Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Βασίλης Ἠλιακόπουλος: Ἀπώλεια ἀγαθοῦ – Εὕρεση ἑαυτοῦ

Βασίλης Ἠλιακόπουλος: Ἀπώλεια ἀγαθοῦ – Εὕρεση ἑαυτοῦ

Posted on  by planodion

Βα­σί­λης Ἠλια­κό­που­λος 

Ἀπώ­λεια ἀγα­θοῦ – Εὕ­ρε­ση ἑαυ­τοῦ

ΑΤΕΒΑΙΝΩ ΤΗΝ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖο Νο 21. Εἶ­ναι με­ση­με­ρά­κι, βια­στι­κὸς πάω γιὰ δου­λειές. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖο κά­νει στά­ση στὴν Καλ­λι­δρο­μί­ου. Οἱ πόρ­τες ἀνοί­γουν, ἄν­θρω­ποι κα­τε­βαί­νουν – ἄν­θρω­ποι ἀνε­βαί­νουν. Στὰ λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα ποὺ οἱ πόρ­τες μέ­νουν ἀκό­μα ἀνοι­χτὲς κι ἐλεύ­θε­ρες ἀπὸ κό­σμο, βλέ­πω τὴν ἑξῆς σκη­νή: Δυὸ ἡλι­κιω­μέ­νοι ἄν­τρες ὄρ­θιοι στὴ στά­ση κου­βεν­τιά­ζουν. Πί­σω τους μιὰ γυ­ναῖ­κα κά­θε­ται στὸν πάγ­κο. Ἀκούω τὸν ἕναν ἀπ’ αὐ­τούς, ἕναν τε­τρά­γω­νο κι εὐ­ρύ­στερ­νο, γε­ρο­δε­μέ­νο γκρι­ζο­μάλ­λη, μὲ δυ­να­τὴ φω­νή, χει­ρο­νο­μῶν­τας πλα­τιά, νὰ λέ­ει στεν­τό­ρεια: «Ἦταν φι­λά­σθε­νος καὶ δὲν ἤθε­λε νὰ πά­ει καὶ τοὺς λέ­ει: ἐλᾶ­τε νὰ κα­τα­με­τρή­σου­με τὸ πο­λε­μι­κὸ ὑλι­κό…» Εἶ­ναι σὰν νὰ βρί­σκο­μαι σὲ θε­α­τρι­κὸ ἐξώ­στη καὶ νὰ βλέ­πω κά­τω στὴ σκη­νή. Με­τράω τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ κα­τέ­βω γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σω τὴ συ­ζή­τη­σή τους. Ἡ ἔν­τα­ση ἀνε­βαί­νει κα­τα­κό­ρυ­φα. ΄Κεῖ­νες τὶς στιγ­μὲς ποὺ οἱ πόρ­τες εἶ­ναι ἀκό­μα ἀνοι­χτές, σὰ νὰ μοῦ φω­νά­ζα­νε, σὰ νὰ πε­ρι­μέ­να­νε ἐμέ­να, δι­στά­ζω. Σκέ­φτο­μαι ποιές ἀπ΄ τὶς δου­λειές μου παίρ­νου­νε ἀνα­βο­λή, πῶς θὰ ἀλ­λά­ξω τὰ σχέ­διά μου. Οἱ πόρ­τες κλεί­νου­νε μὲ πά­τα­γο. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖο ξε­κι­νᾶ κι ἐγὼ γί­νο­μαι ξαφ­νι­κὰ φυ­λα­κι­σμέ­νος. Νοιώ­θω τὴν πε­ριέρ­γειά μου νὰ φουν­τώ­νει καὶ νὰ χύ­νε­ται στὶς φλέ­βες μου σὰ θυ­μω­μέ­νη δια­δή­λω­ση. Ἐγ­κλω­βι­σμός! Τὰ βά­ζω μὲ τὸν ἑαυ­τό μου: Πῶς τὴν ἔπα­θα ἔτσι σή­με­ρα! Ἐμέ­να δὲν μοῦ ξε­φεύ­γουν πο­τὲ τέ­τοιες εὐ­και­ρί­ες! Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ἡ φαν­τα­σία μου καλ­πά­ζει.

       Στὴν ἑπό­με­νη στά­ση – Δι­δό­του – κα­τε­βαί­νω σὰν αὐ­τό­μα­το καὶ τὸ «κό­βω» πί­σω μὲ τὰ πό­δια. Σκέ­φτο­μαι τὸν χρό­νο ποὺ περ­νά­ει καὶ τὴν ἱστο­ρία ποὺ χά­νε­ται. Στὸ μέ­σον τῆς ἀπό­στα­σης βλέ­πω τὸ 025, ποὺ πά­ει Βο­τα­νι­κό, νὰ κό­βει «μέ­σα» καὶ νὰ «πιά­νει» στὴν πά­νω στά­ση σὰν φέρ­ρυ μπό­ουτ ποὺ πιά­νει σὲ νη­σί. Ἄ, δὲν πᾶ­με κα­λά! Κα­θό­λου κα­λά! Τα­χύ­νω κι ἄλ­λο τὸ βῆ­μα, ἀνοί­γω καὶ ἄλ­λο τὸν βη­μα­τι­σμό, ἐνῷ τὸ λε­ω­φο­ρεῖο περ­νά­ει βουί­ζον­τας πλάϊ μου.

       Μοῦ φά­νη­κε πὼς τοὺς εἶ­δα μέ­σα. Καὶ τὸν γκρι­ζο­μάλ­λη στρι­μωγ­μέ­νο μὲς στὸ σκο­τει­νὸ πλῆ­θος τῶν ἐπι­βα­τῶν νὰ ση­κώ­νει τὸ χέ­ρι πρὸς χει­ρο­λα­βή. Ἀνοί­χτη­κα στὴ μέ­ση της Ἱπ­πο­κρά­τους γιὰ νὰ ἰδῶ κα­λύ­τε­ρα τὴ στά­ση. Μὲ τὴν ψυ­χὴ στὸ στό­μα! Ὁ πλοί­αρ­χος Σκὸτ δὲν πρέ­πει νὰ ἔνοιω­σε με­γα­λύ­τε­ρη μα­ταιό­τη­τα λί­γες ἑκα­τον­τά­δες μέ­τρα ἀπὸ τὸν Νό­τιο Πό­λο βλέ­πον­τας μιὰ κόκ­κι­νη κουκ­κί­δα (ἡ Νορ­βη­γέ­ζι­κη ση­μαία;) μὲς στὴ χιο­νι­σμέ­νη ἀπε­ραν­το­σύ­νη – ση­μά­δι ὅτι ὁ ἀν­τα­γω­νι­στής του, ὁ Roald Amundsen, τὸν εἶ­χε προ­λά­βει. Φτά­νω στὴ στά­ση καὶ τὴν βρί­σκω ἄδεια.

       Κα­νείς! Βη­μα­τί­ζω πά­νω-κά­τω στὸ ἔρη­μο πε­ζο­δρό­μιο ἐν πλή­ρει ἀπω­λείᾳ. Στή­νω αὐ­τὶ προ­σπα­θῶν­τας νὰ ἀκού­σω τὸν ἀν­τί­λα­λο ἀπὸ τὰ λό­για ποὺ εἰ­πώ­θη­καν ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ 5 λε­πτά. Τὰ κρύα μέ­ταλ­λα τῆς στά­σης πα­ρα­μέ­νου­νε βου­βά, οἱ πλά­κες τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου ἀδιά­φο­ρες. Δὲν μπο­ρεῖ, κά­που πρέ­πει νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται τὰ λό­για, ἔστω καὶ γιὰ λί­γο, πρὶν ἀρ­χί­σουν τὸ ἀτε­λεί­ω­το τα­ξί­δι τους γιὰ τὸ ἄπει­ρο. Τί­πο­τα! Καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ μοι­ρά­στη­καν τὴν ἱστο­ρία γιὰ πάν­τα χα­μέ­νοι μέ­σα στὴν τε­ρά­στια πό­λη. Σκύ­βω τὸ κε­φά­λι καὶ νοιώ­θω νὰ μα­ζεύω…

       Παίρ­νω τὸ ἑπό­με­νο 025 ποὺ ἔρ­χε­ται σὲ λί­γο νὰ μὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψει. Ὄρ­θιος μὲς στὸ λε­ω­φο­ρεῖο ἀρ­χί­ζω σι­γά-σι­γά νὰ συ­νέρ­χο­μαι… γιὰ μιὰ ἀκό­μα φο­ρὰ κα­τα­λα­βαί­νω: τὸ νὰ χά­σω τὸ τη­λέ­φω­νό μου, τὴν ταυ­τό­τη­τά μου ἢ με­ρι­κὰ λε­φτὰ δὲν θὰ μοῦ εἶ­χε προ­κα­λέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρη συν­τρι­βή. Εἶ­μαι ἕνας ἄν­θρω­πός τῶν ἱστο­ριῶν. Καὶ οἱ ἱστο­ρί­ες εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κὴ δου­λειά μου. Ἀνα­πνέω μέ­σα ἀπ’ αὐ­τὲς καὶ πά­νω σ’ αὐ­τὲς πνέω.

       Εἶ­ναι κι αὐ­τὸ μιὰ πα­ρη­γο­ριά, μέ­σα στὴν ἀπώ­λεια νὰ σοῦ δί­νε­ται ἡ εὐ­και­ρία νὰ ψη­λα­φί­σεις τὸ ἀλη­θι­νό σου πρό­σω­πο.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Βα­σί­λης Ἠλια­κό­που­λος

Βι­βλία του: Ἀνα­μνή­σεις ἑνὸς Πε­ρι­πλα­νώ­με­νου (Ρο­ -­δα­­κιό, 2001), Νυ­χτε­ρι­νὲς Ἱστο­ρί­ες (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, 2014), Οὐ­το­πία, (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, 2021) καὶ Τὸ Πα­λαι­στι­νια­κὸ Σκο­τά­δι (ἐκδ. «Ἀλή­στου Μνή­μης», 2024). 

Δια­τη­ρεῖ τὸ ἱστο­λό­γιο Με­τα­με­σο­νύ­κτια Ἡμε­ρο­λό­για

https://metamesonyktiaemerologia.blogspot.com/


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βασίλης Ἠλιακόπουλος: Ἀπώλεια ἀγαθοῦ – Εὕρεση ἑαυτοῦ

Βασίλης Ἠλιακόπουλος: Ἀπώλεια ἀγαθοῦ – Εὕρεση ἑαυτοῦ Posted on   25 Φεβρουάριος 2025  by planodion Βα­σί­λης Ἠλια­κό­που­λος  Ἀπώ­λεια ἀγα­θ...