Λίλια Τσούβα: Δὲν εἶμαι ἐγὼ γυναῖκα;
Posted on 4 Φεβρουάριος 2025 by planodion
Λίλια Τσούβα
Δὲν εἶμαι ἐγὼ γυναῖκα;
ΙΧΕ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ. Λογῆς ἔμποροι καὶ περίεργοι ἄρχισαν νὰ συνωστίζονται στὴν πλατεῖα τῆς πόλης Ἔσοπους, βόρεια τῆς Νέας Ὑόρκης. Ἡ Ἰζαμπέλα Μπάουμφρι στάθηκε ἀνάμεσα σ’ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πρόβατα ποὺ βέλαζαν. Μακριὰ ἀπ’ τὸν λόφο Σουάρτεκιλ ὅπου εἶχε μεγαλώσει κι ἀπ’ τοὺς γονεῖς της, χωρὶς νὰ γνωρίζει ἀγγλικὰ παρὰ μόνον ὁλλανδικά, δὲν μποροῦσε νὰ κλάψει. Τὸ μαστίγιο καραδοκοῦσε· κι ἐκείνη, ἐννιὰ χρονῶν, μὲ τὸ δέρμα κατάμαυρο, τὰ μαλλιὰ δεμένα στὸν αὐχένα, κειτόταν στὴ δημοπρασία ὄρθια, μὲ τὶς πραμάτειες καὶ τὰ ζῶα.
Οἱ γονεῖς της, Τζέϊμς καὶ Ἐλίζαμπεθ, ἀγορασμένοι ἀπὸ δουλεμπόρους, εἶχαν περάσει στὴν ἰδιοκτησία τοῦ Ὁλλανδοῦ Συνταγματάρχη Τσὰρλς Χάρντενμπεργκ. Τώρα ποὺ ἐκεῖνος πέθανε, στοὺς νέους κληρονόμους. Ὁ καλὸς ἄγγελος ὡστόσο τῆς μικρῆς Μπέλ – ἔτσι τὴ φώναζαν στὸ κτῆμα – φαίνεται πὼς εἶχε πέσει γιὰ ὕπνο. Γιὰ ἑκατὸ δολάρια πουλήθηκε ἐκείνη τὴν ἡμέρα μαζὶ μὲ τὰ πρόβατα.
Στὸν νέο ἰδιοκτήτη ἔμαθε νὰ μιλάει ἀγγλικά. Ὅμως ἡ λευκὴ ἀκόμη σελίδα τῆς ζωῆς της χρωματίστηκε μ’ ἕνα φεγγάρι μαῦρο ὅπως τὸ δέρμα της. Τὰ μαστιγώματα σχημάτιζαν ζωγραφιὲς στὴ μικρή της πλατούλα καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ ἀφέντης τὴ ράπισε μὲ μιὰ ὁλόκληρη δέσμη ἀπὸ ράβδους ἱπποπόταμου, δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ξεχάσει ποτέ. Δεκαοκτὼ μῆνες πέρασε ἔτσι, κρύους σὰν μάρμαρο.
Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ Ἰζαμπέλα κόντευε πλέον νὰ κλείσει τὰ σαράντα τρία. Στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ οἱ πιστοὶ παρακολουθοῦσαν ἥσυχα τὴ λειτουργία. Στάθηκε δίπλα σὲ μιὰ σκοτεινὴ κόχη, φορῶντας ἕνα μακρὺ γκρίζο φόρεμα στὸ ψηλόλιγνο κορμί της. Τὰ μαλλιά της εἶχε καλύψει μ’ ἕνα λευκὸ τουρμπάνι.
Ὁ ἥλιος τρύπωνε πολύχρωμος στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ. Ὁ ἱερέας ἔψαλλε τὸν ὕμνο τῆς Κεχαριτωμένης Μαρίας καὶ ἡ Ἰζαμπέλα πρόσεξε τὸ βιτρὸ τοῦ παραθύρου. Τὸ κόκκινο καὶ τὸ μπλὲ κυριαρχοῦσαν. Ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία ἐγκατέλειπαν τὴν Ἰουδαία μετὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἡρώδη νὰ θανατωθοῦν ὅλα τὰ ἀνήλικα παιδιά. Μὲ τὸ δεξὶ του χέρι ὁ Ἰωσὴφ κρατοῦσε τὸν μικρὸ Ἰησοῦ καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ τὴ Μαρία. Τοὺς συνόδευε ἕνας ἄγγελος. Κρατοῦσε ἕνα ἀνοιχτὸ πανὸ μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». Ὅδευαν πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Στὸ φόντο οἱ πυραμίδες.
Ἡ Ἰζαμπέλα αἰσθάνθηκε πὼς ἡ ζωή της διασταυρώθηκε μ’ ἐκείνη τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἕντεκα χρονῶν ἦταν ὅταν μεταπωλήθηκε. Στὸ Γουὲστ Πὰρκ τῆς Νέας Ὑόρκης ὁ νέος ἰδιοκτήτης Τζὸν Ντιοῦμοντ εἶχε μάτια ἁρπακτικοῦ πουλιοῦ. Ἦταν ταβερνιάρης. Ἡ γυναῖκα του τὸν παρακολουθοῦσε ποὺ τὶς νύχτες ἄρμεγε τὴν παιδικότητα ἀπ’ τὸ κορμὶ τῆς μικρῆς Ἰζαμπέλας καὶ σὰν τὸ φίδι σύριζε. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔπλενε πιάτα καὶ μαγείρευε. Ἀλλὰ τὴ ματωμένη τρῦπα ποὺ ἄνοιξε στὴ μέση τοῦ κρεβατιοῦ της, ἀπὸ τότε δὲν μπόρεσε νὰ τὴν κλείσει ποτὲ ἡ Ἰζαμπέλα. Ἀπαίσιο μουρμούρισμα κατάντησε ἡ μέρα της.
Μιὰ κόρη ἀπέκτησε ἀπὸ τοὺς βιασμούς του Τζόν. Καὶ ὅταν, μόλις δεκαεπτὰ χρονῶν, ἡ τρυφερότητα ἐπισκέφτηκε τὰ μάτια της μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Ρόμπερτ, τοῦ σκλάβου ἀπ’ τὴ γειτονικὴ φάρμα, τὰ κατακόκκινα κεράσια ἀπ’ τὸ κλαδὶ τῆς κερασιᾶς πού ’πεσαν στὸ κορμί της δὲν μπόρεσε νὰ τὰ γευθεῖ. Ἕνα τριανταφυλλάκι ἀπ’ τὸν κῆπο πρόλαβε νὰ τῆς χαρίσει τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὸν εἶδε. Ὁ ἰδιοκτήτης του τὸν χτύπησε τόσο μὲ τὸ μαστίγιο, ποὺ τὸ αἷμα του σχεδὸν πάγωσε. Ζωγράφος ἦταν. Ἀλλὰ δὲν τοῦ ἄρεσε οἱ σκλάβοι του νὰ ἀποκτοῦν παιδιὰ μὲ σκλάβους ποὺ δὲν ἦταν στὴν κατοχή του, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἰδιοκτήτης τῶν παιδιῶν.
Ποτὲ δὲν ξέχασε ἡ Ἰζαμπέλα τὸ πρόσωπο τοῦ Ρόμπερτ. Πάνω στὶς γέφυρες τῶν ποταμιῶν καὶ στ’ ἀνθισμένα λιβάδια τῆς πόλης τὸ συναντοῦσε, στὰ πλουμιστὰ φτερὰ τῆς πεταλούδας καὶ στὶς ἡλιόλουστες κορφές. Κι ὅταν ἔμαθε πὼς λίγα χρόνια μετὰ πέθανε, τὴν ὤχρα τῶν γυμνῶν βράχων κοίταξε κι ἀσάλευτη ἔμεινε γιὰ μιὰ ὁλόκληρη νύχτα. Ἕναν ἡλικιωμένο σκλάβο παντρεύτηκε. Τέσσερα ἀκόμη παιδιὰ ἀπέκτησε, τὸν Τζέϊμς, τὸν Πίτερ, τὴν Ἐλίζαμπεθ, τὴ Σοφία.
«Τὸ μαῦρο σύννεφο ἔχει στήσει ἐνέδρα στὸν οὐρανό μου» ἔλεγε. Κι ὅλη τὴν ἡμέρα δούλευε μὲ τὴν ποδιὰ δεμένη.
Στὰ σαράντα τρία της ἡ Ἰζαμπέλα στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ ἄκουγε μὲ προσοχὴ τὸν ἱερέα.
«Ἁγία Μαρία, Μῆτερ Θεοῦ. Προσεύχου ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν νῦν καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου ἡμῶν».
Ξανακοίταξε τὸ βιτρό. Τώρα ἡ Μαρία καθόταν πάνω σ’ ἕναν γάϊδαρο κρατῶντας ἀγκαλιὰ τὸν μικρὸ Ἰησοῦ. Μπροστὰ πορευόταν ὁ Ἰωσήφ. Ἕνα περιστέρι μὲ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοὺς καθοδηγοῦσε.
Μά, τί κιτρινόλευκο φῶς τὴ θάμπωσε ξαφνικά! Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τὴν ἔδειχνε μὲ τὸ δάχτυλο! Ὁ ἄγγελος ἄνοιξε πάλι ἕνα πανό, ὅμως «Φύγε» ἔγραφε αὐτὴ τὴ φορά. «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ καλεῖ νὰ ταξιδέψεις. Τὴν κατάργηση τῆς δουλείας μ’ ὅλη σου τὴν πνοὴ νὰ κηρύξεις».
Ἡ Ἰζαμπέλα ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ παρελθόν. Ἔνιωσε τὸ χέρι τοῦ Ντιουμὸντ ἀνάμεσα στὰ πόδια της. Ἡ στριγκὴ του φωνὴ ἤχησε στ’ αὐτιά της: «δὲν εἶσαι παραγωγική, τὸ τραῦμα στὸ χέρι σου δὲν σ’ ἀφήνει νὰ δουλέψεις. Μὴν περιμένεις ἐλευθερία. Ἂς θεσπίστηκε ὁ νόμος».
Σαράντα πέντε κιλὰ μαλλὶ ἔγνεσε ἐκείνη τὴν ἑβδομάδα, μήπως καὶ τὸν φιλοτιμήσει. Δὲν τὰ κατάφερε. Τελικὰ δραπέτευσε. Μὲ τὴ Σοφία, τὴ μικρή της κόρη. Ἄφησε πίσω τὰ ἄλλα της παιδιὰ μέχρι νὰ ἰσχύσει ὁ νόμος γιὰ τὴν κατάργηση τῆς δουλείας. Στὸ Νιοὺ Πὰλτς βρῆκε καταφύγιο, στὴν οἰκία τοῦ Ἄιζαακ καὶ τῆς Μαρίας Φὰν Βάγκενεν.
Μεσημέρι καλοκαιριοῦ ἦταν. Ὁ ἥλιος ἔκαιγε ἀλύπητα, ὅταν τῆς ἔφεραν τὴν εἴδηση ὅτι ὁ Ντιουμὸντ πούλησε τὸν πεντάχρονο γιό της, τὸν Πῆτερ. Τὸ ἴδιο βράδυ ἔμαθε πὼς εἶχε ἤδη μεταπωληθεῖ σὲ ἄλλον, ἄγνωστο ἰδιοκτήτη, στὴν Ἀλαμπάμα.
Δὲν μπόρεσε νὰ κοιτάξει τὸν ἥλιο ἀπὸ τότε ἡ Ἰζαμπέλα. Ἕνα διαβρωτικὸ δηλητήριο πότιζε νύχτα μέρα τὴ σάρκα της. Μέχρι τὸ Ἀνώτατο Δικαστήριο τῆς Νέας Ὑόρκης ἔφθασε. Μὲ τὸ ὄνομα Ἰζαμπέλα Φὰν Βάγκενεν πάλευε.
«Φύγε ἀπὸ ἐδῶ, μαυρομούρα!» φώναζαν ἀπ’ ἔξω οἱ συγκεντρωμένοι.
Ὅμως, μετὰ ἀπὸ μῆνες, μπόρεσε νὰ ξαναχαϊδέψει τὰ μαλλάκια τοῦ Πῆτερ της. Βρῆκε τὴν ψυχούλα του ζαρωμένη, μελανιὲς στὸ κορμάκι του. Ἀλλὰ ὁ σκοτεινὸς χρόνος δὲν εἶχε τελειώσει γι’ αὐτόν. Στὸ φαλαινοθηρικὸ ὅπου ἔπιασε δουλειά, τὰ γράμματα τῆς ἀγαπημένης του μητέρας δὲν τὰ λάμβανε. Κι ὅταν τὸ πλοῖο ἔδεσε στὸ λιμάνι, ὁ Πῆτερ της δὲν ὑπῆρχε. Ἕνα κενὸ κέλυφος σκέπασε τὴν Ἰζαμπέλα.
