας ως συνεχής/ αναλογική/ άπειρη ροή. Γιατί; Διότι καθετί που είναι διακριτό και μη διακριτό μαζί (είπαμε ότι ή το ένα ή το άλλο είναι κάτι άγνωστο για αυτόν) αλλά και οικονομικό και μη οικονομικό μαζί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η έναρξη του βέλους του χρόνου, μια κατεύθυνση (διάνυσμα) προκειμένου το μέλλον της πληροφορίας να μετατρέπεται σε παρελθοντικό τετελεσμένο μέλλοντα της ανάμνησής της. Ισοδύναμα, από όλη αυτή τη διαδικασία προικοδοτείται μια γραμμική βάση δεδομένων μνήμης όπου τα πράγματα γίνονται τέτοια, δηλαδή ορατά και απτά, επειδή η (μελλοντική) πληροφορία συμπαγοποιείται ως (παρελθοντική – προβολική) μνήμη.


Μια πολύ συμπιεσμένη μαθηματική πληροφορία όταν εισαχθεί σε έναν τέτοιο υπολογιστή μπορεί να παραγάγει ένα «άπειρο» πλήθος δεδομένων κατά την έξοδό της. Το πρόβλημα τώρα που ανακύπτει στο παραπάνω νοητικό πείραμα, είναι η διεύθυνση στο «βέλος» του χρόνου. Εκ των ιδίων πραγμάτων, ο υπολογιστής κείται αναγκαστικά επάνω σε μια ελαχιστοτική επιφάνεια. Δηλαδή, τοπολογικά μιλώντας, είναι πάνω σε μια επιφάνεια το εμβαδόν της οποίας είναι «τοπικά ελαχιστοποιημένο» και δεν μπορεί να μειωθεί αντικαθιστώντας μικρά τμήματα με οποιαδήποτε άλλη γειτονική επιφάνεια στον ίδιο τον περιβάλλοντα χώρο (υποβάθρου). Επομένως, η πληροφορία που μπορεί να επεξεργαστεί ο υπολογιστής μας είναι αναγκαστικά χρονοειδής αφού διαθέτει μια κάποια έστω ελάχιστη επιφάνεια και άρα ενέργεια χαμηλότερη από αυτήν της καθαρής πληροφορίας. Η οποία, όπως συνάγεται, είναι χωροειδής και τρέχει σε φανταστικό χρόνο, βρίσκεται δηλαδή παντού ταυτόχρονα.

Αφού λοιπόν το σχήμα ελάχιστου εμβαδού αντιστοιχεί στην κατάσταση με τη χαμηλότερη ενέργεια, διαθέτει προφανώς μηδενική επιφανειακή τάση. Ισοδύναμα, μπορούμε να πούμε πως η μέση καμπυλότητά της είναι μηδέν. Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα πως ο υπερυπολογιστής μας δεν μπορεί να διαχειριστεί την άπειρη ενέργεια της καθαρής πληροφορίας στο πλαίσιο του φανταστικού διανυσματικού χρόνου της. Διότι, όπως γράψαμε, μόνο χρονοειδή πληροφορία χαμηλότερης ενέργειας μπορεί να διαχειριστεί και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπερβεί το φράγμα του φωτός. Υπάρχει λύση σε αυτό;

Όταν το βέλος του χρόνου αλλάζει άρδην

Ναι, υπάρχει λύση αν η ελαχιστοτική επιφάνεια του υπερυπολογιστή μας μετασχηματιστεί σε κλειστό βρόχο χωροχρονικής σύνθεσης. Έτσι, χώρος και χρόνος συμπλέκονται άρρητα από τη μια, ενώ από την άλλη επιτυγχάνεται η αρχή της ολονομίας μέσω της οποίας μπορεί τώρα πια να αλλάξει η φορά του φανταστικού βέλους του χρόνου και να δείχνει πια από το παρελθόν προς το μέλλον. Η έννοια της ολονομίας είναι βασική στη διαφορική γεωμετρία. Σχετίζεται με την καμπυλότητα και αφορά στη μετακίνηση διανυσμάτων κατά ένα παράλληλο τρόπο πάνω σε ένα κλειστό βρόχο. Η ολονομία μιας επιφάνειας (ή μιας πολλαπλότητας), σε αδρές γραμμές, αποτελεί μέτρο του βαθμού στον οποίο μετασχηματίζονται τα εφαπτόμενα διανύσματα καθώς διαγράφουν βρόχο πάνω στην επιφάνεια.

Ας μας συγχωρεθούν αυτές οι τεχνικές λεπτομέρειες αλλά είναι βασικές. Ιδού ένα παράδειγμα: ας πούμε πως στέκεστε στον βόρειο πόλο και κρατάτε στο χέρι σας ένα ακόντιο εφαπτόμενο στην επιφάνεια της Γης. Αρχικά περπατάτε κατευθείαν προς τον ισημερινό, ακολουθώντας την κατεύθυνση στην οποία είναι προσανατολισμένο το ακόντιο διατηρώντας συνεχώς σταθερό τον προσανατολισμό του όπως εσείς τον αντιλαμβάνεστε καθώς προχωράτε. Όταν φτάσετε στον ισημερινό το ακόντιο θα κοιτάζει προς τα κάτω. Τώρα, αρχίστε να περπατάτε πάνω στον ισημερινό μέχρι να φτάσετε στο μέσον της περιφέρεια της Γης, αλλά μην ξεχνάτε να κρατάτε το ακόντιο σταθερά προς τα κάτω σε όλη τη διαδρομή. Ύστερα ξεκινήστε πάλι προς τον βόρειο πόλο διατηρώντας πάντα σταθερό τον προσανατολισμό του ακοντίου. Όταν φτάσετε στον βόρειο πόλο το ακόντιό σας θα έχει στραφεί κατά 180 μοίρες παρά την άοκνη προσπάθειά σας να διατηρήσετε σταθερό τον προσανατολισμό του.

Η ολονομία λοιπόν μας πληροφορεί για το τι συμβαίνει σε ένα εφαπτόμενο διάνυσμα καθώς το μετατοπίζουμε παράλληλα – δηλαδή διατηρούμε σταθερό τον προσανατολισμό του καθώς το μετακινούμε κατά μήκος μιας διαδρομής η οποία μπορεί να είναι καμπύλη ή συνεστραμμένη.

Στην περίπτωση λοιπόν του υπολογιστή τη μας αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το διάνυσμα του χρόνου άλλαξε τη φορά του κατά 180 μοίρες: παγιώνει τον καμπύλο στρεβλωμένο χωρόχρονο σε «ορατό» σύμπαν. Έτσι χαμηλώνει την ενεργειακή στάθμη της καθαρής Πληροφορίας σε επίπεδα τέτοια που να μπορεί ορατοποιείται η α-όρατη πληροφορία σε γεωμετρικές σχηματομορφές. Έκτοτε όμως, η φορά του βέλους του χρόνου είναι ψευδαισθησιακά μονοσήμαντη, στραμμένη από το παρελθόν προς το μέλλον, ενώ συγχρόνως, ο βρόχος καθώς κλείνει θέτει το ορατό σύμπαν σε μια μελαγχολική, μέχρι απόγνωσης θα λέγαμε, καραντίνα. Είμαστε πια καταδικασμένοι να ζήσουμε μόνοι μας μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον δεν είναι παρά μια επίμονη ψευδαίσθηση, όπως είπε και ο Αινστάιν.

ΥΓ: Είμαστε λοιπόν μόνοι μέσα στη μωβ φωτότρυπά μας.

πηγή:

 

https://iamarevi.wordpress.com/2016/10/07/%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%BC%CF%89%CE%B2-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%84%CF%81%CF%85%CF%80%CE%B1%CF%83-2/

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΟ---World's Weirdest - Kangaroo Birth



Πιστεύω ότι κανείς δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη γέννηση ενός καγκουρό....
Ευτυχώς, για μας, φροντίζουν γι' αυτό οι επαγγελματίες operateur..
Φανταστικές εικόνες από τη στιγμή της γέννησης, που με έκαναν να θαυμάσω το ένστικτο αυτοσυντήρησης στην άγρια ζωή...
Όταν γεννηθεί το μωρό καγκουρό, αν και ακόμα δεν έχει αναπτύξει τα μάτια του, από ένστικτο και μόνο πιάνεται από τη γούνα της μητέρας του και σκαρφαλώνει στο μάρσιπο της,  μια θήκη σαν τσέπη στο μέρος της κοιλιάς, και εκεί θα είναι το σπίτι του για σχεδόν ένα χρόνο...
Βέβαια, μεγαλώνοντας βγαίνει έξω, αλλά ποτέ δεν απομακρύνεται και πάντα στηρίζεται στην ασφάλεια του μαρσίπου...
Ακόμα και σε μεγάλες μετακινήσεις ταξιδεύει, άνετα σαν να βρίσκεται σε μπαλκόνι...
Ένα πολύ όμορφο video της National Geographic Wild, με δυνατότητα εμφάνισης ελληνικών υποτίτλων, θα σας προσφέρει ένα υπέροχο θέαμα....

                         ΔΙΚΟ   ΣΑΣ....!!!!!!!!!!

Steven Brill – Ο Θάνατος της Αλήθειας

  Steven Brill   Ο Θάνατος της Αλήθειας Αντικλείδι Ο Θάνατος της Αλήθειας : Το βιβλίο του  Steven Brill  για την παραπληροφόρηση στα social ...