ΣΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Το βιβλίο ‘Στις δικές μου διαδρομές’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου είναι το πρώτο βιβλίο που η βραβευμένη συγγραφέας Τζούμπα Λαχίρι (Jhumpa Lahiri, 1967 -), έγραψε στα Ιταλικά. Κόρη Ινδών μεταναστών, η Λαχίρι γεννήθηκε στο Λονδίνο και μεγάλωσε στο Ρόουντ Άιλαντ. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που αποφάσισαν να γράψουν σε άλλη γλώσσα και όχι στη μητρική τους – είτε λόγω εξορίας ή επειδή η πρώτη τους γλώσσα δεν τους επέτρεπε να απευθυνθούν σ’ ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό-, η Λαχίρι, χωρίς καμία ιδιαίτερη εξωτερική πίεση, γύρισε την πλάτη της στην κυρίαρχη γλώσσα της παγκόσμιας λογοτεχνίας για να γράψει στα ιταλικά. Σε συνεντεύξεις της η συγγραφέας έχει αναφέρει ότι τα Μπενγκάλι, η γλώσσα της χώρας καταγωγής της, ήταν για εκείνη μια ξένη γλώσσα όπως και τα αγγλικά τα οποία ήταν μόνο το μέσον να αισθανθεί μέρος του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε (περισσότερα εδώ). Αναζήτησε λοιπόν μια γλώσσα να εκφραστεί, μια γλώσσα που να τη νιώσει δική της και αποφάσισε ότι η γλώσσα αυτή είναι τα Ιταλικά τα οποία αγάπησε και μελέτησε σε βάθος.
Το μυθιστόρημα ‘Στις δικές μου διαδρομές’, αποτελείται από μια σειρά μικρών κεφαλαίων που μπορούν να διαβαστούν και σαν ανεξάρτητα διηγήματα αφού δεν ακολουθούν μια πλοκή σε γραμμική εξέλιξη. Εντούτοις συνδέονται από την παρουσία της ανώνυμης γυναίκας ηρωίδας˙ μιας γυναίκας γύρω στα σαράντα πέντε που ζει μόνη και διδάσκει σ’ ένα πανεπιστήμιο της Ιταλίας. Η ταυτότητά της είναι τόσο άπιαστη όσο και σύνθετη. Είναι εμφανές ότι βρίσκεται σ’ ένα σημείο καμπής στη ζωή της και έχει αποτραβηχτεί σε μια κατάσταση αυτοστοχασμού και ήσυχης ενδοσκόπησης˙ έναν οριακό χώρο, που ορίζεται όχι από τις συνδέσεις της με τους άλλους αλλά από την αποσύνδεσή της από αυτούς. Αν και προτιμά να απομονώνεται και αποφεύγει όσο μπορεί την ανθρώπινη επαφή, όταν το καταφέρνει δεν νιώθει ικανοποίηση αλλά μοναξιά. Όπου κι αν είναι, δεν είναι ποτέ εκεί που θέλει να είναι:
‘Δεν γυρίζω ποτέ στον ίδιο τόπο, προτιμάω να μη δημιουργώ δεσμούς, εξαρτήσεις. Μόνο που, πιο πολύ κι από την καθημερινή ζωή, νιώθω αποξενωμένη από τη βασική μου οικογένεια, κι από τα νιάτα μου. Σε μια απόσταση τόσο επιθυμητή όσο και αποκαρδιωτική.’
Το βιβλίο είναι γραμμένο σαν ένα ημερολόγιο χωρίς ημερομηνίες, μια σειρά από συμπαγή, σύνθετα στιγμιότυπα της ζωής μιας γυναίκας του καιρού μας που κινείται ανάμεσα στο άγχος, τη μοναξιά, την αποξένωση αλλά και τον ενθουσιασμό για μια χώρα που δεν είναι η πατρίδα της. Κάθε κεφάλαιο διαδραματίζεται σε μια τοποθεσία που υποδεικνύεται στον τίτλο του: στο πεζοδρόμιο, στο δρόμο, στο γραφείο, στην ταβέρνα και αποτυπώνει στιγμές ακινησίας, φευγαλέων αλληλεπιδράσεων και εσωτερικής αναζήτησης της ηρωίδας. Ο αναγνώστης συνθέτει σταδιακά μια εικόνα της γυναίκας αυτής και της ζωής της. Ο ανήσυχος χαρακτήρας της, οι φόβοι και οι αναστολές της που πηγάζουν από την παιδική της ηλικία και την ανατροφή της όπως ο συντηρητισμός, οι οικονομικοί περιορισμοί των γονιών της, η αυστηρότητα της μητέρας της και η δειλία του πατέρα της, όλα όσα έχουν αφήσει το χνάρι τους πάνω στην ψυχή και τον χαρακτήρα της, αποκαλύπτονται από αναδρομές της ηρωίδας στο παρελθόν ή συμπεραίνονται από τις αντιδράσεις της.
Οι ανθρώπινες σχέσεις που επιλέγει να απεικονίσει η Λαχίρι είναι συχνά χρωματισμένες με θλίψη. Η ηρωίδα έχει επίγνωση της μοναξιάς της την οποία αναφέρει όχι σαν βάρος αλλά σαν μέσον και ευκαιρία για να αφοσιωθεί στις διαδρομές του μυαλού και των συναισθημάτων της ∙ στις δικές της διαδρομές.
Η ίδια η πόλη είναι κάτι περισσότερο από ένα σκηνικό για τους στοχασμούς της ηρωίδας ˙ είναι ένας σιωπηλός σύντροφος στις στιγμές περισυλλογής της, η έμπιστη φίλη που την ξεναγεί σ’ αυτή. Μέσα από εικόνες με φωτεινά ξημερώματα, πολυσύχναστες πλατείες και μοναχικά εστιατόρια, η συγγραφέας ζωγραφίζει το ‘πορτρέτο μιας γυναίκας σε ένα είδος αστικής μοναξιάς’ προσκαλώντας τον αναγνώστη να αναλογιστεί την τεράστια αξία του περιβάλλοντος. Οι δρόμοι, τα καφέ και οι δημόσιοι χώροι γίνονται βαθιά προσωπικοί καθώς τους ποτίζει με τα συναισθήματα και τις σκέψεις της. Τα κτίρια, τα σπίτια, κάθε αρχιτεκτονική κατασκευή χαρτογραφείται λεπτομερώς ˙ ένα αστικό τοπίο που αντικατοπτρίζει την εσωτερική της κατάσταση – όμορφη αλλά αποκομμένη, ζωντανή αλλά απρόσωπη.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, η συγγραφέας εγκαταλείπει τους τοπικούς προσδιορισμούς των τίτλων των κεφαλαίων της με ένα αινιγματικό ‘Πουθενά’ ίσως για να υπογραμμίσει πώς η ηρωίδα της δεν ανήκει πουθενά.
‘Γιατί τελικά το σκηνικό δεν έχει καμία σχέση: ο φυσικός χώρος, το φως, οι τοίχοι. Δεν έχει σημασία αν είναι κάτω από έναν ουρανό ή κάτω από τη βροχή ή μες στον καθαρό νερό το καλοκαίρι. Στο τρένο ή στο αυτοκίνητο, στο αεροπλάνο ανάμεσα στα ακατάστατα σύννεφα, που είναι σκορπισμένα σαν κοπάδι μέδουσες. Μόνο ακίνητη δεν είμαι, είμαι πάντα και αποκλειστικά σε κίνηση, περιμένοντας είτε να φτάσω, είτε να επιστρέψω, είτε να φύγω. Μια μικρή βαλίτσα στα πόδια μου, που τη γεμίζω ή την αδειάζω, η τσάντα στον κόρφο, λίγα ψιλά, ένα βιβλίο βαλμένο μέσα. Υπάρχει τόπος όπου δεν είμαστε περαστικοί; Αποπροσανατολισμένη, χαμένη, αναστατωμένη, σαστισμένη, απορυθμισμένη, εκτοπισμένη, διωγμένη, εξορισμένη, ξεριζωμένη, αποξενωμένη : ξαναβρίσκω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτή την οικογένεια όρων. Αυτός είναι ο τόπος, οι λέξεις που με βάζουν στον κόσμο.’
Η γραφή της Λαχίρι είναι καθαρή, διαυγής, με έμφαση στην οικονομία της γλώσσας και στην απόδοση της εσωτερικής αναζήτησης της ηρωίδας, της αποξένωσης και των ανείπωτων συναισθημάτων καθώς και των προσπαθειών της να κατανοήσει το περιβάλλον και τα συναισθήματά της.
Η πρώτη συγγραφική προσπάθεια της Τζούμπα Λαχίρι στα ιταλικά απέδωσε ένα βιβλίο που οι σκέψεις που προκαλεί ακολουθούν τον αναγνώστη αρκετά μετά το γύρισμα της τελευταίας σελίδας.
Το βιβλίο της Jhumpa Lahiri ‘ΣΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου