Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Χο­α­κὶν Ντι­θέν­τα (Joaquín Dicenta): Ὁ μο­δόρ­ρο

Χο­α­κὶν Ντι­θέν­τα (Joaquín Dicenta): 

Ὁ μο­δόρ­ρο

Posted on  by planodion

Χο­α­κὶν Ντι­θέν­τα (Joaquín Dicenta)

(Ἀφιέρωμα: Ἀναρχία καὶ Λογοτεχνία, 2/9)

 

 μο­δόρ­ρο*

(El modorro)

 

ΡΥΠΩΣΑ στὸ σπί­τι σκύ­βον­τας λί­γο τὸ κε­φά­λι γιὰ νὰ πε­ρά­σω τὸ μι­κρὸ κα­τώ­φλι. Ὁ ἥλιος ἔμ­παι­νε λα­θραῖα· στα­μά­τα­γε πά­νω στὶς πρῶ­τες πλά­κες με­τα­τρέ­πον­τάς τις σὲ ἀρα­βι­κὰ πλα­κά­κια καὶ με­τά, σὰν νὰ τὸν τρό­μα­ζαν ἡ ὑγρα­σία καὶ ἡ φτώ­χεια τοῦ χώ­ρου, ἀνα­λυό­ταν σὲ χρυ­σό­σκο­νη καὶ ἐπέ­στρε­φε στὸ δρό­μο ὑφαί­νον­τας ἀπὸ τὶς πλά­κες μέ­χρι τὴν πόρ­τα μιὰ γά­ζα ἀπὸ ἀναι­μι­κὲς γα­λά­ζιες ἀπο­χρώ­σεις.


       Πιὸ μέ­σα τὸ φῶς ἔφτα­νε με­τὰ βί­ας. Ἡ πρα­σι­νω­πὴ τζα­μα­ρία ἑνὸς μι­κροῦ πα­ρα­θύ­ρου ποὺ τὸ διέ­σχι­ζαν πλα­τιὲς τσίγ­κι­νες λω­ρί­δες ἦταν μᾶλ­λον ἐμ­πό­διο πα­ρὰ πέ­ρα­σμα γιὰ φῶς. Μὲ τὴν πόρ­τα συ­νέ­βαι­νε τὸ ἴδιο. Ἡ σά­λα δια­γρα­φό­ταν συγ­κε­χυ­μέ­να ἀνά­με­σα σὲ με­λαγ­χο­λι­κὲς σκιὲς ποὺ ἐπέ­τρε­παν νὰ δια­φα­νοῦν γυ­μνοὶ τοῖ­χοι, δια­κο­σμη­μέ­νοι μὲ γύ­ψο, τέσ­σε­ρις ἢ πέν­τε κα­ρέ­κλες, ἕνα τρα­πέ­ζι καὶ ἡ ἀρ­χὴ τῆς σκε­πῆς στε­ρε­ω­μέ­νη μὲ σο­κο­λα­τό­χρω­μα μα­δέ­ρια. Τὸ βά­θος ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ ἀό­ρα­το. Φαν­τα­ζό­ταν κα­νεὶς σὲ αὐ­τὸ λεί­ους, μαύ­ρους καὶ τε­ρά­στιους τοί­χους. Ἦταν κά­τι σὰν μιὰ ἄβυσ­σος πού, ἀν­τὶ νὰ ἀνοί­γε­ται μπρο­στὰ στὰ πό­δια, ἀνοι­γό­ταν μπρο­στὰ στὰ μά­τια.

       Σὲ μία ἀπὸ τὶς κα­ρέ­κλες ἦταν κα­θι­σμέ­νη μιὰ γυ­ναῖ­κα. Ἔμοια­ζε μὲ πε­νην­τά­ρα· ἀρ­γό­τε­ρα ἔμα­θα ὅτι ἦταν τριάν­τα χρο­νῶν. Στὸ δέρ­μα της, χα­ραγ­μέ­νο ἀπὸ οὐ­λές, ἁπλώ­νον­ταν οἱ θαμ­πὲς ἀσπρί­λες της λεμ­φα­δε­νί­τι­δας· πά­νω στὰ μαλ­λιά της, σὰν ξαν­θὸ κα­λαμ­πό­κι, ἔλαμ­παν τὰ γκρί­ζα σὰν ρι­νί­σμα­τα μο­λύ­βδου· τὸ στό­μα της χρη­σί­μευε σὰν ὀχυ­ρὸ μιᾶς συμ­μο­ρί­ας σά­πιων δον­τιῶν· κά­τω στὸ κορ­μί της κάγ­χα­ζε ἕνα γι­λέ­κο καὶ ἀνέ­μι­ζε τὰ κου­ρέ­λια της μιὰ φού­στα. Ση­κώ­θη­κε γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕνα μι­κρὸ ποὺ κυ­λιό­ταν στὶς πο­λυ­και­ρι­σμέ­νες πλά­κες – εἰκόνα ἑνὸς μικροῦ Ἔρωτα. Ὁ στη­θό­δε­σμος ἄνοι­ξε δί­νον­τας διέ­ξο­δο σ’ ἕνα ζου­με­ρὸ στῆ­θος, ἡ τέ­λεια πα­γί­δα γιὰ τὸ μω­ρό, ἐνῷ ἡ μά­να μουρ­μού­ρι­ζε: «ἰσεῖς κα­θῆ­στε. Τώ­ρα ἀμέ­σους θὰ ἔρ­τει.» Ἀπὸ τὰ ἀδια­πέ­ρα­στα σκο­τά­δια τοῦ βά­θους ἀκού­στη­κε ἕνας θό­ρυ­βος ἴδιος μὲ αὐ­τὸν ποὺ κά­νουν τὰ με­γά­λα ἑρ­πε­τὰ ὅταν σέρ­νον­ται στοὺς βρά­χους. Ὁ θό­ρυ­βος συ­νο­δευό­ταν ἀπὸ ἀγ­κο­μα­χη­τὰ πλη­γω­μέ­νου θη­ρί­ου. Ἐκεῖ­νο, ὅ,τι καὶ νά ’ταν, προ­χω­ροῦ­σε στὰ σκο­τει­νὰ πρὸς τὸ μέ­ρος μας. Μό­λις ἐκεῖ­νο ἔφτα­σε ἐκεῖ ὅπου τὸ φῶς ἄρ­χι­ζε νὰ ξε­κα­θα­ρί­ζει, δια­κρί­να­με ἕνα μαῦ­ρο χέ­ρι ποὺ ἔψα­χνε ἀνά­με­σα στὶς σκιές. Σὲ λί­γο, ἡ κι­νού­με­νη μᾶ­ζα ἀνα­συν­τά­χτη­κε σχε­διά­ζον­τας ἕνα ἀπο­στε­ω­μέ­νο κε­φά­λι κρα­τη­μέ­νο σ’ ἕναν πο­λὺ φαρ­δὺ λαι­μό, ἕνα τε­ρά­στιο σῶ­μα πού, κα­θὼς γλί­στρα­γε στὸ ἔδα­φος, δη­μιουρ­γοῦ­σε βρω­με­ρὰ ἴχνη καὶ μι­κρὰ ἄκρα-κου­πιὰ ποὺ τα­λαν­τεύ­ον­ταν πο­λὺ ἀδέ­ξια, γιὰ νὰ βα­δί­σει. Τυ­λιγ­μέ­νο καὶ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο ἀπὸ τὶς σκιὲς ἔμοια­ζε μὲ ἕνα γι­γάν­τιο βά­τρα­χο. Τε­λι­κὰ βγῆ­κε ἀπ’ αὐ­τές· ὁ ἥλιος τὴν πα­ρέ­συ­ρε μὲ ἀναί­δεια. Ἦταν ἕνας ἄν­θρω­πος. Τί ἄθλια φι­γού­ρα ἦταν αὐ­τὴ ποὺ μᾶς κοί­τα­ζε μὲ τὰ ἄτο­να μά­τια της καὶ μᾶς χα­μο­γε­λοῦ­σε μὲ τὸ ξε­δον­τιά­ρι­κο στό­μα της! Ἡ σάρ­κα, τυ­λιγ­μέ­νη σὲ ἕνα ἠμί­παλ­το καὶ ἕνα παν­τε­λό­νι, δὲν πρέ­πει νὰ ἦταν σάρ­κα, ἀλ­λὰ μιὰ ἀν­θρώ­πι­νη ζε­λα­τί­νη. Τό­σο συ­νε­χές, τό­σο ἔν­το­νο καὶ τό­σο ἀστα­θὲς ἦταν τὸ τρέ­μου­λό της, ποὺ μᾶλ­λον δὲν εἶ­χε μῦς νὰ τὴν ὑπο­στη­ρί­ξουν, οὔ­τε ὀστᾶ νὰ τὴν ἐνι­σχύ­σουν, οὔ­τε νω­τιαῖο μυε­λὸ ποὺ θὰ τῆς χρη­σί­μευε γιὰ στή­ρι­ξη. Ζυ­μά­ρι, φτιαγ­μέ­νο μὲ λέμ­φο καὶ αἷ­μα καὶ κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να νευ­ρι­κὰ ἰνί­δια, ἦταν ἀναμ­φί­βο­λα ἐκεῖ­νος ὁ ἀ­κα­θό­ρι­στος καὶ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νος κορ­μός· ὄχι ἀν­θρώ­πι­να ἄκρα, ἀλ­λὰ δε­μά­τια ἀπὸ μπλεγ­μέ­νες ἴνες, δε­μέ­νες οἱ μὲν μὲ τὶς δὲ μὲ μιὰ ἐπι­σφα­λῆ συ­νο­χή, τὰ κου­πιά, ποὺ ἐν μέ­σῳ μιᾶς τρα­γι­κῆς χο­ρο­γρα­φί­ας τὸν στή­ρι­ζαν στὴ γῆ· ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νη κού­κλα τὸ κε­φά­λι μὲ τὰ πε­τα­χτὰ μαλ­λιὰ καὶ τὴ φρι­κτὴ κί­νη­ση, ποὺ σχη­μά­τι­ζε ἡμι­κύ­κλια πά­νω στὸν πλα­δα­ρὸ καὶ κα­λυμ­μέ­νο μὲ κοκ­κι­νω­πὲς φο­λί­δες λαι­μό.

       Πο­τὲ δὲν εἶ­δα φυ­σιο­λο­γι­κὸ πλά­σμα ἀν­τί­στοι­χο μὲ αὐ­τό, ἀν­θρώ­πι­νη εἰ­κό­να τό­σο τρο­μα­κτι­κή. Οὔ­τε οἱ ἀπο­συ­ναρ­μο­λο­γη­μέ­νοι ποὺ δια­σκε­δά­ζουν τὸ κοι­νὸ στὸ τσίρ­κο, δὲν θὰ ἔστη­ναν ἀγῶ­να μα­ζί του.

       Αὐ­τοὶ τρο­μά­ζουν, φο­βί­ζουν, προ­κα­λοῦν ρί­γη ἀη­δί­ας καὶ πό­νου κά­νον­τας τὸ βάρ­βα­ρο νού­με­ρό τους κα­θὼς με­τα­μορ­φώ­νον­ται σὲ ἀν­θρώ­πους-ἑρ­πε­τά. Ἀλ­λὰ ὅταν τε­λειώ­νει τὸ νού­με­ρο, τὸ ἑρ­πε­τὸ ἐξα­φα­νί­ζε­ται, ὁ ἄν­θρω­πος ἐπι­βάλ­λε­ται πά­λι στοὺς μῦς του καί, στη­ρι­ζό­με­νος στὶς ὀστέϊ­νες βά­σεις του, ὀρ­θώ­νει νι­κη­τή­ρια τὸν νω­τιαῖο μυε­λὸ καὶ χαι­ρε­τᾶ τὸ κοι­νὸ ποὺ χει­ρο­κρο­τεῖ μὲ ἐν­θου­σια­σμό, πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ἐπά­νο­δό του στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα πα­ρὰ τὸ νού­με­ρό του.

       Ὁ ἄλ­λος ὄχι· ὁ ἄλ­λος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐπι­βλη­θεῖ σὰν ἀφέν­της στοὺς μῦς του, οὔ­τε νὰ στε­ρε­ω­θεῖ κα­τὰ βού­λη­ση στὶς βά­σεις τῶν ὀστῶν του, οὔ­τε νὰ ὑψώ­σει οἰ­κειο­θε­λῶς τὸ νω­τιαῖο μυε­λό. Εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ σέρ­νε­ται πά­νω στὴ γῆ μέ­χρι αὐ­τὴ νὰ μι­σα­νοί­ξει σπλα­χνι­κὰ γιὰ νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει τά­φο. Εἶ­ναι ἕνας ἄν­θρω­πος-ἑρ­πε­τὸ διὰ βί­ου.

