Να είσαι και αν μην είσαι (διήγημα του Αντώνη Σουρούνη)
Posted by sarant στο 9 Οκτωβρίου, 2016
Ο συγγραφέας Αντώνης Σουρούνης πέθανε προχτές στα 74 χρόνια του. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, είχε ζήσει αρκετά χρόνια στη (Δυτική, τότε) Γερμανία για σπουδές και κάνοντας διάφορες δουλειές και τα πρώτα του έργα αφηγούνταν εμπειρίες από τη ζωή του αυτή. Εννοώ τα μυθιστορήματα «Οι συμπαίχτες» και «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι» και τις συλλογές διηγημάτων «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» και «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», που εκδόθηκαν από το 1977 έως το 1985.
Μου είχαν αρέσει πάρα πολύ αυτά τα βιβλία, τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα, και νομίζω ότι σε ένα βαθμό έχουν επηρεάσει τα διηγήματα που έγραψα τότε. Ύστερα, ξενιτεύτηκα εγώ στην Ευρώπη και ήρθα να ζήσω στο περιβαλλον των βιβλίων του Σουρούνη ενώ εκείνος συνέχισε με ελλαδική θεματολογία -και περιέργως ή όχι τα έργα του μου άρεσαν λιγότερο. Εννοώ το Πάσχα στο χωριό, ενώ τον Γκας τον γκάγκστερ δεν μπόρεσα να τον αρχίσω, ίσως όμως να φταίω εγώ. Μου είπε ένας φίλος που τον εμπιστεύομαι ότι το Μονοπάτι στη θάλασσα, γραμμένο το 2006, όπου περιγράφει τα παιδικά του βιώματα από τη Θεσσαλονίκη, είναι εξαιρετικό, ενώ δεν έχω διαβάσει τον Χορό των ρόδων, που πήρε κρατικό βραβείο.
Αλλά και μόνο τους Συμπαίχτες και τα Μερόνυχτα Φραγκφούρτης να ‘χε γράψει, θα είχε κερδίσει μιαν από τις πρώτες θέσεις στον λογοτεχνικό μας κανόνα.
Τα Μερόνυχτα δεν τα έχω εδώ μαζί μου, οπότε διάλεξα σήμερα να παρουσιάσω το διήγημα «Να είσαι και να μην είσαι» από τα Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου -με εμπειρίες όχι πια από τη Γερμανία και τη χαρτοπαιξία, αλλά από τα χρόνια που δούλεψε ναυτικός. Μονοτονίζω.
Να είσαι και να μην είσαι
Ξαναμέτρησα τα λεφτά μου. Δεν είχε άλλάξει τίποτα — ήταν πάντα εννιά δολάρια. Ούτε και σε μένα είχε αλλάξει τίποτα — ήμουν ακόμα στην Κωνστάντζα. Για να φτάσω στη Θεσσαλονίκη και να χαρώ τον κόλπο της και τον κόλπο τής Σοφίας, έπρεπε να διασχίσω ολόκληρη Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία. Αποφάσισα να μη βγω και να πέσω για ύπνο. Ήμουν υπεύθυνος γι’ αυτό το ανήλικο ποσό και είχα καθήκον να το προστατέψω από τις κακοτοπιές, πού σίγουρα θα παρασυρόταν μαζί μου.
Ξύπνησα πολύ νωρίς και μέτρησα πάλι τα δολάρια· τουλάχιστον ήταν ακόμη εννιά. Βγήκα στο αποχωρητήριο του διαδρόμου και γυρνώντας σκόνταψα πάνω σε μια γυναίκα που σφουγγάριζε.
— Συγνώμη…
Σήκωσε απότομα το κεφάλι.
— Έλληνας είσαι, γιε μου;
— Μάλιστα.
— Από πού είσαι, παιδί μου;
— Από τη Θεσσαλονίκη.
— Άαα, τη θυμάμαι τη Θεσσαλονίκη… Εγώ είμαι από τη Δράμα. Ναυτικός είσαι;
— Μάλιστα.
— Και γυρίζεις τώρα στην Πατρίδα, κανακάρη μου;
— Αν θέλει ο Θεός, θεία…
— Ο Θεός πάντα θέλει, γιε μου. Οι άλλοι δεν θέλουν…
Είχε δίκιο. Σηκώθηκε και μ’ ακολούθησε στο δωμάτιο.
— Εγώ σ’ αυτό το ξενοδοχείο βλέπω πολλούς Έλληνες. Καμιά φορά τυχαίνει να ‘ναι τόσοι πολλοί, που νομίζω πώς βρίσκομαι στην Πατρίδα…
Καθώς έφτιαχνα τα πράματά μου, τράβηξα από το σάκο μια κολόνια κι ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες. Αυτά κατάφερα και τα ‘σωσα· και από τις γυναίκες και από τούς άντρες. Οι τελωνειακοί στο λιμάνι με είχαν αφανίσει. Με υποχρέωσαν και τ’ άπλωσα όλα στο πάτωμα, λες και τα είχα για πούλημα. Φώναξαν κι άλλους από τα γύρω γραφεία, με κύκλωσαν κι άρχισε ένας περίεργος σαματάς, σαν να θέλανε στ’ αλήθεια να τα παζαρέψουν. Ώσπου να μου δώσουν το ελεύθερο να περάσω, τα μισά μου υπάρχοντα είχαν εξαφανιστεί. Γνώριζαν πως δεν έφευγα από τη σκάλα του βαποριού και πως θα κάνω το κορόιδο — όπως και το ‘κανα.
— Να, πάρε αυτά, θεία… Εμένα δεν μου χρειάζονται πια. Ένα για σένα κι ένα για την κόρη σου…
— Αχ, σ’ ευχαριστώ, γιε μου… να ‘σαι καλά και να ‘χεις την ευχή μου. Εγώ μόνο αυτό μπορώ να σου δώσω — την ευχή μου. Με το καλό να σε δει ή μανούλα σου και το κορίτσι σου…
— Θεία, μήπως υπάρχει εδώ μέσα κανένας καλός άνθρωπος να μας αλλάξει αυτά τα τέσσερα δολάρια; Είναι μεγάλη ανάγκη…
— Δώσ’ τα, παιδί μου… Θα δω τι μπορώ να κάνω.
Γύρισε τόσο γρήγορα, που σκέφτηκα πως ο μαυραγορίτης θα περίμενε έξω από την πόρτα. Της έδωσα κι εγώ την ευχή μου κι αποχαιρετιστήκαμε.
Έμεινα δυο ώρες στο καφενείο του σταθμού περιμένοντας το τρένο και χαζεύοντας τούς άλλους. Οι άλλοι ήταν πιο τυχεροί — χάζευαν εμένα. Από το σάκο μου κρέμονταν δυο σπαθιά αφρικάνικα κι ένα πολύχρωμο ψάθινο καπέλο. Τα είχα αγοράσει στην Γκάνα για τη Σοφία. Λαϊκή τέχνη. Της άρεζαν κάτι τέτοια. Λαϊκή μουσική, λαϊκή ζωγραφική, λαϊκή χειροτεχνία, λαϊκή τέτοια, λαϊκή αλλιώτικια. Το σπίτι της μπορεί να μη βρισκόταν σε λαϊκή συνοικία, όμως ήταν γεμάτο απ’ όλα αυτά που ανέφερα. Ακόμα κι εγώ ό ίδιος σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες ανήκα.
