Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Λίλια Τσούβα: Δὲν εἶμαι ἐγὼ γυναῖκα;

 Λίλια Τσούβα: Δὲν εἶμαι ἐγὼ γυναῖκα;

Posted on  by planodion

Λί­λια Τσού­βα 

Δὲν εἶ­μαι ἐγὼ γυ­ναῖ­κα;

ΙΧΕ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ. Λο­γῆς ἔμ­πο­ροι καὶ πε­ρί­ερ­γοι ἄρ­χι­σαν νὰ συ­νω­στί­ζον­ται στὴν πλα­τεῖα τῆς πό­λης Ἔσο­πους, βό­ρεια τῆς Νέ­ας Ὑόρ­κης. Ἡ Ἰζαμ­πέ­λα Μπά­ουμ­φρι στά­θη­κε ἀνά­με­σα σ’ ἕνα κο­πά­δι ἀπὸ πρό­βα­τα ποὺ βέ­λα­ζαν. Μα­κριὰ ἀπ’ τὸν λό­φο Σουάρ­τε­κιλ ὅπου εἶ­χε με­γα­λώ­σει κι ἀπ’ τοὺς γο­νεῖς της, χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζει ἀγ­γλι­κὰ πα­ρὰ μό­νον ὁλ­λαν­δι­κά, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κλά­ψει. Τὸ μα­στί­γιο κα­ρα­δο­κοῦ­σε· κι ἐκεί­νη, ἐν­νιὰ χρο­νῶν, μὲ τὸ δέρ­μα κα­τά­μαυ­ρο, τὰ μαλ­λιὰ δε­μέ­να στὸν αὐ­χέ­να, κει­τό­ταν στὴ δη­μο­πρα­σία ὄρ­θια, μὲ τὶς πρα­μά­τειες καὶ τὰ ζῶα.

      Οἱ γο­νεῖς της, Τζέϊμς καὶ Ἐλί­ζαμ­πεθ, ἀγο­ρα­σμέ­νοι ἀπὸ δου­λεμ­πό­ρους, εἶ­χαν πε­ρά­σει στὴν ἰδιο­κτη­σία τοῦ Ὁλ­λαν­δοῦ Συν­ταγ­μα­τάρ­χη Τσὰρλς Χάρ­ντεν­μπεργκ. Τώ­ρα ποὺ ἐκεῖ­νος πέ­θα­νε, στοὺς νέ­ους κλη­ρο­νό­μους. Ὁ κα­λὸς ἄγ­γε­λος ὡστό­σο τῆς μι­κρῆς Μπέλ – ἔτσι τὴ φώ­να­ζαν στὸ κτῆ­μα – φαί­νε­ται πὼς εἶ­χε πέ­σει γιὰ ὕπνο. Γιὰ ἑκα­τὸ δο­λά­ρια που­λή­θη­κε ἐκεί­νη τὴν ἡμέ­ρα μα­ζὶ μὲ τὰ πρό­βα­τα.

       Στὸν νέο ἰδιο­κτή­τη ἔμα­θε νὰ μι­λά­ει ἀγ­γλι­κά. Ὅμως ἡ λευ­κὴ ἀκό­μη σε­λί­δα τῆς ζω­ῆς της χρω­μα­τί­στη­κε μ’ ἕνα φεγ­γά­ρι μαῦ­ρο ὅπως τὸ δέρ­μα της. Τὰ μα­στι­γώ­μα­τα σχη­μά­τι­ζαν ζω­γρα­φιὲς στὴ μι­κρή της πλα­τού­λα καὶ τὴν ἡμέ­ρα ποὺ ὁ ἀφέν­της τὴ ρά­πι­σε μὲ μιὰ ὁλό­κλη­ρη δέ­σμη ἀπὸ ρά­βδους ἱπ­πο­πό­τα­μου, δὲν μπό­ρε­σε νὰ τὴν ξε­χά­σει πο­τέ. Δε­κα­ο­κτὼ μῆ­νες πέ­ρα­σε ἔτσι, κρύ­ους σὰν μάρ­μα­ρο.

       Κυ­ρια­κὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Ἡ Ἰζαμ­πέ­λα κόν­τευε πλέ­ον νὰ κλεί­σει τὰ σα­ράν­τα τρία. Στὴν ἐκ­κλη­σία τοῦ Ἁγί­ου Θω­μᾶ οἱ πι­στοὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ἥσυ­χα τὴ λει­τουρ­γία. Στά­θη­κε δί­πλα σὲ μιὰ σκο­τει­νὴ κό­χη, φο­ρῶν­τας ἕνα μα­κρὺ γκρί­ζο φό­ρε­μα στὸ ψη­λό­λι­γνο κορ­μί της. Τὰ μαλ­λιά της εἶ­χε κα­λύ­ψει μ’ ἕνα λευ­κὸ τουρ­μπά­νι.

       Ὁ ἥλιος τρύ­πω­νε πο­λύ­χρω­μος στὸ ἐσω­τε­ρι­κὸ τοῦ να­οῦ. Ὁ ἱε­ρέ­ας ἔψαλ­λε τὸν ὕμνο τῆς Κε­χα­ρι­τω­μέ­νης Μα­ρί­ας καὶ ἡ Ἰζαμ­πέ­λα πρό­σε­ξε τὸ βι­τρὸ τοῦ πα­ρα­θύ­ρου. Τὸ κόκ­κι­νο καὶ τὸ μπλὲ κυ­ριαρ­χοῦ­σαν. Ὁ Ἰω­σὴφ καὶ ἡ Μα­ρία ἐγ­κα­τέ­λει­παν τὴν Ἰου­δαία με­τὰ τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Ἡρώ­δη νὰ θα­να­τω­θοῦν ὅλα τὰ ἀνή­λι­κα παι­διά. Μὲ τὸ δε­ξὶ του χέ­ρι ὁ Ἰω­σὴφ κρα­τοῦ­σε τὸν μι­κρὸ Ἰη­σοῦ καὶ μὲ τὸ ἀρι­στε­ρὸ τὴ Μα­ρία. Τοὺς συ­νό­δευε ἕνας ἄγ­γε­λος. Κρα­τοῦ­σε ἕνα ἀνοι­χτὸ πα­νὸ μὲ τὴν ἐπι­γρα­φή: «Ἰη­σοῦς ἀπὸ τὴ Να­ζα­ρέτ». Ὅδευαν πρὸς τὴν Αἴ­γυ­πτο. Στὸ φόν­το οἱ πυ­ρα­μί­δες.

       Ἡ Ἰζαμ­πέ­λα αἰ­σθάν­θη­κε πὼς ἡ ζωή της δια­σταυ­ρώ­θη­κε μ’ ἐκεί­νη τῆς Πα­να­γί­ας καὶ τοῦ Χρι­στοῦ. Ἕν­τε­κα χρο­νῶν ἦταν ὅταν με­τα­πω­λή­θη­κε. Στὸ Γουὲστ Πὰρκ τῆς Νέ­ας Ὑόρ­κης ὁ νέ­ος ἰδιο­κτή­της Τζὸν Ντιοῦ­μοντ εἶ­χε μά­τια ἁρ­πα­κτι­κοῦ που­λιοῦ. Ἦταν τα­βερ­νιά­ρης. Ἡ γυ­ναῖ­κα του τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε ποὺ τὶς νύ­χτες ἄρ­με­γε τὴν παι­δι­κό­τη­τα ἀπ’ τὸ κορ­μὶ τῆς μι­κρῆς Ἰζαμ­πέ­λας καὶ σὰν τὸ φί­δι σύ­ρι­ζε. Ὅλη τὴν ἡμέ­ρα ἔπλε­νε πιά­τα καὶ μα­γεί­ρευε. Ἀλ­λὰ τὴ μα­τω­μέ­νη τρῦ­πα ποὺ ἄνοι­ξε στὴ μέ­ση τοῦ κρε­βα­τιοῦ της, ἀπὸ τό­τε δὲν μπό­ρε­σε νὰ τὴν κλεί­σει πο­τὲ ἡ Ἰζαμ­πέ­λα. Ἀπαί­σιο μουρ­μού­ρι­σμα κα­τάν­τη­σε ἡ μέ­ρα της.

       Μιὰ κό­ρη ἀπέ­κτη­σε ἀπὸ τοὺς βια­σμούς του Τζόν. Καὶ ὅταν, μό­λις δε­κα­ε­πτὰ χρο­νῶν, ἡ τρυ­φε­ρό­τη­τα ἐπι­σκέ­φτη­κε τὰ μά­τια της μὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ Ρό­μπερτ, τοῦ σκλά­βου ἀπ’ τὴ γει­το­νι­κὴ φάρ­μα, τὰ κα­τα­κόκ­κι­να κε­ρά­σια ἀπ’ τὸ κλα­δὶ τῆς κε­ρα­σιᾶς πού ’πε­σαν στὸ κορ­μί της δὲν μπό­ρε­σε νὰ τὰ γευ­θεῖ. Ἕνα τριαν­τα­φυλ­λά­κι ἀπ’ τὸν κῆ­πο πρό­λα­βε νὰ τῆς χα­ρί­σει τὴν τε­λευ­ταία φο­ρὰ ποὺ τὸν εἶ­δε. Ὁ ἰδιο­κτή­της του τὸν χτύ­πη­σε τό­σο μὲ τὸ μα­στί­γιο, ποὺ τὸ αἷ­μα του σχε­δὸν πά­γω­σε. Ζω­γρά­φος ἦταν. Ἀλ­λὰ δὲν τοῦ ἄρε­σε οἱ σκλά­βοι του νὰ ἀπο­κτοῦν παι­διὰ μὲ σκλά­βους ποὺ δὲν ἦταν στὴν κα­το­χή του, για­τί δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ἰδιο­κτή­της τῶν παι­διῶν.

       Πο­τὲ δὲν ξέ­χα­σε ἡ Ἰζαμ­πέ­λα τὸ πρό­σω­πο τοῦ Ρό­μπερτ. Πά­νω στὶς γέ­φυ­ρες τῶν πο­τα­μιῶν καὶ στ’ ἀν­θι­σμέ­να λι­βά­δια τῆς πό­λης τὸ συ­ναν­τοῦ­σε, στὰ πλου­μι­στὰ φτε­ρὰ τῆς πε­τα­λού­δας καὶ στὶς ἡλιό­λου­στες κορ­φές. Κι ὅταν ἔμα­θε πὼς λί­γα χρό­νια με­τὰ πέ­θα­νε, τὴν ὤχρα τῶν γυ­μνῶν βρά­χων κοί­τα­ξε κι ἀσά­λευ­τη ἔμει­νε γιὰ μιὰ ὁλό­κλη­ρη νύ­χτα. Ἕναν ἡλι­κιω­μέ­νο σκλά­βο παν­τρεύ­τη­κε. Τέσ­σε­ρα ἀκό­μη παι­διὰ ἀπέ­κτη­σε, τὸν Τζέϊμς, τὸν Πί­τερ, τὴν Ἐλί­ζαμ­πεθ, τὴ Σο­φία.

       «Τὸ μαῦ­ρο σύν­νε­φο ἔχει στή­σει ἐνέ­δρα στὸν οὐ­ρα­νό μου» ἔλε­γε. Κι ὅλη τὴν ἡμέ­ρα δού­λευε μὲ τὴν πο­διὰ δε­μέ­νη.

       Στὰ σα­ράν­τα τρία της ἡ Ἰζαμ­πέ­λα στὴν ἐκ­κλη­σία τοῦ Ἁγί­ου Θω­μᾶ ἄκου­γε μὲ προ­σο­χὴ τὸν ἱε­ρέα.

       «Ἁγία Μα­ρία, Μῆ­τερ Θε­οῦ. Προ­σεύ­χου ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρ­τω­λῶν νῦν καὶ κα­τὰ τὴν ὥραν τοῦ θα­νά­του ἡμῶν».

       Ξα­να­κοί­τα­ξε τὸ βι­τρό. Τώ­ρα ἡ Μα­ρία κα­θό­ταν πά­νω σ’ ἕναν γάϊ­δα­ρο κρα­τῶν­τας ἀγ­κα­λιὰ τὸν μι­κρὸ Ἰη­σοῦ. Μπρο­στὰ πο­ρευό­ταν ὁ Ἰω­σήφ. Ἕνα πε­ρι­στέ­ρι μὲ ἀνοι­χτὰ φτε­ρὰ τοὺς κα­θο­δη­γοῦ­σε.

       Μά, τί κι­τρι­νό­λευ­κο φῶς τὴ θάμ­πω­σε ξαφ­νι­κά! Ἡ Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ τὴν ἔδει­χνε μὲ τὸ δά­χτυ­λο! Ὁ ἄγ­γε­λος ἄνοι­ξε πά­λι ἕνα πα­νό, ὅμως «Φύ­γε» ἔγρα­φε αὐ­τὴ τὴ φο­ρά. «Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα σὲ κα­λεῖ νὰ τα­ξι­δέ­ψεις. Τὴν κα­τάρ­γη­ση τῆς δου­λεί­ας μ’ ὅλη σου τὴν πνοὴ νὰ κη­ρύ­ξεις».

       Ἡ Ἰζαμ­πέ­λα ἐπέ­στρε­ψε καὶ πά­λι στὸ πα­ρελ­θόν. Ἔνιω­σε τὸ χέ­ρι τοῦ Ντιου­μὸντ ἀνά­με­σα στὰ πό­δια της. Ἡ στριγ­κὴ του φω­νὴ ἤχη­σε στ’ αὐ­τιά της: «δὲν εἶ­σαι πα­ρα­γω­γι­κή, τὸ τραῦ­μα στὸ χέ­ρι σου δὲν σ’ ἀφή­νει νὰ δου­λέ­ψεις. Μὴν πε­ρι­μέ­νεις ἐλευ­θε­ρία. Ἂς θε­σπί­στη­κε ὁ νό­μος».

       Σα­ράν­τα πέν­τε κι­λὰ μαλ­λὶ ἔγνε­σε ἐκεί­νη τὴν ἑβδο­μά­δα, μή­πως καὶ τὸν φι­λο­τι­μή­σει. Δὲν τὰ κα­τά­φε­ρε. Τε­λι­κὰ δρα­πέ­τευ­σε. Μὲ τὴ Σο­φία, τὴ μι­κρή της κό­ρη. Ἄφη­σε πί­σω τὰ ἄλ­λα της παι­διὰ μέ­χρι νὰ ἰσχύ­σει ὁ νό­μος γιὰ τὴν κα­τάρ­γη­ση τῆς δου­λεί­ας. Στὸ Νιοὺ Πὰλτς βρῆ­κε κα­τα­φύ­γιο, στὴν οἰ­κία τοῦ Ἄι­ζα­ακ καὶ τῆς Μα­ρί­ας Φὰν Βάγ­κε­νεν.

       Με­ση­μέ­ρι κα­λο­και­ριοῦ ἦταν. Ὁ ἥλιος ἔκαι­γε ἀλύ­πη­τα, ὅταν τῆς ἔφε­ραν τὴν εἴ­δη­ση ὅτι ὁ Ντιου­μὸντ πού­λη­σε τὸν πεν­τά­χρο­νο γιό της, τὸν Πῆ­τερ. Τὸ ἴδιο βρά­δυ ἔμα­θε πὼς εἶ­χε ἤδη με­τα­πω­λη­θεῖ σὲ ἄλ­λον, ἄγνω­στο ἰδιο­κτή­τη, στὴν Ἀλαμ­πά­μα.

       Δὲν μπό­ρε­σε νὰ κοι­τά­ξει τὸν ἥλιο ἀπὸ τό­τε ἡ Ἰζαμ­πέ­λα. Ἕνα δια­βρω­τι­κὸ δη­λη­τή­ριο πό­τι­ζε νύ­χτα μέ­ρα τὴ σάρ­κα της. Μέ­χρι τὸ Ἀνώ­τα­το Δι­κα­στή­ριο τῆς Νέ­ας Ὑόρ­κης ἔφθα­σε. Μὲ τὸ ὄνο­μα Ἰζαμ­πέ­λα Φὰν Βάγ­κε­νεν πά­λευε.

       «Φύ­γε ἀπὸ ἐδῶ, μαυ­ρο­μού­ρα!» φώ­να­ζαν ἀπ’ ἔξω οἱ συγ­κεν­τρω­μέ­νοι.

       Ὅμως, με­τὰ ἀπὸ μῆ­νες, μπό­ρε­σε νὰ ξα­να­χαϊ­δέ­ψει τὰ μαλ­λά­κια τοῦ Πῆ­τερ της. Βρῆ­κε τὴν ψυ­χού­λα του ζα­ρω­μέ­νη, με­λα­νιὲς στὸ κορ­μά­κι του. Ἀλ­λὰ ὁ σκο­τει­νὸς χρό­νος δὲν εἶ­χε τε­λειώ­σει γι’ αὐ­τόν. Στὸ φα­λαι­νο­θη­ρι­κὸ ὅπου ἔπια­σε δου­λειά, τὰ γράμ­μα­τα τῆς ἀγα­πη­μέ­νης του μη­τέ­ρας δὲν τὰ λάμ­βα­νε. Κι ὅταν τὸ πλοῖο ἔδε­σε στὸ λι­μά­νι, ὁ Πῆτερ της δὲν ὑπῆρ­χε. Ἕνα κε­νὸ κέ­λυ­φος σκέ­πα­σε τὴν Ἰζαμ­πέ­λα.

       Τὰ μά­τια της τώ­ρα ἦταν γε­μᾶ­τα δά­κρυα. Τὸ κι­τρι­νό­λευ­κο φῶς ὑπο­χώ­ρη­σε. Ἡ Ἰζαμ­πέ­λα βρι­σκό­ταν στὸ σή­με­ρα.

       «Ἁγία Παρ­θέ­να, θὰ γί­νει τὸ θέ­λη­μά σου» εἶ­πε.

       Τὴν ἑπό­με­νη ἡμέ­ρα ἄλ­λα­ξε τὸ ὄνο­μά της. Ἡ Σό­τζερ­νερ Τροὺθ ἦταν πιά: ἡ πα­ρε­πί­δη­μη ἀλή­θεια. Τύ­λι­ξε ἐλά­χι­στα πράγ­μα­τα σὲ μιὰ μα­ξι­λα­ρο­θή­κη καὶ μέ­σα ἀπὸ τὴν κοι­λά­δα τοῦ πο­τα­μοῦ Κο­νέ­κτι­κατ ἀνη­φό­ρι­σε γιὰ τὴ Μα­σα­χου­σέ­τη.

       Ἄνε­μοι πλη­θυν­τι­κοὶ κι­νοῦ­σαν την ἀνέ­μη της κα­θὼς ἀπευ­θυ­νό­ταν στὰ πλή­θη.

       «Δὲν εἶ­μαι ἐγὼ Γυ­ναῖ­κα;» ἔλε­γε καὶ χτυ­ποῦ­σε μὲ τὸ πα­λιό της ὀμ­πρε­λί­νο τὸ πά­τω­μα, ἀνα­φε­ρό­με­νη στὶς μαῦ­ρες γυ­ναῖ­κες. «Ἐκεῖ­νος ἐκεῖ ὁ ἄν­τρας λέ­ει ὅτι οἱ γυ­ναῖ­κες χρειά­ζον­ται κά­ποιον νὰ τὶς ἀνε­βά­σει στὴν ἅμα­ξα καὶ νὰ τὶς βο­η­θή­σει νὰ πε­ρά­σουν πά­νω ἀπὸ κά­ποιο χαν­τά­κι. Ἐμέ­να δὲν μὲ βο­η­θᾶ πο­τὲ κα­νεὶς ν’ ἀνέ­βω στὴν ἅμα­ξα, νὰ πε­ρά­σω ἀπ’ τὶς λά­σπες ἢ νὰ κα­θί­σω στὴν κα­λύ­τε­ρη θέ­ση. Ἐγὼ δὲν εἶ­μαι γυ­ναῖ­κα; Κοι­τᾶξ­τε με! Κοι­τᾶξ­τε τὸ μπρά­τσο μου! Ἔχω ὀρ­γώ­σει καὶ ἔχω θε­ρί­σει καὶ ἔχω ξε­χορ­τα­ριά­σει καὶ λι­χνί­σει κι ἔχω μα­ζέ­ψει σα­νὸ καὶ χορ­τά­ρια σὲ στά­βλους καὶ κα­νέ­νας ἄν­τρας δὲν ἔχει δου­λέ­ψει ὅσο ἐγώ. Ἐγὼ δὲν εἶ­μαι γυ­ναῖ­κα; Μπο­ρῶ νὰ δου­λέ­ψω ὅσο ἕνας ἄν­τρας καὶ νὰ φάω ὅσο ἕνας ἄν­τρας – ἂν βρῶ φα­γη­το – καὶ ν’ ἀν­τέ­ξω ἀκό­μη καὶ τὸν βούρ­δου­λα ὅσο ἕνας ἄν­τρας. Ἐγὼ δὲν εἶ­μαι γυ­ναῖ­κα; Ἔχω γεν­νή­σει δε­κα­τρία παι­διὰ καὶ τὰ ἔχω δεῖ σχε­δὸν ὅλα νὰ που­λιοῦν­ται σκλά­βοι καὶ ὅταν οὔρ­λια­ξα μὲ τὸν πό­νο τῆς μά­νας, μό­νο ὁ Χρι­στὸς μὲ ἄκου­σε. Ἐγὼ δὲν εἶ­μαι γυ­ναῖ­κα;»

       Ἡ Σό­τζερ­νερ Τροὺθ ἀπὸ τὴ Νέα Ὑόρ­κη, μὲ τὴν ὁλ­λαν­δι­κὴ προ­φο­ρά, γεν­νη­μέ­νη σκλά­βα στὸ Σουάρ­τε­κιλ τῆς Νέ­ας Ὑόρ­κης, γιὰ λο­γα­ρια­σμὸ τῶν γυ­ναι­κῶν καὶ τῶν Ἀφρο­α­με­ρι­κα­νῶν ζύ­μω­νε κι ἔπλε­νε ὅλη της τὴ ζωή. Ἀνά­με­σα στὶς ἐρή­μους περ­πά­τη­σε, μ’ ἕνα μπάν­τζο τρα­γού­δη­σε, ἀνα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νο. Στοὺς ἑκα­τὸ σπου­δαιό­τε­ρους Ἀφρο­α­με­ρι­κα­νοὺς ἀν­θρώ­πους κα­τα­τά­χθη­κε.

Ἡ Σό­τζερ­νερ Τροὺθ (Sojourner Truth, ὄνο­μα γέν­νη­σης: Ἰζαμ­πέ­λα Μπά­ουμ­φρι [Isabella Baumfree, (1797–1883), ἦταν Ἀμε­ρι­κα­νί­δα, ὁλ­λαν­δι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς τῆς Νέ­ας Ὑόρ­κης, ὑπο­στη­ρί­κτρια τῆς κα­τάρ­γη­σης τῆς δου­λεί­ας καὶ ἀκτι­βί­στρια γιὰ τὰ δι­καιώ­μα­τα τῶν γυ­ναι­κῶν. Ἡ Τροὺθ γεν­νή­θη­κε ὡς σκλά­βα στὸ Σουάρ­τε­κιλ τὴ Νέ­ας Ὑόρ­κης, ἀλ­λὰ δρα­πέ­τευ­σε πρὸς τὴν ἐλευ­θε­ρία μὲ τὴ μι­κρὴ κό­ρη της τὸ 1826. Ἀφοῦ πῆ­γε στὸ δι­κα­στή­ριο γιὰ νὰ ἀνα­κτή­σει τὸν υἱό της τὸ 1828, ἔγι­νε ἡ πρώ­τη μαύ­ρη γυ­ναῖ­κα ποὺ κέρ­δι­σε μιὰ τέ­τοια ὑπό­θε­ση ἐναν­τί­ον ἑνὸς λευ­κοῦ ἄν­δρα. Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη Ἀφρο­α­με­ρι­κα­νί­δα ποὺ ἔχει ἄγαλ­μα στὸ Κα­πι­τώ­λιο Τὸ 2014, ἡ Τροὺθ συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε στὸν κα­τά­λο­γο τοῦ πε­ριο­δι­κοῦ Smithsonian μὲ τοὺς «100 Πιὸ Ση­μαν­τι­κοὺς Ἀμε­ρι­κα­νοὺς Ὅλων τῶν Ἐπο­χῶν».

Πηγή: Γοβάκια ἀπὸ πάγο (ἐκδ. Κουκ­κί­δα,2023).

Λί­λια Τσού­βα σπού­δα­σε Με­σαιω­νι­κὴ καὶ Νε­ό­τε­ρη Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γία στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου Δη­μιουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς ἀπὸ τὸ Ἐλεύ­θε­ρο Ἀνοι­χτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο (MASTER). Ἀπο­τε­λεὶ ἐπί­σης εἰ­δι­κὴ συ­νερ­γά­τι­δα τῶν ἐν­τύ­πων πε­ριο­δι­κῶν Κα­ρυο­θραύ­στις (ἔκδ. Ρώ­μη) καὶ Στα­φυ­λῆ (ἔκδ. Κουκ­κί­δα). Γρά­φει ποι­ή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ δι­η­γή­μα­τα. Τὸ δι­ή­γη­μά της «Ἡ κα­τα­δί­κη» βρα­βεύ­τη­κε στὸν Α’ Πα­νελ­λή­νιο Δια­γω­νι­σμὸ «Τὸ Κο­ράλ­λι». Τε­λευ­ταῖα βι­βλία της: 2021. Ἐγ­κέ­φα­λος ψά­ρι, ποι­ή­μα­τα, (ἐκδ. Βακ­χι­κόν, 2022, Γο­βά­κια ἀπὸ πά­γο (ἐκδ. Κουκ­κί­δα,2023).


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ ιδρύθηκε γύρω από ένα πηγάδι

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ  ιδρύθηκε γύρω από ένα πηγάδι Οι Τουαρέγκ του Τενέρε ήταν γνωστοί για την κτηνοτροφία βοοειδών και το εμπόριο καραβανι...