       Ἐὰν αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος-ἑρ­πε­τὸ ἦταν προ­ϊ­ὸν κά­ποιου λά­θους τῆς Φύ­σης στὸ ἐρ­γα­στή­ριο πλα­σμά­των, θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ τὸν κοι­τά­ξει μὲ τὴν ὀδύ­νη ποὺ προ­κα­λεῖ ἡ συμ­φο­ρὰ τοῦ πλη­σί­ον, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν ἀπο­δο­χὴ ποὺ συ­νο­δεύ­ει τὸ ἀνα­πό­φευ­κτο. Τὸ θέ­α­μα ποὺ προ­σφέ­ρε­ται ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο-ἑρ­πε­τὸ ποὺ σερ­νό­ταν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου, ἐὰν προ­κα­λοῦ­σε ὀδύ­νη, δὲν προ­κα­λοῦ­σε ἀπο­δο­χή· προ­κα­λοῦ­σε ὀρ­γὴ ἀγα­νά­κτη­σης, για­τὶ ἐκεῖ­νος ὁ ἄν­δρας δὲν ἦταν ἕνα λά­θος τῆς Φύ­σης στὸ ἐρ­γα­στή­ριο πλα­σμά­των· ἦταν ἕνα ἔγ­κλη­μα ποὺ εἶ­χε δια­πρά­ξει ἡ κοι­νω­νία κα­τὰ τὸν ἱε­ρο­ε­ξε­τα­στι­κὸ δια­χω­ρι­σμὸ τῶν πο­λι­τῶν.

       Ἐκεῖ­νος ὁ ἄν­τρας ἦταν θῦ­μα τοῦ ὀρυ­χεί­ου, ἕνας χο­ρη­γὸς τοῦ ὑδραρ­γύ­ρου ποὺ λού­ζει τὰ με­ταλ­λεῖα τοῦ Ἀλ­μα­δέν. Ἡ μι­ζέ­ρια καὶ ἡ ἐπι­τα­κτι­κὴ ἀνάγ­κη τοῦ ἐπιού­σιου τὸν ὤθη­σαν στὰ ἔγ­κα­τα τῆς γῆς, τὸν ἔβα­λαν στὸ κλου­βὶ καὶ τὸν ξε­φόρ­τω­σαν στὴ στοά, φέρ­νον­τάς τον ἀν­τι­μέ­τω­πο μὲ τὴ φλέ­βα τοῦ ὑδράρ­γυ­ρου καὶ βά­ζον­τάς του μιὰ ἀξί­να ἢ ἕνα δυ­να­μί­τη στὰ χέ­ρια.

       Ὅταν κα­τέ­βη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸ ὀρυ­χεῖο, ἦταν ἕνα ἄτο­μο δυ­να­τὸ καὶ δρα­στή­ριο, οἱ μύ­ες του, το­νω­μέ­νοι ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ δυ­να­μω­μέ­νοι ἀπὸ τὸν ἐλεύ­θε­ρο ἀέ­ρα τῶν ἀγρῶν, εἶ­χαν ἀν­το­χὴ καὶ ὑγεία· τὰ πον­τί­κια του δια­γρά­φον­ταν ἔν­το­να κά­τω ἀπὸ τὸ δέρ­μα· τὰ κόκ­κα­λά του ἔτρι­ζαν δυ­να­τὰ στὶς κα­λὰ λι­πα­σμέ­νες ἀρ­θρώ­σεις του· τὸ ἀνά­στη­μά του ὑψω­νό­ταν εὐ­θὺ καὶ στη­τὸ γιὰ νὰ ὑπο­στη­ρί­ξει ἕνα ἀν­δρι­κὸ κε­φά­λι, ὅπου τὰ μά­τια του ἔλαμ­παν μὲ τὴν ἀκτι­νο­βο­λία τῆς νιό­της καὶ τὸ στό­μα χα­μο­γε­λοῦ­σε δεί­χνον­τας τὴν ὀδον­το­στοι­χία.

       Ὅταν βγῆ­κε τε­λευ­ταία φο­ρὰ ἀπὸ τὸ ὀρυ­χεῖο, ἦταν ἕνα ἀκό­μα μπου­κά­λι ἀπὸ ὑδράρ­γυ­ρο, κομ­μά­τι ἀπὸ ζων­τα­νὸ με­τάλ­λευ­μα, χρή­σι­μο ἀκό­μα νὰ φέ­ρει κέρ­δη στοὺς ἐκμε­ταλ­λευ­τές του, ἐὰν ἐκεῖ­νοι δὲν δί­στα­ζαν νὰ τὸν βά­λουν σὲ ἕνα ἀπο­στα­κτή­ριο. Ὑγεία, ἀκμή, δυ­να­τοὶ μύ­ες, γε­ρὸς σκε­λε­τός, νω­τιαῖ­ος μυε­λὸς ἕτοι­μος νὰ ὑψω­θεῖ μὲ ἀν­δρι­κὴ πε­ρη­φά­νεια, ὅλα κα­τα­στρά­φη­καν ἀπὸ τὸ ὀρυ­χεῖο. Ὁ ὑδράρ­γυ­ρος, δι­η­θῶν­τας τὸν ἀέ­ρα καὶ εἰ­σχω­ρῶν­τας στοὺς πνεύ­μο­νες τοῦ με­ταλ­λω­ρύ­χου καὶ στὸ αἷ­μα του μὲ τὸν ἱδρῶ­τα, τὸν κα­τέ­λα­βε σι­γά-σι­γά κα­τα­στρέ­φον­τάς τον, ζε­λα­τι­νο­ποιῶν­τας τον, με­τα­τρέ­πον­τάς τον σε ἄμορ­φη καὶ τρε­μου­λια­στὴ μᾶ­ζα, σὲ ὑδραρ­γυ­ρι­κὸ βά­τρα­χο· ὁπό­τε μιὰ μέ­ρα, ὅταν τε­λεί­ω­σε τὴν κα­τα­στρο­φι­κή του δρά­ση καὶ ἀπό­λυ­τα ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νος ἀπ’ αὐ­τήν, τὸν ἄφη­σε νὰ πέ­σει στὸ κλου­βὶ καὶ τὸν ἐπέ­στρε­ψε στὴν ἐπι­φά­νεια τῆς γῆς· ἕνα ἀν­θρώ­πι­νο ἀπό­βλη­το ποὺ μᾶς πλη­σί­α­ζε ἕρ­πον­τας σὰν ἕνα ἑρ­πε­τὸ καὶ κι­νού­με­νο σὰν ἕνα πλη­γω­μέ­νο θη­ρίο.

       Ὁ δυ­στυ­χὴς ἔφτα­σε κον­τά μου· ση­κώ­θη­κε, μὲ τὴ βο­ή­θεια τῶν χο­ρευ­τῶν-χε­ριῶν του, πά­νω σὲ μία ἀπ’ τὶς κα­ρέ­κλες· σώ­ρια­σε τὸ σῶ­μα του πά­νω της· στή­ρι­ξε μὲ τὰ χέ­ρια του, ποὺ ἔτρε­μαν ἐπι­λη­πτι­κά, τὰ πό­δια του, ποὺ ἔτρε­μαν καὶ αὐ­τὰ ἐπι­λη­πτι­κὰ· στή­ρι­ξε στὴ σκλη­ρὴ πλά­τη τὸ ἐκ­κρε­μὲς-κε­φά­λι του καὶ κοι­τά­ζον­τάς μας κα­τὰ πρό­σω­πο, μᾶς εἶ­πε τραυ­λί­ζον­τας:

       — Οἱ κύ­ριοι θέ­λουν νὰ μά­θουν τὴ ζωή μου. Ἀκοῦ­στε την καὶ ὁ Θε­ὸς νὰ σᾶς ξε­πλη­ρώ­σει τὸ κα­λὸ ποὺ θὰ μοῦ κά­νε­τε.

       Καὶ μί­λη­σε· μί­λη­σε ἁπλὰ καὶ τα­πει­νά, χω­ρὶς δια­μαρ­τυ­ρί­ες, μὲ τὴν πα­ραί­τη­ση τοῦ σκλά­βου, ἐκ­παι­δευ­μέ­νου ἀπὸ παι­δὶ μὲ τὸ μα­στί­γιο καὶ τὸν χαλ­κᾶ.

       — Πρὶν ἀπὸ τριάν­τα χρό­νια — εἶ­πε ἐκεῖ­νο τὸ πρό­σω­πο ποὺ σκε­φτό­ταν καὶ μι­λοῦ­σε— ἐδῶ καὶ τριάν­τα χρό­νια ἐγὼ ἤμουν δε­κα­ο­χτώ, κα­τέ­βη­κα γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸ ὀρυ­χεῖο· ἔπρε­πε νὰ βγά­λω τὸ ψω­μί μου. Κα­τέ­βη­κα κερ­δί­ζον­τας δύο πε­σέ­τες τὴν ἡμέ­ρα. Δέ­κα κα­τε­βά­σμα­τα τὸ μῆ­να — δὲν μπο­ρεῖ νὰ κά­νει κα­νεὶς πα­ρα­πά­νω χω­ρὶς νὰ πε­θά­νει ἀμέ­σως— κά­νουν ἕνα μι­σθὸ εἴ­κο­σι πε­σέ­τες κά­θε τριάν­τα μέ­ρες. Τό­τε δού­λευα πο­λύ! Σα­φές! Ἄν­τε­χα ἀκό­μα νὰ τὰ βά­λω μὲ τὸν ὑδράρ­γυ­ρο. Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ὑδράρ­γυ­ρος ἄρ­χι­σε νὰ μὲ δια­βρώ­νει καὶ τὸ σῶ­μα μου ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­μει μὲ αὐ­τὸ τὸ δυ­να­τὸ τρέ­μου­λο· ἄρ­χι­σα νὰ γί­νο­μαι «μο­δόρ­ρο»· ἔτσι μᾶς λέ­νε. Ἀλ­λά, ποῦ λύ­ση! ΄Ἔπρε­πε νὰ συ­νε­χί­σω νὰ δου­λεύω. Ποῦ λύ­ση! Ἢ δου­λεύω ἢ πει­νάω. Μιὰ μέ­ρα τὸ τρέ­μου­λο δυ­νά­μω­σε κι ἄλ­λο· καὶ τὰ ἀφεν­τι­κά μου, βλέ­πον­τας ὅτι μοῦ ἦταν ἀδύ­να­τον νὰ δου­λεύω κά­θε μῆ­να, ἄν­τε ἕνα μῆ­να καὶ ἄλ­λον καὶ ἄλ­λον, μὲ ἔβα­λαν ἐναλ­λάξ. Ἐναλ­λὰξ εἶ­ναι ἕνα μῆ­να πά­νω καὶ ἄλ­λον κά­τω. Με­τὰ μὲ ἐγ­κα­τέ­στη­σαν μό­νι­μα πά­νω · για­τί δὲν ἤμουν γιὰ νὰ κα­τε­βαί­νω. Ὁ ὑδράρ­γυ­ρος μὲ κυ­ρί­ε­ψε καὶ οἱ τρε­μοῦ­λες αὐ­ξή­θη­καν. Μιὰ νύ­χτα, ἐπι­στρέ­φον­τας ἀπὸ τὴ δου­λειά, τρέ­μον­τας ὡς συ­νή­θως, ἄνοι­ξα τὴν πόρ­τα, πῆ­γα νὰ προ­χω­ρή­σω καὶ μοῦ ἔφυ­γαν τὰ πό­δια καὶ ἔπε­σα κά­τω ἀνά­σκε­λα. Πί­στε­ψα ὅτι ἦταν ἕνα γλί­στρη­μα· προ­σπά­θη­σα νὰ ση­κω­θῶ βά­ζον­τας τὰ χέ­ρια. Τί τὰ θέ­λεις! Δὲν μπο­ροῦ­σα πιὰ νὰ ση­κω­θῶ· δὲν θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ στα­θῶ ὄρ­θιος πο­τέ· ὁ ὑδράρ­γυ­ρος μὲ εἶ­χε «τουμ­πά­ρει», τουμ­πά­ρει γιὰ πάν­τα…Τό­τε ὁ κύ­ριος διευ­θυν­τὴς μοῦ ὑπέ­δει­ξε τὴ συν­τα­ξιο­δό­τη­ση· μιὰ πε­σε­τού­λα κά­θε μέ­ρα· αὐ­τὸ ποὺ ἀνα­λο­γεῖ σὲ κά­ποιον ὅταν ἔχει κά­νει πολ­λὰ με­ρο­κά­μα­τα, πολ­λά! Αὐ­τὰ ποὺ ἐγὼ ἔχω κά­νει ἀπὸ τὰ δέ­κα ἑφτὰ μέ­χρι τα τριάν­τα ἕξη. Ἀπὸ τὴν πε­σέ­τα μᾶς ἀφαι­ροῦν τὶς Κυ­ρια­κὲς καὶ τὶς ἀρ­γί­ες. Σύ­νο­λο στὸ πε­ρί­που, εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις πε­σέ­τες τὸ μῆ­να. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἱστο­ρία μου καὶ ἐδῶ εἶ­μαι γιὰ ὅτι «ἰσεῖς» ἐπι­θυ­μεῖ­τε νὰ μὲ προ­στά­ξε­τε· καὶ ὁ θε­ὸς νὰ σᾶς ξε­πλη­ρώ­σει ὅτι κά­νε­τε στὸν κό­σμο γιὰ μέ­να.

       Τὸ θῦ­μα τοῦ ὑδράρ­γυ­ρου, ὁ βά­τρα­χος τοῦ ὑδράρ­γυ­ρου, αὐ­τὸς ποὺ πα­ρή­γα­γε γιὰ τριάν­τα χρό­νια χι­λιά­δες μπου­κά­λια ὑδραρ­γύ­ρου, ποὺ τὸ Κρά­τος που­λά­ει πρὸς 300 πε­σέ­τες τὸ κα­θέ­να, προ­σπά­θη­σε νὰ ἀνα­ση­κω­θεῖ καὶ βρέ­θη­κε στὸ ἔδα­φος ἀνά­σκε­λα χτυ­πῶν­τας τὰ πό­δια σὰν θε­ριὸ ποὺ ψυ­χορ­ρα­γεῖ, χτυ­πη­μέ­νο ἀπὸ τὸν κυ­νη­γό.

       Φτά­να­με στὸ κα­τώ­φλι τῆς πόρ­τας. Γύ­ρι­σα γιὰ νὰ στρέ­ψω τὴ μα­τιὰ στὸ σπι­τι­κὸ τοῦ ἀνά­πη­ρου με­ταλ­λω­ρύ­χου.

       Ἡ γυ­ναῖ­κα εἶ­χε ξα­να­κα­θί­σει στὴν κα­ρέ­κλα· ὁ ἄν­δρας σερ­νό­ταν ἀνά­με­σα στὶς σκιὲς ξε­φυ­σῶν­τας καὶ ξε­θω­ριά­ζον­τας μέ­σα τους.

       Τρα­γι­κὸ τέ­ρας τῆς κοι­νω­νι­κῆς ζω­ο­λο­γί­ας, ἐξα­φα­νί­στη­κε πί­σω ἀπὸ τὰ σκο­τά­δια τοῦ βά­θους μὲ ὑπό­κω­φο καὶ ἀρ­γὸ μουρ­μου­ρη­τό, ἐνῷ τὸ μω­ρό, πα­ρα­τη­μέ­νο πά­λι πά­νω στὰ κοκ­κι­νι­σμέ­να ἀπὸ τὸν ἥλιο πλα­κά­κια, ἔτρι­βε πά­νω τους τὴν ἀγ­γε­λι­κή του γύ­μνια, πε­ρι­μέ­νον­τας τὴ σει­ρά του γιὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ κα­τέ­βαι­νε στὸ ὀρυ­χεῖο.

* Μοδόρρο (Modorro): Λέγεται γιὰ ἕναν ἐργάτη ὀρυ­χείου, ποὺ δη­λη­τη­ριά­ζεται ἀπὸ ὑδράρ­γυρο.

Πη­γή:

https://www.solidaridadobrera.org/ateneo_nacho/libros/AA%20VV%20-%20Narraciones%20y%20cuentos%20anarquistas.pdf

Χο­α­κὶν Ντι­θέν­τα ὐ Μπε­νε­δί­κτο (Joaquín Dicenta y Benedicto) (1863-1917). Ἱσπα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας ποὺ ἀσχο­λή­θη­κε μὲ τὴ δρα­μα­τουρ­γία, τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ να­του­ρα­λι­στι­κὴ μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία. Ὁλο­κλή­ρω­σε τὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­σή του στὸ Ἀλι­κάν­τε καὶ κα­τό­πιν εἰ­σῆλ­θε στὴν Στρα­τιω­τι­κὴ Ἀκα­δη­μία τῆς Σεγ­κό­βια, ἀλ­λὰ τὸ 1878 τὸν ἀπέ­βα­λαν ἐξ αἰ­τί­ας τῆς μπο­ὲμ ζω­ῆς του καὶ τῆς ἀγά­πης του στὸ ἀλ­κο­ὸλ καὶ τὶς γυ­ναῖ­κες. Ἔκτο­τε θὰ φυ­το­ζω­οῦ­σε στὰ πε­ρί­χω­ρα καὶ σὲ πε­ρι­θω­ρια­κὰ μέ­ρη της Μα­δρί­της, προ­σπα­θῶν­τας νὰ σπου­δά­σει Νο­μι­κὴ καὶ εἰ­σχω­ρῶν­τας στοὺς δη­μο­κρα­τι­κοὺς κύ­κλους. Τό­τε δέ­χτη­κε τὴν ἐπί­δρα­ση τοῦ οὐ­το­πι­κοῦ σο­σια­λι­σμοῦ καὶ τοῦ Κρα­ου­σι­σμοῦ (Krausismo)(*). Στὴ Μα­δρί­τη γνώ­ρι­σε ἐπί­σης καὶ συν­δέ­θη­κε μὲ δυ­να­τὴ φι­λία μὲ τὸν «κα­τα­ρα­μέ­νο ποι­η­τή» Μα­νουὲλ Πά­σο (Manuel Paso), ποὺ πέ­θα­νε νε­ό­τα­τος ἀπὸ ἀλ­κο­ο­λι­σμό. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὴν ἐφη­με­ρί­δα El Liberal καὶ δη­μο­σί­ευ­σε τὰ πρῶ­τα του ποι­ή­μα­τα στὸ πε­ριο­δι­κὸ Edén. Τὸ θε­α­τρι­κὸ ἔρ­γο του Juan José (1895), σο­σια­λι­στι­κοῦ ὕφους καὶ ἀνα­φε­ρό­με­νο στὶς ὑπάρ­χου­σες δια­φο­ρὲς με­τα­ξὺ ἐρ­γα­τῶν καὶ ἀφεν­τι­κῶν, ση­μεί­ω­σε με­γά­λη ἐπι­τυ­χία καὶ ἦταν ἡ κυ­ρί­αρ­χη πα­ρά­στα­ση στὴν Ἱσπα­νία στὶς λαϊ­κὲς γιορ­τὲς τῆς Πρω­το­μα­γιᾶς. Τὸ ἔρ­γο ἐπι­κρί­θη­κε ἀπὸ πολ­λοὺς Ἱσπα­νοὺς ἐπι­σκό­πους καί, ἀφοῦ με­τα­φρά­στη­κε σὲ διά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἔκα­νε με­γά­λη ἐπι­τυ­χία καὶ σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες. Στὴν ἴδια κα­τη­γο­ρία μὲ τὸ Juan José ἀνή­κει καὶ τὸ El señor feudal (Ὁ φε­ου­δάρ­χης), ἴδιας θε­μα­τι­κῆς ἀλ­λὰ σὲ ἀτμό­σφαι­ρα με­σαιω­νι­κὴ καὶ ρο­μαν­τι­κή. Ἄλ­λα ἔρ­γα τοῦ συγ­γρα­φέα εἶ­ναι τὰ LucianoLos bárbarosEncarnaciónDe piedra a piedraLa mejor leyDanielEl crimen de ayerSobrevivirse καὶ El spoliarium y Novelas cortas ἀνά­με­σα σὲ πολ­λὰ ἄλ­λα. Ἂν καὶ ἡ ἔκλυ­τη ζωή του ἐπικρίθηκε ἔν­το­να ἀπὸ με­γά­λους Ἱσπα­νοὺς δια­νο­η­τές, ὅπως ὁ Ἀθο­ρὶν (Azorín) καὶ ὁ Μι­γὲλ ντὲ Οὐ­να­μοῦ­νο (Miguel de Unamuno), ὁ συμ­πα­τριώ­της του Χο­σὲ Μαρ­τί­νεθ Ρουὶθ (José Martínez Ruíz) τὸν ὀνό­μα­σε ἐκ­πρό­σω­πο τοῦ «λαϊ­κοῦ πά­θους, τῆς ὁρ­μῆς, τοῦ ρο­μαν­τι­κοῦ καὶ ἐλεύ­θε­ρου λυ­ρι­σμοῦ».

(*) Κραουσισμός. Ἰδεαλιστικὸ δόγμα ποὺ βασίζεται στὴ συμφιλίωση μεταξὺ θεϊσμοῦ καὶ πανθεϊσμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεός, χωρὶς νὰ εἶναι ὁ κόσμος (πανθεϊσμός) ἢ νὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ αὐτὸν (θεϊσμός), τὸν περιέχει μέσα του καὶ τὸν ὑπερβαίνει. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ὀνομάζεται πανενθεϊσμός. Ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὸν Γερμανὸ μετακαντιανὸ στοχαστὴ Κὰρλ Κρίστιαν Φρίντριχ Κράους (Karl Christian Friedrich Krause, 1781-1832). Αὐτὴ ἡ φιλοσοφία διαδόθηκε εὐρέως στὴν Ἱσπανία, ὅπου ἔφτασε στὴ μέγιστη πρακτική της ἀνάπτυξη χάρη στὸ ἔργο τοῦ μεγάλου ἐκλαϊκευτῆ της Χουλιὰν Σὰντς ντὲλ Ρίο( Julián Sanz del Río).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μια μοναδική συναυλία της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ στο Βόλο στις 21 Μαρτίου

  Μια μοναδική συναυλία της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ στο Βόλο στις 21 Μαρτίου 1 Φεβρουαρίου 2025, 18:40 Ένα γοητευτικό αφιέρωμα ...