Τὰ μάτια της τώρα ἦταν γεμᾶτα δάκρυα. Τὸ κιτρινόλευκο φῶς ὑποχώρησε. Ἡ Ἰζαμπέλα βρισκόταν στὸ σήμερα.
«Ἁγία Παρθένα, θὰ γίνει τὸ θέλημά σου» εἶπε.
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἄλλαξε τὸ ὄνομά της. Ἡ Σότζερνερ Τροὺθ ἦταν πιά: ἡ παρεπίδημη ἀλήθεια. Τύλιξε ἐλάχιστα πράγματα σὲ μιὰ μαξιλαροθήκη καὶ μέσα ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Κονέκτικατ ἀνηφόρισε γιὰ τὴ Μασαχουσέτη.
Ἄνεμοι πληθυντικοὶ κινοῦσαν την ἀνέμη της καθὼς ἀπευθυνόταν στὰ πλήθη.
«Δὲν εἶμαι ἐγὼ Γυναῖκα;» ἔλεγε καὶ χτυποῦσε μὲ τὸ παλιό της ὀμπρελίνο τὸ πάτωμα, ἀναφερόμενη στὶς μαῦρες γυναῖκες. «Ἐκεῖνος ἐκεῖ ὁ ἄντρας λέει ὅτι οἱ γυναῖκες χρειάζονται κάποιον νὰ τὶς ἀνεβάσει στὴν ἅμαξα καὶ νὰ τὶς βοηθήσει νὰ περάσουν πάνω ἀπὸ κάποιο χαντάκι. Ἐμένα δὲν μὲ βοηθᾶ ποτὲ κανεὶς ν’ ἀνέβω στὴν ἅμαξα, νὰ περάσω ἀπ’ τὶς λάσπες ἢ νὰ καθίσω στὴν καλύτερη θέση. Ἐγὼ δὲν εἶμαι γυναῖκα; Κοιτᾶξτε με! Κοιτᾶξτε τὸ μπράτσο μου! Ἔχω ὀργώσει καὶ ἔχω θερίσει καὶ ἔχω ξεχορταριάσει καὶ λιχνίσει κι ἔχω μαζέψει σανὸ καὶ χορτάρια σὲ στάβλους καὶ κανένας ἄντρας δὲν ἔχει δουλέψει ὅσο ἐγώ. Ἐγὼ δὲν εἶμαι γυναῖκα; Μπορῶ νὰ δουλέψω ὅσο ἕνας ἄντρας καὶ νὰ φάω ὅσο ἕνας ἄντρας – ἂν βρῶ φαγητο – καὶ ν’ ἀντέξω ἀκόμη καὶ τὸν βούρδουλα ὅσο ἕνας ἄντρας. Ἐγὼ δὲν εἶμαι γυναῖκα; Ἔχω γεννήσει δεκατρία παιδιὰ καὶ τὰ ἔχω δεῖ σχεδὸν ὅλα νὰ πουλιοῦνται σκλάβοι καὶ ὅταν οὔρλιαξα μὲ τὸν πόνο τῆς μάνας, μόνο ὁ Χριστὸς μὲ ἄκουσε. Ἐγὼ δὲν εἶμαι γυναῖκα;»
Ἡ Σότζερνερ Τροὺθ ἀπὸ τὴ Νέα Ὑόρκη, μὲ τὴν ὁλλανδικὴ προφορά, γεννημένη σκλάβα στὸ Σουάρτεκιλ τῆς Νέας Ὑόρκης, γιὰ λογαριασμὸ τῶν γυναικῶν καὶ τῶν Ἀφροαμερικανῶν ζύμωνε κι ἔπλενε ὅλη της τὴ ζωή. Ἀνάμεσα στὶς ἐρήμους περπάτησε, μ’ ἕνα μπάντζο τραγούδησε, ἀναποδογυρισμένο. Στοὺς ἑκατὸ σπουδαιότερους Ἀφροαμερικανοὺς ἀνθρώπους κατατάχθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου