Χοακὶν Ντιθέντα (Joaquín Dicenta):
Posted on 2 Φεβρουάριος 2025 by planodion
Χοακὶν Ντιθέντα (Joaquín Dicenta)
(Ἀφιέρωμα: Ἀναρχία καὶ Λογοτεχνία, 2/9)
Ὁ μοδόρρο*
(El modorro)
ΡΥΠΩΣΑ στὸ σπίτι σκύβοντας λίγο τὸ κεφάλι γιὰ νὰ περάσω τὸ μικρὸ κατώφλι. Ὁ ἥλιος ἔμπαινε λαθραῖα· σταμάταγε πάνω στὶς πρῶτες πλάκες μετατρέποντάς τις σὲ ἀραβικὰ πλακάκια καὶ μετά, σὰν νὰ τὸν τρόμαζαν ἡ ὑγρασία καὶ ἡ φτώχεια τοῦ χώρου, ἀναλυόταν σὲ χρυσόσκονη καὶ ἐπέστρεφε στὸ δρόμο ὑφαίνοντας ἀπὸ τὶς πλάκες μέχρι τὴν πόρτα μιὰ γάζα ἀπὸ ἀναιμικὲς γαλάζιες ἀποχρώσεις.
Πιὸ μέσα τὸ φῶς ἔφτανε μετὰ βίας. Ἡ πρασινωπὴ τζαμαρία ἑνὸς μικροῦ παραθύρου ποὺ τὸ διέσχιζαν πλατιὲς τσίγκινες λωρίδες ἦταν μᾶλλον ἐμπόδιο παρὰ πέρασμα γιὰ φῶς. Μὲ τὴν πόρτα συνέβαινε τὸ ἴδιο. Ἡ σάλα διαγραφόταν συγκεχυμένα ἀνάμεσα σὲ μελαγχολικὲς σκιὲς ποὺ ἐπέτρεπαν νὰ διαφανοῦν γυμνοὶ τοῖχοι, διακοσμημένοι μὲ γύψο, τέσσερις ἢ πέντε καρέκλες, ἕνα τραπέζι καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς σκεπῆς στερεωμένη μὲ σοκολατόχρωμα μαδέρια. Τὸ βάθος ἦταν πραγματικὰ ἀόρατο. Φανταζόταν κανεὶς σὲ αὐτὸ λείους, μαύρους καὶ τεράστιους τοίχους. Ἦταν κάτι σὰν μιὰ ἄβυσσος πού, ἀντὶ νὰ ἀνοίγεται μπροστὰ στὰ πόδια, ἀνοιγόταν μπροστὰ στὰ μάτια.
Σὲ μία ἀπὸ τὶς καρέκλες ἦταν καθισμένη μιὰ γυναῖκα. Ἔμοιαζε μὲ πενηντάρα· ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἦταν τριάντα χρονῶν. Στὸ δέρμα της, χαραγμένο ἀπὸ οὐλές, ἁπλώνονταν οἱ θαμπὲς ἀσπρίλες της λεμφαδενίτιδας· πάνω στὰ μαλλιά της, σὰν ξανθὸ καλαμπόκι, ἔλαμπαν τὰ γκρίζα σὰν ρινίσματα μολύβδου· τὸ στόμα της χρησίμευε σὰν ὀχυρὸ μιᾶς συμμορίας σάπιων δοντιῶν· κάτω στὸ κορμί της κάγχαζε ἕνα γιλέκο καὶ ἀνέμιζε τὰ κουρέλια της μιὰ φούστα. Σηκώθηκε γιὰ νὰ μαζέψει ἕνα μικρὸ ποὺ κυλιόταν στὶς πολυκαιρισμένες πλάκες – εἰκόνα ἑνὸς μικροῦ Ἔρωτα. Ὁ στηθόδεσμος ἄνοιξε δίνοντας διέξοδο σ’ ἕνα ζουμερὸ στῆθος, ἡ τέλεια παγίδα γιὰ τὸ μωρό, ἐνῷ ἡ μάνα μουρμούριζε: «ἰσεῖς καθῆστε. Τώρα ἀμέσους θὰ ἔρτει.» Ἀπὸ τὰ ἀδιαπέραστα σκοτάδια τοῦ βάθους ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος ἴδιος μὲ αὐτὸν ποὺ κάνουν τὰ μεγάλα ἑρπετὰ ὅταν σέρνονται στοὺς βράχους. Ὁ θόρυβος συνοδευόταν ἀπὸ ἀγκομαχητὰ πληγωμένου θηρίου. Ἐκεῖνο, ὅ,τι καὶ νά ’ταν, προχωροῦσε στὰ σκοτεινὰ πρὸς τὸ μέρος μας. Μόλις ἐκεῖνο ἔφτασε ἐκεῖ ὅπου τὸ φῶς ἄρχιζε νὰ ξεκαθαρίζει, διακρίναμε ἕνα μαῦρο χέρι ποὺ ἔψαχνε ἀνάμεσα στὶς σκιές. Σὲ λίγο, ἡ κινούμενη μᾶζα ἀνασυντάχτηκε σχεδιάζοντας ἕνα ἀποστεωμένο κεφάλι κρατημένο σ’ ἕναν πολὺ φαρδὺ λαιμό, ἕνα τεράστιο σῶμα πού, καθὼς γλίστραγε στὸ ἔδαφος, δημιουργοῦσε βρωμερὰ ἴχνη καὶ μικρὰ ἄκρα-κουπιὰ ποὺ ταλαντεύονταν πολὺ ἀδέξια, γιὰ νὰ βαδίσει. Τυλιγμένο καὶ παραμορφωμένο ἀπὸ τὶς σκιὲς ἔμοιαζε μὲ ἕνα γιγάντιο βάτραχο. Τελικὰ βγῆκε ἀπ’ αὐτές· ὁ ἥλιος τὴν παρέσυρε μὲ ἀναίδεια. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος. Τί ἄθλια φιγούρα ἦταν αὐτὴ ποὺ μᾶς κοίταζε μὲ τὰ ἄτονα μάτια της καὶ μᾶς χαμογελοῦσε μὲ τὸ ξεδοντιάρικο στόμα της! Ἡ σάρκα, τυλιγμένη σὲ ἕνα ἠμίπαλτο καὶ ἕνα παντελόνι, δὲν πρέπει νὰ ἦταν σάρκα, ἀλλὰ μιὰ ἀνθρώπινη ζελατίνη. Τόσο συνεχές, τόσο ἔντονο καὶ τόσο ἀσταθὲς ἦταν τὸ τρέμουλό της, ποὺ μᾶλλον δὲν εἶχε μῦς νὰ τὴν ὑποστηρίξουν, οὔτε ὀστᾶ νὰ τὴν ἐνισχύσουν, οὔτε νωτιαῖο μυελὸ ποὺ θὰ τῆς χρησίμευε γιὰ στήριξη. Ζυμάρι, φτιαγμένο μὲ λέμφο καὶ αἷμα καὶ κατακερματισμένα νευρικὰ ἰνίδια, ἦταν ἀναμφίβολα ἐκεῖνος ὁ ἀκαθόριστος καὶ παραμορφωμένος κορμός· ὄχι ἀνθρώπινα ἄκρα, ἀλλὰ δεμάτια ἀπὸ μπλεγμένες ἴνες, δεμένες οἱ μὲν μὲ τὶς δὲ μὲ μιὰ ἐπισφαλῆ συνοχή, τὰ κουπιά, ποὺ ἐν μέσῳ μιᾶς τραγικῆς χορογραφίας τὸν στήριζαν στὴ γῆ· ξεχαρβαλωμένη κούκλα τὸ κεφάλι μὲ τὰ πεταχτὰ μαλλιὰ καὶ τὴ φρικτὴ κίνηση, ποὺ σχημάτιζε ἡμικύκλια πάνω στὸν πλαδαρὸ καὶ καλυμμένο μὲ κοκκινωπὲς φολίδες λαιμό.
Ποτὲ δὲν εἶδα φυσιολογικὸ πλάσμα ἀντίστοιχο μὲ αὐτό, ἀνθρώπινη εἰκόνα τόσο τρομακτική. Οὔτε οἱ ἀποσυναρμολογημένοι ποὺ διασκεδάζουν τὸ κοινὸ στὸ τσίρκο, δὲν θὰ ἔστηναν ἀγῶνα μαζί του.
Αὐτοὶ τρομάζουν, φοβίζουν, προκαλοῦν ρίγη ἀηδίας καὶ πόνου κάνοντας τὸ βάρβαρο νούμερό τους καθὼς μεταμορφώνονται σὲ ἀνθρώπους-ἑρπετά. Ἀλλὰ ὅταν τελειώνει τὸ νούμερο, τὸ ἑρπετὸ ἐξαφανίζεται, ὁ ἄνθρωπος ἐπιβάλλεται πάλι στοὺς μῦς του καί, στηριζόμενος στὶς ὀστέϊνες βάσεις του, ὀρθώνει νικητήρια τὸν νωτιαῖο μυελὸ καὶ χαιρετᾶ τὸ κοινὸ ποὺ χειροκροτεῖ μὲ ἐνθουσιασμό, περισσότερο τὴν ἐπάνοδό του στὴν ἀνθρωπότητα παρὰ τὸ νούμερό του.
Ὁ ἄλλος ὄχι· ὁ ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ σὰν ἀφέντης στοὺς μῦς του, οὔτε νὰ στερεωθεῖ κατὰ βούληση στὶς βάσεις τῶν ὀστῶν του, οὔτε νὰ ὑψώσει οἰκειοθελῶς τὸ νωτιαῖο μυελό. Εἶναι καταδικασμένος νὰ σέρνεται πάνω στὴ γῆ μέχρι αὐτὴ νὰ μισανοίξει σπλαχνικὰ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει τάφο. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος-ἑρπετὸ διὰ βίου.
Ἐὰν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος-ἑρπετὸ ἦταν προϊὸν κάποιου λάθους τῆς Φύσης στὸ ἐργαστήριο πλασμάτων, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν κοιτάξει μὲ τὴν ὀδύνη ποὺ προκαλεῖ ἡ συμφορὰ τοῦ πλησίον, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀποδοχὴ ποὺ συνοδεύει τὸ ἀναπόφευκτο. Τὸ θέαμα ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο-ἑρπετὸ ποὺ σερνόταν μπροστὰ στὰ μάτια μου, ἐὰν προκαλοῦσε ὀδύνη, δὲν προκαλοῦσε ἀποδοχή· προκαλοῦσε ὀργὴ ἀγανάκτησης, γιατὶ ἐκεῖνος ὁ ἄνδρας δὲν ἦταν ἕνα λάθος τῆς Φύσης στὸ ἐργαστήριο πλασμάτων· ἦταν ἕνα ἔγκλημα ποὺ εἶχε διαπράξει ἡ κοινωνία κατὰ τὸν ἱεροεξεταστικὸ διαχωρισμὸ τῶν πολιτῶν.
Ἐκεῖνος ὁ ἄντρας ἦταν θῦμα τοῦ ὀρυχείου, ἕνας χορηγὸς τοῦ ὑδραργύρου ποὺ λούζει τὰ μεταλλεῖα τοῦ Ἀλμαδέν. Ἡ μιζέρια καὶ ἡ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τοῦ ἐπιούσιου τὸν ὤθησαν στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, τὸν ἔβαλαν στὸ κλουβὶ καὶ τὸν ξεφόρτωσαν στὴ στοά, φέρνοντάς τον ἀντιμέτωπο μὲ τὴ φλέβα τοῦ ὑδράργυρου καὶ βάζοντάς του μιὰ ἀξίνα ἢ ἕνα δυναμίτη στὰ χέρια.
Ὅταν κατέβηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ ὀρυχεῖο, ἦταν ἕνα ἄτομο δυνατὸ καὶ δραστήριο, οἱ μύες του, τονωμένοι ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ δυναμωμένοι ἀπὸ τὸν ἐλεύθερο ἀέρα τῶν ἀγρῶν, εἶχαν ἀντοχὴ καὶ ὑγεία· τὰ ποντίκια του διαγράφονταν ἔντονα κάτω ἀπὸ τὸ δέρμα· τὰ κόκκαλά του ἔτριζαν δυνατὰ στὶς καλὰ λιπασμένες ἀρθρώσεις του· τὸ ἀνάστημά του ὑψωνόταν εὐθὺ καὶ στητὸ γιὰ νὰ ὑποστηρίξει ἕνα ἀνδρικὸ κεφάλι, ὅπου τὰ μάτια του ἔλαμπαν μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς νιότης καὶ τὸ στόμα χαμογελοῦσε δείχνοντας τὴν ὀδοντοστοιχία.
Ὅταν βγῆκε τελευταία φορὰ ἀπὸ τὸ ὀρυχεῖο, ἦταν ἕνα ἀκόμα μπουκάλι ἀπὸ ὑδράργυρο, κομμάτι ἀπὸ ζωντανὸ μετάλλευμα, χρήσιμο ἀκόμα νὰ φέρει κέρδη στοὺς ἐκμεταλλευτές του, ἐὰν ἐκεῖνοι δὲν δίσταζαν νὰ τὸν βάλουν σὲ ἕνα ἀποστακτήριο. Ὑγεία, ἀκμή, δυνατοὶ μύες, γερὸς σκελετός, νωτιαῖος μυελὸς ἕτοιμος νὰ ὑψωθεῖ μὲ ἀνδρικὴ περηφάνεια, ὅλα καταστράφηκαν ἀπὸ τὸ ὀρυχεῖο. Ὁ ὑδράργυρος, διηθῶντας τὸν ἀέρα καὶ εἰσχωρῶντας στοὺς πνεύμονες τοῦ μεταλλωρύχου καὶ στὸ αἷμα του μὲ τὸν ἱδρῶτα, τὸν κατέλαβε σιγά-σιγά καταστρέφοντάς τον, ζελατινοποιῶντας τον, μετατρέποντάς τον σε ἄμορφη καὶ τρεμουλιαστὴ μᾶζα, σὲ ὑδραργυρικὸ βάτραχο· ὁπότε μιὰ μέρα, ὅταν τελείωσε τὴν καταστροφική του δράση καὶ ἀπόλυτα ἱκανοποιημένος ἀπ’ αὐτήν, τὸν ἄφησε νὰ πέσει στὸ κλουβὶ καὶ τὸν ἐπέστρεψε στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς· ἕνα ἀνθρώπινο ἀπόβλητο ποὺ μᾶς πλησίαζε ἕρποντας σὰν ἕνα ἑρπετὸ καὶ κινούμενο σὰν ἕνα πληγωμένο θηρίο.
Ὁ δυστυχὴς ἔφτασε κοντά μου· σηκώθηκε, μὲ τὴ βοήθεια τῶν χορευτῶν-χεριῶν του, πάνω σὲ μία ἀπ’ τὶς καρέκλες· σώριασε τὸ σῶμα του πάνω της· στήριξε μὲ τὰ χέρια του, ποὺ ἔτρεμαν ἐπιληπτικά, τὰ πόδια του, ποὺ ἔτρεμαν καὶ αὐτὰ ἐπιληπτικὰ· στήριξε στὴ σκληρὴ πλάτη τὸ ἐκκρεμὲς-κεφάλι του καὶ κοιτάζοντάς μας κατὰ πρόσωπο, μᾶς εἶπε τραυλίζοντας:
— Οἱ κύριοι θέλουν νὰ μάθουν τὴ ζωή μου. Ἀκοῦστε την καὶ ὁ Θεὸς νὰ σᾶς ξεπληρώσει τὸ καλὸ ποὺ θὰ μοῦ κάνετε.
Καὶ μίλησε· μίλησε ἁπλὰ καὶ ταπεινά, χωρὶς διαμαρτυρίες, μὲ τὴν παραίτηση τοῦ σκλάβου, ἐκπαιδευμένου ἀπὸ παιδὶ μὲ τὸ μαστίγιο καὶ τὸν χαλκᾶ.
— Πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια — εἶπε ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ποὺ σκεφτόταν καὶ μιλοῦσε— ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια ἐγὼ ἤμουν δεκαοχτώ, κατέβηκα γιὰ πρώτη φορὰ στὸ ὀρυχεῖο· ἔπρεπε νὰ βγάλω τὸ ψωμί μου. Κατέβηκα κερδίζοντας δύο πεσέτες τὴν ἡμέρα. Δέκα κατεβάσματα τὸ μῆνα — δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κανεὶς παραπάνω χωρὶς νὰ πεθάνει ἀμέσως— κάνουν ἕνα μισθὸ εἴκοσι πεσέτες κάθε τριάντα μέρες. Τότε δούλευα πολύ! Σαφές! Ἄντεχα ἀκόμα νὰ τὰ βάλω μὲ τὸν ὑδράργυρο. Ἀργότερα ὁ ὑδράργυρος ἄρχισε νὰ μὲ διαβρώνει καὶ τὸ σῶμα μου ἄρχισε νὰ τρέμει μὲ αὐτὸ τὸ δυνατὸ τρέμουλο· ἄρχισα νὰ γίνομαι «μοδόρρο»· ἔτσι μᾶς λένε. Ἀλλά, ποῦ λύση! ΄Ἔπρεπε νὰ συνεχίσω νὰ δουλεύω. Ποῦ λύση! Ἢ δουλεύω ἢ πεινάω. Μιὰ μέρα τὸ τρέμουλο δυνάμωσε κι ἄλλο· καὶ τὰ ἀφεντικά μου, βλέποντας ὅτι μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ δουλεύω κάθε μῆνα, ἄντε ἕνα μῆνα καὶ ἄλλον καὶ ἄλλον, μὲ ἔβαλαν ἐναλλάξ. Ἐναλλὰξ εἶναι ἕνα μῆνα πάνω καὶ ἄλλον κάτω. Μετὰ μὲ ἐγκατέστησαν μόνιμα πάνω · γιατί δὲν ἤμουν γιὰ νὰ κατεβαίνω. Ὁ ὑδράργυρος μὲ κυρίεψε καὶ οἱ τρεμοῦλες αὐξήθηκαν. Μιὰ νύχτα, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴ δουλειά, τρέμοντας ὡς συνήθως, ἄνοιξα τὴν πόρτα, πῆγα νὰ προχωρήσω καὶ μοῦ ἔφυγαν τὰ πόδια καὶ ἔπεσα κάτω ἀνάσκελα. Πίστεψα ὅτι ἦταν ἕνα γλίστρημα· προσπάθησα νὰ σηκωθῶ βάζοντας τὰ χέρια. Τί τὰ θέλεις! Δὲν μποροῦσα πιὰ νὰ σηκωθῶ· δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σταθῶ ὄρθιος ποτέ· ὁ ὑδράργυρος μὲ εἶχε «τουμπάρει», τουμπάρει γιὰ πάντα…Τότε ὁ κύριος διευθυντὴς μοῦ ὑπέδειξε τὴ συνταξιοδότηση· μιὰ πεσετούλα κάθε μέρα· αὐτὸ ποὺ ἀναλογεῖ σὲ κάποιον ὅταν ἔχει κάνει πολλὰ μεροκάματα, πολλά! Αὐτὰ ποὺ ἐγὼ ἔχω κάνει ἀπὸ τὰ δέκα ἑφτὰ μέχρι τα τριάντα ἕξη. Ἀπὸ τὴν πεσέτα μᾶς ἀφαιροῦν τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἀργίες. Σύνολο στὸ περίπου, εἴκοσι τέσσερις πεσέτες τὸ μῆνα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία μου καὶ ἐδῶ εἶμαι γιὰ ὅτι «ἰσεῖς» ἐπιθυμεῖτε νὰ μὲ προστάξετε· καὶ ὁ θεὸς νὰ σᾶς ξεπληρώσει ὅτι κάνετε στὸν κόσμο γιὰ μένα.
Τὸ θῦμα τοῦ ὑδράργυρου, ὁ βάτραχος τοῦ ὑδράργυρου, αὐτὸς ποὺ παρήγαγε γιὰ τριάντα χρόνια χιλιάδες μπουκάλια ὑδραργύρου, ποὺ τὸ Κράτος πουλάει πρὸς 300 πεσέτες τὸ καθένα, προσπάθησε νὰ ἀνασηκωθεῖ καὶ βρέθηκε στὸ ἔδαφος ἀνάσκελα χτυπῶντας τὰ πόδια σὰν θεριὸ ποὺ ψυχορραγεῖ, χτυπημένο ἀπὸ τὸν κυνηγό.
Φτάναμε στὸ κατώφλι τῆς πόρτας. Γύρισα γιὰ νὰ στρέψω τὴ ματιὰ στὸ σπιτικὸ τοῦ ἀνάπηρου μεταλλωρύχου.
Ἡ γυναῖκα εἶχε ξανακαθίσει στὴν καρέκλα· ὁ ἄνδρας σερνόταν ἀνάμεσα στὶς σκιὲς ξεφυσῶντας καὶ ξεθωριάζοντας μέσα τους.
Τραγικὸ τέρας τῆς κοινωνικῆς ζωολογίας, ἐξαφανίστηκε πίσω ἀπὸ τὰ σκοτάδια τοῦ βάθους μὲ ὑπόκωφο καὶ ἀργὸ μουρμουρητό, ἐνῷ τὸ μωρό, παρατημένο πάλι πάνω στὰ κοκκινισμένα ἀπὸ τὸν ἥλιο πλακάκια, ἔτριβε πάνω τους τὴν ἀγγελική του γύμνια, περιμένοντας τὴ σειρά του γιὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ κατέβαινε στὸ ὀρυχεῖο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου