Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Η ΜΟΝΙΚ ΔΡΑΠΕΤΕΥΕΙ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΥΑΡ ΛΟΥΙ)

 Η ΜΟΝΙΚ ΔΡΑΠΕΤΕΥΕΙ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΥΑΡ ΛΟΥΙ)

Από το ιστολόγιο του Ν, Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Χτες είχαμε τη μέρα της γυναίκας, οπότε μου φαίνεται ταιριαστό να βάλω  σήμερα  ένα απόσπασμα από ένα  βιβλίο γραμμένο όχι από αλλά για μια γυναίκα· ένα απόσπασμα από το πιο πρόσφατο βιβλίο του Εντουάρ Λουί που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, όπως πάντα από τις εκδόσεις Αντίποδες -σε μετάφραση της Στέλας Ζουμπουλάκη. 

Θυμίζω ότι έχουμε ήδη  παρουσιάσει στο ιστολόγιο ένα  απόσπασμα από μια προηγούμενη νουβέλα του Εντουάρ Λουί (γενν. 1992), την Ποιος σκότωσε τον  πατέρα μου

H Μονίκ είναι η  μητέρα του συγγραφέα -και ο Εντουάρ Λουί περιγράφει πώς κατάφερε να  ξεφύγει από έναν  κακοποιητικό σύντροφο, με τη βοήθεια του συγγραφέα. Η νουβέλα (θα την ονομάσουμε έτσι κι ας μην έχει μυθοπλαστικό χαρακτήρα) έχει παρεμπιπτόντως και κάποιο ελληνικό ενδιαφέρον, αφού όταν έγινε η δραπέτευση της μητέρας του ο Εντουάρ Λουί βρισκόταν στην Αθήνα,  αν και ο αφηγητής μία μόνο φορά αναφέρεται στην πόλη, όταν κάνει βιντεοκλήση με τη  μητέρα του, και: «Πήγα στο παράθυρο και το άνοιξα για να μπορέσει να δει έξω την άσπρη πέτρα, το καθαρό μπετό και τις λαμαρίνες που σχημάτιζαν το τοπίο της πόλης και όπου εκείνη τη μέρα, όπως σχεδόν κάθε μέρα, όλο το χρόνο, αντανακλούσαν τον ήλιο.»

Διαλέγω ένα εκτενές απόσπασμα,  από την αρχή της  νουβέλας (σελ. 11-26 και 30-33). Ευχαριστώ τον  φίλο Κώστα Σπαθαράκη, τον  εκδότη των Αντιπόδων, που μου έστειλε το pdf κι έτσι γλίτωσα το σκανάρισμα.

Μου τηλεφώνησε μες στη νύχτα. Έκλαιγε. Την εποχή που έγινε αυτό το τηλεφώνημα ήμουν είκοσι οχτώ χρονών, και ήταν η μόνο τρίτη, μπορεί και η τέταρτη φορά από τότε που γεννήθηκα, που την άκουγα να κλαίει.

Μου διηγήθηκε στο τηλέφωνο πως ο άντρας που είχε γνωρίσει μετά το χωρισμό της από τον πατέρα μου, με τον οποίο έμενε τώρα σε μια εργατική πολυκατοικία στο κέντρο του Παρισιού, την έκανε να ξαναζεί τα ίδια πράγματα, επαναλάμβανε μαζί της τις ίδιες συμπεριφορές που για είκοσι χρόνια της επέβαλλε ο πατέρας μου, και ακόμα χειρότερα · έπινε, πολύ, όσο προχωρούσε η μέρα έβαζε το ένα ουίσκι μετά το άλλο, χρησιμοποιούσε για ποτήρια παλιά βάζα μουστάρδας, και με το που έπινε την ταπείνωνε, άρχιζε να τη βρίζει, να τη λέει
βρώμα,
πουτάνα,
μαλακισμένη,

τον άκουγα από πίσω της όταν μου τηλεφώνησε, εκείνο το βράδυ του Φεβρουαρίου, την έβριζε ακόμα και την ώρα που μου μιλούσε, τον άκουγα από το τηλέφωνο, ήμουν μάρτυρας, άκουγα αυτόν τον άντρα να της λέει πως είναι μια βρώμα, μια πουτάνα, πως ο γιος της –εγώ– ήταν μια αδερφή, πως οι άλλοι της γιοι –τα αδέρφια μου– ήταν χαμένα κορμιά, κι εκείνη, εκείνη δεν μπορούσε να σταματήσει, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, μου έλεγε, Απελευθερώθηκα από τον πατέρα σου, πίστευα πως θα ξεκινούσε μια καινούργια ζωή για μένα και τώρα όλα ξαναρχίζουν, ξαναρχίζουν και είναι ακριβώς τα ίδια, έλεγε, τα λόγια της διακόπτονταν από τους λυγμούς, Δεν ξέρω γιατί έχω μια τόσο σκατένια ζωή, γιατί πέφτω μόνο πάνω σε άντρες που στέκονται εμπόδιο στην ευτυχία μου, δεν μου αξίζει όμως να υποφέρω

τόσο πολύ,
τι κακό έχω κάνει;

Άρχισα κι εγώ να κλαίω.

Το κλάμα της με έκανε να κλαίω.

Προσπάθησα να συνέλθω. Κάθισα στον καναπέ πίσω μου και της είπα: «Μην ανησυχείς, θα βρούμε μια λύση» – μια φράση που την υπαγόρευαν οι συνθήκες, και σίγουρα την είχα ακούσει εκατοντάδες φορές στο σινεμά και την τηλεόραση· πάντα στις πιο δραματικές καταστάσεις οι αντιδράσεις μας είναι και οι πιο τετριμμένες.

Προσπαθούσα να σκεφτώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα:

«Εντάξει, ξέρω τι θα κάνουμε. Θα βάλεις λίγα ρούχα σε μια τσάντα και θα φύγεις αμέσως. Θα πας
σπίτι μου».

Μπορούσε να βρει καταφύγιο στο διαμέρισμά μου· δεν ήθελα να μείνει με έναν άντρα που ήταν
βίαιος και την έκανε να υποφέρει, έπρεπε να φύγει το γρηγορότερο, ένας φίλος που είχε τα κλειδιά του σπιτιού μου και ήταν στο Παρίσι θα πήγαινε να της ανοίξει, φυσικά δεν είχα ειδοποιήσει ακόμα τον φίλο μου αλλά ήξερα πως θα το έκανε, ήξερα πως θα με βοηθούσε – πως θα τη βοηθούσε. Της εξήγησα –σε εκείνη, τη μητέρα μου– πως ήμουν στο εξωτερικό
εδώ και κάποιες βδομάδες και θα έλειπα δύο βδομάδες ακόμα, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν μπορούσα να επιστρέψω αμέσως στη Γαλλία αλλά θα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα από μακριά.

Μου απάντησε:

– Νομίζω όμως πως δεν έχω το κουράγιο να φύγω τώρα αμέσως. Θα φύγω αύριο.

Επέμεινα: δεν μπορούσαμε να ξέρουμε πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα, αν αυτός ο άντρας με
τον οποίο ζούσε ήταν τόσο επιθετικός και εκείνο το βράδυ. Και αν άρχιζε να γίνεται βίαιος, και σωματικά; Αν προσπαθούσε να τη χτυπήσει; Αν ξαφνικά της ορμούσε; Δεν είναι και τόσο σπάνιο κάτι τέτοιο, της έλεγα, ξέρεις καλά πως η αδερφή μου έχει ήδη γυρίσει στο σπίτι με σημάδια στο πρόσωπό της εξαιτίας ενός άντρα, του Λοΐκ, του ποδοσφαιριστή τον οποίο έβρισκα τόσο όμορφο, ξέρεις καλά πως ο αδερφός μου έχει ήδη χτυπήσει μια γυναίκα τόσο πολύ που εκείνη αναγκάστηκε να φωνάξει την αστυνομία, σε όλη μου τη ζωή και κυρίως στην οικογένειά μας έβλεπα άντρες που χτυπούσαν τις γυναίκες, και δεν θέλω να συμβεί και σε σένα, της έλεγα,
Δεν θέλω να συμβεί και σε σένα, πρέπει να φύγεις,  πρέπει να φύγεις, και όσο πάσχιζα να την πείσω, ο άντρας πίσω της συνέχιζε να ουρλιάζει, Τι με κοιτάς έτσι εσύ, νομίζεις πως επειδή με καρφώνεις στον γιο σου θα φοβηθώ,
βρώμα,
σκύλα,
νομίζεις πως θα φοβηθώ τον γαμημένο τον γιο σου,

κι εγώ πιανόμουν από τις βρισιές του για να της πω, σε εκείνη –τη μητέρα μου–, Μα βλέπεις, άκου πώς σου μιλάει, ακούω τα πάντα, πρέπει να φύγεις, ο φίλος μου ο Ντιντιέ θα έρθει να σε βοηθήσει, σε παρακαλώ άκουσέ με μαμά, πάρε μόνο μερικά ρούχα και το σκυλί σου και φύγε να γλιτώσεις, σε παρακαλώ, φύγε να γλιτώσεις, εκείνη όμως μου απαντούσε με φωνή κουρασμένη σαν πληγωμένου ζώου, δεν μιλούσε, αγκομαχούσε, Όχι, όχι, δεν μπορώ να φύγω έτσι, πρέπει να μαζέψω διάφορα χαρτιά πριν φύγω, έχω σημαντικά χαρτιά εδώ, πρέπει να περιμένω να κοιμηθεί για να τα μαζέψω, ξέρει πως με έχει στο χέρι γιατί έχω όλα μου τα πράγματα σπίτι του.

Την εκλιπαρούσα: Μα τα χαρτιά δεν είναι τίποτα, μπορείς να τα ξαναβγάλεις, θα τα ξαναβγάλουμε, σ’ το υπόσχομαι, θα δηλώσουμε απώλεια και θα τα ξαναβγάλουμε, άντε φύγε, φύγε, έλεγα: Μου τηλεφώνησες επειδή ένιωσες κίνδυνο, διαφορετικά δεν θα το έκανες, πρέπει να φύγεις σήμερα το βράδυ, τα παρακάλια μου όμως δεν οδηγούσαν πουθενά, δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει γνώμη, αντιθέτως, ένιωσα πως η επιμονή μου άρχισε να τη βαραίνει, και ξαφνικά
φοβήθηκα, φοβήθηκα να δυσκολέψω ακόμα περισσότερο μια ήδη ασφυκτική κατάσταση, τα
’βαλα με τον εαυτό μου και δεν ξαναπροσπάθησα ούτε να την πείσω ούτε να της αλλάξω γνώμη.

Αναστέναξα:
– Είσαι σίγουρη πως η νύχτα δεν θα είναι πολύ δύσκολη αν μείνεις;

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε σταματήσει να κλαίει:

– Δεν θα αλλάξει τα πράγματα μια ακόμα άσχημη νύχτα. Και εν πάση περιπτώσει σε λίγο θα είναι
τόσο μεθυσμένος που θα τον πάρει ο ύπνος και θα με αφήσει ήσυχη. Μην ανησυχείς, το έχω συνηθίσει.

Ήξερα πως το είχε συνηθίσει. Είχα δει τον πατέρα μου όταν ήταν μεθυσμένος, σε όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, να την αποκαλεί

Αγελάδα
Χοντρέλα
Ή η Χοντρή, κυρίως μπροστά σε άλλους, για να τους κάνει να γελάσουν και να την εξευτελίσει. Ήξερα πως το είχε συνηθίσει αλλά ευχόμουν να το ξεσυνήθιζε.

Ξανάπε:
– Μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρω. Συγγνώμη που σου τηλεφώνησα.

Την έβαλα να μου υποσχεθεί πως θα φύγει την επόμενη μέρα, όταν θα μπορούσε, και μου το υποσχέθηκε. Τη ρώτησα:

– Θες να σου κάνω παρέα απ’ το τηλέφωνο; Μπορώ να μείνω στη γραμμή όλη νύχτα αν θες.

Αλλά το αρνήθηκε.

– Όχι. Αν με δει να μιλάω μαζί σου στο τηλέφωνο θα νευριάσει ακόμα περισσότερο. Θέλω απλώς να μη δίνω σημασία σε αυτά που μου λέει μέχρι να μεθύσει εντελώς και να τον πάρει ο ύπνος.

Έκλεισα το τηλέφωνο και έγραψα στον Ντιντιέ. Όταν στην οθόνη του κινητού μου εμφανίστηκε το όνομά του, το σήκωσα και του περιέγραψα αυτό που μόλις είχε συμβεί. Ο Ντιντιέ απάντησε πως την επόμενη μέρα θα πήγαινε σπίτι μου ό,τι ώρα και να ’ταν για να ανοίξει στη μητέρα μου και να της δώσει τα κλειδιά. Τον ρώτησα αν θα μπορούσε να βγάλει λεφτά και να της τα δώσει, για να ψωνίσει, να αγοράσει τρόφιμα και τα απαραίτητα, και πως θα του έδινα τα λεφτά με το που θα επέστρεφα στο Παρίσι και ο Ντιντιέ είπε ασφαλώς, ασφαλώς και θα το έκανε.

Έκλεισα το τηλέφωνο, κοίταξα γύρω μου στο δωμάτιο και περίμενα. Δεν ξέρω τι περίμενα.

* * *

Προσπάθησα να περάσω το βράδυ όσο πιο φυσιολογικά γινόταν. Δεν τα κατάφερνα. Ήμουν βέβαιος πως ερχόταν καταστροφή. Έγραψα στη μητέρα μου στο WhatsApp: Όλα καλά; Όλα υπό έλεγχο;

Μου απάντησε: Όλα θα πάνε καλά. Πήγαινε για ύπνο, μην ανησυχείς. Τη φανταζόμουν κουλουριασμένη σε μια γωνιά του σαλονιού ενώ ο άντρας δίπλα της ούρλιαζε· φανταζόμουν το φως του κινητού της να αντανακλάται στο πρόσωπό της ενώ πληκτρολογούσε, οι ιριδισμοί του πράσινου και του μωβ στο δέρμα της να την κάνουν να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται. Θυμήθηκα πως σε κάποιο βιβλίο ιστορίας είχα διαβάσει ότι είχαν βρεθεί σώματα γυναικών
της νεολιθικής εποχής με σκελετούς γεμάτους κατάγματα από τη βία των αντρών. Η βία που ζούσε η μητέρα μου ανέδιδε τη μυρωδιά που είχαν τα χαλάσματα και τα σπήλαια της προϊστορικής εποχής, τη μυρωδιά της βίας χιλιάδων ετών.

Τη ρώτησα ξανά: Κοιμάται τώρα; Περίμενα τις απαντήσεις της.

Σηκωνόμουν, γύριζα γύρω γύρω.

Μήπως το παράκανα; Μήπως ήμουν υπερβολικός; Ή μήπως είχε υποστεί τόσες πολλές παρόμοιες σκηνές που τελικά προσαρμοζόταν καλύτερα από μένα, παρόλο που εκείνη δεχόταν τις επιθέσεις και τις προσβολές και όχι εγώ;

Μήπως μου έλεγε ψέματα για τη σοβαρότητα όσων συνέβαιναν;

Ήμουν καχύποπτος.

Θυμήθηκα την αδερφή μου που ένα βράδυ, όταν ήμουν στην εφηβεία, είχε εμφανιστεί με σημάδια στο πρόσωπό της, και κανείς δεν είχε πιστέψει το ψέμα της: Χτύπησα πάλι το κεφάλι μου, είμαι τόσο ηλίθια.

Θυμήθηκα τις ιστορίες που έλεγε ο πατέρας μου για τον πατέρα του –τον παππού μου– που όταν έπινε πετούσε καρέκλες στο κεφάλι της γυναίκας του, ιστορίες που εκείνη –η γιαγιά μου– δεν έλεγε ποτέ.

Μήπως ούτε η μητέρα μου τα έλεγε όλα;

Τελικά μου έγραψε: Όλα καλά, κοιμάται. Αύριο φεύγω, σου τ’ ορκίζομαι. Πήγαινε για ύπνο.

Αναγκάστηκα να την πιστέψω· κατάπια ένα υπνωτικό, πήγα να ξαπλώσω και άφησα το κινητό
μου ανοιχτό. Δεν ήθελα να χάσω κάποια κλήση της, κάποιο νέο. Φοβόμουν ένα ατύχημα, ονειρευόμουν ένα θαύμα.

Την επόμενη μέρα. Περίμενε να ξυπνήσω, να φαίνομαι ονλάιν στο τσατ, μου έγραψε: «Είμαι έτοιμη».

Διαμαρτυρήθηκα. «Μα γιατί δεν με ειδοποίησες πιο νωρίς αφού ήσουν ξύπνια;» Μου απάντησε: «Ήθελα να σε αφήσω να ξεκουραστείς».

Όλη τη νύχτα φοβόμουν πως θα τα παρατούσε. Έβλεπα εφιάλτες στους οποίους μου τηλεφωνούσε για να μου ανακοινώσει πως είχε αλλάξει γνώμη, θα έμενε· της το είπα, φαινόταν όμως σίγουρη για την απόφασή της:

– Όχι, τελείωσε. Δεν θα μένω άλλο με σταυρωμένα τα χέρια, φεύγω μια και καλή.

Ο άντρας στο σπίτι του οποίου ζούσε κοιμόταν ακόμη, ήταν η ιδανική στιγμή να φύγει. Είχε καταφέρει να βρει τα έγγραφα που της χρειάζονταν, ψαχουλεύοντας τα συρτάρια: το βιβλιάριό της, τα δικαιολογητικά Κοινωνικής Ασφάλισης, τις ιατρικές της συνταγές. Την ταυτότητά της. Είχε ετοιμάσει μια μικρή τσάντα με ρούχα, έβαλε μέσα μπλουζάκια, κάλτσες, ένα παντελόνι ακόμα, πέρα από κείνο που φορούσε· την προηγούμενη μέρα, ενώ μιλούσαμε για την αναχώρησή της και σχεδιάζαμε ένα πλάνο για τη φυγή της, την είχα συμβουλεύσει να πάρει όσο λιγότερα πράγματα γίνεται για να μην κουβαλάει μεγάλο βάρος και την πιάσει η μέση της.

Φανταζόμουν πως μια πιο βαριά βαλίτσα θα έκανε τη φυγή της πιο δύσκολη, πιο αργή, και πως ο άντρας με τον οποίο ζούσε θα μπορούσε να την ακούσει, να αντιληφθεί τους ήχους στη σκάλα, να ξυπνήσει και να τη σταματήσει, η εικόνα έπαιζε και ξανάπαιζε στο κεφάλι μου, ένα όραμα φρίκης, είχα φανταστεί αυτόν τον άντρα να ακουμπά το χέρι του στον ώμο της και να τη ρωτάει, Για πού το ’βαλες; Δεν έχεις να πας πουθενά, κι εκείνη, κοκαλωμένη, μην μπορώντας να κουνηθεί εξαιτίας της τεράστιας βαλίτσας, και μετά κλειδωμένη από εκείνον, υπό επιτήρηση για να μην προσπαθήσει να δραπετεύσει ξανά, της περιέγραψα αυτή την εικόνα, την αγωνία μου πως θα γίνει πραγματικότητα, μου επανέλαβε όμως πως είχε μόνο ένα σακίδιο, ένα μικρό σακίδιο που ήταν εύκολο να το μεταφέρει, και το σκυλί της.

Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν.
– Πάμε;
– Πάμε.

Κάλεσα ένα ταξί από κει που ήμουν, από το διαμέρισμα που έμενα στην Αθήνα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κουρασμένο της σώμα, από τη λαχανιασμένη της ανάσα.

Σε λιγότερο από πέντε λεπτά ο οδηγός του ταξί με ειδοποίησε πως ήταν από κάτω. Εκείνη κατέβηκε:

– Φεύγω.

Άφηνε πίσω της χρόνια ολόκληρης ζωής, ρούχα, πράγματα που είχε αγοράσει σιγά σιγά για να κάνει το διαμέρισμα λιγότερο μίζερο, όπως έλεγε.

Έκανα εικόνα το σώμα της, ύψους ένα και πενήντα οχτώ, να φεύγει στο δρόμο, την τσάντα της περασμένη στον ώμο, το μικρό σκυλάκι της στα χέρια, το βιαστικό της βήμα μέχρι να διανύσει την απόσταση από την πολυκατοικία της μέχρι το αυτοκίνητο που την περίμενε, την ανάσα της, την ανάσα της, και τη φανταζόμουν να επαναλαμβάνει από μέσα της: Δεν θα ξαναφήσω κανέναν να μου φερθεί έτσι. Τελείωσε.

Τηλεφώνησα στον Ντιντιέ για να τον ειδοποιήσω πως έφτανε σπίτι μου· ήταν κι εκείνος ήδη στο δρόμο. Δεν περίμενε να τον ειδοποιήσω, είχε καταλάβει τι γινόταν και ήθελε να φτάσει εγκαίρως.

Στην οθόνη του κινητού μου, η μικρογραφία ενός μαύρου αυτοκινήτου συμβόλιζε το ταξί που διέσχιζε τις διάφορες γειτονιές της πόλης, έχοντας μέσα τη μητέρα μου. Έσμιγα τα μάτια λες και θα μπορούσα να το δω, λες και αν συγκεντρωνόμουν πολύ θα μπορούσα να μεταμορφώσω αυτό το σύμβολο σε ζωντανό υλικό τεκμήριο.

Έφευγε.

* * *

Έμενε στο Παρίσι εδώ και εφτά χρόνια. Όταν μιλούσε γι’ αυτό, συχνά μου έλεγε: «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ζω εδώ! Στο Παρίσι! Πως ξανάρχισα τη ζωή μου από την αρχή, στην ηλικία μου, πάνω από πενήντα χρονών!»

Εκείνη που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε ένα απομονωμένο χωριό στον Βορρά της Γαλλίας, εκεί όπου είχα μεγαλώσει μαζί της, ένα χωριό που δεν είχε ούτε χίλιους κατοίκους, μακριά απ’ όλα, εκείνη που για καιρό έμοιαζε καταδικασμένη να μη φύγει ποτέ από κει, μια μέρα το έκανε: άλλαξε το πεπρωμένο της.

Σε εκείνο το χωριό είχε γνωρίσει τον άντρα τον οποίο επρόκειτο να εγκαταλείψει εφτά χρόνια αργότερα, ο οποίος όμως της έδωσε την ευκαιρία να ξεφύγει.

Εκείνη –η μητέρα μου– μόλις είχε διώξει τον πατέρα μου μετά από είκοσι χρόνια γάμου, είκοσι χρόνια στα οποία εκείνος περίμενε από εκείνη
να μαγειρεύει,
να καθαρίζει το σπίτι,
να ψωνίζει,
να απλώνει τα ρούχα,
να πλένει τα πιάτα,
να μη μιλάει όταν εκείνος βλέπει τηλεόραση, έξι εφτά ώρες τη μέρα, για να μην τον κάνει να θυμώσει,
δεν άντεξε άλλο αυτή την ατμόσφαιρα και ως εκ θαύματος κατάφερε να τον διώξει.

Μετά το χωρισμό έμεινε μόνη της με τον μικρό μου αδερφό και τη μικρή μου αδερφή, και αρκετές
φορές την εβδομάδα, λίγο πριν βραδιάσει, καθόταν με τη γειτόνισσα στον κήπο που ήταν κολλητά
στον δικό της κι έπιναν λικέρ ή κανένα ποτηράκι ουίσκι.

Εκεί, σε ένα από αυτά τα τελετουργικά απεριτίφ τους, βλέποντας τον ήλιο που έδυε στο βάθος, πίσω από τις καμινάδες των εργοστασίων, εμφανίστηκε ένας άντρας. Ήταν ο ξάδερφος της γειτόνισσας. Είχε γεννηθεί στην περιοχή, όμως εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια ζούσε στο Παρίσι, σε μια από τις πιο πολυτελείς γειτονιές της πρωτεύουσας: ήταν επιστάτης. Την κοίταξε και χαμογέλασε, προσπάθησε να τη γοητεύσει: δεν αντιστάθηκε, κοιμήθηκε μαζί του, και μετά
από μερικούς μήνες που βρίσκονταν περιστασιακά, τον ακολούθησε στο Παρίσι, όπου τότε εγώ σπούδαζα.

Την πρώτη φορά που τη συνάντησα, σε έναν μικρό δρόμο κοντά στον Σηκουάνα, ήταν χτενισμένη,
βαμμένη· χαμογελούσε· δεν την είχα ξαναδεί ποτέ τόσο σίγουρη για τον εαυτό της. Μπορούσα να διαβάσω στις εκφράσεις της τη χαρά της, το σάστισμά της για αυτό που ζούσε. Πρέπει να γίνει κατανοητό: οι περισσότερες γυναίκες που εκείνη κι εγώ είχαμε γνωρίσει στον Βορρά ζούσαν και πέθαιναν στο ίδιο χωριό, ή μετακόμιζαν μόνο λίγα χιλιόμετρα πιο κει, περνούσαν όλη τους τη ζωή με τον ίδιο άντρα, ακόμα και αν δεν τον αγαπούσαν πια: υπέμεναν. Όχι όμως η μητέρα
μου. Όχι εκείνη. Αυτή την υπερηφάνεια είδα εκείνη τη μέρα στο πρόσωπό της. Μου είπε: «Είδες
τι όμορφη που είμαι τώρα που ζω εδώ», και της απάντησα: «Ναι, ναι, είναι αλήθεια, είσαι πολύ όμορφη. Είσαι η βασίλισσα του Παρισιού».

Δεν ήξερε, και ούτε κι εγώ μπορούσα να το ξέρω, πως αυτό το όνειρο θα κρατούσε τόσο λίγο.

* * *

Κι αυτό επίσης: την ώρα που έμπαινε στο ταξί, το πρωί της φυγής της, θυμήθηκα τη μέρα που της είχα υποσχεθεί πως θα πηγαίναμε ένα βράδυ μαζί σε ένα εστιατόριο δίπλα στον πύργο του Άιφελ. Η ντροπή είναι μια ανάμνηση. Θυμόμουν επειδή ντρεπόμουν. Ήταν η τρίτη ή η τέταρτη χρονιά από τότε που είχε μετακομίσει στο Παρίσι, δεν την είχα δει εδώ και μήνες και της είχα γράψει για να της πω ότι εκείνο το βράδυ που θα περνούσαμε οι δυο μας θα ήταν ευκαιρία να βρεθούμε και να συζητήσουμε. Απάντησε σχεδόν αμέσως:

«Ναι! Τι ώρα;» και της πρότεινα:

«Στις 9;»

Προς το τέλος της μέρας όμως, ένας φωτογρά φος που ήταν περαστικός από το Παρίσι με κάλεσε
το βράδυ να φάμε μαζί και δέχτηκα. Έγραψα στη μητέρα μου για να της πω ότι είχα πρόβλημα, πως κάτι προέκυψε τελευταία στιγμή, ένα πολύ σημαντικό επαγγελματικό ραντεβού. Είπα ψέματα. Δεν ήταν επαγγελματικό ραντεβού, δεν ήταν σημαντικό, αλλά το να δειπνήσω με έναν καλλιτέχνη αναγνωρισμένο παγκοσμίως, αντί μαζί της, με κολάκευε, αφελώς.

Απάντησε με ένα μόνο επιφώνημα:

«Α».

Μετά ένα ακόμα μήνυμα, μερικά λεπτά αργότερα: «Είναι κρίμα, και είμαι στις ομορφιές μου» – από τότε που άφησε τον πατέρα μου και εγκαταστάθηκε σε μια μεγάλη πόλη το είμαι στις ομορφιές μου ήταν η εκδίκησή της απέναντι στη ζωή, ένας τρόπος να επανοικειοποιηθεί το σώμα της και να μην περιορίζεται στην ιδιότητα της οικιακής σκλάβας: «Κι όσο σκέφτομαι
πως πέρασα χρόνια ολόκληρα τρέχοντας να καθαρίσω μια παράγκα στη μέση του πουθενά
ενώ ο πατέρας σου έβλεπε τηλεόραση, χωρίς να φροντίσω ποτέ τον εαυτό μου, τώρα όμως όλα αυτά τελείωσαν».

Τώρα που ήξερα τι είχε υποστεί από αυτόν τον άνθρωπο με τον οποίο έμενε στο Παρίσι, που έπινε, που την έβριζε, που τη χτυπούσε, ξανασκεφτόμουν εκείνη τη φορά που της ακύρωσα τη βραδιά που θα περνούσαμε οι δυο μας και παρέλυα από ντροπή.

Κατανοούσα πια πως οι έξοδοι, όπως ήταν εκείνη στην οποία την έκανα να ελπίζει, ή οποιαδήποτε
άλλη, μάλλον αποτελούσαν για εκείνη κάτι σαν απόδραση, έστω και σύντομη, από αυτό που συνιστούσε την καθημερινότητά της.

Ένα εκτός.

Αργότερα θα μου το πει: «Αυτή ήταν η κατάσταση εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν σου το είχα πει για να μη σε ανησυχήσω».

Αργότερα η ντροπή μου θα συνεχίσει να μεγαλώνει, να καταλαμβάνει μέσα μου όλο και περισσότερο χώρο.

* * *

Συνεχίζω όμως: διέσχιζε την πόλη με το ταξί, με το σκυλί της στα γόνατά της, το σακίδιό της δίπλα της.

Μια γυναίκα σε φυγή. Από την Αθήνα επιτηρούσα στην οθόνη μου την πορεία του αυτοκινήτου στους δρόμους του Παρισιού.

Ο Ντιντιέ ήταν ήδη σπίτι μου· δέκα λεπτά αργότερα την άκουσε να ανεβαίνει τα σκαλιά, αργά εξαιτίας του πάχους της και της επιβαρυμένης από το άσθμα και το κάπνισμα αναπνοής της.

Μπήκε στο διαμέρισμα, το μέτωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα. Ο Ντιντιέ της είπε: «Είστε γενναία. Είναι πάντα δύσκολο να το σκάσει κανείς. Σας θαυμάζω».

Μου το ξανάπε την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο: «Ο φίλος σου μου είπε πως ήμουν γενναία. Και πως με θαύμαζε. Και φαινόταν πως το εννοούσε».

Στη ζωή της, η μητέρα μου έδινε μεγάλη σημασία στις φιλοφρονήσεις που της έκαναν· της έδιναν και εξακολουθούν να της δίνουν την αίσθηση πως επιτέλους τη βλέπουν, πως υπάρχει στα μάτια
και στα λόγια των άλλων, και πως επιτέλους έσπασε την αορατότητα που της είχαν επιβάλει η φτώχεια και η ζωή με άντρες που ήταν αποφασισμένοι να τη συντρίψουν. Όταν ήμουν παιδί, τύχαινε να μου επαναλάβει πολλές φορές μέσα στην ίδια μέρα ένα κολακευτικό σχόλιο που της είχαν κάνει στο σουπερμάρκετ ή στην πλατεία του δημαρχείου, κι εγώ εκνευριζόμουν. Φώναζα: «Μα μου το έχεις ξαναπεί χίλιες φορές!!!»

Τώρα καταλάβαινα.

(…)

Μόλις ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή της στο Παρίσι, είχε χτυπήσει την πόρτα αυτού του ίδιου διαμερίσματος μέρα μεσημέρι. Είχα πεταχτεί· κανείς δεν έρχεται ποτέ σπίτι μου έτσι, απροειδοποίητα.

Έγραφα· έκλεισα τον υπολογιστή μου και πήγα να ανοίξω. Ήταν εκείνη. Ρώτησα:

– Μα τι τρέχει; Δεν μπορείς να έρχεσαι έτσι απροειδοποίητα σπίτι μου όταν δουλεύω, δεν γίνεται έτσι, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.

Απάντησε με απολογητικό ύφος:

– Δεν θα σε ενοχλήσω πολύ, ήθελα απλώς να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα.

Σήκωσα τα μάτια στο ταβάνι:

– Ναι, φυσικά…

Περίμενα να βγει από το μπάνιο και να κάτσει. Της έβαλα ένα ποτήρι πορτοκαλάδα.

– Μα γιατί δεν πήγες σε ένα καφέ; Παραγγέλνεις κάτι να πιεις και χρησιμοποιείς την τουαλέτα, είναι απλό.

(Δεν τολμούσα να της πω ότι αυτή ήταν μια διαφορά ανάμεσα στην πόλη και την επαρχία, πως στην πόλη είναι ταμπού και σχεδόν αδιανόητο να χτυπάς την πόρτα κάποιου, ακόμα και κάποιου τόσο κοντινού, χωρίς να τον έχεις ειδοποιήσει από πριν.)

Μου απάντησε:
– Δεν μπορούσα να πάω σε καφέ.
– Μα γιατί;
– Γιατί δεν έχω λεφτά.
Μου εξήγησε ότι, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε στο σπίτι του άντρα με τον οποίο είχε γίνει ζευγάρι, είχε χάσει τα κοινωνικά επιδόματα που έπαιρνε μετά το χωρισμό της με τον πατέρα μου, και πως μετακομίζοντας στο Παρίσι, είχε επίσης αφήσει τη δουλειά που είχε βρει με ημιαπασχόληση και η οποία, μαζί με τα επιδόματα, της πρόσφερε σχετική αυτονομία.

Ακολουθώντας έναν άντρα για να ζήσει μαζί του είχε γίνει εξαρτημένη.

– Και όταν τσακωνόμαστε μου λέει πως για τιμωρία δεν θα μου δίνει πια τίποτα. Έτσι δεν έχω ούτε δύο ευρώ για να πάρω έναν καφέ και να πάω στην τουαλέτα. Σήμερα ήθελα να κάνω μια βόλτα και απομακρύνθηκα πολύ από το σπίτι μας. Γι’ αυτό χρειάστηκε να έρθω σπίτι σου, διαφορετικά δεν θα σε είχα ενοχλήσει.

Είχα ξεχάσει αυτή τη σκηνή, τη θυμήθηκα ξαφνικά.

Η ντροπή είναι μια ανάμνηση.

Από το ιστολόγιο του Ν, Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βόλος: Απανωτά χτυπήματα στον κλάδο της κτηνοτροφίας τα τελευταία δύο χρόνια

  Βόλος: Απανωτά χτυπήματα στον κλάδο της κτηνοτροφίας τα τελευταία δύο χρόνια 08/03/25 15:28 Ενημέρωση   08/03 15:38 Σύνταξη Σμαρώ Παυλού Η...