Στο Βουκουρέστι θα με περίμενε ο Νικόδημος, για να μου βγάλει το εισιτήριο και να συνεχίσουμε παρέα. Δέκα ή ώρα το βράδυ στην μπιραρία του σταθμού. Αυτός έφευγε κανονικά με φυλλάδιο και μπροστάντζα. Θα υπήρχε και μήνυμά του στη δεξιά κάτω γωνιά της πόρτας από την τελευταία τουαλέτα. Το τρίμηνο που πέρασε είχαμε δώσει οι δυο μας τέσσερις ή πέντε παραιτήσεις, που ο καπετάνιος τις κομμάτιαζε μπροστά μας. Ώσπου έδωσε λόγο, πως στην Κωνστάντζα θα μάς άφηνε να φύγουμε. Πρωί πρωί τη μέρα που ήταν να σαλπάρουμε ο Νικόδημος έφερε με τις φωνές του το βαπόρι τα πλώρα-πρύμνα, μέχρι που ο καπετάνιος του ‘δωσε το φυλλάδιο για να ξεκουμπιστεί. Εγώ όμως έπρεπε να μείνω, μέχρι να κλείσουμε και το τελευταίο αμπάρι και να ρίξουμε την τελευταία μουσαμαδιά. Είχα δώσει κι εγώ το λόγο μου κι έμεινα. Δεν μπόρεσα να τον πάρω πίσω κι ήταν γραφτό από τότε να ζώ δίχως λόγο. Τυλίξαμε το βαπόρι στα φασκιά του κι έψαξα για τον καπετάνιο, όμως δεν βρισκόταν. Είχε γίνει άφαντος. Οι αστυνομικοί είχαν τελειώσει το ψάξιμο με τα καθρεφτάκια, ούτε κι αυτοί βρήκαν τίποτα κι έδωσαν το ελεύθερο για αναχώρηση. Και τότε εμφανίζεται ο καπετάνιος στη βαρδιόλα.
— Βίρα!…
Σαλτάρω στο αμπάρι τής πλώρης, για να με βλέπει καλά.
— Καπετάνιε! Είχες πει…
— Βίρα, είπα!…
Τα φοβόμουν κάτι τέτοια και είχα το σάκο έτοιμο ανάμεσα στα δυο αμπάρια. Τον αρπάζω και τον πετάω έξω στο μουράγιο. Οι κάβοι είχαν λασκάρει και το πλοίο απομακρυνόταν σιγά σιγά από τη στεριά. Ανεβαίνω στην κουπαστή και πηδάω και πέφτω στην αγκαλιά του σάκου μου. Γυρνώντας ν’ αποχαιρετήσω τούς συντρόφους μου από το κάτεργο, βλέπω τον καπετάν-μαλάκα να έχει βγάλει το φυλλάδιό μου από την τσέπη και να μου το κουνάει σαν κουδουνίστρα. Τον άφησα λίγο, μέχρι να καυλώσει με το παιχνίδι του, για να τη φάει δυνατότερα. Είχα φλος. Ο κόσμος είναι γεμάτος από κακούς ανθρώπους και όσα περισσότερα χαρτιά κουβαλάς μαζί σου, τόσο ευκολότερα μπορείς να τούς ξεφεύγεις. Βγάζω λοιπόν κι εγώ το διαβατήριο και του το παίζω με τον ίδιο τρόπο. Λίγο ακόμα και το βαπόρι θα γινόταν κομμάτια πάνω στον ντόκο. Οι θεατές, που ως εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσαν το παιχνίδι με θλίψη, αμόλησαν τούς κάβους από τα χέρια, για να χειροκροτήσουν. Καταπληκτική παρτίδα. Η καλύτερη που έπαιξα πάνω στο κωλοβάπορο.
Το πρώτο που έκανα φτάνοντας στο Βουκουρέστι ήταν να κατεβώ στις τουαλέτες. Χρειαζόμουν κιόλας ένα κατούρημα. Όπως το φοβόμουν, η τελευταία ήταν πιασμένη. Η τελευταία είναι πάντα πιασμένη. Αν όχι από κάποιον που χέζει, από κάποιον που ψάχνει ή ψάχνεται. Κατούρησα κι έκοβα βόλτες πάνω κάτω με το σάκο κρεμασμένο στον ώμο, απ’ όπου κρέμονταν τα πράματα τής Σοφίας. Μπήκαν δυο τρεις και βγήκαν άλλοι τόσοι κοιτώντας με όλοι μ’ ένα μάτι. Κάποτε άδειασε κι αυτός που μ’ ενδιέφερε αδειάζοντάς μου και τη γωνιά. Μπήκα μέσα, μαντάλωσα, κι αυτό που αντίκρισα με κατατρόμαξε. Η πόρτα ήταν βαμμένη με μελάνι. Ακόμη και τα μεγάλα γράμματα ήταν γεμάτα με μικρά γράμματα. Γονάτισα να ψάξω. Μαζί με μένα γονάτισαν κι οι ελπίδες μου. Υπήρχαν σε διάφορες γλώσσες διάφορες συμβουλές και παροτρύνσεις, αλλά για μένα ούτε λέξη. Έψαξα και στην άλλη γωνιά, μήπως έγινε κάποιο λάθος, κι έπειτα και στις άλλες γωνιές. Τίποτα. Σκέφτηκα πως ίσως να μη βρήκε κενό χώρο στις γωνιές και ακουμπώντας το σάκο καταγής, έψαξα πόντο πόντο ολόκληρη την πόρτα. Βρήκα κι ένα ελληνικό «ΓΑΜΙΕΣΑΙ», αλλ’ αυτό βέβαια δεν αφορούσε εμένα. Αν έγραφε κάτι τέτοιο ο Νικόδημος, θα το ‘γραφε στη γωνιά που είχαμε συμφωνήσει, για να το βρω αμέσως.
Ανέβηκα στο καφενείο και ήπια μια μπίρα. Κάποιος πλησίασε και με ρώτησε αν πουλάω τα σπαθιά. Όχι. Το τζιν που φοράω; Ούτε. Ήπια κι άλλη μπίρα. Πλησίαζε η ώρα δέκα και όπου να ‘ναι έπρεπε να φανεί ο Νικόδημος. Ξύπνιο παιδί, ο μπαγάσας — η αλήθεια να λέγεται. Στα λιμάνια σπάνια βλέπανε τον παρά του, γι’ αυτό και ήταν πάντα φορτωμένος. Τζάμπα έπινε, τζάμπα γαμούσε. Όχι επειδή ήταν τίποτε ωραίος, αλλά είχε γερά πόδια κι έτρεχε. Κι επειδή συνήθως βγαίναμε παρέα, έπρεπε να τρέχω κι εγώ ξοπίσω του.
Η ώρα δέκα ήρθε, αλλά όχι κι ο Νικόδημος. Με ζώσανε μαύρα φίδια. Έμεινα άλλη μισή ώρα εκεί ελπίζοντας κι έπειτα σηκώθηκα και έψαξα σ’ όλο το σταθμό για κείνο το μουστερή με τα σπαθιά. Είχε χαθεί. Το μόνο γνωστό πράμα που βρήκα εκεί μέσα, ήταν ένα τηλέφωνο. Στάθηκα μπροστά του κοιτώντας το. Έξω είχε πέσει μαύρη νύχτα «Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος». Σαν τί φύσαγε; Σαν γύφτος, σου λέω. Να πάρει ο διάβολος! Σ’ αυτή την πόλη ζούσε κάποιος που είχε σπαράξει την εφηβική μου καρδιά και μου είχε δημιουργήσει την εντύπωση πως ή ζωή δεν είναι άλλο, παρά «ο λάκκος των λεόντων». Άνοιξα τον κατάλογο κι έψαξα, αλλά το όνομά του δεν υπήρχε. Σταμάτησα στο πρώτο ελληνικό όνομα που είδα. Σκηνοθέτης, έγραφε δίπλα. Καλό αυτό, σκέφτηκα, άνθρωπος με φαντασία. Πήρα τον αριθμό και περίμενα. Κάτι ακούστηκε στην άλλη άκρη.
— Με συγχωρείτε. Έλληνας είστε;
Το κάτι που ακούστηκε πριν, ξανακούστηκε. Συνέχισα.
— Είμαι ναυτικός κι έχω ξεμείνει στο Βουκουρέστι. Δεν έχω ούτε λεφτά ούτε γνωστούς. Μήπως ξέρετε πού θα μπορούσα να πάω, για να περάσω τη νύχτα;
Περίμενα. Θα ‘χει πλάκα, λέω, τώρα να μου πει, «Εδώ, παιδί μου, εδώ. Το κρεβάτι τής κόρης μου είναι αρκετά φαρδύ και θα βολευτείτε. Νύχτα είν’ αυτή, θα περάσει….» Όμως δεν ακούστηκε τίποτα — ούτε εκείνο το κάτι.
— Αν δεν ξέρετε εσείς, δώστε μου το τηλέφωνο του κυρίου Λουντέμη. Αυτός θα καταλάβει τη θέση μου.
— Πάρτε την κυρία Τάδε στον αριθμό τάδε.
Κι έκλεισε. Πήρα την κυρία Τάδε κι επανέλαβα το κείμενό μου, αλλά αυτήν τη φορά έβαλα περισσότερο αίσθημα στη φωνή μου. Την έπεισα.
— Καλώς ήρθατε. Είναι στον αριθμό έτσι κι έτσι.
Μόλις άκουσα τη φωνή, κατάλαβα πως μιλάω με συγγραφέα. Του είπα τα ίδια και με το ίδιο αίσθημα — τη φορά αυτή ήταν αληθινό. Δίστασε λίγο. Δικαιολογημένα — βρισκόμαστε στα 1971…
— Πού είστε τώρα;
— Στο σταθμό. Παίρνω από το τηλέφωνο δίπλα από την είσοδο…
— Μείνετε εκεί. Σε δέκα λεπτά θα έρθει ή γυναίκα μου να σάς πάρει…
Δόξα Σοι! Δόξα στους συγγραφείς και στα τηλέφωνα και στις γυναίκες των συγγραφέων!… Ακόμα και στο χαμούρη τον Νικόδημο λίγη δόξα, που πήγε να μου κάνει κακό και μου ‘βγαινε σε καλό.
Μόλις την είδα, τη γνώρισα. Εδώ είχαμε τα ίδια γούστα με τον μπαρμπα-Λουντέμη. Φορούσε μπότες, μπερέ και καμπαρντίνα. Έμοιαζε με ρωσίδα πριγκίπισσα, που είχε ασπαστεί το σοσιαλισμό εξαιτίας του έρωτά της για κάποιο συνάδελφο, να πούμε. Ήταν πολύ όμορφη και τις πολύ όμορφές γυναίκες μόνο συγγραφείς θα ‘πρεπε να τις πιάνουν στα χέρια τους. Η ομορφιά για να μείνει ομορφιά και να μείνει και κοντά σου, χρειάζεται συνέχεια σκάλισμα και πότισμα και τέτοια γαϊδουρινή υπομονή μόνο τα γαϊδούρια και οι συγγραφείς έχουν. ‘Ακόμα και συγγραφείς σαν και μένα, που δεν έχουν γράψει τίποτα προς το παρόν — αυτοί κι αν πρέπει να ‘χουν υπομονή…
— Πώς είναι να ζει κανείς με ένα μεγάλο συγγραφέα; τη ρωτάω στο δρόμο.
— Πολύ ωραία και πολύ άσχημα…
Όπως και με μένα, δηλαδή. Νόμιζα πως άκουγα τη Σοφία. Εγώ δεν είχα γράψει σχεδόν τίποτα ακόμη, αλλά το πράμα μιλούσε από μόνο του. Σταματήσαμε σε μια μονοκατοικία. Φαντάστηκα πως θα ήταν να ζούσα εγώ σ’ αυτό το σπίτι μ’ αυτήν τη γυναίκα.
— Ωραίο σπίτι… λέω δήθεν αδιάφορα. Εδώ γίνεσαι συγγραφέας και χωρίς να ‘σαι…
Χαμογέλασε ευγενικά. Περάσαμε ένα δωμάτιο, όπου βρισκόταν το γραφείο, και μπήκαμε σ’ ένα άλλο, όπου βρισκόταν ο Λουντέμης. Ήταν ξαπλωμένος στην πολυθρόνα με το πόδι πάνω σε σκαμνί κι έβλεπε τηλεόραση. Πρώτη φορά αντίκριζα ένα συγγραφέα εκτός από μένα τον ίδιο, και ή διαφορά ήταν τεράστια. Στο μόνο που βρήκα κάποια ομοιότητα ήταν το βλέμμα, όμως το βλέμμα θεωρείται εργαλείο στο συγγραφέα κι όλα τα κατσαβίδια λίγο πολύ μοιάζουνε.
Η γυναίκα έφερε ένα μπουκάλι ούζο και μεζέδες κι εγώ άρχισα την ιστορία μου. Στα μισά με διέκοψε ο Λουντέμης, τράβηξε ένα χέσιμο τούς εφοπλιστές και μετά συνέχισα. Βγήκα από την ιστορία μου ρακένδυτος και κακομοίρης, αλλά τροπαιοΰχος σαν ήρωας ιστορίας δικιάς του.
— Θα κοιμηθείς εδώ απόψε… λέει συγκινημένος.
Φρέσκα νέα από την Πατρίδα δεν είχα και σε λίγο πιάσαμε να μιλάμε για τούς ‘Έλληνες ποιητές και συγγραφείς.
Ο μπαρμπα-Λουντέμης γέμισε ολόκληρο κενοτάφιο, αλλά ποιους έθαψε και πού τούς έθαψε, αυτό δεν το μαρτυράω. Εξάλλου εγώ κρατούσα το φανάρι, να τού φέγγω. Όταν σιγουρεύτηκα πως δεν υπήρχε άλλος κενός χώρος στο μνημούρι, αποκάλυψα το αληθινό μου πρόσωπο.
— Ξέρετε, γράφω κι εγώ… τού λέω κοιτώντας εκείνη.
Ο Λουντέμης γύρισε απότομα και με κοίταξε με κείνο το βλέμμα του, που μου θύμιζε το δικό μου, μέχρι που πείστηκα πως κατά κάποιο τρόπο είχα προδώσει τον ίδιο μου τον εαυτό. Πήγα κι ήρθα πάνω στην καρέκλα.
— Ά, μπα!… έκανε και πήγε κι ήρθε κι αυτός πάνω στην ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ. Ελπίζω να διαβάσω κάποτε κάτι δικό σου. Το γράψιμο είναι μεγάλη τέχνη, αγαπητέ μου… Να, ας σου πει η γυναίκα μου τί έκανε όταν μετέφραζε κάποιο βιβλίο μου. Ήταν στο γραφείο της και με πήρε τηλέφωνο. Πες του τι έγινε…
— Έκλαιγα… Του τηλεφώνησα και του είπα, δεν μπορώ άλλο, κλαίω συνέχεια.
Δεν μίλησα. Ο καθένας έχει τον τρόπο του.
— Να μεταδίνεις στον άλλο τη συγκίνησή σου… Τότε θα μπορέσεις να γράψεις. Καταλαβαίνεις τί θέλω να πω;
— Μάλιστα…
Ένα δείγμα τής μαστοριάς μου είχα φανερώσει κιόλας με την ιστορία μου, όμως δεν είπα τίποτα. Ό,τι και να ‘λεγα δεν θα ‘βρισκα το δίκαιό μου. Έπιασε από το ράφι ένα χοντρό φάκελο.
— Μπορείς να περάσεις αυτό το χειρόγραφο στην Πατρίδα; Είναι το τελευταίο μου μυθιστόρημα.
— Και βέβαια μπορώ.
Μιλήσαμε κάμποσο γι’ αυτό το μυθιστόρημα κι έπειτα η γυναίκα σηκώθηκε. Πλησίαζαν μεσάνυχτα.
— Πάω να σάς στρώσω…
— Μια στιγμή… κάνει σκεφτικός ο Μέλιος. Νομίζω πως θα ‘ταν καλύτερα αν κοιμόταν στο ξενοδοχείο. Τον τελευταίο καιρό μου κάνουν πολύ συχνά έλεγχο… τονίζει γυρνώντας σε μένα.
— Όπως θέλετε…
Άφησα με τρόπο το προτελευταίο μπουκάλι ουίσκι δίπλα από την καρέκλα που καθόμουν και σηκώθηκα.
— Το χειρόγραφο;
— Χειρόγραφο; Ά, δεν βαριέσαι… Ας μείνει εδώ…
Βέβαια, και να έμενε εκεί, δεν θα χαλούσε. Ίσως να είχε γνωρίσει κι εκείνος στο βλέμμα μου το βλέμμα του, ίσως πάλι να ήταν προληπτικός και να πίστευε πως δεν θα ξημέρωνε η μέρα, έτσι και κοιμόμασταν οι δυο μας κάτω από την ίδια στέγη. Αντί το χειρόγραφο, μου έδωσε ένα τυπωμένο βιβλίο.
— Γράφετε «και για τη Σοφία» παρακαλώ; του λέω καθώς έγραφε την αφιέρωση. Σάς αγαπάει πολύ…
Μου έδωσε και τριακόσια λέι. Του είπα πως τα παίρνω δανεικά και πως κάποτε θα του επέστρεφα τα λέι μαζί μ’ ένα βιβλίο δικό μου. Το ‘κανα. Το σωστό θα ήταν να του επέστρεφα τα λέι μαζί με δυο βιβλία δικά μου. Του ευχήθηκα να τον ξαναδώ στην Ελλάδα πια και χωρίσαμε. Μπήκα με τη γυναίκα στο αυτοκίνητο και πήραμε πάλι τούς δρόμους. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο χωρίς να πούμε λέξη κι άποχαιρετιστήκαμε μπροστά στο σκοπό χωροφύλακα. Δεν την ξανάδα — ούτε και τον Λουντέμη. Το πρωί που κατέβηκα, έμαθα πως ο λογαριασμός ήταν πληρωμένος· κι ακόμα πως το ρουμάνικο χρήμα δεν είχε πέραση στη Γιουγκοσλαβία. Έβγαλα εισιτήριο μέχρι τη Θεσσαλονίκη και μου έμειναν και μια χούφτα λέι για φάγωμα. Όλο το ταξίδι το πέρασα στο μπαρ του τρένου. Είχα αφήσει τα λεφτά πάνω στο τραπέζι και είπα στο γκαρσόνι να φέρνει και να παίρνει. Ήμασταν μόνοι εκεί μέσα και τόσο σιωπηλοί, που ο καθένας μας ένιωθε δυο φορές μόνος. Σκεφτόμουν. Η επαφή μου μ’ ένα συγγραφέα με είχε κολλήσει «συγγραφικότητα» και βιαζόμουν να βρεθώ κοντά στη Σοφία για ν’ αρχίσω κι εγώ να γράφω τα «πάθια μου». Έφτασα στα σύνορα μόνο με κείνα τα πέντε δολαριάκια και οι Γιουγκοσλάβοι τα θέλανε όλα για τη βίζα. Τούς τα ‘δωσα.
Βράδιαζε όταν αντίκρισα το σπίτι της Σοφίας. Η θυρωρίνα μου έπιασε το χέρι κι άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε όχι σαν να φτάνω, αλλά σαν να φεύγω. Ακόμα δεν ήξερα γιατί. Την παρακάλεσα να πληρώσει το ταξί και να μου ανοίξει την πόρτα από το διαμέρισμα. Τα έκανε όλα κλαίγοντας.
Ξάπλωσα στο στενό κρεβάτι τής Σοφίας κι αποκοιμήθηκα αμέσως. Με ξύπνησε ο ήλιος και το χέρι που μάλαζε την πλάτη μου. Όλοι ήμασταν εδώ, λοιπόν. Γύρισα. Ή Σοφία μου χαμογελούσε με κείνο το πονεμένο της χαμόγελο, που ευχόσουν καλύτερα να μη σου χαμογελάει. Το ‘βλεπες, πως υπόφερε για λογαριασμό σου. Είχε μπανιαριστεί και φορούσε μπουρνούζι. Το άνοιξα για να δω και τα βυζιά της· μου είχαν λείψει περισσότερο κι από την ίδια.
— Όχι… πρέπει να φύγω…
Την τράβηξα πάνω μου και με βοήθησε να τής βγάλω το μπουρνούζι. Έπειτα μ’ έπιασε με το χεράκι της και με οδήγησε στη σπηλιά, που κάποτε παίζαμε, φοβούμενη ίσως πως μόνος μου δεν θα ‘βρισκα πια το δρόμο. Έτσι ήταν ή Σοφία — βοηθούσε όλο τον κόσμο. Όση ώρα καθόταν πάνω μου κουνιόταν μπρος πίσω, έτσι όπως κουνιούνται και οι μοιρολογήτρες. Το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει και τα δάκρυα κατρακυλούσαν στα μούτρα μου και ήταν σαν να γαμώ κάποια που μόλις κήδεψε τον αγαπητικό της ή σαν να γαμούσε εκείνη το πτώμα του. Όταν φτάσαμε στο τέρμα, ξεκαβαλίκεψε απότομα και βγήκε από το δωμάτιο. Γύρισε σχεδόν αμέσως ντυμένη και με το ταγάρι της φουσκωμένο.
— Μπορείς να μείνεις εδώ δυο τρεις μέρες. Χάρηκα που είσαι καλά… Πρέπει να σου πω ότι αγαπάω ένα συγγραφέα…
Έμεινα στο κρεβάτι και άκουγα τις πόρτες μια μια ν’ ανοίγουν και να κλείνουν. Πρώτα εκείνη του διαμέρισματος, μετά του ασανσέρ, ξανά του ασανσέρ και τέλος τη μεγάλη εξώπορτα. Τότε σηκώθηκα να ετοιμαστώ κι εγώ. Μετά τόσες μέρες ξεκρέμασα τα σπαθιά και το καπέλο από το σάκο και τ’ άφησα στο τραπέζι. Επιτέλους, απαλλαγόμουν άπ’ αυτές τις έγχρωμες μαλακίες. Μαζί άφησα και το βιβλίο του Λουντέμη.
Αντικρίζοντάς με ή θυρωρίνα έβαλε πάλι τα κλάματα.
— Φεύγετε, ε;
Κούνησα το κεφάλι. Αυτηνής ήμουν ο τύπος της.
— Πού θα πάτε — ακόμα δεν ήρθατε…
— Στον Πειραιά… Μήπως έχετε τίποτε λεφτά να μου δανείσετε για το εισιτήριο;
Έβγαλε το πορτοφολάκι και κλαίγοντας το αναποδογύρισε πάνω στο θυρωρείο. Μου τα μέτρησε όλα στη χούφτα, ακόμα και τα κέρματα. Όσο κράτησε αυτή ή δουλειά, κουνούσε το κεφάλι — πως δεν καταλάβαινε τίποτε πια. Εγώ καταλάβαινα· ούτε και φέτος θα γινόμουν συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου